Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για το χαμένο παιδί της αντάρτισσάς

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Μια πραγ­μα­τι­κή, μία αλη­θι­νή, μία συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία από την επο­χή του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου, πάνω στα άγρια βου­νά της Πίν­δου. Διη­γεί­ται η Ελέ­νη. Κ. που συμ­με­τεί­χε, που έζη­σε από κοντά και από πρώ­το χέρι τα γεγονότα.

Από το βιβλίο μου «Το μεγά­λο Δίλημ­μα, η Σύγ­χρο­νη επο­χή». Το βιβλίο έχει εξαντληθεί!

Στην Μηλιά θα κάτσου­με έξι ολό­κλη­ρες μέρες, θα μετρη­θού­με! Λεί­που­νε τρία παλη­κα­ριά! Τρία μικρά ανταρτόπαιδα…!!!

Όλη νύχτα περ­πα­τού­σα­με και το πρωί μας βρή­κε να σκαρ­φα­λώ­νου­με στις ανη­φό­ρες ενός άγριου φαραγ­γιού. Όσο ανε­βαί­νου­με, τόσο ο αγέ­ρας αγριεύ­ει και λυσ­σο­μα­νά. Το χιο­νό­νε­ρα ξανα­χτυ­πά. Μόνη αντί­στα­ση η αντο­χή της νιό­της μας. Στά­λα-στά­λα το νερό κυλά­ει από το κεφά­λι στο σβέρ­κο, στο λαι­μό, στο στέρ­νο και την πλά­τη, στα σαρα­βα­λια­σμέ­να άρβυλα…!

Απο­με­σή­με­ρο πιά­νου­με κορυ­φή. Κύμα­τα, κύμα­τα ή ομί­χλη. Άσπρα καλ­πά­ζο­ντα άλογα…Ένας δυνα­τός αγέ­ρας με ορμή χιλιά­δων πανι­κο­βλη­μέ­νων βου­βα­λιών θα σάρω­νε τον τόπο.

Κρα­τώ σφι­κτά από το χέρι την Σόνια (η ανταρ­το­μά­να του μωρού) και βαδί­ζου­με. Το μωρό απο­ρεί μέσα από δύο γαλά­ζιές χάντρες που μόλις ξεχωρίζουν.

Σβή­νου­νε όλα από μπρο­στά μας. Η Σόνια είναι φοβε­ρά αδυ­να­τι­σμέ­νη και προ­χω­ρά με πολύ κόπο. Σε κανέ­να δεν θέλει να εμπι­στευ­θεί το μωρό. Κανείς δεν είναι σίγουρος…!

Ένα βαμ­βα­κε­ρό σύν­νε­φο, ένα νεκρι­κό απέ­ρα­ντο, σάβα­νο ζητεί να μας καταπιεί…Έχουμε γίνει ένας δια­λυ­μέ­νος και ανε­μο­δαρ­μέ­νος συρ­φε­τός. Που πάμε; Μπρο­στά μας το χάος πίσω μας η άβυσ­σος και ανά­με­σα η συμ­φο­ρά. Το πρωί θάψα­με στο χιό­νι τρεις!!!

Μέσα στην κου­φά­λα ενός γερα­σμέ­νου δέντρου, το μωρό θα αρπά­ξει λαί­μαρ­γα το βόλι της μάνας του…

Θα φτά­σει η νύχτα. Είμα­στε ξεθε­ω­μέ­νοι. Είμα­στε εξα­ντλη­μέ­νοι, κου­ρα­σμέ­νοι, φοβι­σμέ­νοι, απελπισμένοι…

Είμα­στε ανί­κα­νοι για οποια­δή­πο­τε δρά­ση, οποια­δή­πο­τε αντί­στα­ση, ανί­κα­νος για καθετί.

Οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις ιδα­νι­κές για την εξό­ντω­ση μας. Κατα­λα­βαί­νου­με πως πλη­σιά­ζου­με σε αφιο­νι­σμέ­νο χεί­μαρ­ρο. Αρι­στε­ρά και κάτω ο γκρε­μός. Δεξιά μας το από­το­μο αντέ­ρει­σμα του βου­νού. Μπρο­στά μας το άγνωστο.

Όλα είναι ενα­ντί­ον μας και οι δικές μας αντι­στά­σεις λυγούν. Σκο­τά­δι και χιο­νο­θύ­ελ­λα. Χαμέ­νοι σε ένα λευ­κό λαβύ­ριν­θο χωρίς διέξοδο.

Η μόνη μας επα­φή είναι η Σόνια και το κλά­μα του μωρού. Ύστε­ρα κάπου χανό­μα­στε κάπου ανταμώνουμε.

Ξαφ­νι­κά, μας στε­φα­νώ­νου­νε τρεις λαμπε­ρές φωτοβολίδες…και μετά άρχι­σε το μακε­λειό. Μας χτυ­πά­νε ανε­λέ­η­τα, μας τσα­πί­ζουν και μας σκο­τώ­νουν. Ακούω κραυ­γές βόγ­γων λαβω­μέ­νων συντρό­φων. Έχου­με πανι­κο­βλη­θεί. Έχου­με ολό­τε­λα διαλυθεί…Τα αυτό­μα­τα κρο­τα­λί­ζουν, τα ντου­φέ­κια κρο­τα­λί­ζουν. Τα πολυ­βό­λα κρο­τα­λί­ζουν ξερ­νώ­ντας φωτιά και θάνατο…Η κόλα­ση συνεχίζεται…!

Όταν ξαφ­νι­κά ακούω μία σπα­ρα­χτι­κή κραυ­γή, που σαν σπα­θιά καρ­φώ­νε­ται στην καρ­διά μου.

Είναι η στρίγ­γλα φωνή της Σόνιας!

Λαβώ­θη­κες; Της φώναξα.

Το παιδί…το παι­δί, μου φωνά­ζει και η φωνή  της πνί­γε­ται στο λαρύγγι.

Χτυ­πή­θη­κε το παι­δί; Σκούζω

Πασχί­ζει η φωνή μου να ξεπε­ρά­σει τον ήχο του πολυβόλου.

Όχι…δεν ξέρω…ίσως…μπορεί!

Δεν ξέρω…από την προσπάθεια…λύθηκαν τα δέρ­μα­τα  και τα ζου­νά­ρια και το παι­δί κύλη­σε στο φαράγγι.

Ανά­κα­τα λόγια και ουρ­λιά­σμα­τα για το παι­δί που χάθηκε.

Θα πέσω στον γκρε­μό-ουρ­λιά­ζει-να βρω το παιδί.

Την αρπά­ζω από τα χέρια, την αρπά­ζω από τα μαλλιά!

Περ­πά­τα να σωθούμε!

Θα πέσω στον γκρε­μό. Θα γυρί­σω να βρω το παιδί.

Θα σκο­τω­θείς-άμοι­ρη-θα σκοτωθείς!

Έτσι και αλλιώς είμαι σκοτωμένη.

Το μακε­λειό συνεχίζεται!!!

Κάνε κου­ρά­γιο να ξεφύ­γου­με, και το πρωί ψάχνου­με για το παι­δί. Ίσως έπε­σε σε χιό­νι μαλα­κό, την παρηγορώ…

Η Σόνια έρμαιο στα χέρια μου, έχει χάσει τις αισθή­σεις της και δεν κινείται.

Το παιδί…εάν δεν βρω το παιδί…θα σκοτωθώ.

Θα περ­πα­τή­σου­με αγκο­μα­χώ­ντας, τρι­κλί­ζο­ντας σαν μεθυ­σμέ­νες, κάτω από άγριες συνθήκες.

Το ξημέ­ρω­μα κατά­κο­ποι και τσα­κι­σμέ­νοι, θα αντα­μώ­σου­με σε ένα διά­σε­λο. Θα μετρη­θού­με! Από τους 66 μεί­να­με 34 και οι 8 τραυματίες…!!!

(Συνε­χί­ζε­ται)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο