Με την γειτόνισσα της απέναντι πολυκατοικίας δεν είχε πολλά-πολλά. Την και αν την έβλεπε ένα χρόνο τώρα να απλώνει τα ρούχα στο μπαλκόνι, να φωνάζει το παιδί της που τελείωνε το δημοτικό για να διαβάσει, να ψωνίζει ψωμί από το αρτοποιείο της γειτονιάς.
Από τη σύζυγο του έμαθε, ότι είχε έλθει πρόσφατα από το χωριό μετά το χαμό του άνδρα της και δούλευε σε μία από τις ελάχιστες βιοτεχνίες που είχαν μείνει μετά την κρίση.
Την έβλεπε, γιατί και αυτός ξυπνούσε πριν της 6 ο πρωί, να κατηφορίζει από την πολυκατοικία για να προλάβει το Αστικό για τη δουλειά της.
Την έβλεπε τα Κυριακάτικα πρωινά, με τα καλά της, χτενισμένη- αγνώριστη στη κυριολεξία- κρατώντας την κόρη της από το χέρι να πηγαίνει στην εκκλησία της περιοχής.
Εκεί που του ανέβηκε η πίεση στην κυριολεξία ήταν όταν την είδε να φεύγει κρατώντας την σημεία με το δικέφαλο αετό για να πάει στο συλλαλητήριο «για την ελληνικότητα της Μακεδονίας» που γινόταν στην πόλη. Μάλιστα την επόμενη μέρα κρέμασε την ελληνική σημαία δίπλα- δίπλα με αυτή με τον δικέφαλο αετό λες και το έκανε επίτηδες γνωρίζοντας (όπως όλοι άλλωστε στη γειτονιά) τις απόψεις του για όλα αυτά…
Την κοίταξε με θυμό, δεν άντεξε και της μίλησε:
«Καλά εργάτρια πράμα, δεν έχεις καταλάβει ότι σου πουλάνε ψευτοπατριωτισμό για να σε αποπροσανατολίσουν από τα πραγματικά προβλήματα, από τους πραγματικούς ένοχους;»
Τον κοίταξε για λίγο και του πέταξε: «Και εσένα τι σε ενοχλεί; Δεν είσαι Έλληνας εσύ;»
Δεν της απάντησε αμέσως: «Η παράταξη που ανήκω έχει αποδείξει τον πατριωτισμό της όλα αυτά τα χρόνια με έργα και με αίμα γι’αυτό ας είσαι προσεκτική και να δεις πως το επόμενο διάστημα σε πολλά θα πέσεις έξω»
Μάλλον όμως αυτός ήταν αισιόδοξος στις προβλέψεις του.
Των Κυριακάτικων επισκέψεων της στην εκκλησία, προηγούνταν η ραδιοφωνική λειτουργία που απολάμβανε με ανοικτά τα παράθυρα, λες και το έκανε για να τον προκαλεί.
Η ελληνική σημαία ήταν πια μόνιμη στα μπαλκόνι της, ενώ συχνά –πυκνά άκουγε στη διαπασών από τα’ ανοικτά της παράθυρα το «Μακεδονία ξακουστή»
Με την έναρξη της πανδημίας την είδε φοβισμένη. Πριν ακόμη την επιβολή των περιοριστικών μέτρων, την συνάντησε να καταφτάνει στο σπίτι της κουβαλώντας ασυνήθιστα γι’αυτήν ποσότητες τροφίμων, χαρτιών υγείας κλπ. Απαγόρευσε την κόρη της να βγαίνει έξω, ενώ η μυρωδιά από το καθημερινό θυμιάτισμα στο σπίτι έφτανε μέχρι την μύτη του.
Εκείνο το βράδυ που μέσω παρακίνησης από το fb βγήκαν στην Ελλάδα για να χειροκροτήσουν τον ηρωισμό των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, βγήκε και αυτή μαζί με την κόρη της στο μπαλκόνι. Είχε μάλιστα προηγηθεί η ανάρτηση στον τοίχο του σπιτιού της, μεγάλης ζωγραφιάς της κόρης της (ομολογουμένως είχε ταλέντο το παιδί) που έδειχνε ένα σπίτι με μία ελληνική σημαία και το σύνθημα «Μένουμε σπίτι»
Δεν άντεξε και ίσως σε τόνο οξύ της είπε:
«Γειτόνισσα καλά κάνεις και χειροκροτάς αυτούς που δίνουν τη μάχη στα δημόσια νοσοκομεία μας. Όμως η κυβέρνηση τους έχεις ρίξεις άοπλους σε αυτή τη μάχη. Όμως χειροκρότημα θέλεις και εσύ που πηγαίνεις στη δουλειά σου, αψηφώντας τους κινδύνους «συνωστισμού» για να θρέψεις την κόρη σου. Σκέψου επιτέλους λίγο παραπάνω. Εργαζόμενοι είμαστε και οι δύο. Κοινά είναι τα συμφέροντα μας»
Δεν του είπε τίποτε, απλά μπήκε μέσα και σφάλισε τα παράθυρά.
Την επόμενη μέρα της είδε να γυρνά λίγη ώρα μετά την πρωινή της έξοδο για τη δουλειά (αυτός ήδη είχε σταματήσει να εργάζεται λόγω «αναστολής της σύμβασης εργασίας», όπως κομψά είχε νομικά οπλίσει το χέρι της εργοδοσίας η κυβέρνηση).
Το κεφάλι της σκυφτό, τα βήματα της βαριά.
Την καλημέρισε από το μπαλκόνι του.
«Πώς και έτσι τόσο νωρίς στο σπίτι. Σχολάσατε;» την ρώτησε
«Δεν σχολάσαμε, απλά με σχόλασαν. Απολύθηκα» είπε μονορούφι και ένας κόμπος έκλεισε τον λαιμό της.
«Γειτόνισσα, έλα για ένα καφέ σπίτι μας. Η γυναίκα μου και εγώ θα χαρούμε πολύ να έλθεις για πρώτη φορά στο σπιτικό μας».
Η συζήτηση ήταν πολύωρη. Συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες που ο υποχρεωτικός γενικευμένος εγκλωβισμός τους έδινε αυτή τη δυνατότητα.
Κάτι άρχισε ν’ αλλάζει μέσα της. Ανοίχτηκε, μίλησε για την βασανισμένη ζωή της στο χωρίο, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην πόλη ως «χήρα γυναίκα» και ιδιαίτερα τώρα που έμεινε χωρίς δουλειά.
Ο καφές τα πρωινά (και χωρίς να έχει έγγραφο μετακίνησης τύπου Β’ γι’ αυτό…) έγινε συνήθεια, ευχάριστη για όλους.
Κατέβασε και την ελληνική σημαία από το μπαλκόνι, ενώ ρουφούσε κάθε τους κουβέντα για τον άγνωστο ουσιαστικά κόσμο που έβλεπε πλέον καθαρά και η ίδια και που οι προκαταλήψεις ετών δεν την άφηναν. Και η κόρη της γνωρίστηκε με τα παιδιά του, ενώ είχε πια δυνατότητα να έχει πρόσβαση και στο διαδίκτυο.
Το απόγευμα στις 6 η κυβέρνηση ενημέρωνε καθημερινά για την πορεία της πανδημίας και τα’ απαγορευτικά μέτρα που έπαιρνε «για το καλό μας». Το επόμενο πρωινό στον καθιερωμένο πια καφέ η «γλώσσα της έτρεχε ροδάνι» με βάση αυτά που άκουγε . Η πρόοδος στη σκέψη της έκανε πια άλματα…
Το Κυριακάτικο πρωινό της ήταν διαφορετικό. Με ουσιαστικά κλειστές τις εκκλησίες δεν πήγε στον καθιερωμένο εκκλησιασμό.
Αυτός βγήκε στο μπαλκόνι να την καλέσει για καφέ. Όμως να προσέχοντας καλύτερα τη ζωγραφιά της κόρης είδε μία διαφορά.
Δίπλα στην ελληνική σημαία που υπήρχε, είδε και μία σημαία της Κούβας. Και από κάτω της με παιδικά γράμματα: «Η χώρα που βοηθά με τους γιατρούς της όλο τον κόσμο»