Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ευγενία Γκιόκα: Ειρήνη ή Αïρίν

Ήταν η δεύ­τε­ρη φορά που την έβλε­πε. Η Μυρ­σί­νη την είχε προ­σέ­ξει, πώς αλλιώς άλλω­στε; στο χωριό όλοι γνω­ρί­ζο­νταν και αυτή τη μικρού­λα δεν την είχε ξανα­δεί. Και πάλι στο ίδιο σημείο, έξω από το σπί­τι τους, στη μάντρα τους. Καθι­σμέ­νη κατά­χα­μα έπαι­ζε με τα χώμα­τα. Τα ματά­κια της την είχαν μαγέ­ψει, ίδια στο χρώ­μα του μελιού, και τα κατά­μαυ­ρα μακριά μαλ­λιά της, πια­σμέ­να πλε­ξού­δα. Θα ήταν, δεν θα ήταν, επτά, λίγο μικρό­τε­ρή της, σκέ­φτη­κε. Μόλις την αντι­λή­φθη­κε η μικρού­λα, έγει­ρε τα ματά­κια της στο χώμα, έτσι είχε κάνει και την πρώ­τη φορά. Ήταν η ώρα που γύρι­ζε η Μυρ­σί­νη από το μπά­σκετ. Η για­γιά Βγε­νιώ είχε προ­βά­λει στην εξώ­πορ­τα. Στα χέρια της κρα­τού­σε δύο αυγό-φέτες. Πώς το κατα­φέρ­νει κάθε φορά η για­γιά; Όπο­τε και να γυρ­νού­σε στο σπί­τι από το σχο­λείο, το γήπε­δο, το ωδείο, ότι ώρα και να ήταν, την έβρι­σκε εκεί να την περι­μέ­νει, πάντα με μια λιχου­διά, που η Μυρ­σί­νη άρπα­ζε παι­χνι­διά­ρι­κα και έτρε­χε. Ήταν το παι­χνί­δι τους, άλλο­τε μια σοκο­λά­τα, ή μια αυγό-φέτα ή ένα κομ­μά­τι κέικ, κάτι να τη γλυκάνει.

«Πώς σε λένε;», την πλησίασε.

Η μικρού­λα σήκω­σε τα μάτια, την κοί­τα­ξε, και χωρίς να πει λέξη, σα σίφου­νας, έβα­λε όλη της τη δύνα­μη και εξα­φα­νί­στη­κε. Για­γιά και εγγο­νή έμει­ναν να την κοι­τούν άφω­νες. Η Μυρ­σί­νη «έκλε­ψε» την μία αυγό-φέτα από το χέρι της για­γιάς και εξα­φα­νί­στη­κε και αυτή. Όταν η για­γιά μπή­κε πίσω της στο σπί­τι, άφη­σε την αυγό-φέτα που είχε περισ­σέ­ψει στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας και συνέ­χι­σε το τηγά­νι­σμα, που είχε αφή­σει στη μέση. Είχε καλο­και­ριά­σει για τα καλά, ο κήπος τους ήταν φορ­τω­μέ­νος. Κολο­κυ­θά­κια, μελι­τζά­νες και πατά­τες, της είχε ζητή­σει η Μυρσίνη.

Είχε βρα­διά­σει πια όταν η αυλή φωτί­στη­κε από τα φώτα του αυτο­κι­νή­του της μαμάς. Η Μυρ­σί­νη ήταν στο μπά­νιο, «δόντια και ύπνο», της επα­να­λάμ­βα­νε κάθε βρά­δυ η για­γιά. Είχαν πάλι αργή­σει να επι­στρέ­ψουν. Ο μπα­μπάς έλε­γε για έναν και­νούρ­γιο πελά­τη, που τους καθυ­στέ­ρη­σε στο γραφείο.

Η Μυρ­σί­νη έτρε­ξε κοντά τους. «Να σας πω;» Ήθε­λε να τους πει για το κορι­τσά­κι, όλο αυτό σκε­φτό­ταν. Είχε βάλει και τη για­γιά να της υπο­σχε­θεί, πως θα έψα­χναν να τη βρουν. «Πόσο μακριά μαλ­λιά είχε, πρέ­πει να ντρά­πη­κε που της μίλη­σα, δεν ήθε­λα να φύγει».

«Είναι το τελευ­ταίο μοντέ­λο», τη διέ­κο­ψε ο μπα­μπάς της.

«Μονα­δι­κό στο νησί», συνέ­χι­σε η μαμά της. Της είχαν φέρει και­νούρ­γιο τάμπλετ. Η Μυρ­σί­νη σήκω­σε τα μάτια, έκα­νε να συνε­χί­σει. Ήθε­λε να τους πει και άλλα για την Αϊσέ, έτσι την είχαν «βαφτί­σει» με τη για­γιά, αφού δεν τους είχε πει το όνο­μά της. Ο μπα­μπάς της έβγα­ζε τα παπού­τσια του στο χολ, κι η μαμά μιλού­σε στο κινη­τό. Ήταν ο πελά­της, που λέγα­νε στη για­γιά μπαί­νο­ντας. Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια, να τες πάλι οι βρυ­σού­λες, σκέ­φτη­κε και μεμιάς θύμω­σε, αυτές οι βρυ­σού­λες που ανοί­γουν όπο­τε θέλουν, και με ντρο­πιά­ζουν. Το τρε­χα­λη­τό… σαν της μικρού­λας, θα τη γλύ­τω­νε από τη ντρο­πή. Έκα­νε ένα σάλ­το και χάθη­κε στο διά­δρο­μο για το δωμά­τιο της. «Το δώρο σου», άκου­σε τη μαμά πίσω της. Θα απο­γοη­τεύ­τη­καν, σκέ­φτη­κε, αλλά δεν την ένοια­ζε, έτσι κι αλλιώς έχω τόσα παιχνίδια…

Όταν η για­γιά πήγε να την σκε­πά­σει, είχε ήδη απο­κοι­μη­θεί. Να ξυπνή­σω νωρίς, είχε σκε­φτεί και σφά­λι­σε τα μάτια της στο λεπτό. Η για­γιά κρα­τού­σε τις υπο­σχέ­σεις της, θα πήγαι­ναν να την ψάξουν, έπρε­πε να ξεκι­νή­σουν νωρί­τε­ρα για το σχολείο.

«Μη νοιά­ζε­σαι αστε­ρά­κι μου», της είπε η για­γιά, «θα τη βρού­με, ίσως και εκεί­νη ξανάρ­θει». Όπως τότε που είχε χάσει το Ρεντ, το σκυ­λά­κι της. Λιώ­σα­νε τα πόδια της για­γιάς, εκεί­νη ήτα­νε μικρού­λα και δε μπο­ρού­σε να την ακο­λου­θή­σει στα ψαξί­μα­τα. Εντέ­λει το είχε βρει το σκυ­λά­κι, είχαν περά­σει μέρες και κόντευε να το ξεχά­σει, όμως η για­γιά το βρή­κε και το έφε­ρε πίσω. Ο μπα­μπάς, της είχε αγο­ρά­σει άλλο, μετά το επέ­στρε­ψε πίσω το και­νούρ­γιο σκυ­λά­κι. Είχε θυμώ­σει τότε, τα ήθε­λε και τα δύο, τα αγα­πού­σε. Η για­γιά ήταν και τότε με το μέρος της, «ανά­θε­μα τα τάλα­ρα» είχε πει.

Στο σχο­λείο όλη μέρα ήταν «απού­σα». Η δασκά­λα της είχε απο­ρή­σει, δεν το συνή­θι­ζε, η Μυρ­σί­νη ήταν πάντα προ­σε­κτι­κή και συμ­με­τεί­χε στο μάθη­μα, στο τέλος είχε εκνευ­ρι­στεί κιό­λας. «Πώς ονο­μά­ζο­νται τα παρά­λια της γει­το­νι­κής χώρας, απέ­να­ντι από το νησί μας;», είχε ρωτή­σει. «Αϊσέ», πετά­χτη­κε εκεί­νη. Τα γέλια των συμ­μα­θη­τών της, και οι φλο­γί­τσες στα μάτια της δασκά­λας της, είχαν κάνει τη Μυρ­σί­νη κατα­κόκ­κι­νη από τη ντρο­πή της. Το μεση­μέ­ρι γυρ­νώ­ντας από το σχο­λείο έψα­χνε σε όλο το δρό­μο. Σα να άνοι­ξε ο τόπος και την είχε κατα­πιεί. Η μικρού­λα, που­θε­νά. Είχε λοξο­δρο­μή­σει κιό­λας, αν το μάθαι­ναν οι γονείς της… της είχαν πει ποτέ να μην απο­μα­κρύ­νε­ται από το σπί­τι. Όταν είχε χάσει το σκυ­λά­κι της, για μέρες, έβα­ζε ένα πιά­το με φαγη­τό έξω από την πόρ­τα τους, να του μυρί­σει. Να αφή­σω μια σοκο­λά­τα στη μάντρα; Σίγου­ρα θα άρε­σε στο κορι­τσά­κι, ίσως να πει­νά­ει κιόλας…

«Είναι μια οικο­γέ­νεια που μένει στο παρα­τη­μέ­νο, της κυρά Πολυ­ξέ­νης, είναι από αυτούς που μάζε­ψαν από τις βάρ­κες…, θα πάμε» της είπε η γιαγιά.

Σαν την κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μόνο που είχε και τη για­γιά μαζί της. Σε ένα καλα­θά­κι, η για­γιά έβα­λε αυγό-φέτες, σοκο­λά­τες, δύο μπου­κα­λά­κια νερό, και λου­λού­δια από τον κήπο τους. Σε όλο το δρό­μο η Μυρ­σί­νη έκα­νε σχέ­δια, είχε πάρει και μαρ­κα­δό­ρους και χαρ­τιά για να ζωγρα­φί­σουν, και το και­νούρ­γιο τάμπλετ, θα της το δώρι­ζε. Όταν η θεία της είχε γεν­νή­σει τον εξά­δελ­φό της, την πρώ­τη φορά που τον είδε, ημε­ρών ακό­μα, είχε κρύ­ψει στην τσέ­πη της ένα παγου­ρί­νο με γάλα για να τον ταΐ­σει. Ακό­μη θυμά­ται τον πανι­κό στα μάτια της θεί­ας της. Πού να βρει πρί­ζα η Αϊσέ για το τάμπλετ; σκέ­φτη­κε ξαφ­νι­κά και την έπια­σε απελπισία.

Αχ και να την βρί­σκα­με, θα παί­ζα­με, θα ζωγρα­φί­ζα­με, και μετά θα ζήτα­γα από τη για­γιά να την πάρου­με σπί­τι, να είχα μια παρέα, παρα­κά­λα­γε μέσα της σε όλο το δρό­μο. Πόσες φορές είχε παρα­κα­λέ­σει τη μαμά και τον μπα­μπά της… Θέλω να έχω και εγώ μια αδερ­φή. Η για­γιά τότε για να την παρη­γο­ρή­σει έλε­γε: «δε σου φτά­νει η δική μου παρέα αστε­ρά­κι μου;» και τί να της πει; ότι δε μπο­ρούν να παί­ζουν μαζί κου­τσό; ή δεν μπο­ρείς για­γιά να παί­ζεις το σκοι­νά­κι; Η για­γιά ήταν ότι πολυ­τι­μό­τε­ρο για αυτήν. Ο μπα­μπάς και η μαμά της όλη μέρα ήταν στο γρα­φείο. Αυτό το γρα­φείο η Μυρ­σί­νη το είχε μισή­σει. Και στο σπί­τι που έρχο­νταν, για υπο­θέ­σεις ‑όπως έλε­γαν- του γρα­φεί­ου δού­λευαν. Και ούτε για μπά­νιο στη θάλασ­σα πήγαι­ναν ποτέ. Και μήπως στις κού­νιες; όλο με τη για­γιά πήγαι­νε. Μια συμ­μα­θή­τριά της, της είχε πει να ζητή­σει από τη μαμά της να πηγαί­νουν μαζί στην εκκλη­σία. Τις Κυρια­κές δεν επι­τρέ­πε­ται να δουλεύουν!

«Κάποιος το μήνυ­σε, το σφύ­ρι­ξε κρυ­φά, στον Αστυ­νό­μο, και τους μάζε­ψε», είπε η κυρά Πολυ­ξέ­νη. Ταρά­χτη­κε η για­γιά. Ούτε που κατά­λα­βε για­τί την έσφι­ξε πάνω της και τη φίλη­σε κιό­λας. Η Μυρ­σί­νη τρα­βή­χτη­κε λίγο, σήκω­σε το κεφά­λι να δει τα μάτια της για­γιάς και την τρά­βη­ξε από το χέρι για να φύγουν. Δεν είχε καλο­κα­τα­λά­βει τα λόγια της κυρά Πολυ­ξέ­νης, νόμι­σε πως ήταν αλλού. Έπρε­πε να βια­στούν, μη τους μαζέ­ψουν κι από εκεί.

«Πονέ­σα­νε τα πόδια μου, αύριο πάλι» της έσφι­ξε το χέρι η για­γιά και ίσα για το σπί­τι τους. Ο κυρ Λάμπρος που τις χαι­ρέ­τη­σε, από­κρι­ση δεν πήρε από τη για­γιά. Το βήμα της ήταν γρή­γο­ρο, την ήξε­ρε τη για­γιά της, όταν νεύ­ρια­ζε, έτσι πάνω κάτω την αυλή έκα­νε. «Γέμι­σε ο κόσμος παλιαν­θρώ­πους παι­δί μου», μα τί σχέ­ση είχε αυτό με την Αϊσέ; Πάει, τρε­λά­θη­κε η γιαγιά.

«Μανού­λα μου, κάνε μου τη χάρη, να έχω και εγώ μια φίλη. Αχ, να έβλε­πες τα ματά­κια της, μανού­λα μου. Να βγά­λου­με το παλιό ποδή­λα­το από την απο­θή­κη, να παρα­βγαί­νου­με και στο μπά­σκετ, δεν μπο­ρεί το κυνη­γη­τό η για­γιά πια κι όλο την πιά­νω», όλα τα δοκί­μα­σε η Μυρ­σί­νη, κι ούτε έφα­γε για βρα­δι­νό, με πυρε­τό εντέ­λει πήγε στο κρεβάτι.

«Τί ήτα­νε, και τη βρή­κε;» άκου­σε τη μαμά της, το ξημέ­ρω­μα. Είχα­νε σηκω­θεί ήδη και ετοι­μά­ζο­νταν για το γρα­φείο. «Ακούς, ο παλιάν­θρω­πος, καλό δε χρω­στά­νε», έλε­γε η για­γιά. Η πόρ­τα άνοι­ξε, φεύ­γουν, σκέ­φτη­κε η Μυρ­σί­νη. «Και πάνε και κοι­νω­νά­νε, δε θα μεί­νει έτσι» ο μπα­μπάς της πρέ­πει να ήταν πολύ νευριασμένος.

Θα έλε­γε ψέμα­τα, το είχε απο­φα­σί­σει, έπρε­πε να βρει την Αϊσέ. Η για­γιά έλε­γε, πως όποιος λέει ψέμα­τα πάει στην κόλα­ση. Κανά δυο φορές που δεν ήθε­λε να πάει στο σχο­λείο και έκα­νε την άρρω­στη, της είχε πει, «συγνώ­μη για­γιά, ένα ψέμα μπή­κε στο στό­μα μου», κι όλα είχαν ξεχα­στεί. Όταν λες συγνώ­μη, τη γλι­τώ­νεις την κόλα­ση. Έτσι θα έκα­νε πάλι. Και ο μπα­μπάς της το είχε πει, «δε θα μεί­νει έτσι». Δεν θα πήγαι­νε σχο­λείο, θα πήγαι­νε πάλι στης κυρά Πολυ­ξέ­νης, και μετά στο γήπε­δο. Ο Στρα­τής και η Βάν­θα σίγου­ρα θα τη βοη­θού­σαν, να πάνε σε όλο το χωριό. Σίγου­ρα θα την έβρι­σκαν. Δεν είχε και άλλα παι­χνί­δια, κάπου θα έπαι­ζε με τα χώμα­τα. Μόνο να μην είχε αυτο­κί­νη­το ο μπα­μπάς της, τότε μπο­ρεί να είχαν φύγει μακριά. Εκτός κι αν έφυ­γαν πάλι με τις βάρκες…

Η μαμά της Βάν­θας τους βρή­κε, κόντευε να βρα­διά­σει πια, όλο το χωριό είχε ανα­στα­τω­θεί, κι η για­γιά και η μαμά. Ο Στρα­τής από το πολύ τρέ­ξι­μο όλη μέρα, είχε ματώ­σει τα πόδια του, σε όλα τα παρα­τη­μέ­να είχε μπει. Δεν τις άφη­νε βλέ­πεις, ήθε­λε να το παί­ζει άντρας και στα παρα­τη­μέ­να έμπαι­νε μόνος του, κι εκεί­νες περί­με­ναν, κι έπει­τα σε άλλο, σε άλλο, όλο το χωριό γύρισαν.

«Αϊσέ», φώνα­ζε η Μυρ­σί­νη, και πώς να απα­ντή­σει; μπο­ρεί να τη λέγα­νε αλλιώς, κι ούτε που το σκέ­φτη­κε, μόνο να τη δει, ας την έβρισκε…

Κι όταν την είδε στην αυλή τους, κατά­χα­μα, πάλι μέσα στα χώμα­τα, «Αϊσέ», φώνα­ξε, έτρε­ξε και χώθη­κε στην αγκα­λιά της. Τους είχε βρει στο τμή­μα ο μπα­μπάς της. Ο Αστυ­νό­μος με τα πολ­λά είχε συμ­φω­νή­σει, θα τους φιλο­ξε­νού­σαν «με δική τους ευθύ­νη», όπως του τόνι­σε, μέχρι τη μέρα της απέ­λα­σης. Η για­γιά είχε ετοι­μά­σει το δωμά­τιο που είχαν η θεία με τη μαμά της όταν ήταν μικρές, εκεί θα κοι­μού­νταν οι γονείς της. Στο δωμά­τιο της Μυρ­σί­νης είχαν βάλει ένα κανα­πέ για τη Μελέκ και τον αδερ­φό της.

Οι μέρες που θα μοι­ρά­ζο­νταν δεν ήταν πολ­λές. Τα παι­διά όμως, που ζουν κάθε μέρα σαν να είναι η τελευ­ταία, χάρη­καν την κάθε στιγ­μή. Τα παι­χνί­δια τους, τα γέλια τους, τα τρα­γού­δια της Μελέκ, τα νάζια της, τα κάστρα που έχτι­ζε με το χώμα, η Μυρ­σί­νη που απέ­κτη­σε αδερ­φή και αδερ­φό μεμιάς, ο μικρού­λης Χαλίλ που κοι­μό­ταν στην ποδιά της για­γιάς. Κι η για­γιά που τα νανού­ρι­ζε κάθε βρά­δυ με παρα­μύ­θια, «δεν θα χωρί­σε­τε ποτέ, όσο μακριά και να είστε, να θυμά­στε πως είστε αδέρ­φια» έτσι τους έλε­γε η για­γιά. Τα μεγά­λα, μελιά μάτια της Μελέκ άνοι­γαν διά­πλα­τα, δεν κατα­λά­βαι­νε τα παρα­μύ­θια, μόνο την τελευ­ταία λέξη που έλε­γε η για­γιά. Τις έβα­ζε να κοι­τούν ψηλά στα αστέ­ρια και να κάνουν ευχή, αυτή που τη λένε Ειρή­νη ή Αïρίν.

Σαν το ρυά­κι που τρέ­χει και δε στε­ρεύ­ει ποτέ, πέρα­σαν οι μέρες… Το χωριό ολό­κλη­ρο ήρθε και στά­θη­κε έξω από το σπί­τι τους, κι είχαν και πανό και φώνα­ζαν, για να παρα­μεί­νουν στο χωριό τους η Μελέκ και ο Χαλίλ.

Μόνο ο Αστυ­νό­μος με τους χωρο­φύ­λα­κές του, δεν τους ήθε­λαν. Για­τί δεν είδε την αγά­πη που είχαν, ο Αστυ­νό­μος; Για­τί δεν είδε την ευτυ­χία, που ήταν ζωγρα­φι­σμέ­νη στα μάτια της Μελέκ; Τα χωμά­τι­να κάστρα της, πώς μπό­ρε­σε να τα γκρεμίσει;

Η Μυρ­σί­νη πόνε­σε πολύ όταν τους πήραν, κι ακό­μα Αϊσέ τη φώναζε.

Αρκε­τά χρό­νια μετά, η για­γιά είχε «φύγει» πια, και η Μυρ­σί­νη μετά τις σπου­δές της είχε επι­στρέ­ψει στο νησί. Ήταν η μέρα που πρω­το­φό­ρε­σε τη λευ­κή της ποδιά στο κοι­νο­τι­κό ιατρείο. Είχε βρα­διά­σει πια, ήταν μόνη, η αγω­νία, που ένιω­σε σαν πέρα­σε την πόρ­τα του ιατρεί­ου, είχε δώσει τη θέση της στη γλυ­κιά νοσταλ­γία. Να με καμα­ρώ­νει άρα­γε η για­γιά από ψηλά; Ο ήχος του μηνύ­μα­τος στον υπο­λο­γι­στή της, την «επα­νά­φε­ρε» στο δωμά­τιο. Άνοι­ξε τη θυρί­δα. Μια κόκ­κι­νη καρ­διά γέμι­ζε την οθό­νη, και από κάτω, «η αδερ­φή σου, Αϊσέ», έγραφε.

«Σε αγα­πώ Μελέκ», έγρα­ψε και έκλει­σε τον υπο­λο­γι­στή της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο