Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δέσπω Διαμαντίδου, σπουδαία ηθοποιός και αρχόντισσα

Δέσπω Δια­μα­ντί­δου, μια σπά­νιου είδους «αρχό­ντισ­σα», με ξεχω­ρι­στή και αξια­γά­πη­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Σπου­δαία ηθο­ποιός, εξαι­ρε­τι­κά καλ­λιερ­γη­μέ­νη, φύσει ευγε­νι­κή, αξιο­σέ­βα­στη, γλυ­κύ­τα­τη Δέσπω Δια­μα­ντί­δου, «έφυ­γε» από τη ζωή, χτες στις 18 Φεβρουα­ρί­ου 2004

Η Δέσπω Δια­μα­ντί­δου γεν­νή­θη­κε το 1916, στον Πει­ραιά, από καλ­λιερ­γη­μέ­νους γονείς, ρωσι­κής κατα­γω­γής. Εβγα­λε το Δημο­τι­κό και το Γυμνά­σιο της Γερ­μα­νι­κής Σχο­λής. Σε συνέ­ντευ­ξή της, στην εφη­με­ρί­δα «Τα Νέα», έλε­γε: «Δεν πήγα ποτέ σε σχο­λείο ελλη­νι­κό. Ο,τι έμα­θα, το έμα­θα με ιδιαί­τε­ρα μαθή­μα­τα. Αλλά μιλώ και γρά­φω, πιστεύω, ωραία ελλη­νι­κά, έχω κάνει και μετα­φρά­σεις. Οσον αφο­ρά τη στοι­χειώ­δη και μέση εκπαί­δευ­ση, πήγα κατευ­θεί­αν στο Γερ­μα­νι­κό Σχο­λείο». Η Δ. Δια­μα­ντί­δου θυμό­ταν ότι έγι­νε «πρω­τα­θλή­τρια Ελλά­δος, παι­δι­κής κατη­γο­ρί­ας», με τη βοή­θεια του Εβραί­ου δασκά­λου της στη Γυμνα­στι­κή, τον οποίο έκα­ψαν οι ναζί στους φούρ­νους του Νταχάου.

Εγι­νε ηθο­ποιός, όχι μόνο για­τί η μητέ­ρα της αγα­πού­σε το θέα­τρο και δεν έχα­νε καμιά παρά­στα­ση, αλλά και για­τί υπήρ­χε ελευ­θε­ρία στην οικο­γέ­νειά της. «Πίσω από το σπί­τι μας, στον Πει­ραιά, υπήρ­χε το θέα­τρο του Τσό­χα. Καθό­μουν συχνά απ’ έξω και χάζευα ό,τι γινό­ταν μέσα, άλλο­τε παί­ζα­νε όπε­ρα, άλλο­τε δινό­ταν μια συναυ­λία. Δεν απο­κλεί­ε­ται αυτές οι ώρες, έξω από το θέα­τρο, όσο κι αν μεγα­λώ­νο­ντας ξεθω­ριά­σα­νε, να υπήρ­ξαν η αφορ­μή για να θελή­σω να βγω στη σκη­νή. Ως παι­δί, ωστό­σο, μου άρε­σε πάρα πολύ η μου­σι­κή. Οι γονείς μου δε με εμπο­δί­σα­νε ούτε σ’ αυτό, με στεί­λα­νε να κάνω τρα­γού­δι», διη­γιό­ταν η ηθοποιός.

H Δέσπω Δια­μα­ντί­δου, μετά τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου έπαι­ξε (1942) στο Χορό της ευρι­πί­δειας «Μήδειας». O πρώ­τος σημα­ντι­κός ρόλος της ήταν η «λαί­δη Καρο­λί­να» στο έργο του Τζέιμς Μπά­ρι «Δε φταί­ει το αστέ­ρι μας», στο «Θέα­τρο Τέχνης», σε σκη­νο­θε­σία του Κάρο­λου Κουν. Στη συνέ­χεια, συνερ­γά­στη­κε με πολ­λούς θιά­σους (Μου­σού­ρη, Κ. Ανδρε­ά­δη, Μανω­λί­δου — Αρώ­νη, Δ. Χορν). Από το 1946 έως το 1950 ήταν βασι­κό στέ­λε­χος του Εθνι­κού Θεά­τρου και το 1949 η κορυ­φαία του Χορού στην αισχυ­λι­κή «Ορέ­στεια», που παρου­σιά­στη­κε στο Ηρώ­δειο, σε σκη­νο­θε­σία Δημή­τρη Ροντήρη.

Με το Εθνι­κό ξανα­συ­νερ­γά­στη­κε από το 1954 ‑1963, παί­ζο­ντας, μετα­ξύ άλλων, την κορυ­φαία στην «Εκά­βη», στον τσε­χο­φι­κό «Γλά­ρο», στις αρι­στο­φα­νι­κές «Εκκλη­σιά­ζου­σες» (στο ρόλο του Κήρυκα).

Η πρώ­τη της ται­νία ήταν «Τα παι­διά της Αθή­νας» (1947). Η μεγά­λη της υπο­κρι­τι­κή επι­τυ­χία (αρχι­κά θεα­τρι­κή, έπει­τα κινη­μα­το­γρα­φι­κή) ήταν «Τα κόκ­κι­να φανά­ρια». Η διε­θνής κινη­μα­το­γρα­φι­κή καριέ­ρα της ξεκί­νη­σε στη δεκα­ε­τία του ’60. Το 1965 εμφα­νί­ζε­ται στην ται­νία «No, my Jonson», σε σκη­νο­θε­σία Γρη­γό­ρη Γρη­γο­ρί­ου και παρα­γω­γή του Ελλη­νο­α­με­ρι­κά­νου Τζέιμς Πάρις.

Λόγω της δικτα­το­ρί­ας το 1967 έφυ­γε για τις HΠA, όπου ανέ­πτυ­ξε αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δρά­ση και όπου παρέ­μει­νε μέχρι τη μετα­πο­λί­τευ­ση. H δια­μο­νή της στις ΗΠΑ συνο­δεύ­τη­κε με παρα­πέ­ρα καλ­λι­τε­χνι­κή εξέ­λι­ξή της, πλάι στους αδελ­φι­κούς φίλους της Μελί­να Μερ­κού­ρη (από τα νιά­τα τους ήταν στε­νές φίλες) και Ζυλ Ντασ­σέν. Πλάι στην Μελί­να Μερ­κού­ρη πρω­τα­γω­νί­στη­σε στο έργο του Ζυλ Ντασ­σέν «Ιλια Ντάρ­λινγκ», το οποίο σημεί­ω­σε μεγά­λη επι­τυ­χία στο θέα­τρο «Μαρκ Χέλιν­τζερ» του Μπρό­ντ­γου­εϊ. Επρό­κει­το για θεα­τρι­κή δια­σκευή της ται­νί­ας του Ντασ­σέν «Ποτέ την Κυρια­κή», ται­νία — σταθ­μό στην καριέ­ρα της Δέσπως Διαμαντίδου.

Μεγά­λος σταθ­μός στη θεα­τρι­κή της πορεία ήταν ο ρόλος της φρά­ου Φράι­ντερ στο «Καμπα­ρέ», όταν αντι­κα­τέ­στη­σε την κορυ­φαία μαθή­τρια, ηθο­ποιό — τρα­γου­δί­στρια έργων του Μπρεχτ, Λότε Λένια. Την ίδια περί­ο­δο έπαι­ξε τη μητέ­ρα του Γού­ντι Αλεν στην ται­νία του «Ειρη­νο­ποιός». Στα «Μαύ­ρα τρια­ντά­φυλ­λα για τη νύφη», σε σκη­νο­θε­σία Χαλ Πρινς, ξεχώ­ρι­σε ερμη­νευ­τι­κά, όπως και στην «Υπό­σχε­ση την αυγή με φόντο το Παρί­σι» του Ζυλ Ντασ­σέν. Επί­σης, έπαι­ξε στους «Καβα­λά­ρη­δες» του Φραν­κε­χάι­μερ, που γυρί­στη­κε στην Ισπα­νία. Το 1991 πήρε το κρα­τι­κό βρα­βείο β΄ γυναι­κεί­ου ρόλου. Στο ενερ­γη­τι­κό της είχε περισ­σό­τε­ρες από 40 ται­νί­ες. Η τελευ­ταία ται­νία της, για την οποία απέ­σπα­σε τιμη­τι­κή μνεία, ήταν η μικρού μήκους «Skipper Straad» της Ειρή­νης Βαχλιώτη.

H Δέσπω Δια­μα­ντί­δου από το γάμο της με τον εκλε­κτό, επί­σης, ηθο­ποιό Ανδρέα Φιλιπ­πί­δη (το επί­θε­τό του φέρει η εγγρα­φή της στο ΣΕΗ, στις 2/6/1942), απέ­κτη­σε ένα γιο.

Τα   τελευ­ταία δέκα, περί­που, χρό­νια της ζωής της έχα­σε την όρα­σής της. Την πίκραι­νε, καθώς τα της στέ­ρη­σε τη χαρά του θεά­τρου, του δια­βά­σμα­τος και της μετα­φρα­στι­κής δου­λειάς της. Εδώ να σημειώ­σου­με ότι η Δέσπω Δια­μα­ντί­δου είχε στο ενερ­γη­τι­κό της πολ­λές μετα­φρά­σεις θεα­τρι­κών και άλλων έργων.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο