Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Ανιχνεύοντας τη σκέψη και τη γραφή του Νίκου Καζαντζάκη σε σελίδες της Αλκυόνης Παπαδάκη”

Γρά­φει η Χαρού­λα Βερί­γου | Ζωή Δικταί­ου

Με την μελέ­τη και αντι­πα­ρα­βο­λή κει­μέ­νων από το έργο και τών δύο λογο­τε­χνών, στοι­χεία τα οποία επι­κα­λεί­ται η παρού­σα ανα­κοί­νω­ση, ελπί­ζου­με ότι δια­φαί­νε­ται και γίνε­ται κατα­νοη­τή η επί­δρα­ση τής σκέ­ψης και τής γρα­φής τού Νίκου Καζαν­τζά­κη σε σελί­δες τής Αλκυό­νης Παπα­δά­κη, πράγ­μα που δεί­χνει ότι η Αλκυό­νη γνώ­ρι­ζε από τη νεό­τη­τά της και συνε­χί­ζει να γνω­ρί­ζει πολύ καλά, ότι ο Καζαν­τζά­κης υπήρ­ξε πνευ­μα­τι­κός της πατέρας,

Τόσο ο Καζαν­τζά­κης όσο και η Αλκυό­νη πετυ­χαί­νουν στο έργο τους  τον πραγ­μα­τι­κό σκο­πό του βιβλί­ου, αφού αρχι­κά παγι­δεύ­ουν το μυα­λό για να το ανα­γκά­σουν μετά να σκε­φτεί μόνο του. Απο­δει­κνύ­ουν με τις κατα­θέ­σεις της γρα­φής τους, πως η Λογο­τε­χνία έχει μια τερά­στια δύνα­μη. Κατα­φέρ­νουν να προ­βάλ­λουν τον άνθρω­πο και την προ­σω­πι­κή του ανα­ζή­τη­ση και επι­τα­γή της ψυχής, για μια ζωή όπως θα την ήθε­λε, για έναν κόσμο ελεύ­θε­ρο και δίκαιο χωρίς δήθεν, μακριά από συμ­βι­βα­σμούς και επι­νοη­μέ­νες απο­δε­κτές κοι­νω­νι­κές συμβάσεις.

Δια­λέ­γει, η Αλκυό­νη το ίδιο επι­δέ­ξια λέξεις που απορ­ρέ­ουν από μια προ­σω­πι­κή αλλά και δύσκο­λη επι­κρά­τεια της εμπει­ρί­ας, έτσι όπως διδά­χτη­κε από τις ανα­γνώ­σεις της στον Καζαν­τζά­κη. Τα πάντα γύρω της απο­τε­λούν δυνά­μει ερε­θί­σμα­τα. Δέχε­ται τις και­νού­ριες πλη­ρο­φο­ρί­ες και βιώ­νει τις ανη­συ­χί­ες όχι μόνο χωρίς να  βρα­χυ­κυ­κλώ­νε­ται, αλλά απο­κα­λύ­πτο­ντας με την κατά­θε­ση της γρα­φής της, την πνευ­μα­τι­κή βαρύ­τη­τα, τη σύνε­ση και την συνέ­πεια του  ανθρώ­που που δεν επαναπαύεται.

  Η ποι­η­τι­κό­τη­τα του λόγου και στους δύο, απορ­ρέ­ει από μια φανε­ρή φλέ­βα που πάλ­λε­ται επει­δή έχει γνώ­ση, για το τι ακρι­βώς αισθά­νε­ται  η ψυχή και τι συμ­βαί­νει γύρω της στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Δεί­χνουν να γνω­ρί­ζουν καλά πού ακρι­βώς δια­λύ­ο­νται οι ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις και μορ­φές και έχουν το σθέ­νος να θυσιά­ζουν τα μικρά και τα εύκο­λα, μετα­τρέ­πο­ντας ακό­μη και τις φευ­γα­λέ­ες, τις τυχαί­ες εντυ­πώ­σεις σε ουσία. 

Επιρ­ρο­ές βαθιές. Ο σκλη­ρός ρεα­λι­σμός, πολ­λές φορές ακραί­ος, αλλά πάντα πλαι­σιω­μέ­νος από μια έντο­να λυρι­κή διά­θε­ση είναι εμφα­νής στο έργο τού Καζαν­τζά­κη και συνα­ντά­ται με την ίδια σχε­δόν έντα­ση και στο έργο της Αλκυόνης.

Την Αλκυό­νη, την συνά­ντη­σα το έτος 1989, όταν μια περι­πέ­τεια υγεί­ας, με έφε­ρε από την Κέρ­κυ­ρα στο Ηρά­κλειο. Ήταν η επο­χή που πίστευα πως για όλα όσα μού συνέ­βαι­ναν στην ψυχή, στο νου και στο σώμα, η θερα­πεία ήταν η Κρή­τη. Στο νοσο­κο­μείο λοι­πόν, στο κομο­δί­νο της ασθε­νούς στο διπλα­νό κρε­βά­τι ήταν εκεί­νο το πρώ­το μας ραντε­βού με το βιβλίο της : «Η  ΜΠΟΡΑ».

Κάθε φορά που μ’ έβλε­πε να κλαίω η κυρία Ερω­φί­λη, άνοι­γε το βιβλίο σε μια τυχαία σελί­δα και αφού διά­βα­ζε λίγες γραμ­μές, έβγα­ζε τα πρε­σβυω­πι­κά γυα­λιά έτρι­βε τα μάτια της κι έλε­γε με χαρα­κτη­ρι­στι­κή κρη­τι­κή προ­φο­ρά: «Ετου­τα­νά παραγ­γέλ­νει η Αλκυό­νη, η δική μας Αλκυό­νη, μόνο μην κλαις και χαλάς τα μάθια σου κι όλα περ­νού­νε με τον και­ρό και περ­νά κι ο και­ρός μαζί  ντως. Γροικάς;»

Ένα από­γευ­μα, αφού έκα­νε τρεις φορές τον σταυ­ρό της και χαμο­γέ­λα­σε πλα­τιά, διά­βα­σε το παρα­κά­τω απόσπασμα:

«Δε με νοιά­ζει, Θε μου, μα λες και πως είσαι δίκαιος. Όχι δηλα­δή πως μου το ’πες εμέ­να καμιά φορά. Να μη λέμε και ψέμα­τα. Εκεί­νος ο παπά Νικό­λας το φωνά­ζει. Αυτός είναι δικός σου άνθρω­πος και ξέρει. Για τον παπά Νικό­λα, Θε μου είσαι δίκαιος και παρα­εί­σαι. Φως φανά­ρι τα πρά­μα­τα. Για τη Σοφία όμως την Κανε­τά­κη, τι είσαι;» 

(Από το βιβλίο της Αλκυό­νης Παπα­δά­κη, Η ΜΠΟΡΑ, σελί­δα 12,  8η έκδο­ση 1989).

Εκεί­νο το από­γευ­μα παρα­μο­νή της αγί­ας Μαρί­νας, ο ήχος της καμπά­νας τού εσπε­ρι­νού μπή­κε πρώ­τος, μαζί με την ανυ­πό­φο­ρη κάψα του Ιου­λί­ου από το μεγά­λο σιδε­ρέ­νιο παρά­θυ­ρο. Ύστε­ρα από λίγα μόνο λεπτά ακο­λού­θη­σε ένας ιερέ­ας με δύο καλό­γριες μοι­ρά­ζο­ντας με το αζη­μί­ω­το φυσι­κά χάρ­τι­νες εικό­νες, φυλα­κτά, αγιά­σμα­τα, κομπο­σκοί­νια και θαυ­μα­τουρ­γά λαδά­κια σε πλα­στι­κά μπου­κα­λά­κια με ανά­γλυ­φη πάνω τους τη μορ­φή τού Χριστού.

Όμως, το θρόι­σμα  της ψυχής της Αλκυό­νης είχε ήδη φτά­σει μυστη­ριω­δώς όπως γίνε­ται  τις περισ­σό­τε­ρες φορές, πρώ­το στην καρ­διά και είχε αγγί­ξει τη σκέ­ψη μου. Μια αύρα αλλιώ­τι­κη ήταν και είναι ακό­μη, εκεί­νη που μού απευ­θύ­νει φιλό­φρο­να λόγια, χωρίς την παρα­μι­κρή πρό­θε­ση να με κυκλώ­σει και να με βασα­νί­σει με αξε­πέ­ρα­στους στοχασμούς.

Όσο η μητέ­ρα μου, η Καλ­λιό­πη δια­πραγ­μα­τευό­ταν την τιμή για ένα κομπο­σκοί­νι και μια εικό­να, είχα την αίσθη­ση πως η κυρία Ερω­φί­λη ψιθύ­ρι­ζε κάτι από άλλο βιβλίο, κάποιο που ήδη είχε την τύχη να έχει δια­βά­σει και η ταπει­νό­τη­τά μου αρκε­τά χρό­νια πριν: «Ο παπάς; Φατα­ού­λας, άνοι­ξε σπε­τσα­ρία, τη λέει εκκλη­σία και που­λά­ει το Χρι­στό με το δρά­μι, γιαί­νει, λέει ο κομπο­γιαν­νί­της, όλες τις αρρώστιες. 

- Τι αρρώ­στια έχεις εσύ;
Είπα ψέμα­τα.
Ένα δρά­μι Χρι­στό, τόσα γρόσια.
- Έκλε­ψα.
- Ενά­μι­συ δρά­μι Χρι­στό, τόσο. Εσύ;
 Σκότωσα.
-Α βαριά αρρώ­στια, κακο­μοί­ρη. Θα πάριες το βρά­δυ, πριν κοι­μη­θείς, πέντε δρά­μια Χρι­στό, κοστί­ζει πολύ, τόσο.
- Δεν κάνει παρα­κά­του, γέρο­ντά μου;
- Είναι η ταρί­φα, πλέ­ρω­σε αλλιώς θα πας στον πάτο της Κόλασης.» 

(Από το βιβλίο του Νίκου Καζαν­τζά­κη, Ο Χρι­στός ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται, σελ. 28, 9η έκδο­ση 1965)

Ξεφύλ­λι­σα τότε πρώ­τη φορά το βιβλίο «Η ΜΠΟΡΑ» και δεν άργη­σα να παρα­δε­χτώ πώς όπως είχα λατρέ­ψει τον Καζαν­τζά­κη από την πρώ­τη στιγ­μή, μπο­ρού­σα να λατρέ­ψω και την Αλκυόνη.

Είναι γνω­στό ότι ο Καζαν­τζά­κης πολ­λές φορές μιλού­σε περι­φρο­νη­τι­κά όχι μόνο για τη θρη­σκεία αλλά και για τους εκπρο­σώ­πους της. Η ανη­συ­χία για τον Θεό ήταν πρώ­τη στους στο­χα­σμούς του μεγά­λου δια­νοη­τή. Αυτό προ­κύ­πτει από την ομο­λο­γία του: «Το κύριο, σχε­δόν μονα­δι­κό θέμα όλου μου του έργου είναι ο αγώ­νας του ανθρώ­που με τον Θεό». «Από τα παι­δι­κά μου χρό­νια το πρό­σω­πο του Χρι­στού είχε απά­νω μου απε­ρί­γρα­πτη γοη­τεία…» « Πολ­λές φορές δίστα­σα, δεν μπό­ρε­σα καθα­ρά να ξεχω­ρί­σω τι περιε­χό­με­νο έχει η πολυ­με­τα­χει­ρι­σμέ­νη, η πολύ­μο­λε­μέ­νη από τους ανθρώ­πους λέξη Θεός ποτέ δε δίστα­σα για το δρό­μο που οδη­γά­ει ως το Θεό θέλω να πω ως την ανώ­τα­τη κορυ­φή της λαχτά­ρας του ανθρώπου».

Σε συνέ­ντευ­ξη της, στην Γιώ­τα Δημη­τρί­ου για το βιβλίο της  «Μια ατέ­λειω­τη φυγή», στην ερώ­τη­ση «Πιστεύ­ε­τε στον Θεό;» η Αλκυό­νη απα­ντά: «Πιστεύω βαθιά σε μια ανώ­τε­ρη δύνα­μη που ίσως δεν έχει και μεγά­λη σχέ­ση με τα «κατορ­θώ­μα­τα» των ανθρώ­πων. Δεν παύ­ει όμως να είναι μια κατα­φυ­γή.» Στη σελί­δα 159 του ίδιου βιβλί­ου η συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει: « Ένιω­θα μέσα μου, από ένστι­κτο, πως ο Θεός ήταν με το μέρος μου. Πως ήταν και λίγο συνερ­γά­της μου»

Έχουν πολ­λά κοι­νά σκέ­φτη­κα πολ­λές φορές. Επι­στρέ­φο­ντας τότε στην Κέρ­κυ­ρα είχα πει όχι μόνο στον εαυ­τό μου, αλλά και στα παι­διά τής Σχο­λής Του­ρι­στι­κής Εκπαί­δευ­σης όπου και εργα­ζό­μουν, πως η κυρία Ερω­φί­λη είχε όντως δίκιο όταν δήλω­νε: «Αν δια­βά­σεις μια φορά την Αλκυό­νη, φτά­νει για να μαγευ­τείς και να την θέλεις δίπλα σου για πάντα». Θυμά­μαι πως ένα κορί­τσι από το Ηρά­κλειο, η Μαρία Δοκια­νά­κη, αφού διά­βα­σε το βιβλίο που τής είχα δανεί­σει, όταν μού το επέ­στρε­ψε ρώτη­σε: «Κυρία, ξέρε­τε αν η συγ­γρα­φέ­ας έχει συγ­γέ­νεια με τον Καζαν­τζά­κη;» Είναι γεγο­νός πως και η ίδια είχα ανα­ρω­τη­θεί πολ­λές φορές.

Τώρα στην ωρι­μό­τη­τά μου, ξέρω καλά πως τους μεγά­λους λογο­τέ­χνες τους θαυ­μά­ζεις και χωρίς να το θέλεις μετα­λα­βαί­νεις το έργο τους σε και­νού­ριες διψα­σμέ­νες ψυχές. Τους μεγά­λους λογο­τέ­χνες, τους τιμάς όλο και περισ­σό­τε­ρο στο πέρα­σμα τού χρό­νου. Ίσως ανα­ζη­τή­σεις επιρ­ρο­ές, σημεία κοι­νά, γνώ­μο­νες τής σκέ­ψης και τής ψυχής τους, πόσο μάλ­λον όταν και οι δύο όπως στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση έχουν κοι­νή κατα­γω­γή και με εσέ­να. Γιγα­ντώ­νε­ται μέσα σου η περη­φά­νια για τού­τη την αμό­λευ­τη ρίζα, — πρό­γο­νοι λες —  και γεμί­ζουν αλμύ­ρα τα μάτια, στην σκέ­ψη πως ο ένας δίδα­ξε και συνε­χί­ζει να διδά­σκει τον άλλον, παρα­δί­δο­ντας τη σκυ­τά­λη τού πνεύ­μα­τος και την ευθύ­νη φυσι­κά μαζί της.

Γνω­ρί­ζου­με ότι η έννοια της δημιουρ­γι­κής, της πνευ­μα­τι­κής εξέ­λι­ξης, η εικό­να τού αγω­νι­ζό­με­νου ανθρώ­που μέχρι να κατα­λή­ξει στην εικό­να τού αγω­νι­ζό­με­νου Θεού, είναι διά­χυ­τη στο έργο του Καζαν­τζά­κη. Και στο έργο της Αλκυό­νης όμως, τις περισ­σό­τε­ρες φορές η ζωή απο­δει­κνύ­ε­ται ένας συνε­χής αγώ­νας, μέχρι να ξεπε­ρά­σει τα ανθρώπινα.

Θαρ­ρώ πως η Αλκυό­νη, έχει κάνει  πολ­λές — πολ­λές φορές τού­το  τον διά­λο­γο  με τον Καζαν­τζά­κη: Σκά­ψε! Τι βλέπεις; 

-Ανθρώ­πους και που­λιά, νερά και πέτρες!
-Σκά­ψε ακό­μα! Τι βλέπεις;
-Ιδέ­ες κι ονεί­ρα­τα, αστρα­πές και φαντάσματα.
-Σκά­ψε ακό­μα! Τι βλέπεις;
-Δε βλέ­πω τίπο­τα! Νύχτα βου­βή, πηχτή σα θάνα­τος. Θα ‘ναι ο θάνατος.
-Σκά­ψε ακό­μα!  ‑Αχ! Δεν μπο­ρώ να δια­πε­ρά­σω το σκο­τει­νό μεσό­τοι­χο! Φωνές γρι­κώ και κλά­μα­τα, φτε­ρά γρι­κώ στον άλλον όχτο!
-Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλά­μα­τα και τα φτε­ρά είναι η καρ­διά σου! 

(Από το βιβλίο Ασκητική)

Στις σελί­δες της Αλκυό­νης, κατα­λα­βαί­νεις την περ­πα­τη­σιά της, ίσια στο φως. Πολυ­γρα­φό­τα­τη σίγου­ρα, έξυ­πνα ευρη­μα­τι­κή μα πάνω από όλα, βαθιά ανθρώ­πι­νη, καλο­συ­νά­τη και σεμνή, έκα­νε πρά­ξη στο έργο της το παρα­κά­τω από τα απο­φθέγ­μα­τα τού Καζαν­τζά­κη: «Ο άνθρω­πος όταν νιώ­θει πόνο είναι ζωντα­νός Αλλά όταν νιώ­θει τον πόνο του άλλου τότε ναι είναι Άνθρω­πος». Ο λόγος της, δια­κα­τέ­χε­ται από έντο­νο λυρι­σμό με συνε­χή ξαφνιάσματα.

Κάποιες φορές γεμά­τος εκρη­κτι­κό­τη­τα με έντο­να αντι­συμ­βα­τι­κά στοι­χεία. Η γρα­φή της, ξέρει να σημα­δεύ­ει στο κέντρο τής ψυχής. Με το ένα πόδι αδρά­χνει πάντα στέ­ρεο χώμα και με το άλλο ψάχνει στα σκο­τει­νά απά­νω από την άβυσ­σο, όπως δίδα­ξε εκεί­νος, και αφή­νε­ται με εμπι­στο­σύ­νη και ψυχα­νε­μί­ζε­ται την ουσία, για να φτά­σει να σπά­σει ο νους τα σύνο­ρα. Δεν ξεχνά πως πάνω στο γρα­φείο της, τότε, κορι­τσά­κι ακό­μη στη Γαλ­λι­κή Σχο­λή, στη φωτο­γρα­φία ήταν ο θεί­ος της ο Νίκος, μάλι­στα, αυτό είχε απα­ντή­σει σε ερώ­τη­ση καλό­γριας σχε­τι­κά με το «ποιός είναι στη φωτογραφία;»

Όσο αισθά­νε­σαι πως ο Καζαν­τζά­κης σε κρα­τά από το χέρι και σε οδη­γεί δεί­χνο­ντάς σου τον δρό­μο, άλλο τόσο και η Αλκυό­νη μέσα από τις περι­γρα­φές της, σε ταξι­δεύ­ει είτε χρό­νια πίσω στις ζωές, στις συμπε­ρι­φο­ρές, στις δρά­σεις και στις δρα­στη­ριό­τη­τες άλλων  ανθρώ­πων κατα­γρά­φο­ντας συναι­σθή­μα­τα και εικό­νες που ξεπερ­νούν τη συγκί­νη­ση και τον φόβο, είτε στο παρόν. Το ίδιο οικεία σού φαί­νο­νται τα πρό­σω­πα, οι ήρω­ες, η λεκτι­κή και η ψυχο­λο­γι­κή βία  που ενί­ο­τε ξεπερ­νά τα όρια τού ανθρώ­που και στους δύο συγγραφείς.

Το «Σκι­σμέ­νο ψαθά­κι» μπο­ρεί να είναι ένα σκλη­ρό βιβλίο,  απο­δει­κνύ­ε­ται όμως και ανθρώ­πι­νο βιβλίο. Συγκλο­νι­στι­κή η ψυχο­λο­γι­κή βία με θεα­τρι­κή πλο­κή, όπως συμ­βαί­νει και στα βιβλία τού Καζαν­τζά­κη. Ο ανα­γνώ­στης έχει την αίσθη­ση ότι  βιώ­νει τα γεγο­νό­τα μπρο­στά στα μάτια του. Δια­βά­ζο­ντας, αντι­λαμ­βά­νε­ται την αγω­νία, τον πόνο, τη χαρά, τη συγκί­νη­ση, τον θυμό και συμπά­σχει ή θέλει να πάρει θέση. 

Γρά­φει η Αλκυό­νη: «Ύστε­ρα κάθο­μαι σταυ­ρο­πό­δι και γλεί­φω τις πλη­γές μου σαν το σκυ­λί.  Δεν πει­ρά­ζει, λέω.  Πάμε γι’ άλλα.  Όπως και να ‘χει το πρά­μα, η Ρόζυ γεν­νή­θη­κε με το βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στο ξημέ­ρω­μα. Όρτσα τα πανιά λοι­πόν.» (Σκι­σμέ­νο ψαθάκι)

«Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου», γρά­φει ο Καζαν­τζά­κης στην Οδύσ­σεια και πιο ποι­η­τι­κά στην Ασκη­τι­κή: “Ορτσα, παι­διά, και πρί­μο φύση­ξε του Χάρου το αγε­ρά­κι!” αλλά και στον Ζορ­μπά : «̶ Σαν τη λογιά­σεις μια δου­λειά, όρτσα και μη φοβά­σαι·/ αμό­λα τη τη νιό­τη σου και μήν τηνε λυπά­σαι! » Και παρα­κά­τω,  «̶ Όρτσα, διά­λε την πίστη του, κι όπου το βγά­λει η βρά­ση·/ γιά που θα σιά­σει μια δου­λειά γιά που θα ‘σιο­χα­λά­σει! » (Βίος και πολι­τεία του Αλέ­ξη Ζορμπά)

Όρτσα, λέξη που χαρα­κτη­ρί­ζει τους ανθρώ­πους της Κρή­της. Πλεύ­ση της καρ­διάς, της ψυχής, τού νου, κόντρα στην κόντρα τού μπα­γιά­τι­κου, τού κακο­φορ­μι­σμέ­νου κόσμου. Όρτσα ν’ ανοί­ξουν όλα τα πανιά, να φου­σκώ­σουν από τον άνε­μο του ρίσκου και τής ελευθερίας.

Κάθε φορά που ανοί­γω ένα βιβλίο της Αλκυό­νης, κάπου συνα­ντώ και τη φωτο­γρα­φία του «θεί­ου Νίκου», οπτι­κή υπεν­θύ­μι­ση της δύνα­μης της γλώσ­σας, της ντο­μπρο­σύ­νης, της περη­φά­νιας, της δικαιο­σύ­νης. Βαθύ­τα­τα στο­χα­στι­κοί και οι δυο, κινού­νται ανθρω­πο­κε­ντρι­κά. Γρά­φο­ντας ξορ­κί­ζουν την ανθρώ­πι­νη δυστυ­χία και τις συμ­φο­ρές με τρό­πο αυθε­ντι­κό, βαθιά φιλο­σο­φη­μέ­νο χωρίς απο­στα­σιο­ποι­ή­σεις και εύκο­λα λόγια. Συμπο­νε­τι­κοί όσο χρειά­ζε­ται, αλλά και με απε­ρί­γρα­πτη διεισ­δυ­τι­κή και διαι­σθη­τι­κή ματιά με τις κατα­θέ­σεις της γρα­φής τους καθη­λώ­νουν τον ανα­γνώ­στη για­τί δεν κατα­πιά­νο­νται και δεν κατα­δέ­χο­νται τα εύπε­πτα, τα μικρά, τα δήθεν.

Οι  ήρω­ες των βιβλί­ων της Αλκυό­νης είναι δια­χρο­νι­κοί. Δεν σωπαί­νουν, δεν εξα­φα­νί­ζο­νται, δεν ξεθω­ριά­ζουν. Συμ­βαί­νει όπως ακρι­βώς και στα βιβλία του Καζαν­τζά­κη. Μένουν ασφυ­κτι­κά δίπλα μας, μέσα μας, κοντά μας και επα­να­λαμ­βά­νο­νται στην πορεία του χρόνου. 

Το  πρώ­το  βιβλίο της Αλκυό­νης, το «Κόκ­κι­νο Σπί­τι», είναι χωρίς αμφι­βο­λία ένα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό καθώς και αυτο­α­να­φο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα. Πρό­κει­ται για μια ρεα­λι­στι­κή και αλη­θι­νή κατά­θε­ση ψυχής, η οποία τρο­φο­δο­τεί­ται κυρί­ως από τις ανα­μνή­σεις της. Η Αλκυό­νη αφη­γεί­ται την ζωή τής οικο­γέ­νειάς της και την παι­δι­κή της  ηλι­κία στην γενέ­τει­ρα Κρή­τη, την Κρή­τη τού μεσο­πο­λέ­μου, τής Κατο­χής, τού Εμφυ­λί­ου. Το «Κόκ­κι­νο Σπί­τι» έχει εντο­νό­τε­ρη την σφρα­γί­δα της επί­δρα­σης τού Καζαν­τζά­κη. Όποιος έχει δια­βά­σει το βιβλίο «Αδερ­φο­φά­δες» αβί­α­στα θα οδη­γη­θεί σε αυτήν τη δια­πί­στω­ση δια­βλέ­πο­ντας στοι­χεία κοινά.

«Ακου­μπώ στις ραγι­σμέ­νες ψυχές χωρίς υπο­κρι­σί­ες», λέει η Αλκυό­νη σε μια συνέ­ντευ­ξή της  και ναι η Αλκυό­νη  Παπα­δά­κη, απο­δει­κνύ­ει αυτό της το χάρι­σμα, αυτή τη μονα­δι­κή στό­φα της ψυχής της.

Τόσο ο Καζαν­τζά­κης, όσο και η Αλκυό­νη, μέσα από τις κατα­θέ­σεις της γρα­φής τους, μας παρα­δί­δουν διδάγ­μα­τα, μαθή­μα­τα, ασκή­σεις ζωής. Στο έργο και των δύο δια­πι­στώ­νε­ται η βαθιά ανά­γκη της αλή­θειας και η αίσθη­ση της πραγματικότητας.

«Αν δεν αγκα­λιά­σεις τον εαυ­τό σου, εσύ πρώ­τα, μην περι­μέ­νεις να το κάνει άλλος. Αγά­πα τον άνθρω­πο για­τί είσαι εσύ», παρο­τρύ­νει ο Καζαντζάκης.
« ‑Αυτό που ζητάς δεν θα στο δώσει κανείς . Το ‘χεις μέσα σου.» γρά­φει στο βιβλίο της «Βαρ­κά­ρισ­σα της χίμαι­ρας»  

Και προ­τεί­νει η Αλκυό­νη συνε­χί­ζο­ντας στο ίδιο βιβλίο:
«-Να ονει­ρεύ­ε­σαι, μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγα­πού­σε και με ήξε­ρε καλά. Τα όνει­ρα, συνή­θως, προ­δί­νουν. Παρα­πλα­νούν. Καμιά φορά και σκο­τώ­νουν. Όμως, δε γίνε­ται να ζεις χωρίς να ονει­ρεύ­ε­σαι. Δεν έχει νόη­μα. Δεν έχει ουσία. Να ονει­ρεύ­ε­σαι! Κοί­τα μόνο να έχεις στα­μπά­ρει την έξο­δο κιν­δύ­νου από τα όνει­ρα σου. Τότε σώζε­σαι. Και ποια είναι η έξο­δος κινδύνου;»

Στο βιβλίο της, «Μια ατέ­λειω­τη φυγή»  ο λόγος είναι από­λυ­τος, κοφτός, αιχ­μη­ρός.  Απο­δο­κι­μά­ζε­ται η καλο­πέ­ρα­ση, η ευκο­λία, το συμ­φέ­ρον. Δια­βά­ζου­με: «Ν’ ανα­κα­λύ­ψεις το δικό σου ένδυ­μα ψυχής. Μη δανει­στείς τις ζωές των άλλων. Όσο κι αν θέλουν να σε πεί­σουν κάποιοι πως είναι στα μέτρα σου και σου ται­ριά­ζουν … Περι­φρού­ρη­σε τη μονα­δι­κό­τη­τά σου και μην αφή­σεις κανέ­ναν να παρα­χα­ρά­ξει τα όνει­ρα σου…» Η Μάγδα, η ηρω­ί­δα του μυθι­στο­ρή­μα­τος αιω­ρού­με­νη μετα­ξύ θέλω και πρέ­πει, επι­διώ­κει συνε­χώς μια φυγή, μια ατέ­λειω­τη φυγή. Θέλει να φύγει μακριά από όλα πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις, ακό­μη και από τον τόπο. Δεν δημιουρ­γεί δεσμούς και εξαρ­τή­σεις ποτέ πραγ­μα­τι­κά. Επι­λέ­γει έναν αντι­συμ­βα­τι­κό τρό­πο ζωής. Φτά­νει να  σκη­νο­θε­τή­σει μέχρι και τον θάνατο.

Η Αλκυό­νη, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι είναι ένα σφουγ­γά­ρι δημιουρ­γι­κής μετου­σί­ω­σης τού Νίκου Καζαν­τζά­κη. Οι λέξεις και ο τρό­πος που τις χρη­σι­μο­ποιεί, δεν περι­γρά­φουν μονά­χα τον κόσμο και τα ανθρώ­πι­να, αλλά θαρ­ρείς και τον ξανα­πλά­θουν χτί­ζο­ντας και­νού­ριες γέφυ­ρες. Οσμί­ζο­νται στον αέρα μια άλλη ανά­σα και αγω­νιούν να την φτά­σουν. Στα παρα­κά­τω παρα­θέ­μα­τα δια­πι­στώ­νε­ται πως η ύπαρ­ξη τού Θεού δεν τίθε­ται υπό αμφι­σβή­τη­ση. Συζη­τεί­ται η μορ­φή, οι ιδιό­τη­τες, η δρα­στη­ριό­τη­τα, η από­στα­ση, και ο τρό­πος έκφρα­σης Του. Ανθρώ­πι­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά και ιδιό­τη­τες παρα­τη­ρεί ο αναγνώστης.

Η ζωή, η φύση, η θάλασ­σα, ο ουρα­νός και στους δύο συγ­γρα­φείς  εκπλη­ρώ­νουν σημα­ντι­κό ρόλο αφού βιώ­νο­νται ως ο εγκό­σμιος  παρά­δει­σος. Ενυ­πάρ­χει η αντί­λη­ψη της ενό­τη­τας του ανθρώ­που με όλα αυτά που τον περι­βάλ­λουν. Δεν αφή­νουν περι­θώ­ρια διά­κρι­σης του ανθρώ­πι­νου από το φυσι­κό  περι­βάλ­λον αλλά αντί­θε­τα συν­θέ­τουν με ποι­η­τι­κό­τη­τα το μυθι­κό πλαί­σιο ενός ενιαί­ου σύμπαντος. 

«Πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου», αυτό θέλει να μας πει η Αλκυό­νη και φαί­νε­ται στις παρα­κά­τω γραμ­μές: «Πιστεύω από­λυ­τα, όμως, πως όλοι είμα­στε ταξι­δευ­τές στο ίδιο καρά­βι της ζωής. Απλώς, άλλοι βρέ­θη­καν στην πρώ­τη θέση κι άλλοι στο κατά­στρω­μα ή στ’ αμπά­ρι. Καθέ­νας και η μοί­ρα του.» (σελί­δα 72, Μια ατέ­λειω­τη φυγή, Αλκυό­νη Παπαδάκη)

Επι­στρέ­φου­με ξανά στα λόγια του μεγά­λου δια­νοη­τή : « Στη ζωή μου οι πιο μεγά­λοι μου ευερ­γέ­τες στά­θη­καν τα ταξί­δια και τα ονεί­ρα­τα» και το παρα­κά­τω από­σπα­σμα: «Μα η καρ­διά ανα­τι­νά­ζε­ται και φωνά­ζει: -“Είμαι ο χωριά­της και πηδώ απά­νω στη σκη­νή κι επεμ­βαί­νω στην πορεία του κόσμου! Δε ζυγιά­ζω, δε μετρώ, δε βολεύ­ου­μαι! Ακο­λου­θώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.» 

Και στο τελευ­ταίο του βιβλίο «Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο»,  ο Καζαν­τζά­κης κατα­γρά­φει την πνευ­μα­τι­κή του ανα­ζή­τη­ση με αυτά τα λόγια: « Όλα μου τα ταξί­δια είχαν γίνει μια μονά­χα κόκ­κι­νη γραμ­μή που ξεκί­να­γε από τον άνθρω­πο για να φτά­σει στο Θεό». 

Στο βιβλίο της Αλκυό­νης «Σαν χει­μω­νιά­τι­κη λια­κά­δα», υπάρ­χει ένα ακό­μη ωραίο κεί­με­νο: Είναι μερι­κοί άνθρω­ποι που δεν μπό­ρε­σαν ποτέ να δια­βά­σουν το μυστι­κό σημεί­ω­μα που άφη­σε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαι­τού­με­νο φως για να το δια­βά­σουν. Και τ’ άφη­σαν διπλω­μέ­νο να κιτρι­νί­ζει σε ένα κρυ­φό συρ­τα­ρά­κι της ψυχής τους. Είναι μερι­κοί άνθρω­ποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανή­κει. Και σαστί­ζουν. Τη φέρ­νουν από δω, τη γυρ­νά­νε από κει, ώσπου ανοί­γουν ένα λάκ­κο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκα­λα τα σκυ­λιά. Είναι μερι­κοί άνθρω­ποι που πίστε­ψαν αλή­θεια πως ο Θεός αγα­πά­ει τους μου­τρω­μέ­νους. Χαρά σ’ αυτούς που γέμι­σαν την ψυχή τους και διά­βα­σαν τρα­γου­δι­στά το μυστι­κό τους σημειω­μα­τά­κι. Αν το ‘σκι­σαν μετά, αν το ‘καψαν, το έκα­ναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλεί­σουν μάτι στο Θεό.

Χαρά σ’ αυτούς που πιά­στη­καν στο δόλω­μα της ζωής και σπαρ­τά­ρι­σαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύ­πη­σαν μια στιγ­μή και ξανα­βγή­καν στο πέλα­γος, το ‘καναν μόνο και μόνο για να ‘χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν…»

Και ο Καζαν­τζά­κης: «Άπλω­σε ο θεός το χέρι του να του το φιλή­σει· μα ο άνθρω­πος έστρι­ψε το μου­στά­κι του και είπε: “Κάμε, ωρέ  γέρο, τόπο να περά­σω!»  (Από το βιβλίο του, Ανα­φο­ρά στο Γκρέκο)

«Η ζωή είναι σύντο­μη, η ζωή δεν είναι πάρα μια στιγ­μή, ας μην αφή­σου­με τη στιγ­μή να σβή­σει άχρω­μη και αδεια­νή. Ποιο είναι το χρέ­ος μας; να μετου­σιώ­νου­με τη στιγ­μή σε αιω­νιό­τη­τα». Από το βιβλίο του, Ο βραχόκηπος)

«Εγώ, η Κραυ­γή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι κατα­φύ­γι. Δεν είμαι σπί­τι κι ελπί­δα. Δεν είμαι Πατέ­ρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέ­μα. Είμαι ο Στρα­τη­γός σου! Δεν είσαι δού­λος μου μήτε παι­χνί­δι στις απα­λά­μες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παι­δί μου. Είσαι ο σύντρο­φος μου στη μάχη.»
^         
(Από το βιβλίο του, Ασκητική)

Και οι δύο λογο­τέ­χνες απο­τε­λούν –πολύ περισ­σό­τε­ρο σίγου­ρα ο Καζαν­τζά­κης -, μονα­δι­κά φαι­νό­με­να προ­σή­λω­σης και εργα­τι­κό­τη­τας στα γράμ­μα­τα. Ο Καζαν­τζά­κης θα μεί­νει στην ιστο­ρία της λογο­τε­χνί­ας ως ένα από τα παρα­γω­γι­κό­τε­ρα πνεύ­μα­τα σε ελλη­νι­κό και παγκό­σμιο επί­πε­δο. Και η Αλκυό­νη, μπο­ρεί να μην ξεπέ­ρα­σε τα σύνο­ρα της Ελλά­δας, αναμ­φι­σβή­τη­τα όμως έχει κατα­θέ­σει πλού­σιο και καλό έργο. Ο Νίκος Καζαν­τζά­κης κατά­φε­ρε με την ορμη­τι­κή του σκέ­ψη και την χει­μαρ­ρώ­δη γλώσ­σα, να μπο­λιά­σει την σκέ­ψη τής Αλκυό­νης με δημιουρ­γι­κή φαντα­σία και απα­ρά­μιλ­λη εκφρα­στι­κή ικα­νό­τη­τα. Ας παρα­τη­ρή­σου­με τα λόγια τους.

Απο­σπά­σμα­τα
από την Αλκυό­νη Παπαδάκη
Από το Τετρά­διο της Αλκυόνης

«Τι λες πως είναι η ζωή; Ένα λου­λού­δι, μια δρο­σιά, ένα τρα­γού­δι! Μη με κοι­τάς… θέλει βου­τιά ο έρωτας…»

«Πάνω σ’ ένα ζου­μπού­λι, ξεψύ­χη­σε η Άνοιξη…»

«Εστό­λι­σα το τοπίο της μονα­ξιάς σου μ’ ένα κυκλά­μι­νο. Δεν έκα­μα τίπο­τα  το σπου­δαίο για να μ’ ευχαριστείς»

«Αν μπο­ρού­σα λέει… Να σου θυμί­σω λίγο τη μυρω­διά της βροχής»

«Θε μου δεν είναι μικρά αυτά που κατά­φε­ρα. Κρά­τη­σα τη φωτιά μου αναμ­μέ­νη μέσα στη βρο­χή. Θυμό­μου­να  πάντα τη μυρω­διά της πασχα­λιάς όταν πορευό­μου­να στον υπόνομο.»

«Σχε­δόν όλη μου τη ζωή την πέρα­σα στην ακρο­θα­λασ­σιά. Κρα­τού­σα ένα κοχύ­λι κι ονει­ρευό­μου­να τον ωκεανό.»

Από το βιβλίο «Το Ταξίδι που λέγαμε»

«Είναι άνοι­ξη! Από­βρα­δο. Με πνί­γει η άνοι­ξη. Μου κόβει την ανά­σα. Δεν αντέ­χει πια η ψυχή μου να κου­βα­λή­σει τόση ομορ­φιά. Σαν να φορ­τώ­σεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκ­κι­νο ρόδι. Φου­σκώ­νουν οι φλέ­βες μου, πονά­ει το αίμα μου, παλεύ­ουν να βλα­στή­σουν οι σπό­ροι μέσα μου και δεν υπάρ­χει χώμα για να ριζώ­σουν. Δεν υπάρ­χει αρκε­τό νερό να ποτι­στούν. Όταν έπρε­πε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευ­θε­ρω­θεί το τοπίο, δεν το ‘κανα. Λυπή­θη­κα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυ­φτούν. Όταν έπρε­πε να φυλά­ξω λίγο νερό, για ώρα ανά­γκης, δεν το ‘κανα. Λυπή­θη­κα τ’ αδέ­σπο­τα, που διψού­σαν. Τώρα… Τώρα, πώς να φυτρώ­σουν οι βολ­βοί; Πως να ποτι­στούν τα όνει­ρα… Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρί­σκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρ­χει ένα ξεχα­σμέ­νο, άδειο κον­σερ­βο­κού­τι στην ψυχή μου. Με φτά­νει για να φυτέ­ψω ένα λου­λού­δι, επο­χια­κό. -Δεν ξέρω αν υπάρ­χει άλλο πλά­σμα επί της γης, που να υπη­ρε­τεί και να λατρεύ­ει τόσο το εφή­με­ρο όσο εσύ! μου είπε κάπο­τε ένας ερα­στής μου. - Αμέ Υπάρ­χει. Οι πετα­λού­δες! του απά­ντη­σα».

Από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών» 

«Είναι κάτι νύχτες, που τ’ αστέ­ρια κατε­βαί­νου­νε χαμη­λά. Που λιώ­νει το φεγ­γά­ρι και νοτί­ζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγο­τρα­γου­δούν. Ακό­μα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.»

Από το βιβλίο «Το χρώμα του φεγγαριού»

Μην πικραί­νε­σαι, είπε. Και βούρ­κω­σε. Είναι όμορ­φη η ζωή. Πιστε­ψέ με. Αξί­ζει να τη ζει κανείς, έστω κι αν κάπο­τε γεμί­ζει πλη­γές. Σε νιώ­θω. Λες να μην τα ξέρω όλ’ αυτά; Μα να θυμά­σαι πάντα, φιλα­ρά­κο, πως αύριο ξημε­ρώ­νει μια και­νού­ρια μέρα. Δε στα­μα­τά­ει που­θε­νά η ζωή. Μη σε μπερ­δέ­ψου­νε κάτι κακο­μοί­ρη­δες, που σφίγ­γουν σαν το παρα­δο­σά­κου­λο της ψυχής τους. Κι ο άνθρω­πος σαν τα δέντρα είναι. Ανθί­ζει, κάνει καρ­πούς, μαδά­ει, και πάλι από την αρχή.
«Ένα κου­κού­λι έπε­σε κεί­νη την ώρα στο χώμα κι έσπα­σε. Μια πολύ­χρω­μη πετα­λού­δα πήδη­ξε από μέσα. Ξεδί­πλω­σε τα φτε­ρά της και πέτα­ξε γύρω από τις μυρ­τιές. Ύστε­ρα κοντο­στά­θη­κε, κοί­τα­ξε μια στιγ­μή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:
- Γειά σου! Τι όμορ­φος που είναι ο κόσμος σου! 

Παραθέματα
από τον Νίκο Καζαντζάκη
Από το βιβλίο Αναφορά στο Γκρέκο

 «Στην καρ­διά του Θεού κοι­μά­ται ένα σκου­λή­κι και ονει­ρεύ­ε­ται πως δεν υπάρ­χει Θεός. Αν ανοί­ξεις την καρ­διά μου, θα βρεις ένα κακο­τρά­χα­λο βου­νό κι έναν άνθρω­πο ολο­μό­να­χο ν’ ανηφορίζει.
^
     Αν τώρα, μεσο­χεί­μω­να, ανθί­σεις, ανέ­μυα­λη μυγδα­λιά, θα ‘ρθει η χιο­νιά να σε κάψει.
- Ας με κάψει! απο­κρί­νε­ται η μυγδα­λιά κάθε άνοιξη.»
Η καρ­διά μου μοιά­ζει με μυγδα­λιά  που ενώ γύρα της είναι ακό­μη χειμώνας
κι απο­πά­νω της ολο­σκό­τει­νος ουρα­νός όμως αυτή, έχει κιό­λα δεχτεί τα κρυ­φά ανοι­ξιά­τι­κα μηνύ­μα­τα και ξαφ­νι­κά τη βλέ­που­με, να τρέ­μει στον κρύο άνε­μο, ολάν­θι­στη. Όμοια τρέ­μει και η καρ­διά μου ολάν­θι­στη. Μπο­ρεί να φυσή­ξει δυνα­τός άνε­μος να τη μαδή­σει δεν πει­ρά­ζει’ έκα­με το χρέ­ος της, έσυ­ρε φωνή και φώνα­ξε πως είδε την Άνοιξη!

^    «Είπα στη μυγδα­λιά: «Αδερ­φή, μίλη­σέ μου για το Θεό». Κι η μυγδα­λιά άνθισε».
«Άστρα, που­λιά, σπό­ροι μέσα στο χώμα, όλα υπα­κού­ουν. Και μόνο ο άνθρω­πος σηκώ­νει κεφά­λι και θέλει να παρα­βεί το νόμο και να μετα­τρέ­ψει την υπα­κοή σε ελευ­τε­ρία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλά­σμα­τα του Θεού αυτός μονά­χα μπο­ρεί κι αμαρ­ταί­νει. Τι θα πει αμαρ­ταί­νει; χαλ­νά­ει την αρμονία.» 

^        Από το βιβλίο, Βίος και Πολι­τεία του Αλέ­ξη Ζορμπά

   «Μια μέρα περ­νού­σα από ένα χωριου­δά­κι. Ένας μπα­μπό­γε­ρος ενε­νή­ντα χρο­νών φύτευε μια μυγδα­λιά. ‑Ε, παπ­πού­λη, του κάνω, μυγδα­λιά φυτεύ­εις; Κι αυτός, έτσι σκυμ­μέ­νος που ήταν, στρά­φη­κε και μου κάνει: ‑Εγώ, παι­δί μου, ενερ­γώ σα να ήμουν αθά­να­τος! ‑Κι εγώ, του απο­κρί­θη­κα, ενερ­γώ σα νάταν να πεθά­νω την πάσα στιγ­μή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφε­ντι­κό;» ( Από το βιβλίο του, Βίος και Πολι­τεία του Αλέ­ξη Ζορμπά)

^       Από το βιβλίο, Ασκη­τι­κή

Σε ποια επο­χή του αμπε­λιού σου έλα­χε ο κλή­ρος να δου­λεύ­εις; Στα σκάμ­μα­τα; Στον τρύ­γο; Στα ξεφα­ντώ­μα­τα; Όλα είναι ένα. Σκά­βω και χαί­ρου­μαι όλον τον κύκλο του στα­φυ­λιού, τρα­γου­δώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυ­σμέ­νος από το μελ­λού­με­νο κρα­σί. Κρα­τώ το γιο­μά­το ποτή­ρι και ξανα­ζώ το μόχτο του παπ­πού και του προ­πάπ­που. Κι ο ιδρώ­τας της δου­λειάς τρέ­χει κρου­νός στο αψη­λό κατα­μέ­θυ­στο κρανίο.
«Ένας άνε­μος ερω­τι­κός φυσά­ει απά­νω στη Γης, ίλιγ­γος κυριεύ­ει όλα τα ζωντα­νά και σμί­γουν στη θάλασ­σα, στις σπη­λιές, στον αγέ­ρα, κάτω από το χώμα, μεταγ­γί­ζο­ντας από κορ­μί σε κορ­μί μια μεγά­λη ακα­τα­νό­η­τη αγγε­λία. Και τώρα μονά­χα εμείς, νογώ­ντας πίσω μας την έφο­δο, θαμπά αρχι­νού­με και μαντεύ­ου­με για­τί πάλευαν, γεν­νού­σαν και πέθαι­ναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανορ­γά­νω­τη εφεδρεία.»

^      Από το βιβλίο του, Ανα­φο­ρά στο Γκρέκο

    «Χλια­ρό αερά­κι φυσού­σε, πετού­σε χλόη το μυα­λό μου, γέμι­ζε το σπλά­χνο μου ανε­μώ­νες· έρχου­νταν η Άνοι­ξη με τον αρρα­βω­νια­στι­κό της, τον Άι Γιώρ­γη, καβά­λα σε άσπρο άλο­γο…»       «Όσο  θα  υπάρ­χου­νε στον κόσμο παι­διά,  ζώα και λου­λού­δια… Μη Φοβά­στε! Όλα θα πάνε καλά!» 

 Σε συνέ­ντευ­ξη της και στο ερώ­τη­μα:  «Είναι ο κόσμος μας παρά­λο­γος;» η Αλκυό­νη απα­ντά : «Είναι παρά­λο­γος. Άδι­κος. Που­λη­μέ­νος. Κοι­νώς, λαμό­γιο. Αλλά εδώ φαί­νε­ται η αξία του καθε­νός μας. Πώς θα σώσει την ιερό­τη­τα της ψυχής του. Την ανθρω­πιά και την αγά­πη του για τη ζωή. Πώς δεν θα δώσει αντι­πα­ρο­χή τα όνει­ρά του.»

 ^      Σου τρα­γου­δά απ’ έξω η χαρά, Για­τί βάζεις μπα­μπά­κι στ’ αυτιά σου;  Αλκυό­νη Παπαδάκη

H καρ­διά του ανθρώ­που είναι ένα κου­βά­ρι κάμπιες — φύση­ξε, Χρι­στέ μου, να γίνουν πετα­λού­δες. Νίκος Καζαντζάκης
Έμα­θα να χτί­ζω τεί­χη όχι για να εμπο­δί­σω κάποιους να μπουν στη ζωή μου, αλλά για να δω ποιοι θα σκαρ­φα­λώ­σουν για να μπουν στην καρ­διά μου… Αλκυό­νη Παπαδάκη
Δεν υπάρ­χουν ιδέ­ες, υπάρ­χουν μονά­χα άνθρω­ποι που κου­βα­λούν τις ιδέ­ες, κι αυτές παίρ­νουν το μπόι του ανθρώ­που που τις κου­βα­λά­ει. Νίκος Καζαντζάκης
Δε φοβή­θη­κα ποτέ μου τη βρο­χή. Φοβή­θη­κα πολ­λές φορές όμως αυτούς που μου φώνα­ζαν να γυρί­ζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»

^        Αλκυό­νη Παπαδάκη

 Να ξέρα­με αφε­ντι­κό τι λένε οι πέτρες, τα λου­λού­δια, η βρο­χή ! Μπο­ρεί να φωνά­ζουν, να μας φωνά­ζουν, κι εμείς να μην ακούμε.

^     Νίκος Καζαντζάκης

Αν δεις την ψυχή μου με ματω­μέ­να γόνα­τα να τρέ­χει κοντά σου, μην τρο­μά­ξεις. Δεν είναι τίπο­τα καλέ. Από το παι­χνί­δι είναι. Όλα τ’ απο­γεύ­μα­τα της ζωής τα πέρα­σα παί­ζο­ντας κυνη­γη­τό με τα όνει­ρά μου.
^       
Αλκυό­νη Παπαδάκη

Από πλευ­ράς ιδε­ο­λο­γι­κής προ­σέγ­γι­σης και στους δύο λογο­τέ­χνες συνα­ντά­με τρία βασι­κά στοι­χεία της ζωής: την ιερή προ­σή­λω­ση στον γενέ­θλιο τόπο, την αγά­πη και τις απη­χή­σεις της, καθώς και την ανη­συ­χία, την αγω­νία για το μετά τα ανθρώπινα.

Η λογο­τε­χνία είχε πάντα ένα μονα­δι­κό προ­νό­μιο. Απο­τε­λού­σε και απο­τε­λεί μέσον σχο­λια­σμού και επί­κρι­σης της κοι­νω­νί­ας. Οι έντο­νες κοι­νω­νι­κές ανη­συ­χί­ες, στα κεί­με­να της Αλκυό­νης κατα­πιά­νο­νται με ποι­κί­λα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, έτσι όπως συμ­βαί­νει και στο έργο του Καζαν­τζά­κη. Σκο­πός και των δύο εν τέλει είναι, αφε­νός, να θίξουν τα προ­βλή­μα­τα και τα κακώς κεί­με­να της κοι­νω­νί­ας προσ­δο­κώ­ντας ίσως την εγρή­γορ­ση και ευαι­σθη­το­ποί­η­ση του ανθρώ­που και αφ’ ετέ­ρου να τονί­σουν την αξία της έμπρα­κτης αγά­πης και αλληλεγγύης . 

Κάθε επο­χή μπο­ρεί να έχει τους δικούς της περιο­ρι­σμούς και τα δικά της στε­ρε­ό­τυ­πα, αλλά πάντα υπάρ­χουν κάποιοι, που ξεφεύ­γουν από αυτά. Μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον όταν αφο­ρά σε γυναίκες.

Αυτές οι δια­φο­ρε­τι­κές γυναί­κες κατα­φέρ­νουν να χαρά­ζουν την ιστο­ρία τους με ανε­ξί­τη­λη γρα­φή στη μνή­μη μας και μπο­ρεί και να απο­τε­λούν πηγή έμπνευ­σης, όπως η Αλκυό­νη Παπα­δά­κη. Η αρι­στο­τε­χνι­κή γρα­φή της έχει πολ­λά σημά­δια που φέρουν τη σφρα­γί­δα του Καζαν­τζά­κη. Λόγος λυρι­κός, συναρ­πα­στι­κός και συνά­μα μεστός ήθους και ύφους κατα­φέρ­νει να διεισ­δύ­ει στον ψυχι­κό κόσμο του ανα­γνώ­στη και να ανε­βά­ζει τη συγκί­νη­ση και τη συνεί­δη­ση σε άλλα επίπεδα.

 Η επί­δρα­ση του Νίκου Καζαν­τζά­κη στο έργο της Αλκυό­νης Παπα­δά­κη, κατά­φε­ρε να κάνει ανθε­κτι­κό­τε­ρες τις αξιώ­σεις κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σί­ας καθώς και τις αρε­τές της ψυχής της, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας το λογο­τε­χνι­κό της παρόν με ιδιαί­τε­ρη αισθα­ντι­κό­τη­τα και γνώ­μο­να το φως.

Τα πέρα­τα της ψυχής, είναι μέσα μας. Εκεί, μέσα μας ας κοιτάξουμε.
Αύριο στον και­ρό της αγά­πης, στο φως.
Η ανα­κοί­νω­ση παρου­σιά­στη­κε στο συνέ­δριο με θέμα «Ο Νίκος Καζαν­τζά­κης και η επί­δρα­ση του έργου του σε άλλους συγ­γρα­φείς, σύγ­χρο­νους και μετα­γε­νέ­στε­ρούς του, στην Ελλά­δα και την αλλο­δα­πή».
Το Συνέ­δριο διορ­γα­νώ­θη­κε από το Κέντρο Κρη­τι­κής Λογο­τε­χνί­ας στην Ορθό­δο­ξο Ακα­δη­μία Κρή­της, στο Κολυ­μπά­ρι Χανίων.

Με εκτί­μη­ση
Αύριο, εν ονό­μα­τι της Αγάπης
Χαρού­λα Βερί­γου (Ζωή Δικταίου)
Κέρ­κυ­ρα 18 Σεπτεμ­βρί­ου 2018

Η επίδραση του Νίκου Καζαντζάκη στο έργο της Αλκυόνης Παπαδάκη

facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

 Βιβλιο­γρα­φία 

Η ΜΠΟΡΑ, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Ο Χρι­στός ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται, Νίκος Καζαντζάκης

Ασκη­τι­κή, Νίκος Καζαντζάκης

Σκι­σμέ­νο ψαθά­κι, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Βίος και πολι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά, Νίκος Καζαντζάκης

Κόκ­κι­νο Σπί­τι, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Αδερ­φο­φά­δες, Νίκος Καζαντζάκης

Βαρ­κά­ρισ­σα της χίμαι­ρας, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Μια ατέ­λειω­τη φυγή, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο, Νίκος Καζαντζάκης

Σαν χει­μω­νιά­τι­κη λια­κά­δα, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Ο βρα­χό­κη­πος, Νίκος Καζαντζάκης

Το Τετρά­διο της Αλκυό­νης, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Στον ίσκιο των που­λιών, Αλκυό­νη Παπαδάκη

Το χρώ­μα του φεγ­γα­ριού, Αλκυό­νη Παπαδάκη

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο