Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Πουλόπουλος, η «χρυσή φωνή» της ελληνικής δισκογραφίας

Πέθα­νε, σε ηλι­κία 79 ετών, ο τρα­γου­δι­στής Γιάν­νης Που­λό­που­λος, ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους Έλλη­νες ερμη­νευ­τές που η φωνή του έχει ταυ­τι­στεί με ορι­σμέ­νες από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες της ελλη­νι­κής δισκο­γρα­φί­ας. Αφη­σε πίσω του πλού­σιο μου­σι­κό έργο, με κορυ­φαία την ερμη­νεία του στο άλμπουμ “Ο δρό­μος” των Μίμη Πλέσ­σα-Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου, το πιο επι­τυ­χη­μέ­νο σε πωλή­σεις άλμπουμ στην ιστο­ρία της ελλη­νι­κής δισκο­γρα­φί­ας, με εκα­τομ­μύ­ρια αντί­τυ­πα, ρεκόρ που μέχρι σήμε­ρα κανείς άλλος ελλη­νι­κός δίσκος δεν έχει πλησιάσει

Ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος έφυ­γε από τη ζωή χθες το βρά­δυ, έπει­τα από σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που αντι­με­τώ­πι­ζε το τελευ­ταίο διά­στη­μα. Γεν­νή­θη­κε στις 29 Ιου­νί­ου του 1941 στην Καρ­δα­μύ­λη Μεσ­ση­νί­ας. Οι γονείς του κατοι­κού­σαν στην Αθή­να στην περιο­χή του Μετα­ξουρ­γεί­ου και ύστε­ρα μετα­κό­μι­σαν στο Περι­στέ­ρι και συγκε­κρι­μέ­να στην περιο­χή της Αγί­ας Τριά­δας. Σε ηλι­κία 5 ετών μένει ορφα­νός από μητέ­ρα και μεγα­λώ­νει με τον πατέ­ρα του Γιώρ­γο και τον μικρό αδερ­φό του Βασίλη.

Ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος από μικρός είχε κλί­ση στο τρα­γού­δι. Παρα­κι­νη­μέ­νος από τους φίλους του, που τον άκου­γαν να τρα­γου­δά­ει, αλλά και έχο­ντας ο ίδιος μεγά­λη πίστη στις φωνη­τι­κές του ικα­νό­τη­τες, πήγαι­νε στην εται­ρεία Columbia το 1962 κάνο­ντας προ­σπά­θειες για να πει κάποια τρα­γού­δια που γίνο­νταν τότε ακρο­ά­σεις, ζητώ­ντας να τον ακού­σουν, αλλά κανείς δεν του έκλει­σε κάποιο ραντε­βού. Ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος συνέ­χι­ζε να ζητά­ει ακρό­α­ση σχε­δόν καθη­με­ρι­νά, παρ’ όλα τα μερο­κά­μα­τα που έχα­νε αφού δού­λευε τότε σαν ελαιο­χρω­μα­τι­στής και οικο­δό­μος, ενώ παράλ­λη­λα έπαι­ζε ποδό­σφαι­ρο στον Άγιο Ιερό­θεο και στον Ατρόμητο.

Εκεί­νη την περί­ο­δο η Columbia, έχο­ντας στο δυνα­μι­κό της μεγά­λο αριθ­μό άγνω­στων και ανερ­χό­με­νων τρα­γου­δι­στών, απο­φα­σί­ζει να κάνει εκκα­θά­ρι­ση και να κάνει νέες ακρο­ά­σεις, από τις οποί­ες θα κρα­τού­σε 50 άτο­μα. Την επι­τρο­πή ακρο­ά­σε­ων απο­τε­λού­σαν ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, ο Από­στο­λος Καλ­δά­ρας, ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης και ο Γιάν­νης Παπαϊ­ω­άν­νου. Τότε ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος διά­λε­ξε να πει δύο δύσκο­λα τρα­γού­δια: το «Μάνα μου και Πανα­γιά» και το «Παρά­πο­νο». Μόλις τελεί­ω­σε, τον πλη­σί­α­σε ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης λέγο­ντας:«Αυτόν εγώ θα τον κάνω τρα­γου­δι­στή», και τελι­κά ήταν ο μόνος που πέρα­σε από αυτή την ακρόαση.

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης του δίνει να πει τρία τρα­γού­δια στο θεα­τρι­κό έργο του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη Η γει­το­νιά των αγγέ­λων, που εκεί­νη τη χρο­νιά (1963) ανε­βαί­νει στο θέα­τρο Ρεξ από τον θία­σο Τζέ­νης Καρέ­ζη-Νίκου Κούρ­κου­λου. Τα τρα­γού­δια αυτά ήταν τα “Στρώ­σε το στρώ­μα σου για δυο”, “Δόξα τω Θεώ” και “Το ψωμί είναι στο τρα­πέ­ζι”. Αυτά είναι και τα πρώ­τα τρα­γού­δια που ηχο­γρα­φεί σε δίσκο ο Που­λό­που­λος, τα οποία αργό­τε­ρα θα δισκο­γρα­φή­σει στην ίδια εται­ρεία και ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης. Εκεί­νη την περί­ο­δο ηχο­γρα­φεί το ένα και μονα­δι­κό τρα­γού­δι με τον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, το “Πρω­ι­νό τρα­γού­δι”, σε στί­χους Νίκου Γκά­τσου, το οποίο επί­σης δεν κυκλο­φο­ρεί και μένει ως δείγ­μα και το 1963 συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο διπλό LP Χρυ­σές επι­τυ­χί­ες του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου. Ο χει­μώ­νας του 1963 τον βρί­σκει να τρα­γου­δά στο κέντρο Ξημε­ρώ­μα­τα, στα Άνω Πατή­σια, μαζί με την Καί­τη Γκρέυ, τον Γιάν­νη Αγγέ­λου στο μπου­ζού­κι και τον Γιάν­νη Μπουρ­νέ­λη ως κον­φε­ρα­σιέ. Στην συνέ­χεια, απο­μα­κρύ­νε­ται από την Columbia, εξαι­τί­ας του Γρή­γο­ρη Μπι­θι­κώ­τση, ο οποί­ος έθε­σε βέτο στην εται­ρεία και στους αδελ­φούς Λαμπρό­που­λους, ότι αυτόν δεν τον ήθε­λε εκεί. Το 1964 κατα­τάσ­σε­ται φαντά­ρος και απο­λύ­ε­ται το 1966.

Η συνέ­χεια βρί­σκει τον Γιάν­νη Που­λό­που­λο να τρα­γου­δά­ει σε αρκε­τές μπουάτ στην Πλά­κα (Το στέ­κι του Γιάν­νη, Ταβά­νια, κ.ά.) Στη Λύρα ηχο­γρα­φεί ξανά τα τρία τρα­γού­δια του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και άλλα δώδε­κα του ίδιου συν­θέ­τη, όπως τα “Βρά­χο βρά­χο τον καη­μό μου”, “Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά”, “Καη­μός” κ.ά.

Το 1965 τρα­γου­δά­ει τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια του τότε πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Μάνου Λοΐ­ζου, ενώ το 1966 θα τρα­γου­δή­σει σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση το “Ακορ­ντε­όν”, στην ται­νία μικρού μήκους Αθή­να, πόλη χαμό­γε­λο, σε σκη­νο­θε­σία του Λάμπρου Λια­ρό­που­λου για το φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Σχε­δόν παράλ­λη­λα κάνει μεγά­λη επι­τυ­χία με το “Μη μου θυμώ­νεις μάτια μου”, του επί­σης τότε πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Σταύ­ρου Κου­γιουμ­τζή. Το 1966 τρα­γου­δά σε συναυ­λία του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη στο γήπε­δο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλα­δέλ­φεια, μαζί με τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση, τη Μαρία Φαρα­ντού­ρη και τον πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νο Δημή­τρη Μητρο­πά­νο. Την ίδια χρο­νιά μπαί­νει για τα καλά στη δισκο­γρα­φία. Τα 45άρια δισκά­κια του κυκλο­φο­ρούν σωρη­δόν και εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες: Οι στιγ­μα­τι­σμέ­νοι (1966), με τον Γιώρ­γο Φού­ντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τρα­γου­δά­ει μαζί με την Ελέ­νη Κλά­δη το “Πολύ αργά” και το “Σ’ αγα­πώ”· Ο τετρα­πέ­ρα­τος (1966), με τον Κώστα Χατζη­χρή­στο, όπου ερμη­νεύ­ει το τρα­γού­δι του Γιώρ­γου Κατσα­ρού “Στον Πει­ραιά, στον Πει­ραιά”· Εκεί­νος κι εκεί­νη (1966), με τη Τζέ­νη Καρέ­ζη και τον Φαί­δω­να Γεωρ­γί­τση, όπου τρα­γου­δά­ει τη σύν­θε­ση του Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου “Ξεγυ­μνώ­στε τα σπαθιά”.

Η εποχή του Νέου Κύματος

Είναι όμως η επο­χή του Νέου Κύμα­τος, το οποίο ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος ακο­λου­θεί. Γρά­φει και συν­θέ­τει δικά του τρα­γού­δια, όπως το “Θά ‘θελα νά ‘χα”, που γνω­ρί­ζει μεγά­λη επι­τυ­χία. Στη συνέ­χεια συνερ­γά­ζε­ται με τον Γιάν­νη Σπα­νό (συμ­με­τέ­χει στην Ανθο­λο­γία και στην Ανθο­λο­γία Β’, ερμη­νεύ­ο­ντας αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά το “Παι­δί μου ώρα σου καλή” σε ποί­η­ση Γεώρ­γιου Βιζυ­η­νού), με τον Δήμο Μού­τση (“Το κορί­τσι μου στ’ άστρα”), με τον Κυριά­κο Σφέ­τσα και με τον Νίκο Μαμα­γκά­κη (“Άνθη” και “Πέτρι­να λου­λού­δια”, σε στί­χους Βασί­λη Βασιλικού).

Η συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα

Το 1966 έρχε­ται σε επα­φή με τον Μίμη Πλέσ­σα, μια συνερ­γα­σία που άφη­σε επο­χή στο χώρο του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού. Αφορ­μή η ται­νία μιού­ζι­καλ Οι θαλασ­σιές οι χάντρες (1966). Ακο­λού­θη­σαν οι ται­νί­ες: Κάτι κου­ρα­σμέ­να παλι­κά­ρια (1967), Μια κυρία στα μπου­ζού­κια (1968), Ο ψεύ­της (1968), Γορ­γό­νες και μάγκες (1968), Ο μικρός δρα­πέ­της (1968), Η Παρι­ζιά­να (1969), Η ωραία του κου­ρέα (1969), Η θεία μου η χίπισ­σα (1970) κ.ά.

Το 1967 εμφα­νί­στη­κε στο Χρυ­σό Βαρέ­λι, στις Τζι­τζι­φιές, πλάι στη Μαρι­νέλ­λα, τον Τόλη Βοσκό­που­λο, τη Δού­κισ­σα, τον Στρά­το Διο­νυ­σί­ου και τη Μπέ­μπα Μπλανς. Κατό­πιν, απο­φά­σι­σε με την Μαρι­νέλ­λα να εμφα­νι­στούν στη Νεράι­δα, για τις επό­με­νες δύο σεζόν (1968–1969) με εκπλη­κτι­κή επι­τυ­χία. Το 1968 διορ­γα­νώ­νε­ται στην Αθή­να η 1η Ολυ­μπιάς Τρα­γου­διού, όπου ερμη­νεύ­ει το τρα­γού­δι “Μα τώρα, αγά­πη μου”, του Μίμη Πλέσσα.

«Ο δρόμος»

Το 1969 είναι μια σημα­δια­κή χρο­νιά. Ο δρό­μος, άλμπουμ των Μίμη Πλέσ­σα και Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου, όπου ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος ερμη­νεύ­ει δέκα από τα δώδε­κα τρα­γού­δια, θα γίνει αμέ­σως ο πρώ­τος ελλη­νι­κός χρυ­σός δίσκος–παρά την απα­γό­ρευ­ση μετά­δο­σής του από το τότε μονο­πώ­λιο του ΕΙΡ/ΕΙΡΤ–και στα χρό­νια που θα ακο­λου­θή­σουν θα γίνει το πιο επι­τυ­χη­μέ­νο σε πωλή­σεις άλμπουμ στην ιστο­ρία της ελλη­νι­κής δισκο­γρα­φί­ας, φτά­νο­ντας τα 3.000.000 αντί­τυ­πα, ρεκόρ που μέχρι σήμε­ρα κανείς άλλος ελλη­νι­κός δίσκος δεν έχει πλη­σιά­σει. Την ίδια χρο­νιά, συμ­με­τέ­χει στον δίσκο Οι ώρες, των Λίνου Κόκο­του και Άκου Δασκαλόπουλου.

Μετά την ανε­πα­νά­λη­πτη επι­τυ­χία του Δρό­μου, ο Που­λό­που­λος, μέσα από τα τρα­γού­δια και τις κινη­μα­το­γρα­φι­κές του εμφα­νί­σεις, γίνε­ται το μεγα­λύ­τε­ρο όνο­μα του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού, ο “χρυ­σός ερμη­νευ­τής”, χαρα­κτη­ρι­σμό που απο­δει­κνύ­ει και μια δημο­σκό­πη­ση του 1970 σε περιο­δι­κό της επο­χής, σχε­τι­κή με τη δημο­σιό­τη­τα και απή­χη­ση των τρα­γου­δι­στών, στην οποία κατα­τά­χθη­κε πρώ­τος ανά­με­σα σε πολ­λά άλλα μεγά­λα ονόματα.

Ενώ άλλες δισκο­γρα­φι­κές εται­ρεί­ες προ­σπα­θούν να τον προ­σελ­κύ­σουν, ο Αλέ­κος Πατσι­φάς βρί­σκει τρό­πο να τον κρα­τή­σει στη Λύρα. Ξέρο­ντας την επι­θυ­μία του τρα­γου­δι­στή να βρί­σκε­ται συνέ­χεια στο στού­ντιο, τον βάζει να ηχο­γρα­φεί διαρ­κώς τραγούδια.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι την περί­ο­δο 1969–71 ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος τρα­γου­δά σε δέκα μεγά­λους δίσκους 33 στρο­φών και σε αρκε­τούς μικρούς 45 στρο­φών. Όταν, σε συνέ­ντευ­ξή του το 1987, ρωτή­θη­κε αν έχει κάνει λάθη στην καριέ­ρα του, θα ανα­φέ­ρει την έκδο­ση των δέκα δίσκων που κυκλο­φό­ρη­σαν μέσα σε δύο χρό­νια, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας όμως ότι περιέ­χουν μερι­κά από τα “κλασ­σι­κά” (όπως τα χαρα­κτή­ρι­σε) τρα­γού­δια του.

Στους δέκα αυτούς δίσκους υπάρ­χουν εξαί­σια δείγ­μα­τα της φωνής του και υπέ­ρο­χες ερμη­νεί­ες τρα­γου­διών βασι­σμέ­νων σε στί­χους ποι­η­μά­των του Λόρ­κα και του Νερού­δα (Εμι­λιά­νο Ζαπά­τα), του Γιάν­νη Γλέ­ζου, στην Ερω­φί­λη του Νίκου Μαμα­γκά­κη, στη “Γύφτισ­σα μέρα” του Γιώρ­γου Κοντο­γιώρ­γου και στη “Μαρία” του Νίκου Σκέ­μπρη (Λαβρά­νου) και την επό­με­νη χρο­νιά κυκλο­φο­ρεί δίσκο με τον επι­στή­θιο φίλο του τον Γιώρ­γο Ζαμπέ­τα, το “Μου­σι­κό­ρα­μα”.

Κατά την περί­ο­δο 1971–73, συνερ­γά­ζε­ται με τον σκη­νο­θέ­τη Όμη­ρο Ευστρα­τιά­δη, ντύ­νο­ντας κάποιες ται­νί­ες του με μου­σι­κή και στί­χο. Επί­σης, αξί­ζει να ανα­φερ­θεί ότι αυτή την περί­ο­δο δίνει 1 τρα­γού­δι στην Ελέ­νη Ανου­σά­κη με τίτλο «Μη μου ζητάς» για τις ανά­γκες της ται­νί­ας «Αδιέ­ξο­δο» (1971), καθώς και 1 τρα­γού­δι στην Ελέ­νη Ροδά και 2 στην Καί­τη Χωμα­τά. Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70, καλε­σμέ­νος στην εκπο­μπή του Νίκου Μαστο­ρά­κη, τρα­γου­δά το «It was a very good year» του Frank Sinatra, ηχο­γρά­φη­ση η οποία δεν κυκλο­φό­ρη­σε. Λίγο πριν την έκδο­ση αυτού του δίσκου, μόλις πρό­λα­βε την σύλ­λη­ψη από τα όργα­να της χού­ντας, μιας και το τρα­γού­δι των Γιώρ­γου Κατσα­ρού — Πυθα­γό­ρα “Πάμε για ύπνο Κατε­ρί­να”, θεω­ρή­θη­κε αντι­στα­σια­κό. Κατέ­φυ­γε τότε σε χώρες της Δυτι­κής Ευρώ­πης. Βέβαια προ­ϋ­πήρ­χε και ο δίσκος “Μίλα μου για τη λευ­τε­ριά” των Μίμη Πλέσ­σα — Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου, που όλα τα τρα­γού­δια — εκτός από ένα — είχαν απα­γο­ρευ­τεί από το καθε­στώς της επταετίας.

Το 1973 τρα­γου­δά­ει σε στί­χους Κώστα Βίρ­βου και μου­σι­κή Μίμη Πλέσ­σα στο “Θάλασ­σα πικρο­θά­λασ­σα” και το 1975 ερμη­νεύ­ει τα “12 ρεμπέ­τι­κα”, ένα είδος τρα­γου­διού που απο­δει­κνύ­ει πια πως ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος είναι ένας τρα­γου­δι­στής μονα­δι­κός, που άνε­τα μπο­ρεί να κινη­θεί σε όλα τα είδη του Ελλη­νι­κού τρα­γου­διού. Αυτός ήταν και ο τελευ­ταί­ος δίσκος του στη Λύρα.

Μετά την απο­χώ­ρη­σή του από τη Λύρα, ηχο­γρα­φεί κάποιους δίσκους στη Μίνως- οι οποί­οι γίνο­νται αμέ­σως χρυ­σοί- με ελα­φρο­λαϊ­κά και με δια­σκευα­σμέ­νες ξένες επι­τυ­χί­ες, όπως το “Αγά­πα με”.

Όλα αυτά τα χρό­νια η Λύρα δεν έπα­ψε να επα­νεκ­δί­δει τρα­γού­δια που είχε πει, κυρί­ως τρα­γού­δια που είχαν κυκλο­φο­ρή­σει σε δίσκους 45 στρο­φών. Στο διά­στη­μα 1977–89 συνερ­γά­ζε­ται και πάλι με τον Μίμη Πλέσ­σα, τον Γιάν­νη Σπα­νό, τον Γιώρ­γο Κρι­μι­ζά­κη, ενώ το 1982 σε ένα δίσκο που έγι­νε χρυ­σός, τρα­γού­δη­σε με το δικό του ξεχω­ρι­στό τρό­πο τρα­γού­δια του “Νέου Κύμα­τος” σε δεύ­τε­ρη εκτέ­λε­ση (πιά­νο ‑επι­μέ­λεια ορχή­στρας ο Γιάν­νης Σπανός).

Στην εται­ρία Μίνως μένει ως το 1989, έχο­ντας 11 χρυ­σούς δίσκους στο ενερ­γη­τι­κό του εκεί. Την επο­χή εκεί­νη, ο χρυ­σός αντι­στοι­χού­σε σε 60.000 πωλή­σεις και ο πλα­τι­νέ­νιος σε 100.000. Μάλι­στα, οι τρεις τελευ­ταί­οι δίσκοι έγι­ναν πλα­τι­νέ­νιοι μετά την απο­χώ­ρη­σή του από τη Μίνως. Το 1983 κυκλο­φο­ρεί τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή με τίτλο «Ταξί­δι Στο Κέντρο Της Γης», ενώ δεν στα­μα­τά να ασχο­λεί­ται και με τη ζωγρα­φι­κή, που όπως είχε δηλώ­σει, ήταν κάτι που τον ξεκού­ρα­ζε. Την ίδια χρο­νιά γνω­ρί­ζε­ται με τη μέλ­λου­σα γυναί­κα του Μπέτ­τυ και το 1985 γίνε­ται ο γάμος τους. Στις 15 Μαΐ­ου 1991 γεν­νιέ­ται η κόρη του, Αλεξάνδρα.

Η τελευταία του δουλειά και η αποχώρηση από το τραγούδι

Το 1997 ο Που­λό­που­λος αρχί­ζει μια και­νούρ­για συνερ­γα­σία με τη Λύρα, μετά από 22 χρό­νια, με το δίσκο “Του τρα­γου­διού το βλέμ­μα”, σε μου­σι­κή Αντώ­νη Στε­φα­νί­δη. Δίσκος που γνω­ρί­ζει αμέ­σως μεγά­λη επι­τυ­χία. Στο δίσκο αυτό για τους φανα­τι­κούς — και είναι πολ­λοί — ακρο­α­τές του, υπάρ­χει και μια μεγά­λη έκπλη­ξη. Ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος “ξέθα­ψε” δύο δικά του τρα­γού­δια από τα τέσ­σε­ρα συνο­λι­κά που είπε σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες γύρω στα 1972 — 1973 και ήταν άγνω­στα, αλλά και δεν είχαν μέχρι σήμε­ρα κυκλο­φο­ρή­σει.

Τα τρα­γού­δια αυτά το “Πάλι μεθυ­σμέ­νος” και το “Αφού μου έφυ­γες εσύ”, ξανα­τρα­γου­δά­ει στον και­νούρ­γιο του δίσκο. Το 1998, κυκλο­φο­ρεί σε cd η ζωντα­νή του εμφά­νι­ση στην Πύλη Αξιού ‑πρό­κει­ται για την μόνη του δισκο­γρα­φι­κή δου­λειά με περιε­χό­με­νο από εμφά­νι­σή του‑, εμφά­νι­ση η οποία γνώ­ρι­σε μεγά­λη επι­τυ­χία και απο­τε­λεί και την τελευ­ταία του. Το 1999 κυκλο­φο­ρεί ο δίσκος με τίτλο «Στα Όνει­ρά Μου Περ­πα­τώ», με τον οποίο απο­φα­σί­ζει να απο­μα­κρυν­θεί από τα μου­σι­κά δρώ­με­να. Σε ορι­σμέ­νες συνε­ντεύ­ξεις της επο­χής δηλώ­νει πως η νύχτα, έτσι όπως έχει ευτε­λι­στεί, δεν είναι πια γι’ αυτόν και δηλώ­νει την απο­μά­κρυν­ση του από τις βρα­δι­νές εμφα­νί­σεις και, εν γένει, τα μου­σι­κά δρώ­με­να. Το 2005 κυκλο­φο­ρεί σε περιο­ρι­σμέ­νες εκδό­σεις ένας δίσκος 10 ιντσών, με τίτλο «ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ» με 10 τρα­γού­δια, ενώ στο διά­στη­μα αυτό οι επα­νεκ­δό­σεις τρα­γου­διών, και από τη Lyra και από τη Minos, δια­δέ­χο­νται η μία την άλλη.

Και ποιητής

Ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος κυκλο­φό­ρη­σε δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, με τίτλο Τετρά­διο (1971) και Ταξί­δι στο κέντρο της νύχτας (1983), στις οποί­ες βλέ­που­με και μια άλλη πτυ­χή του καλ­λι­τέ­χνη, η οποία φωτί­ζει δικά του άγνω­στα τοπία και κάποιες ουσια­στι­κές πλευ­ρές του σκε­πτό­με­νου Γιάν­νη. Παράλ­λη­λα, ασχο­λή­θη­κε με τη ζωγρα­φι­κή και τη χαλ­κο­γρα­φία, έχο­ντας απο­κτή­σει μερι­κές γνώ­σεις από τον φίλο του, τρα­γου­δι­στή και ζωγρά­φο, Σταύ­ρο Πασπα­ρά­κη. Έτσι, γεμά­τος ταμπε­ρα­μέ­ντο και οξυ­δέρ­κεια, κατο­χυ­ρώ­νει τις εμπει­ρί­ες του σε μια πλα­τιά εκφρα­στι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή γκάμα.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο