Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για τον προδότη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Πέθα­νε σε ηλι­κία 91 ετών ο τελευ­ταί­ος πρό­ε­δρος της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης Μιχα­ήλ Γκορ­μπα­τσόφ. Μικρή σημα­σία έχει ο βιο­λο­γι­κός του θάνα­τος. Στις συνει­δή­σεις των λαών, του ρωσι­κού λαού και της εργα­τι­κής τάξης σε όλο τον κόσμο, ο Γκορ­μπα­τσόφ είναι νεκρός εδώ και πάνω τριά­ντα χρό­νια. Πέθα­νε τότε που απο­φά­σι­σε συνει­δη­τά να ηγη­θεί της αντε­πα­νά­στα­σης στην ΕΣΣΔ βάζο­ντας φαρ­διά πλα­τιά την σφρα­γί­δα του στην ανα­τρο­πή του Σοσιαλισμού.

Ο Γκορ­μπα­τσόφ πέθα­νε δεκα­ε­τί­ες πριν. Τότε που με όχη­μα την πολι­τι­κή της περε­στρόι­κα πρω­τα­γω­νί­στη­σε στην τελευ­ταία φάση της αντε­πα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας, βάζο­ντας την ταφό­πλα­κα στην μεγά­λη σοσια­λι­στι­κή πατρί­δα των ηρω­ϊ­κών Μπολ­σε­βί­κων, την πατρί­δα του Λένιν, του Στά­λιν, του Ζού­κωφ, του Γκα­γκά­ριν, του Σοστα­κό­βιτς, των εκα­τομ­μυ­ρί­ων αντρών και γυναι­κών που αφιε­ρώ­σαν την ζωή τους στην οικο­δό­μη­ση μιας νέας κοινωνίας.

Ο Γκορ­μπα­τσόφ δεν πέθα­νε χθες. Πέθα­νε πολ­λά χρό­νια πριν, τότε που, μαζί με την κομπα­νία των υπό­λοι­πων αντε­πα­να­στα­τών Σεβαρ­ντ­νά­τζε, Γιά­κο­βλεφ, Γιέλ­τσιν και ΣΙΑ, παρέ­δι­δε τα κλει­διά της σοσια­λι­στι­κής πατρί­δας στα κορά­κια του κεφα­λαί­ου, στους ολι­γάρ­χες, τα μονο­πώ­λια και την οικο­νο­μι­κή μαφία που ανα­δύ­ο­νταν από τον βούρ­κο της περεστρόικα.

Ο Γκορ­μπα­τσόφ ήταν ήδη ενα σάπιο κου­φά­ρι όταν εξαρ­γύ­ρω­νε τις πολύ­τι­μες υπη­ρε­σί­ες του περι­φε­ρό­με­νος ξεδιά­ντρο­πα σαν σύγ­χρο­νος Ιού­δας στα διε­θνή σαλό­νια του καπι­τα­λι­σμού λαμ­βά­νο­ντας, αντί για τριά­κο­ντα αργύ­ρια, τους επαί­νους και τα βρα­βεία των ιμπε­ρια­λι­στών. Ήταν το ίδιο σάπιο κου­φά­ρι που σε ομι­λία του το 2000 δήλω­νε πως στό­χος της ζωής του ήταν «η εξο­λό­θρευ­ση του κομ­μου­νι­σμού». Είχε την αυτα­πά­τη, το θλι­βε­ρό αυτό ανθρω­πά­κι, ότι μπο­ρού­σε να εμπο­δί­σει την κίνη­ση της ιστο­ρί­ας προς τα εμπρός.

Και, πράγ­μα­τι, μπο­ρεί να κατά­φε­ρε, αυτός και οι ομοι­δε­ά­τες του, να βάλουν προ­σω­ρι­νά φρέ­νο στην 74χρονη οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού στην ΕΣΣΔ, αλλά δεν κατά­φε­ραν να κατε­βά­σουν την σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο από το νου και την καρ­διά των κομ­μου­νι­στών όπου γης. Δεν κατά­φε­ραν να δια­γρά­ψουν την κλη­ρο­νο­μιά της Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­σης, την επο­ποι­ία της Μεγά­λης Αντι­φα­σι­στι­κής Νίκης, τις τερά­στιες κοι­νω­νι­κές κατα­κτή­σεις, την διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη και την εν γένει κολοσ­σιαία προ­σφο­ρά του σοσια­λι­σμού του 20ου αιώ­να. Δεν κατά­φε­ραν, όσο κι’ αν επαί­ρο­νταν για το αντί­θε­το, να γρά­ψουν το τέλος της Ιστορίας.

Η ίδια η Ιστο­ρία είναι, άλλω­στε, που έχει ήδη απο­φαν­θεί για τον κατά­πτυ­στο αυτό προ­δό­τη και στυ­γνό πατρι­δο­κτό­νο, κατα­τάσ­σο­ντάς τον, ορι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα, στα πιο μαύ­ρα κατά­στι­χα της. Σ’ εκεί­νη την μαύ­ρη γωνιά της ιστο­ρι­κής λήθης που περι­μέ­νει όλους όσους προ­δί­δουν τα όνει­ρα, τις ελπί­δες και προσ­δο­κί­ες των λαών για ενα καλύ­τε­ρο μέλλον.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο