5 Γενάρη 1930: Η σοβιετική κυβέρνηση δημιουργεί γεωργικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς, τα περιβόητα “κολχόζ” ρωσική колхоз < коллективное хозяйство (kollektívnoje xozjájstvo, συνεταιριστικό –συνεταιρισμένο αγρόκτημα) sov(etskoe) khoz(yaĭstvo) _σοβιετικό νοικοκυριό.
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
Βάση της Σοβιετικής οικονομίας _ακόμη και με τις συνεχείς στρεβλώσεις που έφτασαν στις ανατροπές και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού ήταν η κρατική _σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και ο κεντρικός προγραμματισμός στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα με τις αγροτικές κολλεκτίβες, να αποτελούν πυλώνα της γεωργίας σε διασύνδεση με την υπόλοιπη οικονομία, ένα πλαίσιο, που εξασφάλιζε, μακροοικονομική σταθερότητα και υψηλή εξασφάλιση της εργασίας (ανεργία 0,0…%). Η όλη πορεία της καθοδηγούνταν από τα 5/χρονα πλάνα: η αγροτική παραγωγή πέρασε στο μεγαλύτερο μέρος της από την ατομική, μικροεμπορευματική καλλιέργεια της γης στην από κοινού, εκμηχανισμένη, μέσα από τη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης.
Δημιουργήθηκαν πάνω από 200 χιλιάδες παραγωγικά συνεταιριστικά αγροκτήματα (κολχόζ) και περίπου 5 χιλιάδες σιτοπαραγωγικά και κτηνοτροφικά κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ). Τα κολχόζ συνένωναν στα τέλη του 1932 το 61% των αγροτικών νοικοκυριών και πάνω από το 70% όλων των χωραφιών, ξεπερνώντας κατά πολύ τους προβλεπόμενους από το Πλάνο ρυθμούς. Συντρίφτηκαν και εξαλείφτηκαν ως τάξη οι πλουσιοχωρικοί (κουλάκοι) που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920 εκμεταλλεύονταν με διάφορους τρόπους την υπόλοιπη αγροτιά (μισθώνοντας εργατική δύναμη, νοικιάζοντας μέσα παραγωγής και γη κλπ.) _δες ΚΟΜΕΠ . Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η Σοβιετική Ένωση είχε εξελιχθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων λίγων δεκαετιών, από μια κυρίως αγροτική κοινωνία σε μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Η μεγάλη ικανότητα μετασχηματισμού της Σοβιετικής οικονομίας πήγαινε χέρι-χέρι με την ιδιαίτερη απήχηση του κομμουνισμού σαν ιδεολογία, τόσο στο ευρωπαϊκό τμήμα όσο στις αχανείς αναπτυσσόμενες λαϊκές δημοκρατίες της Ασίας. Οι εντυπωσιακοί ρυθμοί μεγέθυνσης υπό τα πρώτα τρία πενταετή προγράμματα (1928–1940) είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτοι γιατί συνέπεσαν με τη Μεγάλη Ύφεση στη Δύση.
Σύμφωνα με τον Λένιν, τα σοβχόζ έδειξαν παραστατικά στους αγρότες τα πλεονεκτήματα της παραγωγής που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία. Εκεί όλα τα μέσα παραγωγής, καθώς και τα προϊόντα που παράγονται ανήκουν στο κράτος. Σε σύγκριση με τα κολχόζ, τα σοβχόζ έχουν μεγαλύτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και γι’ αυτό κατέχουν την πρώτη θέση στη σοσιαλιστική αγροτική οικονομία. Από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, όταν το κράτος δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να τα εφοδιάσει όλα με τρακτέρ και γεωργικές μηχανές, φάνηκε ο μεγάλος ρόλος τους στη βελτίωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η σημασία τους αυξάνονταν όσο προχωρούσε η βελτίωση των συνθηκών εκμηχανισμού της παραγωγής. Το σοβιετικό κράτος διάθεσε σημαντικά κονδύλια για την οικοδόμηση στα σοβχόζ κατοικιών, παραγωγικών κτισμάτων και κτηρίων εξυπηρέτησης των εργαζόμενων, πολυδύναμων πολιτιστικών και αθλητικών κέντρων. Στα ακαλλιέργητα εδάφη της Ουκρανίας, του Β. Καύκασου, της Σιβηρίας, του Καζαχστάν και σε άλλες περιοχές, ιδρύθηκαν μεγάλα σοβχόζ παραγωγής σιτηρών, εμπορεύσιμων προϊόντων και κτηνοτροφίας. Στα 1940 αποτελούσαν σημαντική δύναμη στην αγροτική οικονομία της χώρας. Στα χρόνια του μεγάλου πατριωτικού πόλεμου, οι εκεί εργαζόμενοι, μαζί με τους αγρότες των κολχόζ, εξασφάλισαν τον εφοδιασμό του στρατού και του πληθυσμού με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Παρά τις καταστροφές που τους προξένησε ο πόλεμος, κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν γρήγορα το προπολεμικό επίπεδο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η παραγωγική δομή της χώρας είχε πληγεί σε τεράστιο βαθμό, ενώ στον πόλεμο είχε χαθεί το 1/3 του παραγόμενου πλούτου της. Οι χιτλερικοί κατακτητές είχαν κλέψει ή καταστρέψει υλικές αξίες που έφταναν τα 67 δισ. ρούβλια, αξία ίση σχεδόν με όσα είχε επενδύσει η ΕΣΣΔ όλα τα προπολεμικά χρόνια για την οικοδόμηση νέων εργοστασίων, ηλεκτροσταθμών, σιδηροδρομικών γραμμών, σοβχόζ και άλλων επιχειρήσεων. Ωστόσο οι τεράστιες αυτές απώλειες καλύφθηκαν σχεδόν σε μία πενταετία μετά από το τέλος του πολέμου, αποδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο την τεράστια δυναμική της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού και της εργατικής — λαϊκής αυτοθυσίας και αυτενέργειας.
Οι προκλήσεις της δεκαετίας του 1950
(με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη)
Τη δεκαετία του 1950, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έφτασε σ’ ένα σημείο καμπής, το οποίο εκφραζόταν τόσο σε μια σειρά από προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού όσο και στην όξυνση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ για το μέλλον της σοσιαλιστικής οικονομίας. Από αυτό το σημείο θα προέκυπτε είτε παραπέρα εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής είτε σημαντική υποχώρησή τους.
Η ζωή έδειξε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική επεξεργασία και δυναμική που θα μπορούσε να προσαρμόσει την κομμουνιστική στρατηγική στις προκλήσεις που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν δεν έγινε κατορθωτό να ερμηνευτούν σωστά. Δεν αναδείχτηκαν ως ενδείξεις της αναγκαιότητας εμβάθυνσης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, ως προϊόν υποκειμενικών αδυναμιών στο σχεδιασμό και στην κατανόηση του χαρακτήρα της σοβιετικής παραγωγής. Αντίθετα, ερμηνεύτηκαν ως εγγενείς αδυναμίες του κεντρικού σχεδιασμού, ενώ υιοθετήθηκε θεωρητικά η αναγωγή του εμπορευματικού νόμου της αξίας σε νόμο που διέπει εν μέρει και την κατανομή της σοσιαλιστικής παραγωγής. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν πιο ακραίες αγοραίες θέσεις, περί «σοσιαλισμού με αγορά».
Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά από οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Λίγα χρόνια μετά, με αφετηρία τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση Κοσίγκιν» (1965), υιοθετήθηκε η αστική κατηγορία του «επιχειρησιακού κέρδους» της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονάδας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζομένων. Πάρθηκαν μια σειρά μέτρων που αδυνάτιζαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό, και στον αντίποδα ενίσχυαν την αγορά και την εμπορευματική κυκλοφορία. Παράλληλα, μέχρι το 1975 όλα τα κρατικά αγροκτήματα, τα σοβχόζ, είχαν περάσει σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Όλα αυτά τα μέτρα οδήγησαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων ατομικού σφετερισμού και ιδιοκτησίας, σχέσεις που ακόμα ήταν απαγορευμένες.
Ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, μεταξύ των εργαζομένων και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος για ν’ ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά μερικά χρόνια αργότερα, η αντεπανάσταση. Το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφαλαίου στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης.
Την ίδια περίπου περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική — λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ «παλλαϊκό κράτος» και το ΚΚΣΕ «παλλαϊκό κόμμα». Αυτές οι θέσεις επέφεραν άμβλυνση και στη συνέχεια μετάλλαξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος. Η οπισθοχώρηση των κομμουνιστικών σχέσεων στην οικονομία εκφράστηκε και στο εποικοδόμημα, με την υποχώρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, με την ενίσχυση της μονιμότητας των στελεχών των Σοβιέτ, με τη σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με τη διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα. Η οπορτουνιστική διάβρωση και ο εκφυλισμός του ΚΚΣΕ σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη εκδηλώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Με όχημα την πολιτική της «περεστρόικα» (που σήμαινε «ανασυγκρότηση» και προπαγανδίστηκε ότι γίνεται στο όνομα του σοσιαλισμού) πέρασαν σε αποφασιστική επίθεση οι δυνάμεις που επιδίωκαν την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το 1987 ψηφίστηκε νόμος που κατοχύρωνε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, με πρόσχημα την πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Η ανάπτυξη της παθητικότητας και της αδιαφορίας που παρατηρήθηκε στο τελευταίο στάδιο των αντεπαναστατικών ανατροπών αντανακλούσε την υποχώρηση της κομμουνιστικής συνείδησης, η οποία στρεβλά απέδιδε στο σοσιαλισμό αρνητικές συνέπειες, που ήταν όμως προϊόν της υποχώρησης, όχι της ανάπτυξής του. Οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα στο ΚΚΣΕ και στην κοινωνία δεν μπόρεσαν έγκαιρα και αποφασιστικά ν’ αντιδράσουν και ν’ αντεπιτεθούν.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση
φωτίζει τις λεωφόρους του μέλλοντος
Οι αντεπαναστατικές ανατροπές της περιόδου 1989 — 1991 δεν αναιρούν το γεγονός ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαινίασε την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό — κομμουνισμό. Όπως και στις προηγούμενες περιόδους κοινωνικών ανατροπών και διαδοχής οικονομικών σχηματισμών, έτσι κι εδώ η επικαιρότητα του «νέου» απορρέει από το βαθμό ανάπτυξης των αντιφάσεων του «παλιού» και από τις υλικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του «καινούργιου». Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού — από την οποία απορρέουν και όλες οι υπόλοιπες — συνίσταται στην αντίθεση ανάμεσα στον ολοένα και πιο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, από τη μία, και την καπιταλιστική (ατομική ή συλλογική — μετοχική) ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της παραγωγής, από την άλλη. Πρόκειται για μια αντίφαση που αναπτύσσεται όλο και περισσότερο όσο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές οξύνθηκε η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, οξύνθηκαν τα φαινόμενα σήψης και παρασιτισμού. Η αναγκαιότητα της ανατροπής του ενισχύθηκε.
Δείτε Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα
Το σταχανοφικό κίνημα
Το ζήτημα της γης στάθηκε ένα από τα πιο καθοριστικά κατά τη διαμόρφωση της επαναστατικής στρατηγικής στη Ρωσία. Η επίσημη κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 μπορεί να έκανε τυπικά τον αγρότη ελεύθερο παραγωγό, δε βελτίωσε όμως ουσιαστικά τη θέση του. Οι αγρότες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν στους ευγενείς-γαιοκτήμονες δισεκατομμύρια ρούβλια ως δικαίωμα εξαγοράς για την «απελευθέρωσή» τους, ενώ αναγκάστηκαν να νοικιάζουν και γη από αυτούς, για να την καλλιεργήσουν. Εκτός από το νοίκι, οι γαιοκτήμονες υποχρέωναν συχνά τους αγρότες να καλλιεργούν δωρεάν ορισμένη έκταση της γης τους.
Στο έδαφος αυτό «η βασική μάζα της αγροτιάς δεν μπορούσε να βελτιώσει το νοικοκυριό της. Σε αυτό βρίσκεται η αιτία της εξαιρετικής καθυστέρησης της αγροτικής οικονομίας στην προεπαναστατική Ρωσία, που προκαλούσε συχνές επιδημίες και λιμούς»1.
Παρά τα υπολείμματα αυτά της φεουδαρχικής οικονομίας, ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν και στο χωριό. Η αγροτιά, η πιο πολυάριθμη τάξη στην προεπαναστατική Ρωσία, διαφοροποιούνταν. Ξεχώριζε ένα στρώμα πλούσιων αγροτών (κουλάκων) που, πλουτίζοντας μέσα και από τη μίσθωση εργατικής δύναμης και γης, μετατρεπόταν σε αστική τάξη του χωριού, σε έναν ακόμα εκμεταλλευτή στο πλάι των ευγενών-γαιοκτημόνων. Μεγάλωναν ταυτόχρονα και οι διαστάσεις της αγροτικής φτωχολογιάς, που καλλιεργούσε ένα ασήμαντο κομματάκι γης, νοίκιαζε το υπόλοιπο και πρόσφερε και την εργατική της δύναμη για μίσθωση2.
Το ταξικό αυτό υπόβαθρο στη ρωσική ύπαιθρο, ο άσβεστος πόθος της μεγάλης μάζας της αγροτιάς για την απόκτηση γης αποτέλεσαν το εύφλεκτο υλικό που τροφοδότησε αμέτρητες εξεγέρσεις ενάντια στους ευγενείς και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του τσαρικού κράτους. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι πολύ έγκαιρα διέβλεψαν τη σημασία του αγροτικού ζητήματος στις συνθήκες του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού στη Ρωσία και διαμόρφωσαν μια στρατηγική γραμμή που είχε ως αναπόσπαστο στοιχείο της την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τις φτωχές μάζες της αγροτιάς, κάτω από την καθοδήγηση της πρώτης.
Το «Διάταγμα για τη Γη», ένα από τα τρία πρώτα διατάγματα της νεογέννητης σοβιετικής εξουσίας στις 26 Οκτώβρη 1917, σφράγισε αυτήν την κοινωνική συμμαχία. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, η ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων πάνω στη γη καταργήθηκε άμεσα δίχως αποζημίωση. Το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη αντικαταστάθηκε από την κρατική παλλαϊκή ιδιοκτησία. Η γη του τσάρου, των ευγενών, των γαιοκτημόνων και των μοναστηριών παραχωρήθηκε δωρεάν για χρήση στους αγρότες. Το διάταγμα αυτό αποτέλεσε το αφετηριακό σημείο μιας σύνθετης και βασανιστικής πορείας ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, πλευρές της οποίας θα παρακολουθήσουμε
Η “πολύχρωμη”
διαστρέβλωση της κολεκτιβοποίησης
Η πολιτική του προλεταριακού κράτους από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920 για την οργάνωση της συλλογικής καλλιέργειας της γης σε μεγάλα αγροκτήματα (κολεκτιβοποίηση) ανταποκρινόταν στις αντικειμενικές συνθήκες της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση την εποχή εκείνη. Ο κατακερματισμός της παραγωγής σε δεκάδες εκατομμύρια ατομικές εκμεταλλεύσεις, ως αποτέλεσμα και του επαναστατικού μέτρου του μοιράσματος της γης που πήρε η Οκτωβριανή Επανάσταση, και το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής της αγροτικής παραγωγής αποτελούσαν τις αντικειμενικές συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει η σοβιετική εξουσία στην ύπαιθρο. Σε αυτό το έδαφος έπρεπε να στερεώσει και να προχωρήσει προς τα μπρος τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά, η οποία, αντικειμενικά λόγω της έστω και περιορισμένης ιδιοκτησίας πάνω σε μέσα παραγωγής, ταλαντευόταν ανάμεσα στις νέες σχέσεις παραγωγής και στην αυταπάτη της ατομικής ανέλιξης και πλουτισμού.
Η ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος, ενσωματώνοντας στην πολιτική της γραμμή και την πείρα από την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στον καπιταλισμό, αντιλαμβανόταν καθαρά ότι η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της γης προϋπέθετε την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Και κάτι τέτοιο μπορούσε να πραγματωθεί είτε μέσα από τον καπιταλιστικό δρόμο, με βιαιότητα απέναντι στη μεγάλη μάζα της αγροτιάς και την τελική απαλλοτρίωσή της προς όφελος της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, είτε μέσα από το σοσιαλιστικό δρόμο, με καταναγκασμό απέναντι στους αγρότες εκμεταλλευτές και εξοβελισμό τους από την παραγωγή, αλλά και με τη συλλογική καλλιέργεια από τους δουλευτές αγρότες.
Η ΝΕΠ και οι αντιφάσεις της
Η εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) από την άνοιξη του 1921 σηματοδότησε μια αναγκαστική προσαρμογή της πολιτικής του εργατικού κράτους. Ο μακρόχρονος εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είχαν καταβαραθρώσει την αγροτική παραγωγή στο μισό της προεπαναστατικής. Μια ανάλογη κατάσταση στη σοσιαλιστική βιομηχανία φανέρωνε την αδυναμία της εργατικής εξουσίας να εξασφαλίσει τότε τον αναγκαίο όγκο προϊόντων για μια άμεση (κομμουνιστική) κατανομή στο χωριό. Τα μέτρα αναγκαστικής παράδοσης των αγροτικών προϊόντων που χαρακτήριζαν την περίοδο του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού» –μια περίοδο όπου κυριαρχούσε «το άμεσα επείγον κι επιτακτικό καθήκον να αποκρούσουμε τον κίνδυνο να μας πνίξουν αμέσως οι γιγάντιες δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού»11– δεν μπορούσαν να συνεχιστούν δίχως να κινδυνεύσει η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά.
Η ΝΕΠ είχε ως συστατικό της στοιχείο την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην πόλη και την ύπαιθρο, κάτω από τον καθοδηγητικό έλεγχο της σοβιετικής εξουσίας. Οι μπολσεβίκοι στις επεξεργασίες τους δε θεωρούσαν τη ΝΕΠ ως κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, ως νομοτελειακό χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά ως μια προσωρινή φάση της που έδινε ένα πολύτιμο χρονικό περιθώριο για την ανάκαμψη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Μόνο μια τέτοια ανάκαμψη θα επέτρεπε στην εργατική εξουσία να δώσει στη μικρομεσαία αγροτιά εκείνη την υλικοτεχνική υποδομή (τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, λιπάσματα κτλ.) που θα την έπειθε, μέσα από την ίδια της την πείρα, να περάσει στο δρόμο της μεγάλης, συλλογικής καλλιέργειας της γης. Οι νομοτελειακές αντιφάσεις της ΝΕΠ και οι κίνδυνοι που αυτή δημιουργούσε για το πισωγύρισμα της επανάστασης δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυθόρμητα, μέσα από τη λειτουργία των νόμων της αγοράς, αλλά απαιτούσαν την ταξική πολιτική του κράτους και το επιδέξιο ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης.
Το 1927 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια αγρότες που δε διέθεταν ούτε άλογο, ούτε άροτρο, ενώ την ίδια στιγμή το 8,4% των αγροκτημάτων (η πλειοψηφία τους ανήκε σε μεσαίους αγρότες) μίσθωναν εργατική δύναμη σε περιστασιακή βάση. Το ποσοστό των κουλάκικων αγροκτημάτων (αγροκτήματα που και μίσθωναν εργατική δύναμη και καλλιεργούσαν επιπλέον μισθωμένη γη) υπολογιζόταν σε 3,7% του συνόλου.
Στο μεταίχμιο της κολεκτιβοποίησης
Μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα χρόνια 1926–1927 σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το πέρασμα της Σοβιετικής Ένωσης από την περίοδο της ανόρθωσης στην περίοδο της αναδιοργάνωσης της βιομηχανίας, αλλά και μια όξυνση της πάλης ανάμεσα στα καπιταλιστικά και τα σοσιαλιστικά στοιχεία της οικονομίας.
Το ζήτημα της σταθερής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά, υπό τον καθοδηγητικό ρόλο της πρώτης, βρισκόταν στο μόνιμο προσανατολισμό της μπολσεβίκικης ηγεσίας.20 Όπως τονίζει ο Στάλιν την άνοιξη του 1926: «Η αγροτιά δεν μπορεί να είναι για την εργατική τάξη ούτε αντικείμενο εκμετάλλευσης, ούτε αποικία. […] Η αγροτιά όμως για μας δεν είναι μόνο αγορά. Είναι και σύμμαχος της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό ακριβώς η ανύψωση της αγροτικής οικονομίας, η μαζική οργάνωση της αγροτιάς σε συνεταιρισμούς, η καλυτέρευση της υλικής της θέσης αποτελεί προϋπόθεση που, χωρίς αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μια κάπως σοβαρή ανάπτυξη της βιομηχανίας μας. […] Φτάνει απλώς να υποσκάψει κανείς την ιδέα της ηγεσίας της εργατικής τάξης, για να μη μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα από τη συμμαχία των εργατών και των αγροτών και να γυρίσουν πίσω στην παλιά φωλιά τους οι κεφαλαιοκράτες και οι τσιφλικάδες».
Οι δυσκολίες που αντικειμενικά γεννούσαν οι αναγκαιότητες της οικοδόμησης στη συγκεκριμένη φάση βρήκαν την αντανάκλασή τους και στις γραμμές του ΠΚΚ (Μπ.). Ξέσπασε μια οξύτατη διαπάλη με έναν «ετερόκλητο» αντιπολιτευτικό, οπορτουνιστικό συνασπισμό (Τρότσκι-Ζινόβιεφ-Κάμενεφ κτλ.)
Το 1926 και μέχρι το φθινόπωρο του 1927 δε φαίνεται να παρουσιάζονται (τουλάχιστον ανοιχτά) προβλήματα στην κρατική συγκέντρωση σιτηρών. Η σοβιετική εξουσία όμως κατανοεί τις εγγενείς αντιφάσεις της ΝΕΠ και συνυπολογίζει στις πολιτικές της αποφάσεις τις ενέργειες και την ισχύ των ταξικά εχθρικών στοιχείων, την προσπάθεια διεκδίκησης από μέρους τους αυτοτελών ταξικών συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στάλιν σε γράμμα του προς τον Μόλοτοφ το Σεπτέμβρη του 1926 τονίζει την ανάγκη να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα ξεσκεπάσματος και δίωξης των «νέπμαν», «που στρογγυλοκάθονται στους προμηθευτικούς και συνεταιριστικούς οργανισμούς» και παραβιάζουν τις οδηγίες της σοβιετικής εξουσίας, «αποσυνθέτοντας ολόκληρο τον οικονομικό και σοβιετικό μηχανισμό».Η αστική και αναθεωρητική κριτική της κολεκτιβοποίησης αρνείται την προσπάθεια υπονόμευσης της σοβιετικής οικονομίας από τους κουλάκους, την επιδίωξη διεκδίκησης των δικών τους ταξικών συμφερόντων στα χρόνια που προηγήθηκαν της κολεκτιβοποίησης
Η κρίση στη συγκέντρωση των σιτηρών
Με δεδομένες τις αντιφάσεις της ΝΕΠ, την πλατιά κυριαρχία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή και την ενισχυμένη επιρροή των κουλάκων, η κρίση που παρουσιάστηκε στη συγκέντρωση σιτηρών στα τέλη του 1927 δε συνιστά κεραυνό εν αιθρία. Οι θρηνωδίες διάφορων αναθεωρητών, που επικεντρώνουν στο ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ανέμενε μια τόσο απότομη όξυνση της κατάστασης32 και που υπονοούν έτσι ότι η κρίση του 1927–1928 θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με πιο επιδέξια μέτρα που δε θα οδηγούσαν στη συμπαγή κολεκτιβοποίηση, αντανακλούν το λιγότερο μια σχηματική αντίληψη της πολιτικής. Η επαναστατική τακτική οφείλει να αναπροσαρμόζεται ταχύτατα στις αναγκαιότητες που γεννά η ζωή και η ταξική πάλη, να πετά στο καλάθι των αχρήστων εκτιμήσεις και μεθόδους που πάλιωσαν και ξεπεράστηκαν. Μανουβράροντας στα μονοπάτια της τακτικής, το επαναστατικό κόμμα κρίνεται από το αν κρατά σταθερό τον μπούσουλα της επαναστατικής στρατηγικής, αν προχωρά προς τα μπρος την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, διατηρώντας τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Έτσι πρέπει να κριθεί και το κόμμα των μπολσεβίκων στη συγκεκριμένη καμπή της Ιστορίας.
Σε οδηγία που στέλνεται εκ μέρους της ΚΕ προς τις Κομματικές Οργανώσεις το Φλεβάρη του 1928, ο Στάλιν σημειώνει ως άμεσες αιτίες της κρίσης στη συγκέντρωση σιτηρών τα εξής39:
- Α) Την παρακράτηση των πλεονασμάτων των σιτηρών από τους κουλάκους, με στόχο την αύξηση των κρατικών τιμών, σε συμπαιγνία με τους ιδιώτες κερδοσκόπους της πόλης. Η στάση τούτη των κουλάκων παράσερνε, λόγω του κύρους τους στο χωριό, και τους μεσαίους αγρότες, δηλαδή τους παραγωγούς της μεγάλης μάζας των εμπορεύσιμων σιτηρών.
- Β) Την προβληματική δουλειά των κρατικών οργανισμών συγκέντρωσης που, κάνοντας κατάχρηση διάφορων πριμοδοτήσεων και προσαυξήσεων, αντί να καταπολεμήσουν την κερδοσκοπία, ανέβαζαν τις τιμές των σιτηρών.
- Γ) Μια σειρά Κομματικές Οργανώσεις στο χωριό, διαστρεβλώνοντας τη γραμμή του Κόμματος, δεν ανέπτυξαν την πάλη ενάντια στους κουλάκους και υποτίμησαν την ανάγκη στήριξης στους φτωχούς αγρότες.
- Δ) Η αυξημένη αγοραστική δύναμη της αγροτιάς από διάφορες πηγές εισοδήματος δεν έβρισκε επαρκή διέξοδο σε βιομηχανικά εμπορεύματα που να διοχετεύονται στο χωριό.40
Η διεύρυνση της κολεκτιβοποίησης
και η εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης
Η Απόφαση της Ολομέλειας του Νοέμβρη: «Σχετικά με τα αποτελέσματα και τα τρέχοντα καθήκοντα της οικοδόμησης κολχόζ»65 αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με την κολεκτιβοποίηση. Επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της παραγωγής των κολχόζ και των σοβχόζ είχε ξεπεράσει όλες τις προβλέψεις του Πλάνου, εντοπίζει τις ακόλουθες σημαντικές δυσκολίες και αδυναμίες στην οικοδόμηση των κολχόζ: «Το χαμηλό επίπεδο της τεχνικής βάσης των κολχόζ, τη λειψή οργάνωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στα κολχόζ, την οξεία έλλειψη στελεχών για τα κολχόζ και τη σχεδόν παντελή απουσία των αναγκαίων ειδικών, τη νοσηρή κοινωνική σύνθεση ενός μέρους των κολχόζ, τη μη προσαρμογή των μορφών καθοδήγησης στο εύρος του κολχόζνικου κινήματος, αλλά και την υστέρησή της σε σχέση με τους ρυθμούς και την έκταση του κινήματος και, συχνά, την ανεπάρκεια των διευθυντικών οργάνων του κολχόζνικου κινήματος».
Η Απόφαση διαβλέπει την αναγκαιότητα –σε συνθήκες όπου υπήρχε ακόμα «οξεία έλλειψη» τρακτέρ και σύνθετου μηχανολογικού εξοπλισμού– να προχωρήσει η οικοδόμηση κολχόζ με διάφορους τρόπους και μορφές: Με την οργάνωση της κοινής χρήσης των σύνθετων μηχανών και των τρακτέρ από τα μικρά κολχόζ, με την ενοποίηση μικρών κολχόζ για την από κοινού οικοδόμηση επιχειρήσεων, στόλων τρακτέρ και μεγάλης κλίμακας μηχανολογικών σταθμών κτλ. Οι μορφές αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πόλος έλξης για τους αγρότες που δεν είχαν μπει ακόμα στα κολχόζ. Η δεύτερη Απόφαση71 ξεχώριζε 3 κατηγορίες κουλάκων: Τους ενεργούς αντεπαναστάτες, τους πιο εύπορους κουλάκους και την (πολυπληθέστερη) μερίδα που μπορούσαν να παραμείνουν στην ευρύτερη περιοχή τους (φυσικά ως απλοί αγρότες-καλλιεργητές και όχι ως κουλάκοι). Προσδιοριζόταν ότι τα κουλάκικα αγροκτήματα όλων των κατηγοριών δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το 3–5% στις σιτοπαραγωγικές περιοχές και το 2–3% στις υπόλοιπες. Προβλεπόταν διαφορετική αντιμετώπιση των 3 κατηγοριών, όσον αφορούσε τη δήμευση των μέσων παραγωγής και άλλων περιουσιακών τους στοιχείων, τους τόπους μετακίνησής τους κτλ.
Μαζί με την παραπάνω Απόφαση για τους κουλάκους, στάλθηκε και τηλεγράφημα στις Κομματικές Οργανώσεις με την ακόλουθη αυστηρή υπόμνηση: «Λάβαμε πληροφορίες από το τοπικό επίπεδο που δείχνουν ότι σε ορισμένες περιοχές οι Οργανώσεις έχουν εγκαταλείψει την καμπάνια κολεκτιβοποίησης κι έχουν επικεντρώσει όλες τις προσπάθειές τους στην αποκουλακοποίηση. Η ΚΕ κάνει καθαρό ότι μια τέτοια πολιτική είναι ριζικά λανθασμένη. Η πολιτική του Κόμματος δε συνίσταται απλά στην αποκουλακοποίηση, αλλά στην ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος, αποτέλεσμα του οποίου είναι και η αποκουλακοποίηση. Η ΚΕ απαιτεί να μη διεξάγεται η αποκουλακοποίηση αποσυνδεμένα από την ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος, έτσι ώστε το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί στην οικοδόμηση νέων κολχόζ…»
Η μέθοδος “Ουραλίων – Σιβηρίας”
Κεντρικό στοιχείο της αστικής και οπορτουνιστικής κριτικής στην κολεκτιβοποίηση είναι ο ισχυρισμός ότι αποτελούσε μια διαδικασία βίαιης, καταναγκαστικής καθυπόταξης του συνόλου της αγροτιάς στους δήθεν ουτοπικούς σχεδιασμούς της σοβιετικής εξουσίας. Η κριτική αυτή είναι προσχηματική, γιατί στην πραγματικότητα απορρίπτει συνολικά τη δυνατότητα κατάργησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων και ξεπεράσματος των εμπορευματοχρηματικών ανταλλαγών στην οικονομία. Καλυπτόμενη πίσω από ένα δήθεν ουδέτερο, τεχνοκρατικό μανδύα, εστιάζει στις μορφές που έλαβε η ταξική πάλη, προκειμένου να εμποδίσει τη συνειδητοποίηση από τα εργατικά, λαϊκά στρώματα του γεγονότος ότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας δίχως εκμετάλλευση, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, συνιστά μια σύνθετη διαδικασία, με συγκρούσεις με τον ταξικό αντίπαλο, με ελιγμούς, αλλά και αποφασιστικές αντεπιθέσεις.
Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση περιείχε και το στοιχείο της δυναμικής επιβολής από μεριάς της εργατικής εξουσίας. Η επιβολή και ο καταναγκασμός όμως είχαν αποδέκτη το ολιγάριθμο σχετικά στρώμα των κουλάκων, των πλούσιων δηλαδή καλλιεργητών που, μισθώνοντας εργατική δύναμη και νοικιάζοντας γη και άλλα μέσα παραγωγής, εκμεταλλεύονταν άγρια τη μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς. Όπως τονίζει και ο Στάλιν στην Ολομέλεια της ΚΕ του Ιούλη του 1928, το γεγονός ότι η εργατική εξουσία δεν έχει συμφέρον να πάρει η ταξική πάλη μορφές εμφύλιου πολέμου «δε σημαίνει καθόλου ότι μ’ αυτόν τον τρόπο καταργήθηκε η ταξική πάλη ή ότι δε θα οξύνεται […] δε σημαίνει ότι η ταξική πάλη δεν είναι η αποφασιστική δύναμη της κίνησής μας προς τα μπρος»9
Στο ξετύλιγμα της κολεκτιβοποίησης που παρακολουθήσαμε παραπάνω κατά την πρώτη φάση της κρίσης των σιτηρών (1927–1928), εφαρμόστηκαν μια σειρά έκτακτα μέτρα καταναγκασμού για τη συλλογή των σιτηρών με πολύ συγκεκριμένους αποδέκτες (π.χ. η εφαρμογή του άρθρου 107 του Ποινικού Κώδικα ενάντια στους κερδοσκόπους –με ποινές φυλάκισης έως 3 χρόνια και δήμευση περιουσίας για «κακόβουλη ύψωση των τιμών διαμέσου αγοράς, απόκρυψης ή άρνησης πώλησης αγαθών στην αγορά»). Τα έκτακτα αυτά μέτρα πάρθηκαν στις αρχές του 1928 κι εγκαταλείφθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή τον Ιούλη του 1928. Στη συνέχεια εφαρμόστηκαν διάφορα πρωτοποριακά μέτρα, σχεδιασμένα να μεγιστοποιήσουν τη λεγόμενη «κοινωνική επιρροή» των εργατών γης, των μικρών αγροτών και των μεσαίων αγροτών στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής «επίθεσης ενάντια στους κουλάκους». Συνεχείς είναι το διάστημα αυτό οι παρεμβάσεις της μπολσεβίκικης ηγεσίας στα διάφορα κομματικά σώματα και οι οδηγίες προς τις τοπικές αρχές προκειμένου να αποφευχθούν οι όποιες αυθαιρεσίες στην αντιμετώπιση των μεσαίων αγροτών, η πιθανή ταύτισή τους από τους τοπικούς κρατικούς μηχανισμούς με τους κουλάκους, με την πρόφαση εκπλήρωσης των πλάνων συγκέντρωσης σιτηρών. Η μέθοδος Ουραλίων-Σιβηρίας συνδυάζει την μπολσεβίκικη ταξική πολιτική (διατήρηση και δυνάμωμα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά) με οργανωτικές μορφές που έλκουν την καταγωγή τους από την παραδοσιακή αγροτική κοινότητα (τη σύναξη-συνέλευση, сход — της κοινότητας, την αρχή της αυτοφορολόγησης και του στοχευμένου μοιράσματος του φόρου στα μέλη της κοινότητας). Ο καταναγκασμός αυτής της μεθόδου δεν επιβάλλεται απλά από τα πάνω, αλλά θωρακίζεται και βρίσκει κοινωνικά στηρίγματα στο εσωτερικό των χωριών /κοινοτήτων. Η μέθοδος «Ουραλίων-Σιβηρίας» συστηματοποιήθηκε παραπέρα με Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στις 29.7.1929. Βοήθησε στην εκτίναξη της κρατικής συγκέντρωσης σιτηρών από 10,8 εκ. τόνους το 1928/1929 στους 16,1 εκ. τόνους το 1929/1930. Μπορεί να ιδωθεί ως ένα πανίσχυρο οργανωτικό εργαλείο που, με τη στήριξη που εξασφάλιζε μέσα στις μάζες της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς, βοήθησε στην επιτάχυνση των ρυθμών κολεκτιβοποίησης και στην αποκουλακοποίηση.
Ορισμένα συμπεράσματα
Η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 συνιστά ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, «μια βαθύτατη επαναστατική ανατροπή, ένα άλμα από την παλιά ποιοτική κατάσταση της κοινωνίας σε μια νέα ποιοτική κατάσταση». Η σοβιετική εξουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με εξαιρετικά σύνθετες αντικειμενικές δυσκολίες: Τον κατακερματισμό της αγροτικής παραγωγής σε μικρούς κλήρους, την τεράστια καθυστέρηση στη χρησιμοποίηση προηγμένης τεχνικής, την αναιμική ακόμα ανάπτυξη της βιομηχανίας, την αντοχή της οικονομικής ισχύος των κουλάκων, στο έδαφος της ΝΕΠ, και της δυνατότητάς τους να επηρεάζουν και τμήματα της μεσαίας αγροτιάς.
Η πολιτική του μπολσεβίκικου κόμματος την περίοδο αυτή εκφράζει τη συνειδητή προσπάθεια της εργατικής εξουσίας να επιλύσει προωθητικά τη βασική αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (της παραγωγικότητας της εργασίας στην ύπαιθρο, της ποσότητας των εμπορεύσιμων σιτηρών, άρα και των δυνατοτήτων για βιομηχανική ανάπτυξη) φρενάρεται από τις υπάρχουσες μικροεμπορευματικές σχέσεις παραγωγής.
Η διατήρηση και ισχυροποίηση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη βασική μάζα της αγροτιάς συνιστούσε θεμελιακό ζητούμενο της συγκεκριμένης πολιτικής. Η κοινωνική αυτή συμμαχία στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δε στηρίζεται μόνο σε μια ιδεολογική συμφωνία για την αναγκαιότητα πάλης ενάντια σε κοινούς ταξικούς αντιπάλους. Θεμελιώνεται πρώτα και κύρια στα υλικά συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων, όπως αυτά διαμορφώνονται, εξελίσσονται και κατανοούνται στο έδαφος που δημιουργεί η ανατροπή της αστικής εξουσίας. Έτσι, η πολιτική του προλεταριακού κράτους οφείλει να σταθμίζει, σε κάθε δεδομένη συγκυρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα ιδιαίτερα υλικά συμφέροντα της μικρής και μεσαίας αγροτιάς, όπως αυτά συνειδητοποιούνται από τον ίδιο τον κοινωνικό σύμμαχο και όχι όπως αυτά γίνονται αντιληπτά από την κοινωνικά πρωτοπόρα τάξη. Στις συνθήκες της Σοβιετικής Ένωσης του τέλους της δεκαετίας του 1920, αυτό σήμαινε να λαμβάνεται υπόψη η μακρόχρονη πρόσδεση της αγροτιάς στις αντιλήψεις της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και της εμπορευματικής ανταλλαγής ενός μέρους τουλάχιστον της παραγωγής της με την πόλη. Φυσικά «μια τέτοια συμμαχία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς πάλη ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία της αγροτιάς, χωρίς πάλη ενάντια στους κουλάκους».
Από την άλλη πλευρά της κοινωνικής συμμαχίας βέβαια, τα ιδιαίτερα συμφέροντα της εργατικής τάξης επέβαλλαν, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, τόσο μια ταχεία εκβιομηχάνιση, όσο και μια γρήγορη προώθηση της συλλογικής καλλιέργειας της γης, που μόνο αυτή, με το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας στα συλλογικά νοικοκυριά, μπορούσε να εξασφαλίσει μια επαρκή τροφοδοσία των πόλεων με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Η σοβιετική εξουσία κρινόταν από την ικανότητά της να βρει τη «χρυσή τομή», τη μορφή εκείνη οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής που, βαθαίνοντας τις νέες σχέσεις παραγωγής, θα συμβάδιζε και με το χαμηλό ακόμα επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο και με τη διατήρηση σε κάποιο βαθμό των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Είναι καθαρό ότι, στις δεδομένες συνθήκες, η μορφή αυτή δεν μπορούσε παρά να χαρακτηρίζεται από ισχυρές αντιφάσεις, που εκφράστηκαν με διάφορους τρόπους τα επόμενα χρόνια. Σήμερα διαθέτουμε πλουσιότερη ιστορική πείρα για να μελετήσουμε και να κρίνουμε το πώς η προλεταριακή εξουσία μπορεί να αντιμετωπίζει πιο έγκαιρα και πιο αποφασιστικά τέτοιες αντιφάσεις.
Αποτυπώνει όμως η πολιτική αυτή και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της επαναστατικής τακτικής που επέβαλλαν μια γρήγορη αναπροσαρμογή των μεθόδων και των ρυθμών της κολεκτιβοποίησης, με βάση τη δράση των ταξικά εχθρικών στοιχείων (κουλάκοι και άλλα στοιχεία που ανδρώθηκαν στο έδαφος της ΝΕΠ στη σφαίρα του εμπορίου). Η κρίση στη συγκέντρωση σιτηρών το 1928 και η υπονόμευση της συγκέντρωσης από τους κουλάκους δρα ως το καμπανάκι για την επιτάχυνση των ρυθμών της κολεκτιβοποίησης. Όπως λέγεται τον Ιούνη του 1929: «Αν δεν υπήρχαν οι δυσκολίες με τα σιτηρά, το ζήτημα των ισχυρών κολχόζ και των ΜΤΣ δε θα είχε τεθεί ακριβώς τη στιγμή αυτή με τέτοια ένταση, πλάτος και στόχευση. Φυσικά, θα είχαμε αναπόφευκτα αναγκαστεί να αντιμετωπίσουμε αυτό το καθήκον κάποια στιγμή, αλλά πρόκειται για ζήτημα επιλογής της χρονικής στιγμής».
Η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας δεν αποτελεί επομένως ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που εφαρμόζεται έξω από χρόνο και χώρο. Διαμορφώνεται στη βάση των εξελισσόμενων ιστορικών συνθηκών, των νέων προβλημάτων και καθηκόντων που θέτει η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Θεμελιώνεται στη –στέρεα την περίοδο εκείνη– στρατηγική αντίληψη ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση πρέπει να αποτελεί μια διαδικασία σταθερού βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και περιορισμού των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και των κινδύνων που αυτές εγκυμονούν για ένα αντεπαναστατικό πισωγύρισμα. Πάνω σε αυτό το έδαφος γίνεται οξυμένη και πολύπλευρη διαπάλη στις γραμμές του Κόμματος μεταξύ της επαναστατικής πτέρυγας και διάφορων οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Από τη μια μεριά, με τις τροτσκιστικές αντιλήψεις που, υποτιμώντας τις δυνατότητες επαναστατικής συμπόρευσης της εργατικής τάξης με τις βασικές μάζες της αγροτιάς και υπερτιμώντας την καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ένωση, αρνούνταν τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα ή πρόβαλλαν (όπως ο Πρεομπραζένσκι) μια εκβιομηχάνιση σε βάρος της αγροτιάς, δίχως μια παράλληλη ανάπτυξη της συλλογικής καλλιέργειας της γης. Από την άλλη, με τις αντιλήψεις της δεξιάς παρέκκλισης που έθετε τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής ως κεντρικά στοιχεία της ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα.
Σε τελική ανάλυση, όλες οι οπορτουνιστικές αυτές αντιλήψεις, παρά το φαινομενικά αντιδιαμετρικό ιδεολογικό μανδύα τους, αντανακλούσαν τη μικροαστική πίεση στις γραμμές του Κόμματος. Αυτό εξηγεί και το γιατί οι φυσικοί φορείς τους συνέπλευσαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 σε μια πολιτική περιορισμού των ρυθμών εκβιομηχάνισης και κολεκτιβοποίησης και σε ένα συμβιβασμό με τους μηχανισμούς της αγοράς.
Στο έδαφος της συλλογικής καλλιέργειας της γης και της πανκοινωνικής ιδιοκτησίας πάνω στα βασικά μέσα παραγωγής στην ύπαιθρο (γη, μεγάλα μηχανικά μέσα υπό τη διαχείριση των ΜΤΣ), η κολεκτιβοποίηση βάθυνε τις νέες σχέσεις παραγωγής στην ύπαιθρο. Έλυσε το διάστημα εκείνο βασικά ζητήματα εφοδιασμού της εργατικής τάξης στις πόλεις, πράγμα που συνιστούσε καθοριστικό παράγοντα εδραίωσης της εργατικής εξουσίας. Αναπτύσσοντας την παραγωγικότητα στην ύπαιθρο, απελευθέρωσε εργατικά χέρια που πύκνωσαν τις γραμμές της εργατικής τάξης και ώθησαν προς τα μπρος την εκβιομηχάνιση. Με την εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης ακυρώθηκαν οι σχεδιασμοί των ταξικά εχθρικών στοιχείων για σταδιακή διολίσθηση της σοβιετικής εξουσίας στο δρόμο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Το τσάκισμα του κουλάκικου στοιχείου αποδείχτηκε καθοριστικό λίγα χρόνια αργότερα, στα χρόνια του πολέμου, καθώς αποστέρησε (σε σημαντικό βαθμό) την κοινωνική βάση της πέμπτης φάλαγγας που συνεργάστηκε με τον κατακτητή, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια των μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού.
Όπως κάθε ριζικό μέτρο σε μια επαναστατική διαδικασία, η κολεκτιβοποίηση δεν μπορούσε να μη συνταράξει συθέμελα όλες τις οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές της πρότερης κατάστασης. Έτσι, για τη μεσαία αγροτιά, που συνιστούσε τη μεγάλη μάζα του αγροτικού στοιχείου στις παραμονές της κολεκτιβοποίησης, η ένταξη στα κολχόζ και η συλλογική καλλιέργεια της γης σηματοδοτούσε μια ρήξη με τις παγιωμένες αντιλήψεις της μικροϊδιοκτησίας που είχαν ενισχυθεί με το μοίρασμα της χρήσης γης από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το βάθος αυτής της ρήξης, που δεν μπορούσε να προχωρήσει στη ζωή με τη βία, αλλά πρώτα και κύρια με την πειθώ, εξηγεί και τα σκαμπανεβάσματα στην πορεία της κολεκτιβοποίησης και την αναγκαιότητα διόρθωσης των λαθών το 1930 («Ίλιγγος από τις επιτυχίες»).
Όπως εξηγεί ο Στάλιν στην Ολομέλεια της ΚΕ το Νοέμβρη του 1929: «Θα ήταν λάθος να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, έχοντας κολχόζ, έχουμε και σοσιαλισμό στα κολχόζ. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Το ξαναδούλεμα της αγροτιάς μόλις τώρα αρχίζει στη βάση των κολχόζ».
Παρόλο που η κολεκτιβοποίηση βάθυνε τις σχέσεις παραγωγής στην ύπαιθρο και βοήθησε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η διατήρηση εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και μικρών ατομικών κομματιών γης από τους κολχόζνικους αγρότες σηματοδοτούσε τη διατήρηση πολλαπλών μορφών ιδιοκτησίας στην ΕΣΣΔ. Τα κολχόζ συνιστούσαν μορφή ομαδικής ιδιοκτησίας, με διατήρηση και στοιχείων ατομικής ιδιοκτησίας. Δε συνιστούσαν όμως άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία.
Οι νομοτελειακές αντιφάσεις που προέκυπταν από αυτό θα αρχίσουν να απασχολούν τη σοβιετική ηγεσία αρκετά χρόνια μετά, στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1940. Συνοψίζοντας μια εκτεταμένη συζήτηση που γίνεται τότε στις γραμμές του Κόμματος και των κρατικών οργάνων, ο Στάλιν τονίζει: «Το καθήκον των καθοδηγητικών οργάνων συνίσταται στο να εξακριβώνουν έγκαιρα τις αυξανόμενες αντιθέσεις και έγκαιρα να παίρνουν μέτρα για την καταπολέμησή τους, μέσω της προσαρμογής των σχέσεων παραγωγής στο ύψος των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό αφορά πρώτα απ’ όλα τέτοια οικονομικά φαινόμενα, σαν την ομαδική κολεκτιβίστικη ιδιοκτησία και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων […] Το καθήκον μας είναι να εξαλείψουμε αυτές τις αντιθέσεις, μέσω της βαθμιαίας μετατροπής της ιδιοκτησίας των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία και της εισαγωγής της ανταλλαγής των προϊόντων –επίσης βαθμιαία– αντί της εμπορευματικής κυκλοφορίας».
Οι ξεκάθαρες αυτές υπομνήσεις για την αναγκαία πολιτική βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής παραβιάστηκαν μετά από την οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Απόλυτα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της στροφής ήταν η διάλυση των ΜΤΣ το 1958 και η πώληση των μέσων παραγωγής τους (τρακτέρ, αλωνιστικές μηχανές κλπ.) στα κολχόζ. Οι ΜΤΣ είχαν θεωρηθεί σωστά ως αγκωνάρι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ύπαιθρο και ο Στάλιν στο παραπάνω έργο του απορρίπτει εμπεριστατωμένα τις αντιλήψεις μιας σειράς Σοβιετικών οικονομικών στελεχών για το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία των κολχόζ.
Η πείρα της πολιτικής της κολεκτιβοποίησης σε όλα τα παραπάνω ζητήματα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για το επαναστατικό κίνημα, όχι μόνο από τη σκοπιά της αναγκαίας υπεράσπισης της ιστορικής μας κληρονομιάς από τις συκοφαντίες του ταξικού αντίπαλου. Φυσικά σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι σημαντικά διαφορετικές από αυτές στην προεπαναστατική Ρωσία ή στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1920. Η σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού, παρά τα νομοτελειακά φαινόμενα παρασιτισμού που χαρακτηρίζουν το εκμεταλλευτικό σύστημα, εξασφαλίζει μια βιομηχανική παραγωγική βάση που θα μπορεί να τροφοδοτήσει με πολύ μεγαλύτερη επάρκεια τις ανάγκες της εκμηχανισμένης και συλλογικά οργανωμένης μεγάλης αγροτικής παραγωγής. Η αγροτιά συνιστά ένα συντριπτικά μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού. Επιπλέον, όπως τονίζεται και στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ: «Η ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή της γης. Οι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα εργάζονται στις σοσιαλιστικές μονάδες αγροτικής, γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, την αλλαγή χρήσης κι εμπορευματοποίησή της από τους ατομικούς ή συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς». Η ύπαρξη όμως αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών και διάθεσης μέρους της παραγωγής τους μέσω εμπορευματοχρηματικών σχέσεων θέτει αναγκαστικά στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος προβλήματα και κινδύνους ανάλογα με αυτά που αντιμετώπισαν πριν 90 χρόνια οι μπολσεβίκοι. Σε μας εναπόκειται να φανούμε αντάξιοι συνεχιστές τους, ενσωματώνοντας όλη την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Περισσότερα και ευρεία βιβλιογραφία εδώ
δείτε ΚΟΜΕΠ Σοσιαλισμός