Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ζωή της Ροζίνας Ασσέρ Πάρδο, της Θεσσαλονικιάς Άννα Φρανκ

  Έζη­σε «548 ημέ­ρες με άλλο όνο­μα», σχε­δόν ενά­μι­ση χρό­νο μέσα στην από­λυ­τη σιω­πή, σ’ ένα δια­μέ­ρι­σμα του τρί­του ορό­φου στην οδό Τσι­μι­σκή 113, με μονα­δι­κή διέ­ξο­δο στα παι­δι­κά της όνει­ρα το ημε­ρο­λό­γιο που κρα­τού­σε, ενό­σω η ίδια και η οικο­γέ­νειά της κρύ­βο­νταν από τους ναζί. Και με την …ταρά­τσα να είναι όχι απλώς χώρος παι­χνι­διού αλλά «…ο κόσμος μου όλος», όπως έλεγε.

Η Θεσ­σα­λο­νι­κιά Άννα Φρανκ ‑όπως την απο­κά­λε­σαν- Ροζί­να Ασσέρ Πάρ­δο, προ­τού καλά καλά συμπλη­ρώ­σει δέκα χρό­νια ζωής βρέ­θη­κε μαζί με την οικο­γέ­νειά της να κρύ­βε­ται στο δια­μέ­ρι­σμα της οικο­γέ­νειας του για­τρού Γιώρ­γου Καρα­κώ­τσου και της συζύ­γου του Φαί­δρας, προ­κει­μέ­νου να γλι­τώ­σει από τα στρα­τό­πε­δα θανά­του του Γ’ Ράιχ, όπου οδη­γή­θη­κε η συντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα των εβραί­ων πολι­τών της Θεσσαλονίκης.

«Έφυ­γε» στις 16 Μαΐ­ου από τη ζωή, σχε­δόν πλή­ρης ημε­ρών, αλλά και με ψυχι­κή πλη­ρό­τη­τα θα έλε­γε κανείς, αφού είχε προ­λά­βει τόσο να κατα­γρά­ψει όλα όσα βίω­σε στο βιβλίο της «548 ημέ­ρες με άλλο όνο­μα» (σ.σ. μετα­ξύ άλλων έχει μετα­φρα­στεί και στα γερ­μα­νι­κά από το Πανε­πι­στή­μιο του Βερο­λί­νου) όσο και να μιλή­σει για τη φρί­κη των ημε­ρών και το Ολο­καύ­τω­μα σε εκα­το­ντά­δες παι­διά ‑και όχι μόνο- προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λί­σει πως «ποτέ ξανά» δεν θα επα­να­λη­φθούν τέτοια ειδε­χθή εγκλήματα.

«Αυτό που χαρα­κτή­ρι­ζε εκεί­νη την επο­χή ήταν η από­λυ­τη σιω­πή», έλε­γε κάποια χρό­νια πριν, σε μια αφή­γη­σή της για τις ανά­γκες του ντο­κι­μα­ντέρ «Φιλιά εις τα παι­διά» του Βασί­λη Λου­λέ, όπου περιέ­γρα­φε τον και­ρό εκεί­νο που τον ουρα­νό της Ευρώ­πης σκέ­πα­ζε η ναζι­στι­κή μαυρίλα…

«Όλο εκεί­νο το διά­στη­μα δεν θυμά­μαι ν’ ακού­σα­με μου­σι­κή, δεν θυμά­μαι να φωνά­ξα­με σαν παι­διά ή να παί­ξα­με ένα τρε­λό κυνη­γη­τό. Ενά­μι­ση χρό­νο δεν ξέρω κι αν ακού­γα­με τους εαυ­τούς μας να μιλά­με, εκτός το βρά­δυ, που έκλει­ναν τα πάντα και μαζευό­μα­σταν γύρω από μια λάμπα πετρε­λαί­ου να φάμε αυτό το φτω­χι­κό βρα­δι­νό που τρώ­γα­με. Εμείς, με τη φαντα­σία των παι­διών, δημιουρ­γού­σα­με εικό­νες και παρα­στά­σεις. Ήταν η από­λυ­τη σιω­πή», θυμό­ταν.

   «Ευτυ­χώς υπήρ­χε το παι­χνί­δι. Πώς συνεν­νο­ού­μα­σταν για το παι­χνί­δι δεν ξέρω, ίσως μιλώ­ντας χαμη­λό­φω­να για­τί ήμα­σταν στην ταρά­τσα. Δεν μας έβλε­πε κανείς. Είχε ένα πεζου­λά­κι μόνο, στο οποίο ανε­βαί­να­με και το κάνα­με καρά­βι και παί­ζα­με ότι αρμε­νί­ζα­με σε θάλασ­σες ελεύ­θε­ρες από Γερ­μα­νούς. Ήταν το πιο ωραίο μας παι­χνί­δι. Αυτή η ταρά­τσα ήταν όλος μου ο κόσμος»…

Σε μια συγκλο­νι­στι­κή ομι­λία της στο αμφι­θέ­α­τρο της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών, που δημο­σιεύ­τη­κε στο Άλεφ (διμη­νιαία έκδο­ση της Ισραη­λι­τι­κής Κοι­νό­τη­τας Αθηνών/ τεύ­χος 45) και υπεν­θύ­μι­σε, μέσα από τον προ­σω­πι­κό του λογα­ρια­σμό στο facebook ο Βίκτωρ Ελιέ­ζερ, η Ροζί­να Ασσέρ- Πάρ­δο περιέ­γρα­φε τις ατέ­λειω­τες ημέ­ρες του εγκλει­σμού: «Από το παρά­θυ­ρο του δια­με­ρί­σμα­τος αυτού παρα­κο­λου­θού­σα­με τις ατέ­λειω­τες σει­ρές των Εβραί­ων που τους πήγαι­ναν με τα πόδια στου Βαρώ­νου Χιρς ‑σταθ­μός επι­βί­βα­σης- για την Πολω­νία. Ήταν η χώρα της Επαγ­γε­λί­ας μάς έλε­γαν. Ολοι ίσοι όλοι στην δου­λειά, κι άλλα πολ­λά ψέμα­τα. Ανά­με­σα στις μακριές κινού­με­νες σει­ρές ήταν οι θείες/οι μου τα ξαδέρ­φια και οι δύο για­γιά­δες μου. Ήταν η μονα­δι­κή φορά που είδα τον πατέ­ρα μου να κλαει…».

Η οικο­γέ­νεια της Ροζί­νας Ασσέρ Πάρ­δο έζη­σε σ’ ένα δωμά­τιο του δια­με­ρί­σμα­τος της οικο­γέ­νειας Καρα­κώ­τσου 548 ημέ­ρες, με όσες δυσκο­λί­ες μπο­ρεί να έχει ένας τέτοιου είδους εγκλει­σμός και με την απει­λή εφό­δου από τους ναζί να επι­κρέ­μα­ται της κεφα­λής των ως άλλη «Δαμό­κλειος σπά­θη». Στη Ροζί­να, η Φαί­δρα Καρα­κώ­τσου είχε δώσει το όνο­μα Ρού­λα αφού για τους γεί­το­νες, η ίδια και οι δύο αδελ­φές της ήταν ανι­ψιές του για­τρού και της συζύ­γου του. «Έζη­σα με το ψεύ­τι­κο όνο­μα 548 ημέ­ρες, 18 μήνες, ενά­μι­ση χρό­νο», έλεγε…

   «Μένα­με σ’ ένα δια­μέ­ρι­σμα. Οι άγγε­λοί μας (η οικο­γέ­νεια του για­τρού) μας είχαν παρα­χω­ρή­σει ένα δωμά­τιο, στο οποίο μένα­με. Εγώ σ’ ένα παι­δι­κό κρε­βα­τά­κι, σ’ ένα μονό κρε­βά­τι ο πατέ­ρας και η μητέ­ρα μου και σ’ ένα άλλο η Ρόζα και η μεγα­λύ­τε­ρή μας αδελ­φή. Όμως κυκλο­φο­ρού­σα­με στο σπί­τι, τρώ­γα­με όλοι μαζί», περι­γρά­φει, αφη­γού­με­νη τις ημέ­ρες εκεί­νες, η Ντε­νίζ Μπε­ρά­χα, η μικρό­τε­ρη αδελ­φή της Ροζί­νας (ή Ρόζας όπως η ίδια την απο­κα­λεί), η οποία ήταν μόλις 4,5 ετών την επο­χή εκείνη.

Η ζωή τις 548 αυτές ημέ­ρες κυλού­σε με πολ­λή αγά­πη από την πλευ­ρά των προ­στα­τών τους αλλά όχι πάντα χωρίς κιν­δύ­νους. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η περί­πτω­ση που ανα­κα­λεί στη μνή­μη, μέσα από τις αφη­γή­σεις της μητέ­ρας του, ο γιος της Ροζί­νας Ασσέρ- Πάρ­δο, Βίκτωρ. «Δεν ήταν ακίν­δυ­νες αυτές οι μέρες. Μια φορά έκα­ναν έφο­δο οι Γερ­μα­νοί. Η οικο­γέ­νεια που τούς έκρυ­βε δεν ήταν εκεί παρά μόνο η Μαρία, μια κοπέ­λα 14 ετών τότε, οικια­κή βοη­θός. Κρύ­φτη­καν στο δωμά­τιο και κλεί­δω­σαν αλλά ο παπ­πούς μου ξέχα­σε το κλει­δί πάνω στην πόρ­τα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βίκτωρ Ασσέρ και παρ’ όλο που η μνή­μη «έσβη­σε» τις λεπτο­μέ­ρειες θυμά­ται πως κι αυτή η περι­πέ­τεια της οικο­γέ­νειας της μητέ­ρας του είχε ‑ευτυ­χώς- αίσιο τέλος…

Μάλι­στα, όπως απο­κα­λύ­πτει η κ. Μπε­ρά­χα, η αδελ­φή της είχε τη δύνα­μη να επι­στρέ­ψει πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα σ’ αυτό το ίδιο δια­μέ­ρι­σμα για τις ανά­γκες μιας συνέ­ντευ­ξης και να ανα­βιώ­σει, μέσα από την αφή­γη­σή της, εκεί­νες τις δύσκο­λες μέρες.

   Ένα ημερολόγιο- παρακαταθήκη μνήμης για τις επόμενες γενιές

Με προ­τρο­πή του πατέ­ρα της, η 10χρονη Ροζί­να Ασσέρ Πάρ­δο άρχι­σε να κατα­γρά­φει συμ­βά­ντα, σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα για εκεί­νες τις δύσκο­λες μέρες του εγκλει­σμού σ’ ένα ημε­ρο­λό­γιο, το οποίο φυλάσ­σε­ται σήμε­ρα στο Εβραϊ­κό Μου­σείο Ελλά­δος ως παρα­κα­τα­θή­κη μνή­μης για τις επό­με­νες γενιές.

   «Η Ρόζα είχε την πολύ μεγά­λη δύνα­μη να τα βάλει στο χαρ­τί και να τα αφη­γη­θεί. Πάντα είχε στο νου της να δια­τη­ρη­θεί η μνή­μη», εξη­γεί η Ντε­νίζ Μπε­ρά­χα. Το ημε­ρο­λό­γιο αυτό, τονί­ζει, έχει διπλή αξία. «Είναι το ημε­ρο­λό­γιο ενός σχε­δόν δεκά­χρο­νου κορι­τσιού, αλλά παράλ­λη­λα, επει­δή η Ρόζα έψα­ξε πράγ­μα­τα και ιστο­ρι­κά και χρο­νο­λο­γι­κά για να τα βάλει σε μια τάξη, έχει και την παράλ­λη­λη γενι­κή ιστορία».

Η ίδια (η Ντε­νίζ) θυμά­ται πως όσες φορές τόλ­μη­σε, όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά λέει, να ανοί­ξει κου­βέ­ντα με τις αδελ­φές της, μετά τα ξεχνού­σε. «Σαν να ήθε­λα να λησμο­νή­σω… Δεν έχω μνή­μες από εκεί­νη την περί­ο­δο (σ.σ. λόγω της μικρής της ηλι­κί­ας), μόνο συναι­σθή­μα­τα. Δεν έχω συνέ­χεια του χρό­νου, μόνο φωτο­γρα­φί­ες μνή­μες», σημειώ­νει και θυμά­ται πως αυτό που και οι τρεις αδελ­φές «κλη­ρο­νό­μη­σαν» απ’ όλα όσα βίω­σαν ήταν «…μια αίσθη­ση φόβου ανε­ξή­γη­του που δεν μας άφη­σε εύκο­λα στη ζωή μας και την οποία με πολ­λή δύνα­μη προ­σπα­θή­σα­με να ξεπεράσουμε».

Άλλω­στε, όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά λέει η κ. Μπε­ρά­χα, το κατα­πλη­κτι­κό ήταν πως ύστε­ρα απ’ όλα όσα βίω­σε η οικο­γέ­νεια η ζωή …πήγε μπρο­στά. «Είναι κάτι απί­θα­νο πώς η ζωή πήγε μπρο­στά για την ίδια τη ζωή. Πώς οι γονείς μας, νέοι άνθρω­ποι, γύρω στα 40–45, που έχα­σαν αδελ­φές, μάνες, ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες, μπό­ρε­σαν να ξανα­πιά­σουν τη ζωή από την αρχή, να μας μεγα­λώ­σουν, να “τρα­γου­δή­σουν” τη ζωή… Όλα πήγαν μπρο­στά. Η ζωή για τη ζωή», τονί­ζει η μόνη πλέ­ον εν ζωή από τις τρεις αδελ­φές της οικογένειας.

Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης στις 26 Οκτώ­βρη 1944, όταν η οικο­γέ­νεια βγή­κε από την κρυ­ψώ­να της, «…νιώ­σα­με μια απέ­ρα­ντη ερή­μω­ση», έλε­γε η Ροζί­να Ασσέρ Πάρ­δο στο ασφυ­κτι­κά γεμά­το αμφι­θέ­α­τρο της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών. «Η μόνη εβραϊ­κή οικο­γέ­νεια στο κέντρο, η δική μας, άλλη μία στις Εξο­χές μερι­κές από μει­κτούς γάμους κι άρχι­σαν να έρχο­νται από τα βου­νά Εβραί­οι αντάρ­τες. Μετρη­θή­κα­με, ήμα­σταν 70 Εβραί­οι όλοι κι όλοι»… Αυτή η εικό­να που έμει­νε βαθιά χαραγ­μέ­νη στην ψυχή της, την έκα­νε όχι μόνο να αφη­γεί­ται τα δει­νά του Ολο­καυ­τώ­μα­τος στα δικά της παι­διά κι εγγό­νια, γύρω από το τρα­πέ­ζι του Σαβ­βά­του στο οποίο κάθο­νταν όλοι, όπως λέει ο γιος της Βίκτωρ, αλλά και σε σχο­λεία και όπου αλλού την καλούσαν.

Άλλω­στε, «για τη Ρόζα, το θέμα αυτό δεν ήταν εβραϊ­κό, δεν ήταν και δεν είναι δικό μας θέμα. Είναι θέμα του να δεχθείς τον άλλον όπως είναι. Αν κάτι έχει αξία, αν είναι κάτι να μεί­νει, είναι αυτό. Ας είναι δια­φο­ρε­τι­κός, είναι σαν κι εμάς», όπως ανα­φέ­ρει, βάζο­ντας τον επί­λο­γο στη συζή­τη­ση για την πολυα­γα­πη­μέ­νη της αδελ­φή, η Ντε­νίζ Μπεράχα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο