Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Γληνός: Ο δάσκαλος της εξορίας

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ο Δημή­τρης Γλη­νός ξεχω­ρί­ζει ανά­με­σα στην πλειά­δα των λαϊ­κών αγω­νι­στών που απαρ­νή­θη­καν τη «ζεστα­σιά» της ταξι­κής κατα­γω­γής τους και τάχτη­καν με τους αδι­κη­μέ­νους. Απαρ­νή­θη­κε την αστι­κή τάξη που τον γέν­νη­σε και του παρεί­χε όλα τα εφό­δια που θα τον έκα­ναν ένα λαμπρό ―από τα λαμπρό­τε­ρα― μυα­λά της, και αυτή δεν του το συγ­χώ­ρε­σε. Παρά το ότι δεν έπα­ψε ποτέ να ανα­γνω­ρί­ζει το κύρος του και να τον σέβε­ται, παράλ­λη­λα δεν έπα­ψε και να τον μισεί και να τον διώ­κει, δίχως έλε­ος, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Γλη­νός πέθα­νε πρό­ω­ρα, με την υγεία του επι­βα­ρη­μέ­νη από τις κακου­χί­ες μιας ζωής ταγ­μέ­νης στην υπό­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης, έχο­ντας εκπλη­ρώ­σει στο ακέ­ραιο το χρέ­ος που επί­τασ­σε η συνεί­δη­σή του: «(…)τετρά­γω­νο σα δωρι­κή κολό­να το μυα­λό του τοπο­θε­τή­θη­κε ορι­στι­κά στο στρα­τό­πε­δο του λαού. Πολ­λοί λένε ότι θέλουν την εξέ­λι­ξη αλλά φοβού­νται την επα­νά­στα­ση. Ο Γλη­νός δε δίστα­σε και πέρα­σε στην επα­νά­στα­ση(…)».1

glinos6

Ο Δημ. Γλη­νός στην Ακροναυπλία

Ο ίδιος ο Γλη­νός, σε ένα από τα γράμ­μα­τα που έστελ­νε σε μαθη­τές και φίλους του από την Ακρο­ναυ­πλία, όπου βρέ­θη­κε έγκλει­στος, έγρα­φε: «Η ζωή είναι ένα ποτά­μι, όπου πρέ­πει να κολυ­μπή­σει κανείς ο ίδιος και όχι ν’ ακού­σει άλλους να διη­γού­νται πώς κολύ­μπη­σαν. Αυτό είναι σωστό. Μα το ποτά­μι έχει μέρη με βουρ­κο­νέ­ρια, με βρω­μό­κλα­δα, με σάπια φύλ­λα, με γλι­στε­ρά μαλά­κια και έχει και νερά καθα­ρά και διά­φα­να. Στη μέση που είναι τα καθα­ρά και βαθιά νερά, το ρέμα είναι ορμη­τι­κό. Εκεί μόνο ο γεν­ναί­ος κολυ­μπη­τής, που σπα­θί­ζει το νερό με χέρια και πόδια, στέ­κε­ται και χαί­ρε­ται το ανα­γάλ­λια­σμα της ωραί­ας ζωής. Εκεί φτά­νου­νε μόνο λίγοι αγω­νι­στές, καλοί και αγνοί».2

Έχο­ντας δια­νύ­σει μια λαμπρή ακα­δη­μαϊ­κή πορεία και αφού αγω­νί­στη­κε και συγκρού­στη­κε με τις αστι­κές κυβερ­νή­σεις του μεσο­πο­λέ­μου και από θέσεις του κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού (στις οποί­ες τοπο­θε­τή­θη­κε) για την ανα­γέν­νη­ση της παι­δεί­ας, όπως ο ίδιος την ορα­μα­τι­ζό­ταν, ο Γλη­νός συνει­δη­το­ποιεί πως η ριζι­κή ανα­γέν­νη­ση της παι­δεί­ας δεν είναι ένα ζήτη­μα που μπο­ρεί να αντι­με­τω­πι­στεί και επι­λυ­θεί απο­κομ­μέ­νο από το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα στην ολό­τη­τά του. Παι­δεία που θα αντα­πο­κρί­νε­ται και θα ικα­νο­ποιεί τις ανά­γκες του λαού δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει παρά μόνο ενταγ­μέ­νη σε ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα όπου ο λαός με πρω­το­πό­ρα την εργα­τι­κή τάξη θα έχει το πάνω χέρι. Αυτό το σύστη­μα δεν είναι άλλο από τον σοσια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό. Και για να χτι­στεί αυτό το σύστη­μα πρέ­πει η εργα­τι­κή τάξη με οδη­γη­τή το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα να κατα­χτή­σει την εξου­σία. Ο Γλη­νός γίνε­ται μέλος του ΚΚΕ και δίνε­ται ολό­ψυ­χα, αφιε­ρώ­νει την ύπαρ­ξή του με σώμα και νου, στον σκο­πό αυτό. «Εκεί μέσα στο κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, ολο­κλη­ρω­τι­κά λυτρω­μέ­νος, ζει, όπως μου έλε­γε, την προ­σω­πι­κή ελευ­θε­ρία στην πιο ανώ­τε­ρη, στην πιο δημιουρ­γι­κή μορ­φή της, στην αρμο­νι­κή μορ­φή της εσω­τε­ρι­κής πει­θαρ­χί­ας. Εκεί μέσα στο κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα ολο­κλη­ρώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του».3

Στις 10 Οκτώ­βρη του 1935, μετά το απο­τυ­χη­μέ­νο κίνη­μα του Βενι­ζέ­λου και την παλι­νόρ­θω­ση της μοναρ­χί­ας, επί Κον­δύ­λη, ο Γλη­νός συλ­λαμ­βά­νε­ται ως «επι­κίν­δυ­νος» μαζί με εκα­το­ντά­δες κομ­μου­νι­στές και στέλ­νε­ται εξό­ρι­στος μαζί με τον Κώστα Βάρ­να­λη, στον Αη Στρά­τη. Εκεί θα ζήσει μια πρω­τό­γνω­ρη εμπει­ρία. Ενθου­σιά­ζε­ται και συγκι­νεί­ται από τον τρό­πο και την οργά­νω­ση της ζωής των κομ­μου­νι­στών εξο­ρί­στων, την αλλη­λεγ­γύη και τη δίψα που δεί­χνουν για μόρ­φω­ση. Γίνε­ται η ψυχή της μορ­φω­τι­κής δου­λειάς στην Ομά­δα Συμ­βί­ω­σης. Ο Γλη­νός είναι ήδη ο φωτι­σμέ­νος δάσκα­λος μαθη­τών και δασκά­λων, μα στον Αη Στρά­τη το ακρο­α­τή­ριό του θα απο­τε­λεί­ται από άλλους «μαθη­τές». Γρά­φει ο Κ. Βάρ­να­λης: «Εκεί στην εξο­ρία ο Γλη­νός ξανά­γι­νε δάσκα­λος όχι πια των δασκά­λων παρά των αγω­νι­στών του λαού. Έκα­νε σει­ρά ενδια­φέ­ρου­σες ομι­λί­ες για πολ­λά ζητή­μα­τα (για την υλι­κή και την πνευ­μα­τι­κή απο­λύ­τρω­ση των λαών της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, για το πως πρέ­πει να γρά­φου­με κλπ.). Αλλά το ρόλο του δασκά­λου δεν τον περιό­ρι­ζε μονά­χα σ’ αυτές τις ομι­λί­ες παρά έκα­νε και δου­λειά δια­φω­τι­στή. Ήτα­νε ο δάσκα­λος μια­νής από τις πολ­λές ομά­δες των εξο­ρί­στων, αλλά δυστυ­χώς εγώ δεν ανή­κα στην ομά­δα του».4

Εξόριστοι στον Αη Στράτη. Στην πρώτη σειρά Δ. Γληνός και Κ. Βάρναλης

Εξό­ρι­στοι στον Αη Στρά­τη. Στην πρώ­τη σει­ρά Δ. Γλη­νός και Κ. Βάρναλης

Ο κύριος όγκος των εξο­ρί­στων ήταν εργά­τες και αγρό­τες, στην πλειο­ψη­φία τους αναλ­φά­βη­τοι ή με στοι­χειώ­δη μόρ­φω­ση. Στους τόπους εξο­ρί­ας όλοι γίνο­νταν μαθη­τές, μα όσοι είχαν βγά­λει κάποιες τάξεις του Γυμνα­σί­ου ή κου­βα­λού­σαν δια­βά­σμα­τα από τις φυλα­κές μπο­ρού­σαν και να διδά­ξουν. Σε αυτό άλλω­στε βοη­θού­σε ο ιδε­ο­λο­γι­κός-πολι­τι­κός χαρα­κτή­ρας των μαθη­μά­των. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συν­θή­κες οδη­γού­σαν τον δια­νο­ού­με­νο στο «θρα­νίο» του μαθη­τή και τον εργά­τη στην «έδρα» του δάσκα­λου. Ο μεγά­λος δάσκα­λος Γλη­νός, όταν χρειά­στη­κε, δεν δυσκο­λεύ­τη­κε να «προ­σαρ­μο­στεί» στη θέση του μαθητή:

«Στην Ομά­δα του Ακα­τρί­δη, γινό­ντου­σαν μαθή­μα­τα, πολι­τι­κά, συν­δι­κα­λι­στι­κά, πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας κλπ. Δάσκα­λοι, απλοί εργά­τες συν­δι­κα­λι­στές, που τα σχο­λι­κά τους γράμ­μα­τα δεν ξεπερ­νού­σαν το δημο­τι­κό, μα που είχαν μάθει γράμ­μα­τα στα “Σχο­λεία των φυλα­κών και της εξο­ρί­ας”… Κι ο Γλη­νός, ο γενι­κός του Υπουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας, ο διε­θνούς φήμης παι­δα­γω­γός, ο καθο­δη­γη­τής, οργα­νω­τής, εμπνευ­στής, θεμε­λιω­τής της ελλη­νι­κής εκπαί­δευ­σης, ο δάσκα­λος κάθι­σε στον πάγκο ήσυ­χος, καλός, πει­θαρ­χι­κός και πάντα “μελε­τη­μέ­νος” μαθη­τής και “άκου­γε” προ­σε­κτι­κά και με συνεί­δη­ση το δάσκα­λο-εργά­τη… Έτυ­χαν, μάλι­στα, και φορές ―να μη φαί­νε­ται περί­ερ­γο― που ο δάσκα­λος-εργά­της έκα­νε “διορ­θώ­σεις” και “παρα­τη­ρή­σεις” στο δάσκα­λο-μαθη­τή του. Και τότες ο Γλη­νός, με πλή­ρη ανα­γνώ­ρι­ση, δεχό­ταν την παρα­τή­ρη­ση και το διόρ­θω­νε, ανα­βο­κοκ­κι­νί­ζο­ντας σα μικρό παι­δί».5

Ο Δ. Γληνός στην Ανάφη (Αύγουστος 1936)

Ο Δ. Γλη­νός στην Ανά­φη (Αύγου­στος 1936)

Στις εκλο­γές του 1936 ο Γλη­νός εκλέ­γε­ται βου­λευ­τής με το Παλ­λαϊ­κό Μέτω­πο. Μετά την κήρυ­ξη της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά στις 4 Αυγού­στου του 1936, συλ­λαμ­βά­νε­ται ξανά και εξο­ρί­ζε­ται αυτή τη φορά στην Ανά­φη. Ο Κώστας Γαβρι­η­λί­δης, Γραμ­μα­τέ­ας του ΑΚΕ (Αγρο­τι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας), μοι­ρά­ζε­ται με τον Γλη­νό το ίδιο δωμά­τιο σε όλη τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής τους στο νησί. Δυο χρό­νια μετά το θάνα­το του Γλη­νού θα γρά­ψει σε γράμ­μα του στην εφη­με­ρί­δα του ΑΚΕ:

«Απλός και απέ­ριτ­τος στη ζωή του, γλυ­κο­μί­λη­τος και συντρο­φι­κός στη συμπε­ρι­φο­ρά του, ο Γλη­νός απο­τε­λού­σε παρά­δειγ­μα για όλους μας. Ακού­ρα­στος δάσκα­λος και μαθη­τής. Μελε­τού­σε και έγρα­φε. Δίδα­σκε και μελε­τού­σε. Από απλά μαθή­μα­τα ελλη­νι­κής ως τις περί­πλο­κες φιλο­σο­φι­κές δια­λέ­ξεις. (…) Οι δια­λέ­ξεις του: Πώς να δια­βά­ζου­με, πώς να γρά­φου­με, πώς να μιλά­με, θα απο­τε­λέ­σουν για πάντα το όπλο και τη μέθο­δο που θα οδη­γεί τη μορ­φω­τι­κή προ­σπά­θεια των αγω­νι­στών του λαού. Και η ιστο­ρι­κή ανά­λυ­ση της φιλο­σο­φί­ας που μονά­χα ο Γλη­νός ήξε­ρε να εκλαϊ­κεύ­ει με τόσο σαφή και απλό τρό­πο, έδι­νε στους συντρό­φους του της εξο­ρί­ας μια σπά­νια πνευ­μα­τι­κή τρο­φή και τη φιλο­σο­φι­κή δικαί­ω­ση του αγώ­να τους. (…) Κάθε του ομι­λία, τ’ αστεία του, τ’ ανέκ­δο­τά του, ήταν μορ­φω­τι­κά μαθή­μα­τα που απέ­βλε­παν στην ανά­πτυ­ξη και την πνευ­μα­τι­κή άνο­δο των συντρό­φων του».6 Στην Ανά­φη θα πει ο Γλη­νός: «Όποιος δεν έζη­σε τη ζωή των εξο­ρί­στων, όποιος δε γνώ­ρι­σε από κοντά τα τίμια αυτά παι­διά της εργα­τιάς και αγρο­τιάς, δεν μπο­ρεί να ξέρει τι είναι πραγ­μα­τι­κός πολι­τι­σμός».7

Ακροναυπλία: Θάλαμος των φυλακών

Ακρο­ναυ­πλία: Θάλα­μος των φυλακών

Το Μάη του 1937 ο Δ. Γλη­νός μετα­φέ­ρε­ται στην Ακρο­ναυ­πλία, μαζί με τους πιο «επι­κίν­δυ­νους» από τους αγω­νι­στές-στε­λέ­χη του εργα­τι­κού-λαϊ­κού κινή­μα­τος που κατέ­κλυ­ζαν τα νησιά της εξο­ρί­ας. Μετά από εννιά μήνες στην Ανά­φη, ακό­μα πιο επι­κίν­δυ­νος για το μοναρ­χο­φα­σι­στι­κό καθε­στώς της 4ης Αυγού­στου: «Σήμε­ρα είμαι πολύ πιο έτοι­μος για κάθε δρά­ση. Έχει βαρύ­νει και θεω­ρη­τι­κά η σκέ­ψη. (…) Μα και για την πρα­χτι­κή δρά­ση, η ωρι­μό­τη­τα σήμε­ρα έγι­νε πολύ μεγα­λύ­τε­ρη. Έτσι μπο­ρού­με να πού­με πως από κάθε άπο­ψη οι μήνες αυτοί ήτα­νε δημιουρ­γι­κοί».8

Η συγκυ­ρία να μετα­φερ­θεί από την Ανά­φη στην Ακρο­ναυ­πλία είναι ιστο­ρι­κής σημα­σί­ας: «Η άφι­ξη ενός μαχό­με­νου δια­νοη­τή και παι­δα­γω­γού, σε συν­δυα­σμό με την ήδη απο­κτη­θεί­σα πεί­ρα και το υψη­λό­τε­ρο ποσο­τι­κά και ποιο­τι­κά υπό­βα­θρο των κρα­τού­με­νων, έπαι­ξαν σημα­ντι­κό ρόλο στο να διευ­ρυν­θούν και να εμπλου­τι­στούν τα μαθή­μα­τα, και ως προς το περιε­χό­με­νο και ως προς τη μεθο­δο­λο­γία. Η Ακρο­ναυ­πλία θα απο­τε­λέ­σει σημείο ανα­φο­ράς και πρό­τυ­πο από δω και στο εξής, και για την οργά­νω­ση της φυσι­κής και πνευ­μα­τι­κής ζωής των κρα­τού­με­νων και για την καθα­ρό­τη­τα, επι­και­ρό­τη­τα και εγκυ­ρό­τη­τα των επι­στη­μο­νι­κών, κοι­νω­νι­κών, πολι­τι­κών, και ιδε­ο­λο­γι­κών ανα­λύ­σε­ων».9

glinos_proavlio

Ο Δημ. Γλη­νός στο προ­αύ­λιο της φυλα­κής ανά­με­σα σε άλλους κρατούμενους

Τα πρώ­τα σημά­δια που δεί­χνουν ότι η υγεία του αρχί­ζει να επι­βα­ρύ­νε­ται από την πνευ­μα­τι­κή υπερ­κό­πω­ση κάνουν την εμφά­νι­σή τους. Ο για­τρός της φυλα­κής του συνι­στά συγκε­κρι­μέ­νη δια­τρο­φή και να απο­φεύ­γει τις συγκι­νή­σεις. Ο Γλη­νός αντι­με­τω­πί­ζει τις παραι­νέ­σεις του για­τρού με χιού­μορ και αυτο­σαρ­κα­σμό. Όχι μόνο δεν αφή­νει τον εαυ­τό του να οπι­σθο­δρο­μή­σει, αλλά δίνει και ένα ακό­μα μάθη­μα, κου­ρά­γιου και δύνα­μης αυτή τη φορά, στους συγκρα­τού­με­νούς του:

«Για­τρέ μου, του λέω. Εδώ η επι­στή­μη σου φτά­νει στην περιο­χή της κοροϊ­δί­ας. Μοιά­ζει όπως, όταν μπαί­νει ο για­τρός σ’ ένα φτω­χό­σπι­το, όπου δεν έχουν ούτε ψωμί και δια­τά­ζει κοτό­που­λα και μπι­φτέ­κια». «Δεν πει­ρά­ζει, μου λέει, και με τις συγκι­νή­σεις θα ζήσεις χρό­νια πολ­λά.» «Για­τρέ μου, του λέω, από τις συγκι­νή­σεις δε μπο­ρώ να παραι­τη­θώ. Ούτε αυτές με παρα­τούν. Έχου­με εκλε­χτι­κή συγ­γέ­νεια. Από μικρό παι­δί έχω μαζέ­ψει στην καρ­διά μου τρι­κυ­μί­ες, μα βλέ­πεις τώρα που πέρα­σε το μεση­μέ­ρι και είμα­στε στο από­γιο­μα, ο αγέ­ρας όλο και δυνα­μώ­νει και οι θύελ­λες ξεσπού­νε τρο­με­ρό­τε­ρες. Ελπί­ζω να βαστά­ξει το θαλασ­σο­δαρ­μέ­νο καρά­βι, μα κι αν βου­λιά­ξει, καλύ­τε­ρα ένας τέτοιος χαμός, από το σάπι­σμα σε μια βρώ­μι­κη ακρο­για­λιά. Θαλασ­σο­δέρ­νε­ται, μα δε βου­λιά­ζει». Και γελού­σα­με με το για­τρό. Από κάθε αντι­με­τώ­πι­σμα της ζωής πρέ­πει να βγαί­νου­με καλύ­τε­ροι, ανώ­τε­ροι από τον εαυ­τό μας. Οι άλλοι τότε μπο­ρεί να μικραί­νουν κι αυτό είναι θλι­βε­ρό. Μπο­ρού­με κι αυτούς να τους νοιώ­σου­με και να τους βοη­θή­σου­με, έστω και αρνη­τι­κά, με την καλο­σύ­νη μας. Εμείς όμως έχου­με την υπο­χρέ­ω­ση να μην αφή­σου­με τον εαυ­τό μας να οπι­σθο­δρο­μεί. Ψηλό­τε­ρα, πάντα ψηλό­τε­ρα! Προς το ανέ­σπε­ρο φως! Ο καθέ­νας μας μπο­ρεί να το φτά­σει, όσες δυσκο­λί­ες κι αν του προ­βάλ­λει η ζωή».10

Στην Ακρο­ναυ­πλία ο Γλη­νός εκλέ­γε­ται μέλος του Γρα­φεί­ου της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης και ανα­λαμ­βά­νει τον μορ­φω­τι­κό-εκπο­λι­τι­στι­κό τομέα. Οι κρα­τού­με­νοι διεκ­δι­κούν από τη διεύ­θυν­ση των φυλα­κών να τους επι­στρα­φούν τα βιβλία και η γρα­φι­κή ύλη που είχαν κατα­σχε­θεί κατά την άφι­ξή τους, να τους παρα­χω­ρη­θεί χώρος στο προ­αύ­λιο που θα χρη­σι­μο­ποιεί­ται για μελέ­τη, καθώς και να τους δοθεί άδεια για μορ­φω­τι­κά μαθή­μα­τα και δια­λέ­ξεις. Τα αιτή­μα­τά τους ικα­νο­ποιού­νται και σε ένα μικρό προ­αύ­λιο ―που από τότε ονο­μά­ζε­ται «προ­αύ­λιο Γλη­νού» ― δια­μορ­φώ­νε­ται ο χώρος και ξεκι­νούν μαθή­μα­τα και δια­λέ­ξεις, τα οποία δεν στα­μα­τούν ούτε όταν αργό­τε­ρα ο Μανια­δά­κης ξανα­μα­ζεύ­ει τα βιβλία των κρα­τού­με­νων και απα­γο­ρεύ­ει κάθε επι­μορ­φω­τι­κή δραστηριότητα.

Η σημα­σία που δίνει ο δάσκα­λος στην πνευ­μα­τι­κή μόρ­φω­ση και καλ­λιέρ­γεια απο­τυ­πώ­νε­ται και στην αλλη­λο­γρα­φία που κρα­τά από την Ακρο­ναυ­πλία με παλιούς μαθη­τές του: «Εκεί­νο που με χαρο­ποιεί ιδιαί­τε­ρα είναι ο πόθος σου για πνευ­μα­τι­κή μόρ­φω­ση, για αλη­θι­νή πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια… αυτό είναι μια δου­λειά σοβα­ρή, πολύ σημα­ντι­κή, μακριάς πνο­ής. Θέλει υπο­μο­νή, καρ­τε­ρία, πίστη. Είναι η μεγα­λύ­τε­ρη υπη­ρε­σία, που μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει ο άνθρω­πος στον εαυ­τό του. Μα είναι σήμε­ρα το πρό­βλη­μα της μόρ­φω­σης τόσο δύσκο­λο, για­τί ίσα-ίσα στο σημε­ρι­νό άνθρω­πο προ­σφέρ­νο­νται απ’ όλες τις μεριές, με την αξί­ω­ση της μόρ­φω­σης, τα πιο αταί­ρια­στα και παρ­δα­λά και άνι­σης αξί­ας μορ­φω­τι­κά μέσα, αν ξεκι­νή­σει κανείς από την εφη­με­ρί­δα και φτά­σει ως το πιο βαθύ και δυσκο­λο­νό­η­το φιλο­σο­φι­κό βιβλίο».11

Ακροναυπλία: Ο Δ. Γληνός με ομάδα δασκάλων

Ακρο­ναυ­πλία: Ο Δ. Γλη­νός με ομά­δα δασκάλων

Ο Γλη­νός δίνει μεγά­λη βαρύ­τη­τα στην εξά­λει­ψη του αναλ­φα­βη­τι­σμού οργα­νώ­νο­ντας κανο­νι­κές τάξεις μαθη­μά­των από το Δημο­τι­κό ως το Γυμνά­σιο, στις οποί­ες διδά­σκουν κρα­τού­με­νοι εκπαι­δευ­τι­κοί και φοι­τη­τές, ενώ ο ίδιος ξεκι­νά τις πρώ­τες δια­λέ­ξεις. Ταυ­τό­χρο­να συγκρο­τεί καλ­λι­τε­χνι­κές επι­τρο­πές που οργα­νώ­νουν την ψυχα­γω­γία των κρα­τού­με­νων, μου­σι­κές και θεα­τρι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες και σεμι­νά­ρια για την εκμά­θη­ση μου­σι­κών οργά­νων και υπο­κρι­τι­κής, αλλά και ξένων γλωσ­σών, και οργα­νώ­νει την εκγύ­μνα­σή τους σε καθη­με­ρι­νή (πρω­ι­νή) βάση. Στην Ακρο­ναυ­πλία ο Γλη­νός ζει και ανα­πνέ­ει κάνο­ντας αυτό που ξέρει και μπο­ρεί να κάνει καλύ­τε­ρα από κάθε άλλον. Η θέση του βρί­σκε­ται ανά­με­σα στους ταπει­νούς, γίνε­ται ο ίδιος ταπει­νό­τε­ρος ανά­με­σά τους, διδά­σκει, δια­φω­τί­ζει, δια­παι­δα­γω­γεί. Ζει την αλή­θεια του, την άσπι­λη αλή­θεια του δίκιου των κατα­πιε­σμέ­νων που δεν παρα­δί­νο­νται, που παλεύ­ουν με πίστη στην τελι­κή νίκη.

«Θέλω να ζήσω μόνο μέσα στην αλή­θεια, ή να ζήσω και να πεθά­νω δεσμώ­της. Για­τί η εδώ ζωή μου είναι αλη­θι­νή. Δεν έχει κανέ­να ψέμα. Το ψέμα δε μπο­ρεί ν’ ανέ­βει τα τρα­κό­σια σκα­λο­πά­τια της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Ζω μέσα στη σκλη­ρή αλή­θεια, που είναι πιο αγα­πη­τή από το γλυ­κύ­τε­ρο ψέμα. Η ζωή μέσα στην αλή­θεια είναι η μόνη ευδαι­μο­νία. Ευλο­γη­μέ­να αυτά τα 300 σκα­λο­πά­τια, που δεν αφή­νου­νε να φτά­σει ως εδώ παρά μόνο την αλή­θεια και αν κάπο­τε συρ­θεί ως εδώ το ψέμα δε θα βαστά­ξει. Θα τσα­κί­σει τη ραχο­κοκ­κα­λιά του. Στις επάλ­ξεις της φυλα­κής στέ­κε­ται σκλη­ρή και στυ­γνή θεά, η αλή­θεια. Εδώ μέσα δε μπο­ρεί να ζήσει το ψέμα, φεύ­γει. Απ’ έξω δε μπο­ρεί να πλη­σιά­σει. Τσα­κί­ζε­ται. Προ­τι­μώ λοι­πόν να ζήσω και να πεθά­νω μέσα στη φυλα­κή, παρά να βγω έξω και να ζήσω μέσα στο ψέμα».12

Ο κομ­μου­νι­στής Γλη­νός, πριν ακό­μα η βάρ­κα του «Μαρία Ν.» τον απο­βι­βά­σει στον Αη Στρά­τη, ήξε­ρε ότι ο δρό­μος που διά­λε­ξε να περ­πα­τή­σει ήταν ο δρό­μος της θυσί­ας. Στον Αη Στρά­τη, στην Ανά­φη, στην Ακρο­ναυ­πλία και στη συνέ­χεια στη Σαντο­ρί­νη, στα μπου­ντρού­μια της Ειδι­κής Ασφά­λειας και στις γιάφ­κες της παρα­νο­μί­ας, η ζωή του από­χτη­σε νόη­μα και σκο­πό που ποτέ δεν θα της έδι­νε, από μόνη της, η γνώ­ση που είχε απο­χτή­σει. Δεν στα­μά­τη­σε να αγω­νί­ζε­ται από όποιο μετε­ρί­ζι και αν βρέ­θη­κε για τη λευ­τε­ριά, το δίκιο και την προ­κο­πή του ανθρώ­που, δια­φω­τί­ζο­ντας το λαό και δια­παι­δα­γω­γώ­ντας τη νεο­λαία του που τόσο αγαπούσε.

Το "Προαύλιο Γληνού" στην Ακροναυπλία

Το “Προ­αύ­λιο Γλη­νού” στην Ακροναυπλία

Τον Ιού­νη του 1941 συλ­λαμ­βά­νε­ται από τους πρώ­τους ―πάντα ως «επι­κίν­δυ­νος»― μαζί με 22 ακό­μα αντι­φα­σί­στες αγω­νι­στές (ανά­με­σά τους ο Ν. Καρ­βού­νης και ο Κ. Στούρ­νας), από τους χαφιέ­δες του Μανια­δά­κη και κλεί­νο­νται στα μπου­ντρού­μια της τρο­με­ρής Ειδι­κής Ασφά­λειας για να παρα­δο­θούν αργό­τε­ρα στα χέρια των χιτλε­ρο­φα­σι­στών κατα­χτη­τών. Ο Γλη­νός ούτε εκεί αφή­νει την κατά­στα­ση να κυριέ­ψει τον ίδιο και τους συντρό­φους του. Τους ανέ­πτυσ­σε θέμα­τα, έκα­νε μικρές δια­λέ­ξεις ή διη­γιό­ταν ανα­μνή­σεις από τις εξο­ρί­ες του. «Από την Ακρο­ναυ­πλία ο Γλη­νός είχε ένα πολύ­τι­μο ―όπως ο ίδιος το χαρα­κτή­ρι­ζε― ενθύ­μιο. Μια πολυ­θρό­να ανα­παυ­τι­κή, που γινό­τα­νε μαζί και γρα­φείο, σαν ένα θρα­νίο ν’ ακου­μπά­ει τα βιβλία του και τα χαρ­τιά του. Ήταν ευτυ­χής μ’ αυτό το έξυ­πνο πρα­μα­τά­κι, που του ‘χαν φτιά­ξει και του είχαν χαρί­σει οι Ακρο­ναυ­πλιώ­τες εργά­τες. Και καθι­σμέ­νος σ’ αυτή την πολυ­θρό­να εργα­ζό­ταν ώρες».13

Ακό­μα πιο πολύ­τι­μο από την πολυ­θρό­να του, για τον Γλη­νό, τους σύγ­χρο­νούς του και τις επό­με­νες γενιές ήταν το κατα­στά­λαγ­μα που άφη­σε το πέρα­σμά του στον αφι­λό­ξε­νο και τιμη­μέ­νο βρά­χο της ηρω­ι­κής Ακροναυπλίας:

«Το ιδα­νι­κό μου δεν είναι η ψυχραι­μία και η απά­θεια, μα η κυριαρ­χία πάνω στο πάθος. Η ζωή μου είναι σαν ένα καρά­βι, που θαλασ­σο­δέρ­νε­ται στον ωκε­α­νό, που κρα­τά­ει τον ατμό του στη μεγα­λύ­τε­ρη έντα­ση και πάει ενά­ντια στον και­ρό και στο κύμα – και το χέρι του κυβερ­νή­τη αγω­νί­ζε­ται να κρα­τή­σει το τιμό­νι ατρό­μη­τα. Μέσα στην εξω­τε­ρι­κή ακί­νη­τη ζωή μου στους τέσ­σε­ρους τοί­χους της φυλα­κής, παί­ζε­ται ένα δρά­μα σκλη­ρό και κάνο­ντας τα εικο­σι­τέσ­σε­ρα βήμα­τα στο προ­αύ­λιο της φυλα­κής, πάντα στην ίδια κατεύ­θυν­ση μπρος και πίσω πλάι στον τοί­χο, όπου βουί­ζει από τον αγέ­ρα και ακού­ε­ται από πίσω το αγκο­μα­χη­τό της αόρα­της θάλασ­σας, ζω μιαν απέ­ρα­ντη ζωή στο­χα­σμού, πόνου κι ελπί­δας. Έχεις δίκιο ν’ αγα­πή­σεις ετού­το το βρά­χο της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Όταν δια­βά­ζεις τον Προ­μη­θέα, θα τοπο­θε­τείς νοε­ρά το δρά­μα του εδώ πάνω».14

(Σήμε­ρα συμπλη­ρώ­νο­νται 71 χρό­νια από το θάνα­το του Δημή­τρη Γλη­νού. Πέθα­νε όντας παρά­νο­μος, στις 26 Δεκέμ­βρη του 1943, σε μια κλι­νι­κή της Αθή­νας όπου βρι­σκό­ταν βαριά άρρω­στος. Το κεί­με­νο αυτό, μικρή κατά­θε­ση τιμής στην άσβε­στη μνή­μη του.)

 

1) Γιάν­νης Ζεύ­γος. Ομι­λία την όγδοη μέρα των εργα­σιών του Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου της ΠΕΕΑ στους Κορυ­σχά­δες (21 Μάη 1944) που αφιε­ρώ­θη­κε σε πολι­τι­κό μνη­μό­συ­νο του Δημή­τρη Γλη­νού. Ριζο­σπά­στης, 23 Μάη 2004.
2) 25 Ιού­νη 1937 (γράμ­μα από την Ακρο­ναυ­πλία). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού» (συλ­λο­γι­κό), εκδ. Νέα Βιβλία, 1946, σελ. 180.
3) Κ. Δ. Σωτη­ρί­ου: Ο Γλη­νός παι­δα­γω­γός. «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 54.
4) Κ. Βάρ­να­λης: Ο δάσκα­λός μου ο Γληνός 
5) Τ. Κ. σε αφιέ­ρω­μα του περιο­δι­κού Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης. Από το βιβλίο της Κυρια­κής Καμα­ρι­νού «Τα πέτρι­να πανε­πι­στή­μια», εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 104–105.
6) «Νέος Δρό­μος» της 31-12-1945 και ανα­δη­μο­σί­ευ­ση στο Ριζο­σπά­στη της 28 Δεκέμ­βρη του 1997.
7) «Νέος Δρό­μος», ό.π.
8) 5 Απρί­λη 1937 (γράμ­μα από την Ανά­φη). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 176.
9) Β. Μπαρ­ζιώ­τας: «Το είπε η Ακρο­ναυ­πλία! – Τι λέει επ’ αυτού η Ακρο­ναυ­πλία;». Από­σπα­σμα από το βιβλίο «Τα πέτρι­να πανε­πι­στή­μια», ό.π., σελ. 127.
10) 25 Μάη 1937 (γράμ­μα από την Ακρο­ναυ­πλία). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 179.
11) 19 Σεπτέμ­βρη 1937 (γράμ­μα από την Ακρο­ναυ­πλία). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 181.
12) 26 Σεπτέμ­βρη 1937 (γράμ­μα από την Ακρο­ναυ­πλία). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 181.
13) Μαρ­τυ­ρία Κώστα Στούρ­να. Ριζο­σπά­στης, 26 Αυγού­στου 2001.
14) 5 Δεκέμ­βρη 1937 (γράμ­μα από την Ακρο­ναυ­πλία). «Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού», ό.π., σελ. 189.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο