Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γουβιά, εδώ η ζωή τρατάρει λιμοντσέλο!

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Γου­βιά.
Εδώ σε θέλει η ζωή
, εδώ δεν ανα­βάλ­λε­ται η χαρά, πολύ απλά για­τί εδώ απο­λαμ­βά­νεις να ζεις.  Μετά τους διά­ση­μους και τα μεγά­λα ονό­μα­τα, οι αθέ­α­τοι και οι αφα­νείς του κόσμου, ανά­με­σά τους και εσύ, κορ­τά­ρο­ντας μαΐ­στρο, φθι­νο­πω­ρι­νά φύλ­λα και σύν­νε­φα, αφή­νε­σαι στην ησυ­χία και την έρη­μη ακτή περι­μέ­νο­ντας στο ηλιο­βα­σί­λε­μα τη μυθι­κή φιγού­ρα εκεί­νης της μαγε­μέ­νης γυναί­κας να ανα­δυ­θεί άλλη μια φορά από την θάλασ­σα, να τρα­γου­δή­σει, να χορέ­ψει και να σε μετα­λά­βει αλι­σά­χνη κι ανάμνηση.

Εδώ έρχε­σαι, εδώ απλώ­νεις τα σύνερ­γα της σκέ­ψης, τα παρά­πο­να, τις ανα­μνή­σεις, την ξεχα­σμέ­νη νιό­τη, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής, εδώ θ’ αγγί­ξεις σημά­δια και ξέφτια, ξέρεις κι εσύ, εδώ που οι νύχτες χτε­νί­ζουν στη βρο­χή τ’ αλά­τι στα βλέφαρα.

Στην ακτή ο φλοί­σβος του νερού θαρ­ρείς κινη­το­ποιεί τις στιγ­μές για να προ­λά­βουν την αιω­νιό­τη­τα, ώρα που το φθι­νό­πω­ρο κρα­τά την πρώ­τη ηλια­χτί­δα κρυμ­μέ­νη στις πυκνές φυλ­λω­σιές για να ταξι­δέ­ψεις μαζί της αύριο…

Βυθί­ζεις τα χέρια στα ανεκ­δή­λω­τα νερά ανα­ζη­τώ­ντας στην ενή­λι­κη ζωή σου την υπερ­βα­τι­κό­τη­τα, διεκ­δι­κώ­ντας ακό­μη μια θέση στο τώρα με τη βεβαιό­τη­τα πως σε γνω­ρί­ζουν τα βότσα­λα, τα δέντρα, το τοπίο, η θάλασσα.
Ταξι­δεύ­ει ο νους από το τώρα στο τότε, από το σήμε­ρα στο χθες. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός σου είναι τέτοιος ώστε η καρ­διά να απο­λαμ­βά­νει το ταξί­δι και τα μάτια σου το φυσι­κό φως σε τού­τη την ακτή που αγα­πάς και υπό­σχε­σαι πάντα, Αύριο… Μετράς τα βήμα­τα, τώρα που οι παλιές επι­θυ­μί­ες σε απο­φεύ­γουν νομί­ζεις πως σώζε­σαι. Νομί­ζεις… Η θάλασ­σα στον όρμο των Γου­βιών σου βάζει ιδέ­ες! Γελάς, με ολό­φλο­γα μάτια αγνα­ντεύ­εις ασά­λευ­τη τις απέ­να­ντι γνώ­ρι­μες ακτές, προ­σπα­θείς να μάθεις από την πεθυ­μιά τού ανέ­μου και από τού κόσμου τα βάσα­να και­νού­ρια ανά­γνω­ση στη ζωή.

Από τα βαθιά ριζω­μέ­να της ψυχής έφτα­σαν στα χεί­λη εξό­ρι­στες οι λέξεις, φωνά­ζουν ελευ­θε­ρω­μέ­νες, αδέ­σπο­τες πια, δια­τυ­μπα­νί­ζουν αυτά που φοβό­σουν ν’ ακού­σεις. Θάλασ­σα, μετά τη μπό­ρα, τώρα δίδα­ξέ με, πώς μαθαί­νεις από τη γνώ­ση του εγώ πριν παρα­δε­χτείς την αλή­θεια πριν συλ­λα­βί­σεις μαχαι­ριά και προ­δο­σία, πριν ξυπνή­σει ο εφιάλ­της και σού ψιθυ­ρί­σει στ’ αυτί «κακό­γου­στο αστείο η αγάπη…»

Όχι μην αφή­σεις να σού χαλά­σουν την ομορ­φιά κακές σκέ­ψεις, όχι εδώ λυτρώ­νε­σαι, εδώ σε τρέ­φει η ποι­η­τι­κή ιδέα της ψυχής, η θαλασ­σι­νή αύρα που πάλ­λε­ται μέσα σου μια δια­μαρ­τύ­ρη­ση κόντρα στα ανού­σια, τα λίγα, τα εύκο­λα ειπω­μέ­να, τα γυα­λι­στά και τ’ αδιάφορα.

Αφή­νεις πίσω σου τη Μαρί­να με τα πολ­λά σκά­φη και κατευ­θύ­νε­σαι στο μνη­μείο των Σέρ­βων. Οι Κερ­κυ­ραί­οι δια­τη­ρούν ζωντα­νές τις  ανα­μνή­σεις  και τις συγκι­νή­σεις  από την παρου­σία των Σέρ­βων στην Κέρ­κυ­ρα κατά τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Εδώ πριν πολ­λά χρό­νια είχες ακού­σει για πρώ­τη φορά ένα τρα­γού­δι που νόμι­σες ερω­τι­κό, μα ο γέρο­ντας που τρα­γου­δού­σε κι έκλαι­γε δεν ήταν για μια χαμέ­νη αγά­πη μα για όσα ξέβρα­ζε το κύμα στις όχθες της μνή­μης. Στις ημέ­ρες εκεί­νες τις σκο­τει­νές του πολέ­μου ένας Σέρ­βος στρα­τιώ­της είχε γρά­ψει αυτό το τρα­γού­δι. Τρα­γου­δού­σε μαζί με τους εξα­θλιω­μέ­νους συνα­δέλ­φους του για να φέγ­γει η πατρί­δα μέσα του για να ξορ­κί­ζει λησμο­νιά και πόλε­μο. Ο τίτλος του τρα­γου­διού «Tamo daleko» έμε­λε να γίνει το Εθνι­κό τρα­γού­δι της Σερ­βί­ας για όλη την περί­ο­δο του Α΄Παγκοσμίου Πολέ­μου. Ακού­γε­ται και σήμε­ρα ακό­μη και κάποιοι παλιοί Κερ­κυ­ραί­οι το γνω­ρί­ζουν, ένα τρα­γού­δι που όχι μόνο θυμί­ζει τις κακου­χί­ες που πέρα­σε τότε ο λαός της Σερ­βί­ας αλλά κάνει και ανα­φο­ρά στην Κέρκυρα:

Χωρίς πατρί­δα, έζη­σα στην Κέρκυρα,
αλλά φώνα­ξα περή­φα­να, ζήτω η Σερβία!
Αλλά φώνα­ξα με υπε­ρη­φά­νεια, ζήτω η Σερβία!

Πανύ­ψη­λα πεύ­κα, αυτά που δεσπό­ζουν ανά­με­σα σε λεύ­κες, ευκά­λυ­πτους και τις κοσμι­κές σημύ­δες με τον παπυ­ρώ­δη ρυτι­δω­μέ­νο φλοιό σου επι­βάλ­λουν σιω­πή και μνή­μη. Ανε­βο­κα­τε­βαί­νεις τα μικρά πέτρι­να σκα­λο­πά­τια στο αλσύ­λιο, θαυ­μά­ζεις την ποώ­δη βλά­στη­ση και τα πρώ­τα κυκλά­μι­να στις σκιε­ρές γωνιές, ανα­σαί­νεις βαθιά ζωή και θύμηση.
Οι ελιές φτά­νουν ίσα­με εκεί που σκά­ει το κύμα στις ψαρό­βαρ­κες και η γαλα­ζο­πρά­σι­νη θάλασ­σα λάμπει διά­φα­νη μετά τη βρο­χή ακό­μη και στο εσω­τε­ρι­κό του κοχυ­λιού που κρα­τάς στα χέρια σου. Το όμορ­φο ακρο­γιά­λι απο­τε­λεί μέρος της ζωής, της ζωής σου και ενός γαλή­νιου ήρε­μου τοπί­ου αν και ο ορί­ζο­ντας σκιά­ζε­ται από σύν­νε­φα, αφή­νουν ωστό­σο να περά­σει το φως υπο­σχό­με­νο επί­ση­μο αρρα­βώ­να στα κόκ­κι­να ρόδια και στους πυράκανθους.

Το όνο­μα της περιο­χής, που απο­τε­λού­σε γρα­φι­κό ψαρο­χώ­ρι παλαιό­τε­ρα και ξεχω­ρι­στό θέρε­τρο σήμε­ρα, κατά τους γηραιό­τε­ρους από τους ντό­πιους κατοί­κους οφεί­λε­ται στους γοβιούς ή γου­βιούς, όπως λέγο­νται τα ψάρια κοκο­βιοί. Στην ακτή μετά τη μπό­ρα, εκεί θα περ­πα­τή­σεις πάνω στην ψιλή άμμο και στα μικρά χρω­μα­τι­στά βότσα­λα απο­λαμ­βά­νο­ντας τη μαγεία της φύσης να ζωντα­νεύ­ει με χρώ­μα­τα μονα­δι­κά. Ένας πίνα­κας ζωγρα­φι­κής που σού χαρί­ζε­ται να συλ­λα­βί­σεις την αγάπη.

Γου­βιά. Εδώ μπο­ρείς ν’ ακού­σεις τις παλιές φωνές, οι καλές  κου­βέ­ντες είναι μόνο  η αρχή, εδώ ν’ αφε­θείς σε ένα άγγιγ­μα,  σ’ ένα βλέμ­μα και ένα χάδι στο πρό­σω­πο, να μετράς το γκρί­ζο  και να βγά­ζεις πάντα ολό­λευ­κο, εδώ να γελά­σεις δυνα­τά, εδώ να στα­θείς να κλά­ψεις, εδώ δια­λέ­γεις να ζήσεις,  να ξεκλει­δώ­σεις το συρ­τά­ρι με τα ανεκ­πλή­ρω­τα όνει­ρα, αυτά που σου κρά­τη­σαν συντρο­φιά σε οξει­δω­μέ­νες μέρες και θα τα δεις να γίνο­νται πραγματικότητα.

Κάθε μύθος και ένα δίδαγ­μα. Τα Γου­βιά, αυτή η ξεχω­ρι­στή γει­το­νιά της Κέρ­κυ­ρας κρα­τά και τον δικό σου μύθο και δεν θα πάψει ποτέ να σε διδά­σκει πως έχεις μερί­διο στη χαρά της ζωής.

Η όρα­ση, αγκα­λιά­ζει ό,τι απέ­μει­νε από τ’ ανοι­κτά τόξα στα Βενε­τσιά­νι­κα Ναυ­πη­γεία. Κλεί­νεις τα μάτια. Θαρ­ρείς ακούς ακό­μη τα ξύλι­να σφυ­ριά των καρα­βο­μα­ρα­γκών. Φαντά­ζε­σαι εκεί­νη τη γαλέ­ρα που μετέ­φε­ρε μέχρι κεχρι­μπά­ρι στ’ αμπά­ρια, για­τί ο καπε­τά­νιος της γνώ­ρι­ζε καλά τον ακό­ρε­στο πόθο που είχαν πάντα οι γυναί­κες για στο­λί­δια. Άγκυ­ρες, φάροι, πανιά, σκοι­νιά, κου­πιά, όλα εκεί κι ένα πρό­σω­πο σμι­λε­μέ­νο με αδρά χαρα­κτη­ρι­στι­κά σου κλέ­βει ένα χαμόγελο.

«Η αγά­πη, δια­τη­ρεί τον άνθρω­πο σε ισορ­ρο­πία», λόγια, από τις παραι­νέ­σεις της για­γιάς. Πριν σε ξαφ­νιά­σει  ο έρω­τας, με τον ίδιο τρό­πο που ξαφ­νιά­ζουν οι απο­γευ­μα­τι­νές μεσο­γεια­κές λάμ­ψεις του ήλιου πάνω στην ακύ­μα­ντη θάλασ­σα, αυτή που απλώ­νε­ται μπρο­στά σου στο μικρό όρμο θα περά­σουν από το νου κι άλλες σκέ­ψεις κι άλλες ανα­μνή­σεις. Ο έρω­τας σε τού­τη τη βόλ­τα μυρί­ζει λιμον­τσέ­λο. Υψώ­νεις το ποτή­ρι. Το φωτει­νό κίτρι­νο χρώ­μα ανά­λα­φρα σε παρα­σύ­ρει στην από­λαυ­ση. Το άρω­μα του ηδύ­πο­του ανα­πα­ρα­γά­γει συναι­σθή­μα­τα μέσα από ένα λεπτό πέπλο αέρα. Και μετά ονει­ρεύ­ε­σαι στο θαύ­μα της αγά­πης μεθώ­ντας με μια ευτυ­χία διαφορετική.

Σου κρα­τά­ει το χέρι, το ίδιο τρυ­φε­ρά κι ας έχουν περά­σει τριά­ντα και πλέ­ον χρό­νια από τότε, την πρώ­τη φορά. Δεν μετράς τον χρό­νο, όχι δεν έχει σημα­σία. Απο­λαμ­βά­νεις τη στιγ­μή. Είναι ικα­νό­τη­τα να στέ­κε­ται κανείς και να απο­λαμ­βά­νει τις  μικρές χαρές, την ομορ­φιά, τις στιγ­μές πριν χαθούν. Εδώ έμα­θες, αγά­πη­σες το ρίσκο, από εδώ θέλεις να βου­τάς στο άγνω­στο και να ζεις το ταξί­δι σε μια βόλ­τα, να ζεις χωρίς να σκέ­φτε­σαι τιμω­ρί­ες και συνέ­πειες, να πράτ­τεις με συνεί­δη­ση χωρίς να φοβά­σαι τον εαυ­τό σου και τους άλλους.

Ξανα­γυ­ρί­ζει ή θύμη­ση απ‘ τις απέ­να­ντι ακτές, μετέ­ω­ρα πάθη, ερει­πω­μέ­νες αγκα­λιές, περισ­σεύ­ει χρώ­μα κι αλι­σά­χνη και ψυχή όταν κοι­τά­ζεις με τις ώρες τον ορί­ζο­ντα. Εδώ στα Γου­βιά, βρί­σκουν ουρα­νό οι επι­θυ­μί­ες που κύλη­σαν στη γη, εδώ μια ήσυ­χη νύχτα θα ξανα­γί­νουν άστρα τού­τα τα ταπει­νά λου­λού­δια που αγγί­ζεις ευλα­βι­κά στο φρά­χτη στις κατα­σκη­νώ­σεις  χωρίς να λογα­ριά­ζουν  λησμο­νιά και άνεμο.

Στην Κέρ­κυ­ρα δεν γνω­ρί­ζεις απα­γο­ρεύ­σεις και καθω­σπρε­πι­σμούς, ο τόπος δεν αφαι­ρεί από την ψυχή σου αυθορ­μη­τι­σμό και θέλη­ση, αντι­θέ­τως εδώ ξεκλει­δώ­νε­ται η ψυχή, αφή­νε­ται ελεύ­θε­ρη στο χώρο και στο χρό­νο να αισθαν­θεί, να ερω­τευ­θεί, να απο­λαύ­σει τη μαγεία, να ζήσει!

Αγα­πάς την Κέρ­κυ­ρα των τεσ­σά­ρων επο­χών, για την ατμό­σφαι­ρα της, τη μου­σι­κή, για τα χρώ­μα­τα, την πλού­σια φυσι­κή ομορ­φιά, τις αντι­θέ­σεις του μπλε και του πρά­σι­νου, για τους ανθρώ­πους της με την ιδιαί­τε­ρη κουλ­τού­ρα και την ρητο­ρι­κή τους τέχνη.

paint 1424323

Αγα­πάς την Κέρ­κυ­ρα για την εμπει­ρία, το ταξί­δι και την ακρι­βή χει­ρα­ψία με το Ιόνιο φως. Σε πάει πιο μακριά από αυτό που περι­μέ­νεις, σου υπεν­θυ­μί­ζει καθη­με­ρι­νά να μην αφή­νεις κανέ­ναν να ξύνει τις πλη­γές σου, να κοι­τά­ζεις ψηλά ν’ ανα­σαί­νεις τη βρο­χή στον ουρα­νό πριν φτά­σει στη γη, να κάνεις αυτό που σου υπα­γο­ρεύ­ει η καρ­διά ακό­μα κι αν ξέρεις πως ίσως θα πονέ­σεις αρκεί να αξί­ζει και να είναι αληθινό.

Το δίχως άλλο, η Κέρ­κυ­ρα δεν θα παρακ­μά­σει ποτέ.
Είναι προ­ο­ρι­σμέ­νη για την αιωνιότητα.
Είναι αλήθεια.


Κέρκυρα LandscapeΑύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταί­ου
Κέρ­κυ­ρα, Οκτώ­βρης του 2020
Από το υπό έκδο­ση βιβλίο «Κέρ­κυ­ρα, σμί­λη της ψυχής»

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
    Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο