Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΣΣΔ “κολχόζ” _“σοβχόζ” _κολεκτιβοποίηση κοινωνική συμμαχία και ταξική πάλη στη σοσιαλιστική οικοδόμηση

5 Γενά­ρη 1930: Η σοβιε­τι­κή κυβέρ­νη­ση δημιουρ­γεί γεωρ­γι­κούς παρα­γω­γι­κούς συνε­ται­ρι­σμούς, τα περι­βό­η­τα “κολ­χόζ” ρωσι­κή колхоз < коллективное хозяйство (kollektívnoje xozjájstvo, συνε­ται­ρι­στι­κό –συνε­ται­ρι­σμέ­νο  αγρό­κτη­μα) sov(etskoe) khoz(yaĭstvo) _σοβιετικό νοικοκυριό.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Βάση της Σοβιε­τι­κής οικο­νο­μί­ας _ακόμη και με τις συνε­χείς στρε­βλώ­σεις που έφτα­σαν στις ανα­τρο­πές και στην παλι­νόρ­θω­ση του καπι­τα­λι­σμού ήταν η κρα­τι­κή _σοσιαλιστική ιδιο­κτη­σία των μέσων παρα­γω­γής, και ο κεντρι­κός προ­γραμ­μα­τι­σμός στον δευ­τε­ρο­γε­νή και τρι­το­γε­νή τομέα με τις αγρο­τι­κές κολ­λε­κτί­βες, να απο­τε­λούν πυλώ­να της γεωρ­γί­ας σε δια­σύν­δε­ση με την υπό­λοι­πη οικο­νο­μία, ένα πλαί­σιο, που εξα­σφά­λι­ζε, μακρο­οι­κο­νο­μι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και υψη­λή εξα­σφά­λι­ση της εργα­σί­ας (ανερ­γία 0,0…%). Η όλη πορεία της καθο­δη­γού­νταν από τα 5/χρονα πλά­να: η αγρο­τι­κή παρα­γω­γή πέρα­σε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της από την ατο­μι­κή, μικρο­ε­μπο­ρευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια της γης στην από κοι­νού, εκμη­χα­νι­σμέ­νη, μέσα από τη δια­δι­κα­σία της κολεκτιβοποίησης.

Δημιουρ­γή­θη­καν πάνω από 200 χιλιά­δες παρα­γω­γι­κά συνε­ται­ρι­στι­κά αγρο­κτή­μα­τα (κολ­χόζ) και περί­που 5 χιλιά­δες σιτο­πα­ρα­γω­γι­κά και κτη­νο­τρο­φι­κά κρα­τι­κά αγρο­κτή­μα­τα (σοβ­χόζ). Τα κολ­χόζ συνέ­νω­ναν στα τέλη του 1932 το 61% των αγρο­τι­κών νοι­κο­κυ­ριών και πάνω από το 70% όλων των χωρα­φιών, ξεπερ­νώ­ντας κατά πολύ τους προ­βλε­πό­με­νους από το Πλά­νο ρυθ­μούς. Συντρί­φτη­καν και εξα­λεί­φτη­καν ως τάξη οι πλου­σιο­χω­ρι­κοί (κου­λά­κοι) που μέχρι τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1920 εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν με διά­φο­ρους τρό­πους την υπό­λοι­πη αγρο­τιά (μισθώ­νο­ντας εργα­τι­κή δύνα­μη, νοι­κιά­ζο­ντας μέσα παρα­γω­γής και γη κλπ.) _δες ΚΟΜΕΠ . Μέχρι τη δεκα­ε­τία του 1950, η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είχε εξε­λι­χθεί κατά τη διάρ­κεια των προη­γού­με­νων λίγων δεκα­ε­τιών, από μια κυρί­ως αγρο­τι­κή κοι­νω­νία σε μια μεγά­λη βιο­μη­χα­νι­κή δύνα­μη. Η μεγά­λη ικα­νό­τη­τα μετα­σχη­μα­τι­σμού της Σοβιε­τι­κής οικο­νο­μί­ας πήγαι­νε χέρι-χέρι με την ιδιαί­τε­ρη απή­χη­ση του κομ­μου­νι­σμού σαν ιδε­ο­λο­γία, τόσο στο ευρω­παϊ­κό τμή­μα όσο στις αχα­νείς ανα­πτυσ­σό­με­νες λαϊ­κές δημο­κρα­τί­ες της Ασί­ας. Οι εντυ­πω­σια­κοί ρυθ­μοί μεγέ­θυν­σης υπό τα πρώ­τα τρία πεντα­ε­τή προ­γράμ­μα­τα (1928–1940) είναι ιδιαί­τε­ρα αξιο­πρό­σε­κτοι για­τί συνέ­πε­σαν με τη Μεγά­λη Ύφε­ση στη Δύση.

Σύμ­φω­να με τον Λένιν, τα σοβ­χόζ έδει­ξαν παρα­στα­τι­κά στους αγρό­τες τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα της παρα­γω­γής που στη­ρί­ζε­ται στην κοι­νω­νι­κή ιδιο­κτη­σία. Εκεί όλα τα μέσα παρα­γω­γής, καθώς και τα προ­ϊ­ό­ντα που παρά­γο­νται ανή­κουν στο κρά­τος. Σε σύγκρι­ση με τα κολ­χόζ, τα σοβ­χόζ έχουν μεγα­λύ­τε­ρο επί­πε­δο κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της παρα­γω­γής και γι’ αυτό κατέ­χουν την πρώ­τη θέση στη σοσια­λι­στι­κή αγρο­τι­κή οικο­νο­μία. Από τα πρώ­τα χρό­νια της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας, όταν το κρά­τος δεν είχε ακό­μη τη δυνα­τό­τη­τα να τα εφο­διά­σει όλα με τρα­κτέρ και γεωρ­γι­κές μηχα­νές, φάνη­κε ο μεγά­λος ρόλος τους στη βελ­τί­ω­ση της γεωρ­γί­ας και της κτη­νο­τρο­φί­ας. Η σημα­σία τους αυξά­νο­νταν όσο προ­χω­ρού­σε η βελ­τί­ω­ση των συν­θη­κών εκμη­χα­νι­σμού της παρα­γω­γής. Το σοβιε­τι­κό κρά­τος διά­θε­σε σημα­ντι­κά κον­δύ­λια για την οικο­δό­μη­ση στα σοβ­χόζ κατοι­κιών, παρα­γω­γι­κών κτι­σμά­των και κτη­ρί­ων εξυ­πη­ρέ­τη­σης των εργα­ζό­με­νων, πολυ­δύ­να­μων πολι­τι­στι­κών και αθλη­τι­κών κέντρων. Στα ακαλ­λιέρ­γη­τα εδά­φη της Ουκρα­νί­ας, του Β. Καύ­κα­σου, της Σιβη­ρί­ας, του Καζαχ­στάν και σε άλλες περιο­χές, ιδρύ­θη­καν μεγά­λα σοβ­χόζ παρα­γω­γής σιτη­ρών, εμπο­ρεύ­σι­μων προ­ϊ­ό­ντων και κτη­νο­τρο­φί­ας. Στα 1940 απο­τε­λού­σαν σημα­ντι­κή δύνα­μη στην αγρο­τι­κή οικο­νο­μία της χώρας. Στα χρό­νια του μεγά­λου πατριω­τι­κού πόλε­μου, οι εκεί εργα­ζό­με­νοι, μαζί με τους αγρό­τες των κολ­χόζ, εξα­σφά­λι­σαν τον εφο­δια­σμό του στρα­τού και του πλη­θυ­σμού με τρό­φι­μα και πρώ­τες ύλες. Παρά τις κατα­στρο­φές που τους προ­ξέ­νη­σε ο πόλε­μος, κατόρ­θω­σαν να απο­κα­τα­στή­σουν γρή­γο­ρα το προ­πο­λε­μι­κό επί­πε­δο της γεωρ­γί­ας και της κτη­νο­τρο­φί­ας. Η παρα­γω­γι­κή δομή της χώρας είχε πλη­γεί σε τερά­στιο βαθ­μό, ενώ στον πόλε­μο είχε χαθεί το 1/3 του παρα­γό­με­νου πλού­του της. Οι χιτλε­ρι­κοί κατα­κτη­τές είχαν κλέ­ψει ή κατα­στρέ­ψει υλι­κές αξί­ες που έφτα­ναν τα 67 δισ. ρού­βλια, αξία ίση σχε­δόν με όσα είχε επεν­δύ­σει η ΕΣΣΔ όλα τα προ­πο­λε­μι­κά χρό­νια για την οικο­δό­μη­ση νέων εργο­στα­σί­ων, ηλε­κτρο­σταθ­μών, σιδη­ρο­δρο­μι­κών γραμ­μών, σοβ­χόζ και άλλων επι­χει­ρή­σε­ων. Ωστό­σο οι τερά­στιες αυτές απώ­λειες καλύ­φθη­καν σχε­δόν σε μία πεντα­ε­τία μετά από το τέλος του πολέ­μου, απο­δει­κνύ­ο­ντας και με αυτόν τον τρό­πο την τερά­στια δυνα­μι­κή της κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας στα μέσα παρα­γω­γής, του κεντρι­κού σχε­δια­σμού και της εργα­τι­κής — λαϊ­κής αυτο­θυ­σί­ας και αυτενέργειας.

Οι προκλήσεις της δεκαετίας του 1950

Το πανό γρά­φει: “Προ­χω­ρού­με για την κολε­κτι­βο­ποί­η­ση. Θα συντρί­ψου­με την τάξη των κουλάκων”

(με πλη­ρο­φο­ρί­ες από το Ριζοσπάστη)
Τη δεκα­ε­τία του 1950, η ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων έφτα­σε σ’ ένα σημείο καμπής, το οποίο εκφρα­ζό­ταν τόσο σε μια σει­ρά από προ­βλή­μα­τα του κεντρι­κού σχε­δια­σμού όσο και στην όξυν­ση της αντι­πα­ρά­θε­σης στο εσω­τε­ρι­κό του ΚΚΣΕ για το μέλ­λον της σοσια­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας. Από αυτό το σημείο θα προ­έ­κυ­πτε είτε παρα­πέ­ρα εμβά­θυν­ση των κομ­μου­νι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής είτε σημα­ντι­κή υπο­χώ­ρη­σή τους.

Η ζωή έδει­ξε ότι δεν υπήρ­χε συλ­λο­γι­κά κατα­κτη­μέ­νη θεω­ρη­τι­κή επε­ξερ­γα­σία και δυνα­μι­κή που θα μπο­ρού­σε να προ­σαρ­μό­σει την κομ­μου­νι­στι­κή στρα­τη­γι­κή στις προ­κλή­σεις που έθε­τε το νέο επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης της κοι­νω­νι­κής παρα­γω­γής. Τα προ­βλή­μα­τα που παρου­σιά­στη­καν δεν έγι­νε κατορ­θω­τό να ερμη­νευ­τούν σωστά. Δεν ανα­δεί­χτη­καν ως ενδεί­ξεις της ανα­γκαιό­τη­τας εμβά­θυν­σης των κομ­μου­νι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής, ως προ­ϊ­όν υπο­κει­με­νι­κών αδυ­να­μιών στο σχε­δια­σμό και στην κατα­νό­η­ση του χαρα­κτή­ρα της σοβιε­τι­κής παρα­γω­γής. Αντί­θε­τα, ερμη­νεύ­τη­καν ως εγγε­νείς αδυ­να­μί­ες του κεντρι­κού σχε­δια­σμού, ενώ υιο­θε­τή­θη­κε θεω­ρη­τι­κά η ανα­γω­γή του εμπο­ρευ­μα­τι­κού νόμου της αξί­ας σε νόμο που διέ­πει εν μέρει και την κατα­νο­μή της σοσια­λι­στι­κής παρα­γω­γής. Στη συνέ­χεια ανα­πτύ­χθη­καν και κυριάρ­χη­σαν πιο ακραί­ες αγο­ραί­ες θέσεις, περί «σοσια­λι­σμού με αγορά».

Ως σημείο στρο­φής ξεχω­ρί­ζει το 20ό Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ (1956), επει­δή σε αυτό υιο­θε­τή­θη­καν μια σει­ρά από οπορ­του­νι­στι­κές θέσεις για τα ζητή­μα­τα της στρα­τη­γι­κής του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, των διε­θνών σχέ­σε­ων, εν μέρει και της οικο­νο­μί­ας. Λίγα χρό­νια μετά, με αφε­τη­ρία τη λεγό­με­νη «μεταρ­ρύθ­μι­ση Κοσί­γκιν» (1965), υιο­θε­τή­θη­κε η αστι­κή κατη­γο­ρία του «επι­χει­ρη­σια­κού κέρ­δους» της κάθε μεμο­νω­μέ­νης παρα­γω­γι­κής μονά­δας και η σύν­δε­ση με αυτό των αμοι­βών των διευ­θυ­ντών και των εργα­ζο­μέ­νων. Πάρ­θη­καν μια σει­ρά μέτρων που αδυ­νά­τι­ζαν τον κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα της ιδιο­κτη­σί­ας στα μέσα παρα­γω­γής και τον κεντρι­κό σχε­δια­σμό, και στον αντί­πο­δα ενί­σχυαν την αγο­ρά και την εμπο­ρευ­μα­τι­κή κυκλο­φο­ρία. Παράλ­λη­λα, μέχρι το 1975 όλα τα κρα­τι­κά αγρο­κτή­μα­τα, τα σοβ­χόζ, είχαν περά­σει σε καθε­στώς πλή­ρους ιδιο­συ­ντή­ρη­σης. Όλα αυτά τα μέτρα οδή­γη­σαν στη δημιουρ­γία των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων ατο­μι­κού σφε­τε­ρι­σμού και ιδιο­κτη­σί­ας, σχέ­σεις που ακό­μα ήταν απαγορευμένες.

Ενι­σχύ­θη­κε το βρα­χυ­πρό­θε­σμο ατο­μι­κό και ομα­δι­κό συμ­φέ­ρον (με αύξη­ση της δια­φο­ρο­ποί­η­σης του εργα­σια­κού εισο­δή­μα­τος μετα­ξύ των εργα­ζο­μέ­νων σε κάθε επι­χεί­ρη­ση, μετα­ξύ των εργα­ζο­μέ­νων και του μηχα­νι­σμού διεύ­θυν­σης, μετα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων) σε βάρος των γενι­κών κοι­νω­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Δημιουρ­γή­θη­κε στην πορεία το κοι­νω­νι­κό έδα­φος για ν’ ανδρω­θεί και να επι­κρα­τή­σει, τελι­κά μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα, η αντε­πα­νά­στα­ση. Το λεγό­με­νο «σκιώ­δες κεφά­λαιο», απο­τέ­λε­σμα όχι μόνο πλου­τι­σμού από το επι­χει­ρη­σια­κό κέρ­δος, αλλά και της «μαύ­ρης» αγο­ράς, εγκλη­μα­τι­κών πρά­ξε­ων σφε­τε­ρι­σμού του κοι­νω­νι­κού προ­ϊ­ό­ντος, επι­δί­ω­κε τη νόμι­μη λει­τουρ­γία του ως κεφα­λαί­ου στην παρα­γω­γή, δηλα­δή την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση των μέσων παρα­γω­γής, την παλι­νόρ­θω­ση του καπι­τα­λι­σμού. Οι κάτο­χοί του απο­τέ­λε­σαν την κινη­τή­ρια κοι­νω­νι­κή δύνα­μη της αντεπανάστασης.

Την ίδια περί­που περί­ο­δο ανα­θε­ω­ρή­θη­κε και η μαρ­ξι­στι­κή — λενι­νι­στι­κή αντί­λη­ψη για το εργα­τι­κό κρά­τος. Το 22ο Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρα­κτή­ρι­σε το κρά­τος της ΕΣΣΔ «παλ­λαϊ­κό κρά­τος» και το ΚΚΣΕ «παλ­λαϊ­κό κόμ­μα». Αυτές οι θέσεις επέ­φε­ραν άμβλυν­ση και στη συνέ­χεια μετάλ­λα­ξη των επα­να­στα­τι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών και της κοι­νω­νι­κής σύν­θε­σης του Κόμ­μα­τος. Η οπι­σθο­χώ­ρη­ση των κομ­μου­νι­στι­κών σχέ­σε­ων στην οικο­νο­μία εκφρά­στη­κε και στο εποι­κο­δό­μη­μα, με την υπο­χώ­ρη­ση του δημο­κρα­τι­κού συγκε­ντρω­τι­σμού, με την ενί­σχυ­ση της μονι­μό­τη­τας των στε­λε­χών των Σοβιέτ, με τη στα­δια­κή αύξη­ση των χρό­νων θητεί­ας των οργά­νων, με τη διεύ­ρυν­ση της δυνα­τό­τη­τας απαλ­λα­γής των βου­λευ­τών από τα παρα­γω­γι­κά τους καθή­κο­ντα. Η οπορ­του­νι­στι­κή διά­βρω­ση και ο εκφυ­λι­σμός του ΚΚΣΕ σε ανοι­χτή αντε­πα­να­στα­τι­κή δύνα­μη εκδη­λώ­θη­καν στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1980. Με όχη­μα την πολι­τι­κή της «περε­στρόι­κα» (που σήμαι­νε «ανα­συ­γκρό­τη­ση» και προ­πα­γαν­δί­στη­κε ότι γίνε­ται στο όνο­μα του σοσια­λι­σμού) πέρα­σαν σε απο­φα­σι­στι­κή επί­θε­ση οι δυνά­μεις που επι­δί­ω­καν την παλι­νόρ­θω­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων. Το 1987 ψηφί­στη­κε νόμος που κατο­χύ­ρω­νε θεσμι­κά τις καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις, με πρό­σχη­μα την πολυ­μορ­φία των σχέ­σε­ων ιδιοκτησίας.

Η ανά­πτυ­ξη της παθη­τι­κό­τη­τας και της αδια­φο­ρί­ας που παρα­τη­ρή­θη­κε στο τελευ­ταίο στά­διο των αντε­πα­να­στα­τι­κών ανα­τρο­πών αντα­να­κλού­σε την υπο­χώ­ρη­ση της κομ­μου­νι­στι­κής συνεί­δη­σης, η οποία στρε­βλά απέ­δι­δε στο σοσια­λι­σμό αρνη­τι­κές συνέ­πειες, που ήταν όμως προ­ϊ­όν της υπο­χώ­ρη­σης, όχι της ανά­πτυ­ξής του. Οι επα­να­στα­τι­κές δυνά­μεις μέσα στο ΚΚΣΕ και στην κοι­νω­νία δεν μπό­ρε­σαν έγκαι­ρα και απο­φα­σι­στι­κά ν’ αντι­δρά­σουν και ν’ αντεπιτεθούν.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση
φωτίζει τις λεωφόρους του μέλλοντος

Οι αντε­πα­να­στα­τι­κές ανα­τρο­πές της περιό­δου 1989 — 1991 δεν αναι­ρούν το γεγο­νός ότι η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση εγκαι­νί­α­σε την επο­χή περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσια­λι­σμό — κομ­μου­νι­σμό. Όπως και στις προη­γού­με­νες περιό­δους κοι­νω­νι­κών ανα­τρο­πών και δια­δο­χής οικο­νο­μι­κών σχη­μα­τι­σμών, έτσι κι εδώ η επι­και­ρό­τη­τα του «νέου» απορ­ρέ­ει από το βαθ­μό ανά­πτυ­ξης των αντι­φά­σε­ων του «παλιού» και από τις υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις δια­μόρ­φω­σης του «και­νούρ­γιου». Η βασι­κή αντί­θε­ση του καπι­τα­λι­σμού — από την οποία απορ­ρέ­ουν και όλες οι υπό­λοι­πες — συνί­στα­ται στην αντί­θε­ση ανά­με­σα στον ολο­έ­να και πιο κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα της εργα­σί­ας και της παρα­γω­γής, από τη μία, και την καπι­τα­λι­στι­κή (ατο­μι­κή ή συλ­λο­γι­κή — μετο­χι­κή) ιδιο­ποί­η­ση των απο­τε­λε­σμά­των αυτής της παρα­γω­γής, από την άλλη. Πρό­κει­ται για μια αντί­φα­ση που ανα­πτύσ­σε­ται όλο και περισ­σό­τε­ρο όσο ανα­πτύσ­σο­νται οι παρα­γω­γι­κές δυνά­μεις του καπι­τα­λι­σμού. Μετά από τις αντε­πα­να­στα­τι­κές ανα­τρο­πές οξύν­θη­κε η βασι­κή αντί­θε­ση του καπι­τα­λι­σμού, οξύν­θη­καν τα φαι­νό­με­να σήψης και παρα­σι­τι­σμού. Η ανα­γκαιό­τη­τα της ανα­τρο­πής του ενισχύθηκε.

Δεί­τε Σοσια­λι­σμός, η απά­ντη­ση για τον 21ο αιώνα
       Το στα­χα­νο­φι­κό κίνημα

Το ζήτη­μα της γης στά­θη­κε ένα από τα πιο καθο­ρι­στι­κά κατά τη δια­μόρ­φω­ση της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής στη Ρωσία. Η επί­ση­μη κατάρ­γη­ση της δου­λο­πα­ροι­κί­ας το 1861 μπο­ρεί να έκα­νε τυπι­κά τον αγρό­τη ελεύ­θε­ρο παρα­γω­γό, δε βελ­τί­ω­σε όμως ουσια­στι­κά τη θέση του. Οι αγρό­τες υπο­χρε­ώ­θη­καν να πλη­ρώ­σουν στους ευγε­νείς-γαιο­κτή­μο­νες δισε­κα­τομ­μύ­ρια ρού­βλια ως δικαί­ω­μα εξα­γο­ράς για την «απε­λευ­θέ­ρω­σή» τους, ενώ ανα­γκά­στη­καν να νοι­κιά­ζουν και γη από αυτούς, για να την καλ­λιερ­γή­σουν. Εκτός από το νοί­κι, οι γαιο­κτή­μο­νες υπο­χρέ­ω­ναν συχνά τους αγρό­τες να καλ­λιερ­γούν δωρε­άν ορι­σμέ­νη έκτα­ση της γης τους.

Στο έδα­φος αυτό «η βασι­κή μάζα της αγρο­τιάς δεν μπο­ρού­σε να βελ­τιώ­σει το νοι­κο­κυ­ριό της. Σε αυτό βρί­σκε­ται η αιτία της εξαι­ρε­τι­κής καθυ­στέ­ρη­σης της αγρο­τι­κής οικο­νο­μί­ας στην προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία, που προ­κα­λού­σε συχνές επι­δη­μί­ες και λιμούς»1.

Παρά τα υπο­λείμ­μα­τα αυτά της φεου­δαρ­χι­κής οικο­νο­μί­ας, ο καπι­τα­λι­σμός ανα­πτυσ­σό­ταν και στο χωριό. Η αγρο­τιά, η πιο πολυά­ριθ­μη τάξη στην προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία, δια­φο­ρο­ποιού­νταν. Ξεχώ­ρι­ζε ένα στρώ­μα πλού­σιων αγρο­τών (κου­λά­κων) που, πλου­τί­ζο­ντας μέσα και από τη μίσθω­ση εργα­τι­κής δύνα­μης και γης, μετα­τρε­πό­ταν σε αστι­κή τάξη του χωριού, σε έναν ακό­μα εκμε­ταλ­λευ­τή στο πλάι των ευγε­νών-γαιο­κτη­μό­νων. Μεγά­λω­ναν ταυ­τό­χρο­να και οι δια­στά­σεις της αγρο­τι­κής φτω­χο­λο­γιάς, που καλ­λιερ­γού­σε ένα ασή­μα­ντο κομ­μα­τά­κι γης, νοί­κια­ζε το υπό­λοι­πο και πρό­σφε­ρε και την εργα­τι­κή της δύνα­μη για μίσθω­ση2.

Το ταξι­κό αυτό υπό­βα­θρο στη ρωσι­κή ύπαι­θρο, ο άσβε­στος πόθος της μεγά­λης μάζας της αγρο­τιάς για την από­κτη­ση γης απο­τέ­λε­σαν το εύφλε­κτο υλι­κό που τρο­φο­δό­τη­σε αμέ­τρη­τες εξε­γέρ­σεις ενά­ντια στους ευγε­νείς και στους κατα­σταλ­τι­κούς μηχα­νι­σμούς του τσα­ρι­κού κρά­τους. Ο Λένιν και οι μπολ­σε­βί­κοι πολύ έγκαι­ρα διέ­βλε­ψαν τη σημα­σία του αγρο­τι­κού ζητή­μα­τος στις συν­θή­κες του ανα­πτυσ­σό­με­νου καπι­τα­λι­σμού στη Ρωσία και δια­μόρ­φω­σαν μια στρα­τη­γι­κή γραμ­μή που είχε ως ανα­πό­σπα­στο στοι­χείο της την κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης με τις φτω­χές μάζες της αγρο­τιάς, κάτω από την καθο­δή­γη­ση της πρώτης.

Το «Διά­ταγ­μα για τη Γη», ένα από τα τρία πρώ­τα δια­τάγ­μα­τα της νεο­γέν­νη­της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας στις 26 Οκτώ­βρη 1917, σφρά­γι­σε αυτήν την κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία. Σύμ­φω­να με το διά­ταγ­μα αυτό, η ιδιο­κτη­σία των γαιο­κτη­μό­νων πάνω στη γη καταρ­γή­θη­κε άμε­σα δίχως απο­ζη­μί­ω­ση. Το δικαί­ω­μα της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας πάνω στη γη αντι­κα­τα­στά­θη­κε από την κρα­τι­κή παλ­λαϊ­κή ιδιο­κτη­σία. Η γη του τσά­ρου, των ευγε­νών, των γαιο­κτη­μό­νων και των μονα­στη­ριών παρα­χω­ρή­θη­κε δωρε­άν για χρή­ση στους αγρό­τες. Το διά­ταγ­μα αυτό απο­τέ­λε­σε το αφε­τη­ρια­κό σημείο μιας σύν­θε­της και βασα­νι­στι­κής πορεί­ας ανά­πτυ­ξης της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής στο πλαί­σιο της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, πλευ­ρές της οποί­ας θα παρακολουθήσουμε

Η “πολύχρωμη”
διαστρέβλωση της κολεκτιβοποίησης

Η πολι­τι­κή του προ­λε­τα­ρια­κού κρά­τους από τα τελευ­ταία χρό­νια της δεκα­ε­τί­ας του 1920 για την οργά­νω­ση της συλ­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας της γης σε μεγά­λα αγρο­κτή­μα­τα (κολε­κτι­βο­ποί­η­ση) αντα­πο­κρι­νό­ταν στις αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση την επο­χή εκεί­νη. Ο κατα­κερ­μα­τι­σμός της παρα­γω­γής σε δεκά­δες εκα­τομ­μύ­ρια ατο­μι­κές εκμε­ταλ­λεύ­σεις, ως απο­τέ­λε­σμα και του επα­να­στα­τι­κού μέτρου του μοι­ρά­σμα­τος της γης που πήρε η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, και το χαμη­λό επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης της τεχνι­κής της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής απο­τε­λού­σαν τις αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες που είχε να αντι­με­τω­πί­σει η σοβιε­τι­κή εξου­σία στην ύπαι­θρο. Σε αυτό το έδα­φος έπρε­πε να στε­ρε­ώ­σει και να προ­χω­ρή­σει προς τα μπρος τη συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγρο­τιά, η οποία, αντι­κει­με­νι­κά λόγω της έστω και περιο­ρι­σμέ­νης ιδιο­κτη­σί­ας πάνω σε μέσα παρα­γω­γής, ταλα­ντευό­ταν ανά­με­σα στις νέες σχέ­σεις παρα­γω­γής και στην αυτα­πά­τη της ατο­μι­κής ανέ­λι­ξης και πλουτισμού.

Η ηγε­σία του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος, ενσω­μα­τώ­νο­ντας στην πολι­τι­κή της γραμ­μή και την πεί­ρα από την ανά­πτυ­ξη της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής στον καπι­τα­λι­σμό, αντι­λαμ­βα­νό­ταν καθα­ρά ότι η ανά­πτυ­ξη της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της γης προ­ϋ­πέ­θε­τε την παρα­γω­γή σε μεγά­λη κλί­μα­κα. Και κάτι τέτοιο μπο­ρού­σε να πραγ­μα­τω­θεί είτε μέσα από τον καπι­τα­λι­στι­κό δρό­μο, με βιαιό­τη­τα απέ­να­ντι στη μεγά­λη μάζα της αγρο­τιάς και την τελι­κή απαλ­λο­τρί­ω­σή της προς όφε­λος της μεγά­λης καπι­τα­λι­στι­κής ιδιο­κτη­σί­ας πάνω στη γη, είτε μέσα από το σοσια­λι­στι­κό δρό­μο, με κατα­να­γκα­σμό απέ­να­ντι στους αγρό­τες εκμε­ταλ­λευ­τές και εξο­βε­λι­σμό τους από την παρα­γω­γή, αλλά και με τη συλ­λο­γι­κή καλ­λιέρ­γεια από τους δου­λευ­τές αγρότες.

Η ΝΕΠ και οι αντιφάσεις της

Η εφαρ­μο­γή της Νέας Οικο­νο­μι­κής Πολι­τι­κής (ΝΕΠ) από την άνοι­ξη του 1921 σημα­το­δό­τη­σε μια ανα­γκα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή της πολι­τι­κής του εργα­τι­κού κρά­τους. Ο μακρό­χρο­νος εμφύ­λιος πόλε­μος και η ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση, σε συν­δυα­σμό με την απο­διορ­γά­νω­ση που είχε προ­κα­λέ­σει ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος, είχαν κατα­βα­ρα­θρώ­σει την αγρο­τι­κή παρα­γω­γή στο μισό της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής. Μια ανά­λο­γη κατά­στα­ση στη σοσια­λι­στι­κή βιο­μη­χα­νία φανέ­ρω­νε την αδυ­να­μία της εργα­τι­κής εξου­σί­ας να εξα­σφα­λί­σει τότε τον ανα­γκαίο όγκο προ­ϊ­ό­ντων για μια άμε­ση (κομ­μου­νι­στι­κή) κατα­νο­μή στο χωριό. Τα μέτρα ανα­γκα­στι­κής παρά­δο­σης των αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων που χαρα­κτή­ρι­ζαν την περί­ο­δο του λεγό­με­νου «πολε­μι­κού κομ­μου­νι­σμού» –μια περί­ο­δο όπου κυριαρ­χού­σε «το άμε­σα επεί­γον κι επι­τα­κτι­κό καθή­κον να απο­κρού­σου­με τον κίν­δυ­νο να μας πνί­ξουν αμέ­σως οι γιγά­ντιες δυνά­μεις του διε­θνούς ιμπε­ρια­λι­σμού»11– δεν μπο­ρού­σαν να συνε­χι­στούν δίχως να κιν­δυ­νεύ­σει η συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης με την αγροτιά.

Η ΝΕΠ είχε ως συστα­τι­κό της στοι­χείο την ενί­σχυ­ση των εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων στην πόλη και την ύπαι­θρο, κάτω από τον καθο­δη­γη­τι­κό έλεγ­χο της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας. Οι μπολ­σε­βί­κοι στις επε­ξερ­γα­σί­ες τους δε θεω­ρού­σαν τη ΝΕΠ ως κάποιο ενδιά­με­σο κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σύστη­μα, ως νομο­τε­λεια­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, αλλά ως μια προ­σω­ρι­νή φάση της που έδι­νε ένα πολύ­τι­μο χρο­νι­κό περι­θώ­ριο για την ανά­καμ­ψη της σοσια­λι­στι­κής βιο­μη­χα­νί­ας. Μόνο μια τέτοια ανά­καμ­ψη θα επέ­τρε­πε στην εργα­τι­κή εξου­σία να δώσει στη μικρο­με­σαία αγρο­τιά εκεί­νη την υλι­κο­τε­χνι­κή υπο­δο­μή (τρα­κτέρ, θερι­ζο­α­λω­νι­στι­κές μηχα­νές, λιπά­σμα­τα κτλ.) που θα την έπει­θε, μέσα από την ίδια της την πεί­ρα, να περά­σει στο δρό­μο της μεγά­λης, συλ­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας της γης. Οι νομο­τε­λεια­κές αντι­φά­σεις της ΝΕΠ και οι κίν­δυ­νοι που αυτή δημιουρ­γού­σε για το πισω­γύ­ρι­σμα της επα­νά­στα­σης δεν μπο­ρού­σαν να αντι­με­τω­πι­στούν αυθόρ­μη­τα, μέσα από τη λει­τουρ­γία των νόμων της αγο­ράς, αλλά απαι­τού­σαν την ταξι­κή πολι­τι­κή του κρά­τους και το επι­δέ­ξιο ξεδί­πλω­μα της ταξι­κής πάλης.

Το 1927 υπήρ­χαν περί­που 8 εκα­τομ­μύ­ρια αγρό­τες που δε διέ­θε­ταν ούτε άλο­γο, ούτε άρο­τρο, ενώ την ίδια στιγ­μή το 8,4% των αγρο­κτη­μά­των (η πλειο­ψη­φία τους ανή­κε σε μεσαί­ους αγρό­τες) μίσθω­ναν εργα­τι­κή δύνα­μη σε περι­στα­σια­κή βάση. Το ποσο­στό των κου­λά­κι­κων αγρο­κτη­μά­των (αγρο­κτή­μα­τα που και μίσθω­ναν εργα­τι­κή δύνα­μη και καλ­λιερ­γού­σαν επι­πλέ­ον μισθω­μέ­νη γη) υπο­λο­γι­ζό­ταν σε 3,7% του συνόλου.







Στο μεταίχμιο της κολεκτιβοποίησης

Μπο­ρεί να υπο­στη­ρι­χτεί ότι τα χρό­νια 1926–1927 σημα­το­δο­τούν ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, το πέρα­σμα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης από την περί­ο­δο της ανόρ­θω­σης στην περί­ο­δο της ανα­διορ­γά­νω­σης της βιο­μη­χα­νί­ας, αλλά και μια όξυν­ση της πάλης ανά­με­σα στα καπι­τα­λι­στι­κά και τα σοσια­λι­στι­κά στοι­χεία της οικονομίας.

Το ζήτη­μα της στα­θε­ρής συμ­μα­χί­ας της εργα­τι­κής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγρο­τιά, υπό τον καθο­δη­γη­τι­κό ρόλο της πρώ­της, βρι­σκό­ταν στο μόνι­μο προ­σα­να­το­λι­σμό της μπολ­σε­βί­κι­κης ηγε­σί­ας.20 Όπως τονί­ζει ο Στά­λιν την άνοι­ξη του 1926: «Η αγρο­τιά δεν μπο­ρεί να είναι για την εργα­τι­κή τάξη ούτε αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης, ούτε αποι­κία. […] Η αγρο­τιά όμως για μας δεν είναι μόνο αγο­ρά. Είναι και σύμ­μα­χος της εργα­τι­κής τάξης. Γι’ αυτό ακρι­βώς η ανύ­ψω­ση της αγρο­τι­κής οικο­νο­μί­ας, η μαζι­κή οργά­νω­ση της αγρο­τιάς σε συνε­ται­ρι­σμούς, η καλυ­τέ­ρευ­ση της υλι­κής της θέσης απο­τε­λεί προ­ϋ­πό­θε­ση που, χωρίς αυτή, δεν μπο­ρεί να εξα­σφα­λι­στεί μια κάπως σοβα­ρή ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νί­ας μας. […] Φτά­νει απλώς να υπο­σκά­ψει κανείς την ιδέα της ηγε­σί­ας της εργα­τι­κής τάξης, για να μη μεί­νει πέτρα πάνω σε πέτρα από τη συμ­μα­χία των εργα­τών και των αγρο­τών και να γυρί­σουν πίσω στην παλιά φωλιά τους οι κεφα­λαιο­κρά­τες και οι τσι­φλι­κά­δες».

Οι δυσκο­λί­ες που αντι­κει­με­νι­κά γεν­νού­σαν οι ανα­γκαιό­τη­τες της οικο­δό­μη­σης στη συγκε­κρι­μέ­νη φάση βρή­καν την αντα­νά­κλα­σή τους και στις γραμ­μές του ΠΚΚ (Μπ.). Ξέσπα­σε μια οξύ­τα­τη δια­πά­λη με έναν «ετε­ρό­κλη­το» αντι­πο­λι­τευ­τι­κό, οπορ­του­νι­στι­κό συνα­σπι­σμό (Τρό­τσκι-Ζινό­βιεφ-Κάμε­νεφ κτλ.)

Το 1926 και μέχρι το φθι­νό­πω­ρο του 1927 δε φαί­νε­ται να παρου­σιά­ζο­νται (του­λά­χι­στον ανοι­χτά) προ­βλή­μα­τα στην κρα­τι­κή συγκέ­ντρω­ση σιτη­ρών. Η σοβιε­τι­κή εξου­σία όμως κατα­νο­εί τις εγγε­νείς αντι­φά­σεις της ΝΕΠ και συνυ­πο­λο­γί­ζει στις πολι­τι­κές της απο­φά­σεις τις ενέρ­γειες και την ισχύ των ταξι­κά εχθρι­κών στοι­χεί­ων, την προ­σπά­θεια διεκ­δί­κη­σης από μέρους τους αυτο­τε­λών ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ο Στά­λιν σε γράμ­μα του προς τον Μόλο­τοφ το Σεπτέμ­βρη του 1926 τονί­ζει την ανά­γκη να παρ­θούν συγκε­κρι­μέ­να μέτρα ξεσκε­πά­σμα­τος και δίω­ξης των «νέπ­μαν», «που στρογ­γυ­λο­κά­θο­νται στους προ­μη­θευ­τι­κούς και συνε­ται­ρι­στι­κούς οργα­νι­σμούς» και παρα­βιά­ζουν τις οδη­γί­ες της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας, «απο­συν­θέ­το­ντας ολό­κλη­ρο τον οικο­νο­μι­κό και σοβιε­τι­κό μηχα­νι­σμό».Η αστι­κή και ανα­θε­ω­ρη­τι­κή κρι­τι­κή της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης αρνεί­ται την προ­σπά­θεια υπο­νό­μευ­σης της σοβιε­τι­κής οικο­νο­μί­ας από τους κου­λά­κους, την επι­δί­ω­ξη διεκ­δί­κη­σης των δικών τους ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων στα χρό­νια που προη­γή­θη­καν της κολεκτιβοποίησης

Η κρίση στη συγκέντρωση των σιτηρών

Με δεδο­μέ­νες τις αντι­φά­σεις της ΝΕΠ, την πλα­τιά κυριαρ­χία των εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων στην αγρο­τι­κή παρα­γω­γή και την ενι­σχυ­μέ­νη επιρ­ροή των κου­λά­κων, η κρί­ση που παρου­σιά­στη­κε στη συγκέ­ντρω­ση σιτη­ρών στα τέλη του 1927 δε συνι­στά κεραυ­νό εν αιθρία. Οι θρη­νω­δί­ες διά­φο­ρων ανα­θε­ω­ρη­τών, που επι­κε­ντρώ­νουν στο ότι η σοβιε­τι­κή ηγε­σία δεν ανέ­με­νε μια τόσο από­το­μη όξυν­ση της κατά­στα­σης32 και που υπο­νο­ούν έτσι ότι η κρί­ση του 1927–1928 θα μπο­ρού­σε να αντι­με­τω­πι­στεί με πιο επι­δέ­ξια μέτρα που δε θα οδη­γού­σαν στη συμπα­γή κολε­κτι­βο­ποί­η­ση, αντα­να­κλούν το λιγό­τε­ρο μια σχη­μα­τι­κή αντί­λη­ψη της πολι­τι­κής. Η επα­να­στα­τι­κή τακτι­κή οφεί­λει να ανα­προ­σαρ­μό­ζε­ται ταχύ­τα­τα στις ανα­γκαιό­τη­τες που γεν­νά η ζωή και η ταξι­κή πάλη, να πετά στο καλά­θι των αχρή­στων εκτι­μή­σεις και μεθό­δους που πάλιω­σαν και ξεπε­ρά­στη­καν. Μανου­βρά­ρο­ντας στα μονο­πά­τια της τακτι­κής, το επα­να­στα­τι­κό κόμ­μα κρί­νε­ται από το αν κρα­τά στα­θε­ρό τον μπού­σου­λα της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής, αν προ­χω­ρά προς τα μπρος την οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού, δια­τη­ρώ­ντας τη συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγρο­τιά. Έτσι πρέ­πει να κρι­θεί και το κόμ­μα των μπολ­σε­βί­κων στη συγκε­κρι­μέ­νη καμπή της Ιστορίας.

Σε οδη­γία που στέλ­νε­ται εκ μέρους της ΚΕ προς τις Κομ­μα­τι­κές Οργα­νώ­σεις το Φλε­βά­ρη του 1928, ο Στά­λιν σημειώ­νει ως άμε­σες αιτί­ες της κρί­σης στη συγκέ­ντρω­ση σιτη­ρών τα εξής39:

  • Α) Την παρα­κρά­τη­ση των πλε­ο­να­σμά­των των σιτη­ρών από τους κου­λά­κους, με στό­χο την αύξη­ση των κρα­τι­κών τιμών, σε συμπαι­γνία με τους ιδιώ­τες κερ­δο­σκό­πους της πόλης. Η στά­ση τού­τη των κου­λά­κων παρά­σερ­νε, λόγω του κύρους τους στο χωριό, και τους μεσαί­ους αγρό­τες, δηλα­δή τους παρα­γω­γούς της μεγά­λης μάζας των εμπο­ρεύ­σι­μων σιτηρών.
  • Β) Την προ­βλη­μα­τι­κή δου­λειά των κρα­τι­κών οργα­νι­σμών συγκέ­ντρω­σης που, κάνο­ντας κατά­χρη­ση διά­φο­ρων πρι­μο­δο­τή­σε­ων και προ­σαυ­ξή­σε­ων, αντί να κατα­πο­λε­μή­σουν την κερ­δο­σκο­πία, ανέ­βα­ζαν τις τιμές των σιτηρών.
  • Γ) Μια σει­ρά Κομ­μα­τι­κές Οργα­νώ­σεις στο χωριό, δια­στρε­βλώ­νο­ντας τη γραμ­μή του Κόμ­μα­τος, δεν ανέ­πτυ­ξαν την πάλη ενά­ντια στους κου­λά­κους και υπο­τί­μη­σαν την ανά­γκη στή­ρι­ξης στους φτω­χούς αγρότες.
  • Δ) Η αυξη­μέ­νη αγο­ρα­στι­κή δύνα­μη της αγρο­τιάς από διά­φο­ρες πηγές εισο­δή­μα­τος δεν έβρι­σκε επαρ­κή διέ­ξο­δο σε βιο­μη­χα­νι­κά εμπο­ρεύ­μα­τα που να διο­χε­τεύ­ο­νται στο χωριό.40

Η διεύρυνση της κολεκτιβοποίησης
και η εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης

Η Από­φα­ση της Ολο­μέ­λειας του Νοέμ­βρη: «Σχε­τι­κά με τα απο­τε­λέ­σμα­τα και τα τρέ­χο­ντα καθή­κο­ντα της οικο­δό­μη­σης κολ­χόζ»65 απο­τε­λεί ένα από τα πιο σημα­ντι­κά ντο­κου­μέ­ντα σχε­τι­κά με την κολε­κτι­βο­ποί­η­ση. Επι­ση­μαί­νο­ντας ότι η ανά­πτυ­ξη της παρα­γω­γής των κολ­χόζ και των σοβ­χόζ είχε ξεπε­ρά­σει όλες τις προ­βλέ­ψεις του Πλά­νου, εντο­πί­ζει τις ακό­λου­θες σημα­ντι­κές δυσκο­λί­ες και αδυ­να­μί­ες στην οικο­δό­μη­ση των κολ­χόζ: «Το χαμη­λό επί­πε­δο της τεχνι­κής βάσης των κολ­χόζ, τη λει­ψή οργά­νω­ση και τη χαμη­λή παρα­γω­γι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας στα κολ­χόζ, την οξεία έλλει­ψη στε­λε­χών για τα κολ­χόζ και τη σχε­δόν παντε­λή απου­σία των ανα­γκαί­ων ειδι­κών, τη νοση­ρή κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση ενός μέρους των κολ­χόζ, τη μη προ­σαρ­μο­γή των μορ­φών καθο­δή­γη­σης στο εύρος του κολ­χόζ­νι­κου κινή­μα­τος, αλλά και την υστέ­ρη­σή της σε σχέ­ση με τους ρυθ­μούς και την έκτα­ση του κινή­μα­τος και, συχνά, την ανε­πάρ­κεια των διευ­θυ­ντι­κών οργά­νων του κολ­χόζ­νι­κου κινή­μα­τος».

Η Από­φα­ση δια­βλέ­πει την ανα­γκαιό­τη­τα –σε συν­θή­κες όπου υπήρ­χε ακό­μα «οξεία έλλει­ψη» τρα­κτέρ και σύν­θε­του μηχα­νο­λο­γι­κού εξο­πλι­σμού– να προ­χω­ρή­σει η οικο­δό­μη­ση κολ­χόζ με διά­φο­ρους τρό­πους και μορ­φές: Με την οργά­νω­ση της κοι­νής χρή­σης των σύν­θε­των μηχα­νών και των τρα­κτέρ από τα μικρά κολ­χόζ, με την ενο­ποί­η­ση μικρών κολ­χόζ για την από κοι­νού οικο­δό­μη­ση επι­χει­ρή­σε­ων, στό­λων τρα­κτέρ και μεγά­λης κλί­μα­κας μηχα­νο­λο­γι­κών σταθ­μών κτλ. Οι μορ­φές αυτές θα μπο­ρού­σαν να λει­τουρ­γή­σουν ως πόλος έλξης για τους αγρό­τες που δεν είχαν μπει ακό­μα στα κολ­χόζ. Η δεύ­τε­ρη Από­φα­ση71 ξεχώ­ρι­ζε 3 κατη­γο­ρί­ες κου­λά­κων: Τους ενερ­γούς αντε­πα­να­στά­τες, τους πιο εύπο­ρους κου­λά­κους και την (πολυ­πλη­θέ­στε­ρη) μερί­δα που μπο­ρού­σαν να παρα­μεί­νουν στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή τους (φυσι­κά ως απλοί αγρό­τες-καλ­λιερ­γη­τές και όχι ως κου­λά­κοι). Προσ­διο­ρι­ζό­ταν ότι τα κου­λά­κι­κα αγρο­κτή­μα­τα όλων των κατη­γο­ριών δεν μπο­ρού­σαν να ξεπε­ρά­σουν το 3–5% στις σιτο­πα­ρα­γω­γι­κές περιο­χές και το 2–3% στις υπό­λοι­πες. Προ­βλε­πό­ταν δια­φο­ρε­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των 3 κατη­γο­ριών, όσον αφο­ρού­σε τη δήμευ­ση των μέσων παρα­γω­γής και άλλων περιου­σια­κών τους στοι­χεί­ων, τους τόπους μετα­κί­νη­σής τους κτλ.

Μαζί με την παρα­πά­νω Από­φα­ση για τους κου­λά­κους, στάλ­θη­κε και τηλε­γρά­φη­μα στις Κομ­μα­τι­κές Οργα­νώ­σεις με την ακό­λου­θη αυστη­ρή υπό­μνη­ση: «Λάβα­με πλη­ρο­φο­ρί­ες από το τοπι­κό επί­πε­δο που δεί­χνουν ότι σε ορι­σμέ­νες περιο­χές οι Οργα­νώ­σεις έχουν εγκα­τα­λεί­ψει την καμπά­νια κολε­κτι­βο­ποί­η­σης κι έχουν επι­κε­ντρώ­σει όλες τις προ­σπά­θειές τους στην απο­κου­λα­κο­ποί­η­ση. Η ΚΕ κάνει καθα­ρό ότι μια τέτοια πολι­τι­κή είναι ριζι­κά λαν­θα­σμέ­νη. Η πολι­τι­κή του Κόμ­μα­τος δε συνί­στα­ται απλά στην απο­κου­λα­κο­ποί­η­ση, αλλά στην ανά­πτυ­ξη του κολ­χόζ­νι­κου κινή­μα­τος, απο­τέ­λε­σμα του οποί­ου είναι και η απο­κου­λα­κο­ποί­η­ση. Η ΚΕ απαι­τεί να μη διε­ξά­γε­ται η απο­κου­λα­κο­ποί­η­ση απο­συν­δε­μέ­να από την ανά­πτυ­ξη του κολ­χόζ­νι­κου κινή­μα­τος, έτσι ώστε το κέντρο βάρους να μετα­το­πι­στεί στην οικο­δό­μη­ση νέων κολχόζ…»

Η μέθοδος “Ουραλίων – Σιβηρίας”

Κεντρι­κό στοι­χείο της αστι­κής και οπορ­του­νι­στι­κής κρι­τι­κής στην κολε­κτι­βο­ποί­η­ση είναι ο ισχυ­ρι­σμός ότι απο­τε­λού­σε μια δια­δι­κα­σία βίαι­ης, κατα­να­γκα­στι­κής καθυ­πό­τα­ξης του συνό­λου της αγρο­τιάς στους δήθεν ουτο­πι­κούς σχε­δια­σμούς της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας. Η κρι­τι­κή αυτή είναι προ­σχη­μα­τι­κή, για­τί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απορ­ρί­πτει συνο­λι­κά τη δυνα­τό­τη­τα κατάρ­γη­σης των εκμε­ταλ­λευ­τι­κών σχέ­σε­ων και ξεπε­ρά­σμα­τος των εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών ανταλ­λα­γών στην οικο­νο­μία. Καλυ­πτό­με­νη πίσω από ένα δήθεν ουδέ­τε­ρο, τεχνο­κρα­τι­κό μαν­δύα, εστιά­ζει στις μορ­φές που έλα­βε η ταξι­κή πάλη, προ­κει­μέ­νου να εμπο­δί­σει τη συνει­δη­το­ποί­η­ση από τα εργα­τι­κά, λαϊ­κά στρώ­μα­τα του γεγο­νό­τος ότι η οικο­δό­μη­ση μιας κοι­νω­νί­ας δίχως εκμε­τάλ­λευ­ση, του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού, συνι­στά μια σύν­θε­τη δια­δι­κα­σία, με συγκρού­σεις με τον ταξι­κό αντί­πα­λο, με ελιγ­μούς, αλλά και απο­φα­σι­στι­κές αντεπιθέσεις.

Η δια­δι­κα­σία της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση περιεί­χε και το στοι­χείο της δυνα­μι­κής επι­βο­λής από μεριάς της εργα­τι­κής εξου­σί­ας. Η επι­βο­λή και ο κατα­να­γκα­σμός όμως είχαν απο­δέ­κτη το ολι­γά­ριθ­μο σχε­τι­κά στρώ­μα των κου­λά­κων, των πλού­σιων δηλα­δή καλ­λιερ­γη­τών που, μισθώ­νο­ντας εργα­τι­κή δύνα­μη και νοι­κιά­ζο­ντας γη και άλλα μέσα παρα­γω­γής, εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν άγρια τη μεγά­λη πλειο­ψη­φία της αγρο­τιάς. Όπως τονί­ζει και ο Στά­λιν στην Ολο­μέ­λεια της ΚΕ του Ιού­λη του 1928, το γεγο­νός ότι η εργα­τι­κή εξου­σία δεν έχει συμ­φέ­ρον να πάρει η ταξι­κή πάλη μορ­φές εμφύ­λιου πολέ­μου «δε σημαί­νει καθό­λου ότι μ’ αυτόν τον τρό­πο καταρ­γή­θη­κε η ταξι­κή πάλη ή ότι δε θα οξύ­νε­ται […] δε σημαί­νει ότι η ταξι­κή πάλη δεν είναι η απο­φα­σι­στι­κή δύνα­μη της κίνη­σής μας προς τα μπρος»9

Στο ξετύ­λιγ­μα της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης που παρα­κο­λου­θή­σα­με παρα­πά­νω κατά την πρώ­τη φάση της κρί­σης των σιτη­ρών (1927–1928), εφαρ­μό­στη­καν μια σει­ρά έκτα­κτα μέτρα κατα­να­γκα­σμού για τη συλ­λο­γή των σιτη­ρών με πολύ συγκε­κρι­μέ­νους απο­δέ­κτες (π.χ. η εφαρ­μο­γή του άρθρου 107 του Ποι­νι­κού Κώδι­κα ενά­ντια στους κερ­δο­σκό­πους –με ποι­νές φυλά­κι­σης έως 3 χρό­νια και δήμευ­ση περιου­σί­ας για «κακό­βου­λη ύψω­ση των τιμών δια­μέ­σου αγο­ράς, από­κρυ­ψης ή άρνη­σης πώλη­σης αγα­θών στην αγο­ρά»). Τα έκτα­κτα αυτά μέτρα πάρ­θη­καν στις αρχές του 1928 κι εγκα­τα­λεί­φθη­καν από την Κεντρι­κή Επι­τρο­πή τον Ιού­λη του 1928. Στη συνέ­χεια εφαρ­μό­στη­καν διά­φο­ρα πρω­το­πο­ρια­κά μέτρα, σχε­δια­σμέ­να να μεγι­στο­ποι­ή­σουν τη λεγό­με­νη «κοι­νω­νι­κή επιρ­ροή» των εργα­τών γης, των μικρών αγρο­τών και των μεσαί­ων αγρο­τών στο γενι­κό πλαί­σιο της πολι­τι­κής «επί­θε­σης ενά­ντια στους κου­λά­κους». Συνε­χείς είναι το διά­στη­μα αυτό οι παρεμ­βά­σεις της μπολ­σε­βί­κι­κης ηγε­σί­ας στα διά­φο­ρα κομ­μα­τι­κά σώμα­τα και οι οδη­γί­ες προς τις τοπι­κές αρχές προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθούν οι όποιες αυθαι­ρε­σί­ες στην αντι­με­τώ­πι­ση των μεσαί­ων αγρο­τών, η πιθα­νή ταύ­τι­σή τους από τους τοπι­κούς κρα­τι­κούς μηχα­νι­σμούς με τους κου­λά­κους, με την πρό­φα­ση εκπλή­ρω­σης των πλά­νων συγκέ­ντρω­σης σιτη­ρών. Η μέθο­δος Ουρα­λί­ων-Σιβη­ρί­ας συν­δυά­ζει την μπολ­σε­βί­κι­κη ταξι­κή πολι­τι­κή (δια­τή­ρη­ση και δυνά­μω­μα της συμ­μα­χί­ας της εργα­τι­κής τάξης με τη φτω­χή αγρο­τιά) με οργα­νω­τι­κές μορ­φές που έλκουν την κατα­γω­γή τους από την παρα­δο­σια­κή αγρο­τι­κή κοι­νό­τη­τα (τη σύνα­ξη-συνέ­λευ­ση, сход — της κοι­νό­τη­τας, την αρχή της αυτο­φο­ρο­λό­γη­σης και του στο­χευ­μέ­νου μοι­ρά­σμα­τος του φόρου στα μέλη της κοι­νό­τη­τας). Ο κατα­να­γκα­σμός αυτής της μεθό­δου δεν επι­βάλ­λε­ται απλά από τα πάνω, αλλά θωρα­κί­ζε­ται και βρί­σκει κοι­νω­νι­κά στη­ρίγ­μα­τα στο εσω­τε­ρι­κό των χωριών /κοινοτήτων. Η μέθο­δος «Ουρα­λί­ων-Σιβη­ρί­ας» συστη­μα­το­ποι­ή­θη­κε παρα­πέ­ρα με Από­φα­ση της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στις 29.7.1929. Βοή­θη­σε στην εκτί­να­ξη της κρα­τι­κής συγκέ­ντρω­σης σιτη­ρών από 10,8 εκ. τόνους το 1928/1929 στους 16,1 εκ. τόνους το 1929/1930. Μπο­ρεί να ιδω­θεί ως ένα πανί­σχυ­ρο οργα­νω­τι­κό εργα­λείο που, με τη στή­ρι­ξη που εξα­σφά­λι­ζε μέσα στις μάζες της φτω­χής και μεσαί­ας αγρο­τιάς, βοή­θη­σε στην επι­τά­χυν­ση των ρυθ­μών κολε­κτι­βο­ποί­η­σης και στην αποκουλακοποίηση.

Ορισμένα συμπεράσματα

Η κολε­κτι­βο­ποί­η­ση της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1920 συνι­στά ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, «μια βαθύ­τα­τη επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή, ένα άλμα από την παλιά ποιο­τι­κή κατά­στα­ση της κοι­νω­νί­ας σε μια νέα ποιο­τι­κή κατά­στα­ση». Η σοβιε­τι­κή εξου­σία βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πη με εξαι­ρε­τι­κά σύν­θε­τες αντι­κει­με­νι­κές δυσκο­λί­ες: Τον κατα­κερ­μα­τι­σμό της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής σε μικρούς κλή­ρους, την τερά­στια καθυ­στέ­ρη­ση στη χρη­σι­μο­ποί­η­ση προηγ­μέ­νης τεχνι­κής, την αναι­μι­κή ακό­μα ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νί­ας, την αντο­χή της οικο­νο­μι­κής ισχύ­ος των κου­λά­κων, στο έδα­φος της ΝΕΠ, και της δυνα­τό­τη­τάς τους να επη­ρε­ά­ζουν και τμή­μα­τα της μεσαί­ας αγροτιάς.

Η πολι­τι­κή του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος την περί­ο­δο αυτή εκφρά­ζει τη συνει­δη­τή προ­σπά­θεια της εργα­τι­κής εξου­σί­ας να επι­λύ­σει προ­ω­θη­τι­κά τη βασι­κή αντί­φα­ση παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων – σχέ­σε­ων παρα­γω­γής. Τη συγκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή η παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων (της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας στην ύπαι­θρο, της ποσό­τη­τας των εμπο­ρεύ­σι­μων σιτη­ρών, άρα και των δυνα­το­τή­των για βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη) φρε­νά­ρε­ται από τις υπάρ­χου­σες μικρο­ε­μπο­ρευ­μα­τι­κές σχέ­σεις παραγωγής.

Η δια­τή­ρη­ση και ισχυ­ρο­ποί­η­ση της συμ­μα­χί­ας της εργα­τι­κής τάξης με τη βασι­κή μάζα της αγρο­τιάς συνι­στού­σε θεμε­λια­κό ζητού­με­νο της συγκε­κρι­μέ­νης πολι­τι­κής. Η κοι­νω­νι­κή αυτή συμ­μα­χία στις συν­θή­κες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης δε στη­ρί­ζε­ται μόνο σε μια ιδε­ο­λο­γι­κή συμ­φω­νία για την ανα­γκαιό­τη­τα πάλης ενά­ντια σε κοι­νούς ταξι­κούς αντι­πά­λους. Θεμε­λιώ­νε­ται πρώ­τα και κύρια στα υλι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των αντί­στοι­χων τάξε­ων, όπως αυτά δια­μορ­φώ­νο­νται, εξε­λίσ­σο­νται και κατα­νο­ού­νται στο έδα­φος που δημιουρ­γεί η ανα­τρο­πή της αστι­κής εξου­σί­ας. Έτσι, η πολι­τι­κή του προ­λε­τα­ρια­κού κρά­τους οφεί­λει να σταθ­μί­ζει, σε κάθε δεδο­μέ­νη συγκυ­ρία της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, τα ιδιαί­τε­ρα υλι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της μικρής και μεσαί­ας αγρο­τιάς, όπως αυτά συνει­δη­το­ποιού­νται από τον ίδιο τον κοι­νω­νι­κό σύμ­μα­χο και όχι όπως αυτά γίνο­νται αντι­λη­πτά από την κοι­νω­νι­κά πρω­το­πό­ρα τάξη. Στις συν­θή­κες της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης του τέλους της δεκα­ε­τί­ας του 1920, αυτό σήμαι­νε να λαμ­βά­νε­ται υπό­ψη η μακρό­χρο­νη πρόσ­δε­ση της αγρο­τιάς στις αντι­λή­ψεις της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας της γης και της εμπο­ρευ­μα­τι­κής ανταλ­λα­γής ενός μέρους του­λά­χι­στον της παρα­γω­γής της με την πόλη. Φυσι­κά «μια τέτοια συμ­μα­χία δεν μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί χωρίς πάλη ενά­ντια στα καπι­τα­λι­στι­κά στοι­χεία της αγρο­τιάς, χωρίς πάλη ενά­ντια στους κου­λά­κους».

Από την άλλη πλευ­ρά της κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας βέβαια, τα ιδιαί­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα της εργα­τι­κής τάξης επέ­βαλ­λαν, στη συγκε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή συγκυ­ρία, τόσο μια ταχεία εκβιο­μη­χά­νι­ση, όσο και μια γρή­γο­ρη προ­ώ­θη­ση της συλ­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας της γης, που μόνο αυτή, με το ανέ­βα­σμα της παρα­γω­γι­κό­τη­τας της εργα­σί­ας στα συλ­λο­γι­κά νοι­κο­κυ­ριά, μπο­ρού­σε να εξα­σφα­λί­σει μια επαρ­κή τρο­φο­δο­σία των πόλε­ων με τρό­φι­μα και πρώ­τες ύλες. Η σοβιε­τι­κή εξου­σία κρι­νό­ταν από την ικα­νό­τη­τά της να βρει τη «χρυ­σή τομή», τη μορ­φή εκεί­νη οργά­νω­σης της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής που, βαθαί­νο­ντας τις νέες σχέ­σεις παρα­γω­γής, θα συμ­βά­δι­ζε και με το χαμη­λό ακό­μα επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων στην ύπαι­θρο και με τη δια­τή­ρη­ση σε κάποιο βαθ­μό των εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων. Είναι καθα­ρό ότι, στις δεδο­μέ­νες συν­θή­κες, η μορ­φή αυτή δεν μπο­ρού­σε παρά να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από ισχυ­ρές αντι­φά­σεις, που εκφρά­στη­καν με διά­φο­ρους τρό­πους τα επό­με­να χρό­νια. Σήμε­ρα δια­θέ­του­με πλου­σιό­τε­ρη ιστο­ρι­κή πεί­ρα για να μελε­τή­σου­με και να κρί­νου­με το πώς η προ­λε­τα­ρια­κή εξου­σία μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­ζει πιο έγκαι­ρα και πιο απο­φα­σι­στι­κά τέτοιες αντιφάσεις.

Απο­τυ­πώ­νει όμως η πολι­τι­κή αυτή και τις ιδιαί­τε­ρες απαι­τή­σεις της επα­να­στα­τι­κής τακτι­κής που επέ­βαλ­λαν μια γρή­γο­ρη ανα­προ­σαρ­μο­γή των μεθό­δων και των ρυθ­μών της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης, με βάση τη δρά­ση των ταξι­κά εχθρι­κών στοι­χεί­ων (κου­λά­κοι και άλλα στοι­χεία που ανδρώ­θη­καν στο έδα­φος της ΝΕΠ στη σφαί­ρα του εμπο­ρί­ου). Η κρί­ση στη συγκέ­ντρω­ση σιτη­ρών το 1928 και η υπο­νό­μευ­ση της συγκέ­ντρω­σης από τους κου­λά­κους δρα ως το καμπα­νά­κι για την επι­τά­χυν­ση των ρυθ­μών της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης. Όπως λέγε­ται τον Ιού­νη του 1929: «Αν δεν υπήρ­χαν οι δυσκο­λί­ες με τα σιτη­ρά, το ζήτη­μα των ισχυ­ρών κολ­χόζ και των ΜΤΣ δε θα είχε τεθεί ακρι­βώς τη στιγ­μή αυτή με τέτοια έντα­ση, πλά­τος και στό­χευ­ση. Φυσι­κά, θα είχα­με ανα­πό­φευ­κτα ανα­γκα­στεί να αντι­με­τω­πί­σου­με αυτό το καθή­κον κάποια στιγ­μή, αλλά πρό­κει­ται για ζήτη­μα επι­λο­γής της χρο­νι­κής στιγ­μής».

Η πολι­τι­κή της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας δεν απο­τε­λεί επο­μέ­νως ένα εγκε­φα­λι­κό κατα­σκεύ­α­σμα που εφαρ­μό­ζε­ται έξω από χρό­νο και χώρο. Δια­μορ­φώ­νε­ται στη βάση των εξε­λισ­σό­με­νων ιστο­ρι­κών συν­θη­κών, των νέων προ­βλη­μά­των και καθη­κό­ντων που θέτει η σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση. Θεμε­λιώ­νε­ται στη –στέ­ρεα την περί­ο­δο εκεί­νη– στρα­τη­γι­κή αντί­λη­ψη ότι η σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση πρέ­πει να απο­τε­λεί μια δια­δι­κα­σία στα­θε­ρού βαθέ­μα­τος των κομ­μου­νι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής και περιο­ρι­σμού των εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων και των κιν­δύ­νων που αυτές εγκυ­μο­νούν για ένα αντε­πα­να­στα­τι­κό πισω­γύ­ρι­σμα. Πάνω σε αυτό το έδα­φος γίνε­ται οξυ­μέ­νη και πολύ­πλευ­ρη δια­πά­λη στις γραμ­μές του Κόμ­μα­τος μετα­ξύ της επα­να­στα­τι­κής πτέ­ρυ­γας και διά­φο­ρων οπορ­του­νι­στι­κών αντι­λή­ψε­ων. Από τη μια μεριά, με τις τρο­τσκι­στι­κές αντι­λή­ψεις που, υπο­τι­μώ­ντας τις δυνα­τό­τη­τες επα­να­στα­τι­κής συμπό­ρευ­σης της εργα­τι­κής τάξης με τις βασι­κές μάζες της αγρο­τιάς και υπερ­τι­μώ­ντας την καθυ­στέ­ρη­ση των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, αρνού­νταν τη δυνα­τό­τη­τα οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού στη χώρα ή πρό­βαλ­λαν (όπως ο Πρε­ο­μπρα­ζέν­σκι) μια εκβιο­μη­χά­νι­ση σε βάρος της αγρο­τιάς, δίχως μια παράλ­λη­λη ανά­πτυ­ξη της συλ­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας της γης. Από την άλλη, με τις αντι­λή­ψεις της δεξιάς παρέκ­κλι­σης που έθε­τε τις εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κές σχέ­σεις και την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία πάνω στα μέσα παρα­γω­γής ως κεντρι­κά στοι­χεία της ανά­πτυ­ξης της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής για ένα πολύ μακρό­χρο­νο διάστημα.

Σε τελι­κή ανά­λυ­ση, όλες οι οπορ­του­νι­στι­κές αυτές αντι­λή­ψεις, παρά το φαι­νο­με­νι­κά αντι­δια­με­τρι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό μαν­δύα τους, αντα­να­κλού­σαν τη μικρο­α­στι­κή πίε­ση στις γραμ­μές του Κόμ­μα­τος. Αυτό εξη­γεί και το για­τί οι φυσι­κοί φορείς τους συνέ­πλευ­σαν στα πρώ­τα χρό­νια της δεκα­ε­τί­ας του 1930 σε μια πολι­τι­κή περιο­ρι­σμού των ρυθ­μών εκβιο­μη­χά­νι­σης και κολε­κτι­βο­ποί­η­σης και σε ένα συμ­βι­βα­σμό με τους μηχα­νι­σμούς της αγοράς.

Στο έδα­φος της συλ­λο­γι­κής καλ­λιέρ­γειας της γης και της παν­κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας πάνω στα βασι­κά μέσα παρα­γω­γής στην ύπαι­θρο (γη, μεγά­λα μηχα­νι­κά μέσα υπό τη δια­χεί­ρι­ση των ΜΤΣ), η κολε­κτι­βο­ποί­η­ση βάθυ­νε τις νέες σχέ­σεις παρα­γω­γής στην ύπαι­θρο. Έλυ­σε το διά­στη­μα εκεί­νο βασι­κά ζητή­μα­τα εφο­δια­σμού της εργα­τι­κής τάξης στις πόλεις, πράγ­μα που συνι­στού­σε καθο­ρι­στι­κό παρά­γο­ντα εδραί­ω­σης της εργα­τι­κής εξου­σί­ας. Ανα­πτύσ­σο­ντας την παρα­γω­γι­κό­τη­τα στην ύπαι­θρο, απε­λευ­θέ­ρω­σε εργα­τι­κά χέρια που πύκνω­σαν τις γραμ­μές της εργα­τι­κής τάξης και ώθη­σαν προς τα μπρος την εκβιο­μη­χά­νι­ση. Με την εξά­λει­ψη των κου­λά­κων ως τάξης ακυ­ρώ­θη­καν οι σχε­δια­σμοί των ταξι­κά εχθρι­κών στοι­χεί­ων για στα­δια­κή διο­λί­σθη­ση της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας στο δρό­μο της παλι­νόρ­θω­σης του καπι­τα­λι­σμού. Το τσά­κι­σμα του κου­λά­κι­κου στοι­χεί­ου απο­δεί­χτη­κε καθο­ρι­στι­κό λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, στα χρό­νια του πολέ­μου, καθώς απο­στέ­ρη­σε (σε σημα­ντι­κό βαθ­μό) την κοι­νω­νι­κή βάση της πέμ­πτης φάλαγ­γας που συνερ­γά­στη­κε με τον κατα­κτη­τή, συμ­βάλ­λο­ντας έτσι στην ασφά­λεια των μετό­πι­σθεν του Κόκ­κι­νου Στρατού.

Όπως κάθε ριζι­κό μέτρο σε μια επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία, η κολε­κτι­βο­ποί­η­ση δεν μπο­ρού­σε να μη συντα­ρά­ξει συθέ­με­λα όλες τις οικο­νο­μι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές στα­θε­ρές της πρό­τε­ρης κατά­στα­σης. Έτσι, για τη μεσαία αγρο­τιά, που συνι­στού­σε τη μεγά­λη μάζα του αγρο­τι­κού στοι­χεί­ου στις παρα­μο­νές της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης, η έντα­ξη στα κολ­χόζ και η συλ­λο­γι­κή καλ­λιέρ­γεια της γης σημα­το­δο­τού­σε μια ρήξη με τις παγιω­μέ­νες αντι­λή­ψεις της μικροϊ­διο­κτη­σί­ας που είχαν ενι­σχυ­θεί με το μοί­ρα­σμα της χρή­σης γης από την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Το βάθος αυτής της ρήξης, που δεν μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει στη ζωή με τη βία, αλλά πρώ­τα και κύρια με την πει­θώ, εξη­γεί και τα σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα στην πορεία της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης και την ανα­γκαιό­τη­τα διόρ­θω­σης των λαθών το 1930 («Ίλιγ­γος από τις επι­τυ­χί­ες»).

Όπως εξη­γεί ο Στά­λιν στην Ολο­μέ­λεια της ΚΕ το Νοέμ­βρη του 1929: «Θα ήταν λάθος να κατα­λή­ξου­με στο συμπέ­ρα­σμα ότι, έχο­ντας κολ­χόζ, έχου­με και σοσια­λι­σμό στα κολ­χόζ. Αυτό δεν είναι αλή­θεια. Το ξανα­δού­λε­μα της αγρο­τιάς μόλις τώρα αρχί­ζει στη βάση των κολ­χόζ».

Παρό­λο που η κολε­κτι­βο­ποί­η­ση βάθυ­νε τις σχέ­σεις παρα­γω­γής στην ύπαι­θρο και βοή­θη­σε στην ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, η δια­τή­ρη­ση εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων και μικρών ατο­μι­κών κομ­μα­τιών γης από τους κολ­χόζ­νι­κους αγρό­τες σημα­το­δο­τού­σε τη δια­τή­ρη­ση πολ­λα­πλών μορ­φών ιδιο­κτη­σί­ας στην ΕΣΣΔ. Τα κολ­χόζ συνι­στού­σαν μορ­φή ομα­δι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, με δια­τή­ρη­ση και στοι­χεί­ων ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Δε συνι­στού­σαν όμως άμε­σα κοι­νω­νι­κή ιδιοκτησία.

Οι νομο­τε­λεια­κές αντι­φά­σεις που προ­έ­κυ­πταν από αυτό θα αρχί­σουν να απα­σχο­λούν τη σοβιε­τι­κή ηγε­σία αρκε­τά χρό­νια μετά, στα τελευ­ταία χρό­νια της δεκα­ε­τί­ας του 1940. Συνο­ψί­ζο­ντας μια εκτε­τα­μέ­νη συζή­τη­ση που γίνε­ται τότε στις γραμ­μές του Κόμ­μα­τος και των κρα­τι­κών οργά­νων, ο Στά­λιν τονί­ζει: «Το καθή­κον των καθο­δη­γη­τι­κών οργά­νων συνί­στα­ται στο να εξα­κρι­βώ­νουν έγκαι­ρα τις αυξα­νό­με­νες αντι­θέ­σεις και έγκαι­ρα να παίρ­νουν μέτρα για την κατα­πο­λέ­μη­σή τους, μέσω της προ­σαρ­μο­γής των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στο ύψος των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων. Αυτό αφο­ρά πρώ­τα απ’ όλα τέτοια οικο­νο­μι­κά φαι­νό­με­να, σαν την ομα­δι­κή κολε­κτι­βί­στι­κη ιδιο­κτη­σία και την κυκλο­φο­ρία των εμπο­ρευ­μά­των […] Το καθή­κον μας είναι να εξα­λεί­ψου­με αυτές τις αντι­θέ­σεις, μέσω της βαθ­μιαί­ας μετα­τρο­πής της ιδιο­κτη­σί­ας των κολ­χόζ σε κοι­νω­νι­κή ιδιο­κτη­σία και της εισα­γω­γής της ανταλ­λα­γής των προ­ϊ­ό­ντων –επί­σης βαθ­μιαία– αντί της εμπο­ρευ­μα­τι­κής κυκλο­φο­ρί­ας».

Οι ξεκά­θα­ρες αυτές υπο­μνή­σεις για την ανα­γκαία πολι­τι­κή βαθέ­μα­τος των κομ­μου­νι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής παρα­βιά­στη­καν μετά από την οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή του 20ού Συνε­δρί­ου του ΚΚΣΕ. Από­λυ­τα χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο αυτής της στρο­φής ήταν η διά­λυ­ση των ΜΤΣ το 1958 και η πώλη­ση των μέσων παρα­γω­γής τους (τρα­κτέρ, αλω­νι­στι­κές μηχα­νές κλπ.) στα κολ­χόζ. Οι ΜΤΣ είχαν θεω­ρη­θεί σωστά ως αγκω­νά­ρι της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης στην ύπαι­θρο και ο Στά­λιν στο παρα­πά­νω έργο του απορ­ρί­πτει εμπε­ρι­στα­τω­μέ­να τις αντι­λή­ψεις μιας σει­ράς Σοβιε­τι­κών οικο­νο­μι­κών στε­λε­χών για το πέρα­σμα των βασι­κών μέσων παρα­γω­γής στην ιδιο­κτη­σία των κολχόζ.

Η πεί­ρα της πολι­τι­κής της κολε­κτι­βο­ποί­η­σης σε όλα τα παρα­πά­νω ζητή­μα­τα απο­τε­λεί πολύ­τι­μη παρα­κα­τα­θή­κη για το επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα, όχι μόνο από τη σκο­πιά της ανα­γκαί­ας υπε­ρά­σπι­σης της ιστο­ρι­κής μας κλη­ρο­νο­μιάς από τις συκο­φα­ντί­ες του ταξι­κού αντί­πα­λου. Φυσι­κά σήμε­ρα οι αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες στην Ελλά­δα είναι σημα­ντι­κά δια­φο­ρε­τι­κές από αυτές στην προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία ή στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση της δεκα­ε­τί­ας του 1920. Η σημα­ντι­κή ανά­πτυ­ξη των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων στο πλαί­σιο του καπι­τα­λι­σμού, παρά τα νομο­τε­λεια­κά φαι­νό­με­να παρα­σι­τι­σμού που χαρα­κτη­ρί­ζουν το εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα, εξα­σφα­λί­ζει μια βιο­μη­χα­νι­κή παρα­γω­γι­κή βάση που θα μπο­ρεί να τρο­φο­δο­τή­σει με πολύ μεγα­λύ­τε­ρη επάρ­κεια τις ανά­γκες της εκμη­χα­νι­σμέ­νης και συλ­λο­γι­κά οργα­νω­μέ­νης μεγά­λης αγρο­τι­κής παρα­γω­γής. Η αγρο­τιά συνι­στά ένα συντρι­πτι­κά μικρό­τε­ρο ποσο­στό του πλη­θυ­σμού. Επι­πλέ­ον, όπως τονί­ζε­ται και στο Πρό­γραμ­μα του ΚΚΕ: «Η ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν απαι­τεί ανα­δια­νο­μή της γης. Οι μη κατέ­χο­ντες γη καλ­λιερ­γη­τές θα εργά­ζο­νται στις σοσια­λι­στι­κές μονά­δες αγρο­τι­κής, γεωρ­γι­κής και κτη­νο­τρο­φι­κής παρα­γω­γής. Το μέτρο της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της γης απο­κλεί­ει τη δυνα­τό­τη­τα συγκέ­ντρω­σης της γης, την αλλα­γή χρή­σης κι εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σή της από τους ατο­μι­κούς ή συνε­ται­ρι­σμέ­νους αγρο­το­πα­ρα­γω­γούς». Η ύπαρ­ξη όμως αγρο­τι­κών παρα­γω­γι­κών συνε­ται­ρι­σμών και διά­θε­σης μέρους της παρα­γω­γής τους μέσω εμπο­ρευ­μα­το­χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων θέτει ανα­γκα­στι­κά στο κέντρο της προ­σο­χής του Κόμ­μα­τος προ­βλή­μα­τα και κιν­δύ­νους ανά­λο­γα με αυτά που αντι­με­τώ­πι­σαν πριν 90 χρό­νια οι μπολ­σε­βί­κοι. Σε μας ενα­πό­κει­ται να φανού­με αντά­ξιοι συνε­χι­στές τους, ενσω­μα­τώ­νο­ντας όλη την πεί­ρα της σοσια­λι­στι­κής οικοδόμησης.

Περισ­σό­τε­ρα και ευρεία βιβλιο­γρα­φία εδώ
δεί­τε ΚΟΜΕΠ Σοσια­λι­σμός

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο