Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ενήλικα… κινούμενα σχέδια

Το Animation (κινού­με­νο σχέ­διο) απο­τε­λεί ιδιαί­τε­ρη κατη­γο­ρία της κινη­μα­το­γρα­φι­κής γλώσ­σας και συχνά στο μυα­λό μας υφί­στα­ται ως είδος που απευ­θύ­νε­ται στα παι­διά ή στους λάτρεις των κόμικς και των ηλε­κτρο­νι­κών παι­χνι­διών, όχι μόνο λόγω της μορ­φής του αλλά συχνά και λόγω του περιε­χο­μέ­νου του. Πέρα από τα κλα­σι­κά animation όμως, των «DC Comics» και «Marvel» για παρά­δειγ­μα, υπάρ­χουν πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές σχο­λές στην τεχνο­τρο­πία και στην αισθη­τι­κή, που απευ­θύ­νο­νται σε ένα πιο απαι­τη­τι­κό εφη­βι­κό και ενή­λι­κο κοι­νό και έχουν μια τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση και στο περιε­χό­με­νο. Αφορ­μή για αυτήν την πρώ­τη παρου­σί­α­ση στά­θη­κε η ανα­ζή­τη­ση λιγό­τε­ρο «συμ­βα­τι­κών» κινου­μέ­νων σχε­δί­ων για παι­διά και η έκπλη­ξη που προ­κα­λεί στους ενή­λι­κες η παρα­κο­λού­θη­ση του αρι­στουρ­γή­μα­τος του animation χωρίς λόγια, «Το αγό­ρι και ο κόσμος» του Αλε Αμπρέ­ου, που απευ­θύ­νε­ται σε ηλι­κί­ες από 7 έως 97 ετών! Για­τί οι ενή­λι­κες, εκτός από τα animation που παρα­κο­λου­θούν με τα παι­διά τους, έχουν εξί­σου δικαί­ω­μα στην ψυχα­γω­γία και στον προ­βλη­μα­τι­σμό. Στην παρού­σα παρου­σί­α­ση δεν θα ασχο­λη­θού­με με το για­πω­νέ­ζι­κο anime, όχι από παρά­λει­ψη αλλά από σεβα­σμό στην τερά­στια παρά­δο­ση και στο πλή­θος των ται­νιών, που χρειά­ζο­νται τον δικό τους ξεχω­ρι­στό χώρο. Ας δού­με πολύ συνο­πτι­κά μερι­κές προτάσεις.

«Περ­σέ­πο­λις» Persepolis

«Ο αγα­πη­μέ­νος σου Βίνσεντ»

Loving Vincent / Ο αγα­πη­μέ­νος σου Βίν­σεντ / Dorota Kobiela & Hugh Welchman (2017)

65.000 καρέ ελαιο­γρα­φί­ας, ζωγρα­φι­σμέ­να στο χέρι, σε πάνω από 1.000 καμ­βά­δες, φιλο­τε­χνη­μέ­να από 125 ζωγρά­φους σε Πολω­νία και Ελλά­δα. Αυτό κάνει το «Loving Vincent» την πρώ­τη ται­νία που απο­τε­λεί­ται απο­κλει­στι­κά από ζωγρα­φι­κούς πίνα­κες, ένα πολύ φιλό­δο­ξο και απαι­τη­τι­κό τεχνι­κά πρό­τζεκτ, που για να τελειο­ποι­η­θεί χρειά­στη­κε τέσ­σε­ρα ολό­κλη­ρα χρόνια.
Πρώ­τα γυρί­στη­κε σε στού­ντιο, με αλη­θι­νούς ηθο­ποιούς, με την τεχνι­κή του green screen, και ύστε­ρα το κάθε καρέ ζωγρα­φί­στη­κε στο χέρι με γνώ­μο­να την τεχνο­τρο­πία του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ. Εικα­στι­κά θεω­ρεί­ται αρι­στούρ­γη­μα, και πώς να μην είναι άλλω­στε, αφού ο θεα­τής βρί­σκε­ται για 95 λεπτά μέσα σε εκα­το­ντά­δες ζωγρα­φι­κούς πίνα­κες, αρκε­τούς από τους οποί­ους ανα­γνω­ρί­ζει, αφού ζωντα­νεύ­ουν πάνω από 120 διά­ση­μα έργα του ζωγράφου.
Η ται­νία είναι στη­ριγ­μέ­νη στις 800 επι­στο­λές που είχε ανταλ­λά­ξει ο Βίν­σεντ με τον αδερ­φό του, Τεό, και στην ουσία απο­τε­λεί μυθο­πλα­σία με βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία αλλά και μια αίσθη­ση μυστη­ρί­ου, αφού εξε­ρευ­νά τις συν­θή­κες θανά­του του ζωγρά­φου. Τελι­κά ο Αρμάν Ρου­λέν θα ανα­κα­λύ­ψει αν ο θάνα­τος του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ ήταν αυτο­κτο­νία ή δολο­φο­νία; Μένει να το μάθου­με, απο­λαμ­βά­νο­ντας τη μου­σι­κή του Κλιντ Μάν­σελ, που «ντύ­νει» μονα­δι­κά το εγχείρημα.
Με τις φωνές των Ντά­γκλας Μπουθ, Ρόμπερτ Γκού­λα­ζικ, Ελι­νορ Τόμ­λιν­σον, Τζε­ρόμ Φλιν.

Περ­σέ­πο­λις / Persepolis / Marjane Satrapi & Vincent Paronnaud (2007)

Η ται­νία είναι ασπρό­μαυ­ρη, με πολύ προ­σεγ­μέ­νη, καλαί­σθη­τη και λιτή εικο­νο­γρά­φη­ση, στη­ριγ­μέ­νη στα τέσ­σε­ρα ομώ­νυ­μα βιβλία της Μαρ­γιάν Σατρα­πί, που υπο­γρά­φει και τη σκηνοθεσία.
Η ται­νία ξεκι­νά το 1978, τις τελευ­ταί­ες μέρες του Σάχη στο Ιράν, και αφη­γεί­ται την ιστο­ρία της 9χρονης τότε πιτσι­ρί­κας που μεγα­λώ­νει σε μια προ­ο­δευ­τι­κή οικο­γέ­νεια, με δεσμούς με κομ­μου­νι­στές της περιό­δου, και φτά­νει μέχρι και τα 30 της περί­που χρό­νια, μετα­νά­στρια πια, μακριά από την πατρί­δα της.
Μέσα από αρκε­τό αυτο­σαρ­κα­σμό και χιού­μορ, η ται­νία δια­περ­νά την ταραγ­μέ­νη ιστο­ρι­κή περί­ο­δο και εστιά­ζει κυρί­ως στη θέση της γυναί­κας στο Ιράν.
Ταυ­τό­χρο­να μας δεί­χνει ότι και ως έφη­βη στο Ιράν και ως ενή­λι­κη μετα­νά­στρια στην Ευρώ­πη, νιώ­θει παντού ξένη.
Ξένη σε όλα τα μήκη και πλά­τη.
Το «Persepolis» έχει στοι­χεία πολι­τι­κής ται­νί­ας και παίρ­νει θέση για το γυναι­κείο ζήτη­μα — όχι με την ολο­κλη­ρω­μέ­νη μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη, αξί­ζει πάντως την αμέ­ρι­στη προ­σο­χή μας.
Με τις φωνές των Κατρίν Ντε­νέβ, Κιά­ρα Μαστρο­γιά­νι κ.ά.

Βαλς με τον Μπα­σίρ / Vals Im Bashir / Ari Folman (2008)

Οι λέξεις δεν φτά­νουν για να περι­γρά­ψουν τη γρο­θιά στο στο­μά­χι που σου δίνει η ται­νία του ισραη­λι­νού σκη­νο­θέ­τη Αρι Φόλ­μαν, ένα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό αντι­πο­λε­μι­κό ντο­κι­μα­ντέρ σε animation, άρτιο από όλες τις απόψεις.
Ο Αρι υπη­ρέ­τη­σε στον ισραη­λι­νό στρα­τό στον πόλε­μο του Λιβά­νου το 1982.
Κάθε νύχτα βλέ­πει τον ίδιο εφιάλ­τη (26 αγριε­μέ­να σκυ­λιά να τον κυνη­γούν), τον συν­δέ­ει με τη θητεία του στον πόλε­μο και μάταια προ­σπα­θεί να ανα­κα­λέ­σει στη μνή­μη του εκεί­νη την περί­ο­δο: Οι μνή­μες του είναι τόσο τραυ­μα­τι­κές που έχουν διαγραφεί.
Ετσι ξεκι­νά μια οδύσ­σεια συνα­ντή­σε­ων με όσους θυμά­ται ότι υπη­ρέ­τη­σαν μαζί του, για να κατα­φέ­ρει να ξετυ­λί­ξει το κου­βά­ρι της αλήθειας.
Οσο περισ­σό­τε­ρο θυμά­ται, τόσο περισ­σό­τε­ρο ο ψυχι­σμός του καταρρακώνεται.

Ο Φόλ­μαν έχει περι­γρά­ψει την παρά­νοια του πολέ­μου με μια εκπλη­κτι­κή σκη­νή, όπου ο ισραη­λι­νός διοι­κη­τής χορεύ­ει βαλς με το πολυ­βό­λο του κάτω από τους ήχους του Σοπέν και τερά­στιες αφί­σες του Λιβα­νέ­ζου εθνι­κι­στή Προ­έ­δρου Μπα­σίρ Τζε­μα­γιέλ, η δολο­φο­νία του οποί­ου έδω­σε στο Ισρα­ήλ τη δυνα­τό­τη­τα να κατα­λά­βει ολό­κλη­ρο τον Νότιο Λίβα­νο και να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τις σφα­γές των Παλαι­στι­νί­ων προ­σφύ­γων στα στρα­τό­πε­δα Σάμπρα και Σατί­λα στη Βηρυτό.

Αυτό δεν είναι “Love Song” (Vals Im Bashir).

Η ται­νία έχει αρι­στο­τε­χνι­κή σκη­νο­θε­σία και η τεχνι­κή που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε περι­λαμ­βά­νει έναν συν­δυα­σμό προ­γραμ­μά­των για animation και 3D αρκε­τά πρω­το­πο­ρια­κό για την επο­χή της, τόσο που προ­σο­μοιά­ζει σε γύρι­σμα με αλη­θι­νούς ηθο­ποιούς και μετά επε­ξερ­γα­σία. Αξί­ζει να ανα­φερ­θεί κανείς στη μου­σι­κή του Μαξ Ρίχτερ, όπως και στο γεγο­νός ότι η ται­νία «γέν­νη­σε» χάρ­τι­νο κόμικ ένα χρό­νο μετά την κυκλο­φο­ρία της.

Fantastic Mr. Fox (2009) & Isle of dogs (2018) / Wes Anderson

Για­τί ανα­φέ­ρο­νται το «Fantastic Mr. Fox» και το «Isle of dogs» στην ίδια παρά­γρα­φο; Για­τί και τα δύο είναι δημιουρ­γή­μα­τα του ιδιο­φυούς Ουές Αντερσον.
Πραγ­μα­τι­κά καυ­στι­κές ται­νί­ες, με άκρως κοι­νω­νι­κά (πολι­τι­κά θα έλε­γε κανείς) μηνύ­μα­τα, με δια­φο­ρε­τι­κή θεμα­το­λο­γία μεν αλλά γυρι­σμέ­νες με τον ίδιο ιδιόρ­ρυθ­μο τρό­πο, απευ­θύ­νο­νται τόσο σε έφη­βους όσο και σε ενήλικες.
Πραγ­μα­τεύ­ο­νται και οι δύο τη δια­φθο­ρά της εξου­σί­ας, τον αυταρ­χι­σμό, την ταξι­κή ανι­σό­τη­τα, και φυσι­κά οι κεντρι­κοί ήρω­ες αμφι­σβη­τούν το δίκαιο του ισχυ­ρού και αντι­στέ­κο­νται κατά της αρχής — πραγ­μα­τι­κά ιδιαί­τε­ρες ται­νί­ες για animation.
Τη μου­σι­κή και στα δύο υπο­γρά­φει ο Αλε­ξά­ντρ Ντε­σπλά και αντί­στοι­χα την υπο­δειγ­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κά φωτο­γρα­φία ο Τρί­σταν Ολιβερ.
Άπει­ρες μαριο­νέ­τες (3.000 χιλιά­δες μόνο χρειά­στη­καν για το «Νησί των Σκύ­λων»), χιλιά­δες ζωγρα­φι­σμέ­να σκη­νι­κά και μινια­τού­ρες, ακό­μα και virtual reality για την καλύ­τε­ρη επε­ξερ­γα­σία της τεχνι­κής stop motion.
Το απο­τέ­λε­σμα δικαιώ­νει τον θεα­τή, για­τί και στις δύο ται­νί­ες κάθε επα­νά­λη­ψη συνι­στά και μια εκ νέου κρυμ­μέ­νη νοηματοδότηση.
Με τις φωνές των Τζορτζ Κλού­νι, Μέριλ Στριπ, Οου­εν Γουίλ­σον, Μπιλ Μάρεϊ («Fantastic Mr. Fox») και Τίλ­ντα Σουί­ντον, Μπιλ Μάρεϊ, Μπράιαν Κράν­στον, Τζεφ Γκόλντ­μπλουμ, Σκάρ­λετ Γιό­χαν­σον, Εντουαρντ Νόρ­τον, Μπομπ Μπά­λα­μπαν, Χάρ­βεϊ Καϊ­τέλ και Φράν­σις Μακ Ντόρ­μαντ («Isle of Dogs»).

«Isle of dogs»

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο