Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Οι …σημαίες (Μικρή ιστορία στους καιρούς της πανδημίας)

Με την γει­τό­νισ­σα της απέ­να­ντι πολυ­κα­τοι­κί­ας δεν είχε πολ­λά-πολ­λά. Την και αν την έβλε­πε ένα χρό­νο τώρα να απλώ­νει τα ρού­χα στο μπαλ­κό­νι, να φωνά­ζει το παι­δί της που τελεί­ω­νε το δημο­τι­κό για να δια­βά­σει, να ψωνί­ζει ψωμί από το αρτο­ποιείο της γειτονιάς.

Από τη σύζυ­γο του έμα­θε, ότι είχε έλθει πρό­σφα­τα από το χωριό μετά το χαμό του άνδρα της και δού­λευε σε μία από τις ελά­χι­στες βιο­τε­χνί­ες που είχαν μεί­νει μετά την κρίση.

Την έβλε­πε, για­τί και αυτός ξυπνού­σε πριν της 6 ο πρωί, να κατη­φο­ρί­ζει από την πολυ­κα­τοι­κία για να προ­λά­βει το Αστι­κό για τη δου­λειά της.

Την έβλε­πε τα Κυρια­κά­τι­κα πρω­ι­νά, με τα καλά της, χτε­νι­σμέ­νη- αγνώ­ρι­στη στη κυριο­λε­ξία- κρα­τώ­ντας την κόρη της από το χέρι να πηγαί­νει στην εκκλη­σία της περιοχής.

Εκεί που του ανέ­βη­κε η πίε­ση στην κυριο­λε­ξία ήταν όταν την είδε να φεύ­γει κρα­τώ­ντας την σημεία με το δικέ­φα­λο αετό για να πάει στο συλ­λα­λη­τή­ριο «για την ελλη­νι­κό­τη­τα της Μακε­δο­νί­ας» που γινό­ταν στην πόλη. Μάλι­στα την επό­με­νη μέρα κρέ­μα­σε την ελλη­νι­κή σημαία δίπλα- δίπλα με αυτή με τον δικέ­φα­λο αετό λες και το έκα­νε επί­τη­δες γνω­ρί­ζο­ντας (όπως όλοι άλλω­στε στη γει­το­νιά) τις από­ψεις του για όλα αυτά…

Την κοί­τα­ξε με θυμό, δεν άντε­ξε και της μίλησε:

«Καλά εργά­τρια πρά­μα, δεν έχεις κατα­λά­βει ότι σου που­λά­νε ψευ­το­πα­τριω­τι­σμό για να σε απο­προ­σα­να­το­λί­σουν από τα πραγ­μα­τι­κά προ­βλή­μα­τα, από τους πραγ­μα­τι­κούς ένοχους;»

Τον κοί­τα­ξε για λίγο και του πέτα­ξε: «Και εσέ­να τι σε ενο­χλεί; Δεν είσαι Έλλη­νας εσύ;»

Δεν της απά­ντη­σε αμέ­σως: «Η παρά­τα­ξη που ανή­κω έχει απο­δεί­ξει τον πατριω­τι­σμό της όλα αυτά τα χρό­νια με έργα και με αίμα γι’αυτό ας είσαι προ­σε­κτι­κή και να δεις πως το επό­με­νο διά­στη­μα σε πολ­λά θα πέσεις έξω»

Μάλ­λον όμως αυτός ήταν αισιό­δο­ξος στις προ­βλέ­ψεις του.

Των Κυρια­κά­τι­κων επι­σκέ­ψε­ων της στην εκκλη­σία, προη­γού­νταν η ραδιο­φω­νι­κή λει­τουρ­γία που απο­λάμ­βα­νε με ανοι­κτά τα παρά­θυ­ρα, λες και το έκα­νε για να τον προκαλεί.

Η ελλη­νι­κή σημαία ήταν πια μόνι­μη στα μπαλ­κό­νι της, ενώ συχνά –πυκνά άκου­γε στη δια­πα­σών από τα’ ανοι­κτά της παρά­θυ­ρα το «Μακε­δο­νία ξακουστή»

Με την έναρ­ξη της παν­δη­μί­ας την είδε φοβι­σμέ­νη. Πριν ακό­μη την επι­βο­λή των περιο­ρι­στι­κών μέτρων, την συνά­ντη­σε να κατα­φτά­νει στο σπί­τι της κου­βα­λώ­ντας ασυ­νή­θι­στα γι’αυτήν ποσό­τη­τες τρο­φί­μων, χαρ­τιών υγεί­ας κλπ. Απα­γό­ρευ­σε την κόρη της να βγαί­νει έξω, ενώ η μυρω­διά από το καθη­με­ρι­νό θυμιά­τι­σμα στο σπί­τι έφτα­νε μέχρι την μύτη του.

Εκεί­νο το βρά­δυ που μέσω παρα­κί­νη­σης από το fb βγή­καν στην Ελλά­δα για να χει­ρο­κρο­τή­σουν τον ηρω­ι­σμό των για­τρών και του νοση­λευ­τι­κού προ­σω­πι­κού, βγή­κε και αυτή μαζί με την κόρη της στο μπαλ­κό­νι. Είχε μάλι­στα προη­γη­θεί η ανάρ­τη­ση στον τοί­χο του σπι­τιού της, μεγά­λης ζωγρα­φιάς της κόρης της (ομο­λο­γου­μέ­νως είχε ταλέ­ντο το παι­δί) που έδει­χνε ένα σπί­τι με μία ελλη­νι­κή σημαία και το σύν­θη­μα «Μένου­με σπίτι»

Δεν άντε­ξε και ίσως σε τόνο οξύ της είπε:

«Γει­τό­νισ­σα καλά κάνεις και χει­ρο­κρο­τάς αυτούς που δίνουν τη μάχη στα δημό­σια νοσο­κο­μεία μας. Όμως η κυβέρ­νη­ση τους έχεις ρίξεις άοπλους σε αυτή τη μάχη. Όμως χει­ρο­κρό­τη­μα θέλεις και εσύ που πηγαί­νεις στη δου­λειά σου, αψη­φώ­ντας τους κιν­δύ­νους «συνω­στι­σμού» για να θρέ­ψεις την κόρη σου. Σκέ­ψου επι­τέ­λους λίγο παρα­πά­νω. Εργα­ζό­με­νοι είμα­στε και οι δύο. Κοι­νά είναι τα συμ­φέ­ρο­ντα μας»

Δεν του είπε τίπο­τε, απλά μπή­κε μέσα και σφά­λι­σε τα παράθυρά.

Την επό­με­νη μέρα της είδε να γυρ­νά λίγη ώρα μετά την πρω­ι­νή της έξο­δο για τη δου­λειά (αυτός ήδη είχε στα­μα­τή­σει να εργά­ζε­ται λόγω «ανα­στο­λής της σύμ­βα­σης εργα­σί­ας», όπως κομ­ψά είχε νομι­κά οπλί­σει το χέρι της εργο­δο­σί­ας η κυβέρνηση).

Το κεφά­λι της σκυ­φτό, τα βήμα­τα της βαριά.

Την καλη­μέ­ρι­σε από το μπαλ­κό­νι του.

«Πώς και έτσι τόσο νωρίς στο σπί­τι. Σχο­λά­σα­τε;» την ρώτησε

«Δεν σχο­λά­σα­με, απλά με σχό­λα­σαν. Απο­λύ­θη­κα» είπε μονο­ρού­φι και ένας κόμπος έκλει­σε τον λαι­μό της.

«Γει­τό­νισ­σα, έλα για ένα καφέ σπί­τι μας. Η γυναί­κα μου και εγώ θα χαρού­με πολύ να έλθεις για πρώ­τη φορά στο σπι­τι­κό μας».

Η συζή­τη­ση ήταν πολύ­ω­ρη. Συνε­χί­στη­κε και τις επό­με­νες μέρες που ο υπο­χρε­ω­τι­κός γενι­κευ­μέ­νος εγκλω­βι­σμός τους έδι­νε αυτή τη δυνατότητα.

Κάτι άρχι­σε ν’ αλλά­ζει μέσα της. Ανοί­χτη­κε, μίλη­σε για την βασα­νι­σμέ­νη ζωή της στο χωρίο, αλλά και τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­σε στην πόλη ως «χήρα γυναί­κα» και ιδιαί­τε­ρα τώρα που έμει­νε χωρίς δουλειά.

Ο καφές τα πρω­ι­νά (και χωρίς να έχει έγγρα­φο μετα­κί­νη­σης τύπου Β’ γι’ αυτό…) έγι­νε συνή­θεια, ευχά­ρι­στη για όλους.

Κατέ­βα­σε και την ελλη­νι­κή σημαία από το μπαλ­κό­νι, ενώ ρου­φού­σε κάθε τους κου­βέ­ντα για τον άγνω­στο ουσια­στι­κά κόσμο που έβλε­πε πλέ­ον καθα­ρά και η ίδια και που οι προ­κα­τα­λή­ψεις ετών δεν την άφη­ναν. Και η κόρη της γνω­ρί­στη­κε με τα παι­διά του, ενώ είχε πια δυνα­τό­τη­τα να έχει πρό­σβα­ση και στο διαδίκτυο.

Το από­γευ­μα στις 6 η κυβέρ­νη­ση ενη­μέ­ρω­νε καθη­με­ρι­νά για την πορεία της παν­δη­μί­ας και τα’ απα­γο­ρευ­τι­κά μέτρα που έπαιρ­νε «για το καλό μας». Το επό­με­νο πρω­ι­νό στον καθιε­ρω­μέ­νο πια καφέ η «γλώσ­σα της έτρε­χε ροδά­νι» με βάση αυτά που άκου­γε . Η πρό­ο­δος στη σκέ­ψη της έκα­νε πια άλματα…

Το Κυρια­κά­τι­κο πρω­ι­νό της ήταν δια­φο­ρε­τι­κό. Με ουσια­στι­κά κλει­στές τις εκκλη­σί­ες δεν πήγε στον καθιε­ρω­μέ­νο εκκλησιασμό.

Αυτός βγή­κε στο μπαλ­κό­νι να την καλέ­σει για καφέ. Όμως να προ­σέ­χο­ντας καλύ­τε­ρα τη ζωγρα­φιά της κόρης είδε μία διαφορά.

Δίπλα στην ελλη­νι­κή σημαία που υπήρ­χε, είδε και μία σημαία της Κού­βας. Και από κάτω της με παι­δι­κά γράμ­μα­τα: «Η χώρα που βοη­θά με τους για­τρούς της όλο τον κόσμο»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο