Ο ήλιος τις φτερούγες του
αργά αργά διπλώνει
και μια γυναίκα δάκρυσε
στ’ απέναντι μπαλκόνι.
Τα νιάτα της αναπολεί,
που πέρασαν και πάνε
κι έμεινε η έρμη μοναχή,
τα χρόνια πώς περνάνε!
Της είχε πει θα γύριζε
ο νέος π’ αγαπούσε,
σαν έφυγε στην ξενιτιά
κι εκείνη… καρτερούσε.
Ξεθώριασαν τα όνειρα,
ασπρίσαν τα μαλλιά της,
μ’ ακόμα κάθε δειλινό
κυλούν τα δάκρυά της…
(10/3/1996)
Δημήτρης Βαλαής
Δάσκαλος, Νάουσα