Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Θεία Χάρις, της Ηλιάνας Μόρτιμερ

Η Νάντια σου­λά­τσα­ρε πάνω κάτω στο διά­δρο­μο του νοσο­κο­μεί­ου. Στα­μα­τού­σε, παρα­τη­ρού­σε κάποιο ασθε­νή, ή κάποιο για­τρό, και μετά πάλι, χωρίς λόγο, επι­τά­χυ­νε. Έφτα­νε στην άκρη του δια­δρό­μου, και μετά πάλι πίσω. Μήπως φανεί και ο Κώστας… αυτή η Θεία, όλο μπε­λά­δες ήτα­νε. Ώρα είναι, να μου πεις πως πρέ­πει να σε λυπη­θώ κιό­λας; μονο­λο­γού­σε μέσα από τα δόντια της και συνέ­χι­ζε το σουλάτσο.

Δεν άκου­γε κανέ­ναν αυτή η γυναί­κα, είχε ένα πεί­σμα. Της το είχαν πει τόσες φορές. Δεν μπο­ρού­σε πια να κυκλο­φο­ρεί μόνη της, κόντευε τα ενε­νή­ντα. Αυτή όμως, όχι, πάντα έκα­νε το δικό της.

Είχε βγει για ψώνια, πάλι, και κου­τρου­βά­λη­σε στις σκά­λες του εμπο­ρι­κού κέντρου. Ούτε ταυ­τό­τη­τα, ούτε τηλέ­φω­νο, τίπο­τα που να δηλώ­νει ποια είναι, μια παλιά φωτο­γρα­φία μόνο βρή­καν στο πορ­το­φό­λι της, με έναν νεα­ρό. Ευτυ­χώς στο εμπο­ρι­κό την ήξε­ραν κάποιοι μαγα­ζά­το­ρες, ο καστα­νάς που είναι απέ­ξω στη γωνία, ειδο­ποί­η­σε το Διευ­θυ­ντή του σχο­λεί­ου απέ­να­ντι, που ήξε­ρε τον Κώστα. Και να την τώρα, στο νοσοκομείο.

«Για φαντά­σου να τρέ­χα­με στην άλλη άκρη της Αθή­νας», ήταν η πρώ­τη της κου­βέ­ντα στον Κώστα.

«Δε λες που είναι καλά η Θεία;» απά­ντη­σε εκείνος.

«Καλά το λες εσύ, αυτό το χάλι;» Η Νάντια με το βλέμ­μα της ανα­ζή­τη­σε το πρό­σω­πό του. Της φαι­νό­ταν απί­στευ­το, ο αδερ­φός της δεν είχε κατα­λά­βει τίπο­τα; Δεν θα μπο­ρού­σαν να γίνουν πιο σαφείς οι για­τροί. «Είναι θέμα ωρών», τους είχαν πει.

Έτσι ήταν ο αδερ­φός της, ή του ύψους ή του βάθους. Και η μάνα τους είχε περά­σει από αυτό το νοσο­κο­μείο. Τότε, είχε πέσει στα μαύ­ρα βάρα­θρα. «Έτσι είναι οι για­τροί, σου λένε πάντα το χει­ρό­τε­ρο», του έλε­γε. Επα­λη­θεύ­τη­κε όμως ο Κώστας για την απελ­πι­σία του. Ζήτη­μα να άντε­ξε ένα μήνα η κυρά Νίτσα. Η Θεία τότε, διαρ­κώς την κατη­γο­ρού­σε πως χαϊ­δεύ­ε­ται, και η κυρά Νίτσα μετά, έκλαι­γε μονα­χή της. Δε θυμά­ται η Νάντια ποτέ να της αντι­μί­λη­σε, ούτε να υπε­ρα­σπί­στη­κε τον εαυ­τό της, ποτέ. Αυτή την υπο­χώ­ρη­σή της, δεν τη συγ­χώ­ρε­σε στη μάνα της.

Ήταν δύσκο­λη η μέρα στο γρα­φείο, για τον Κώστα. Ήταν η περί­ο­δος των κρί­σε­ων στο Πανε­πι­στή­μιο. Η Θεία, τον είχε πεί­σει πως το καλύ­τε­ρο είναι να γίνει για­τρός, «σημα­ντι­κό και κερ­δο­φό­ρο επάγ­γελ­μα», έτσι έλε­γε. Μετά κόπων και βασά­νων, έγι­νε χει­ρουρ­γός οφθαλ­μί­α­τρος. Τα γεγο­νό­τα της Τιμι­σο­ά­ρας τον είχαν βρει στο Πανε­πι­στή­μιο στη Ρου­μα­νία, κόντευε να τελειώ­σει, όμως με τις φασα­ρί­ες και την αλλα­γή στο καθε­στώς, όλα άλλα­ξαν. Ήρθε πίσω στην Ελλά­δα και ξανάρ­χι­σε από την αρχή. Τελι­κά η Θεία Χάρις, με τις πολ­λές επι­σκέ­ψεις της στο Πανε­πι­στή­μιο, στο Υπουρ­γείο αλλά και στο προ­σω­πι­κό γρα­φείο του Υπουρ­γού, κατά­φε­ρε και του ανα­γνώ­ρι­σαν κάποια μαθή­μα­τα, και μπό­ρε­σε να συνε­χί­σει το Πανε­πι­στή­μιο. Αφού τέλειω­σε στο Καπο­δι­στρια­κό, στην Αθή­να, και μετά και το μετα­πτυ­χια­κό, που τέλειω­σε με άρι­στα, ξεκί­νη­σε την καριέ­ρα του ως καθη­γη­τής στο Πανε­πι­στή­μιο. Για το άρι­στα, που είχε τελειώ­σει το μετα­πτυ­χια­κό του, η Νάντια είχε ακού­σει άπει­ρες συζη­τή­σεις και παι­νέ­μα­τα από τη Θεία Χάρις.

Όταν τον ειδο­ποί­η­σαν, ήταν σε σύσκε­ψη. Δε μπο­ρού­σε να δια­κό­ψει και της τηλε­φώ­νη­σε. «Παρά­τα ότι κάνεις, θα είμαι στο Γεν­νη­μα­τά με τη Θεία» της είπε κι έκλεισε.
Μόλις είχε γυρί­σει σπί­τι και είχε φτιά­ξει ένα καφέ… ούτε μια γου­λιά δεν πρό­λα­βε να πιει. Μέχρι να φθά­σει, σε όλο το δρό­μο, δεν ήξε­ρε τί θα αντι­κρί­σει… κατά­φα­γε τα νύχια της. Απο­κλεί­ε­ται, σκε­φτό­ταν, να είναι ο Κώστας. Η φωνή του στο τηλέ­φω­νο ήταν πολύ ζωη­ρή, μάλ­λον αγχω­μέ­νος έδει­χνε, παρά άρρω­στος. Το ύφος του την ανη­σύ­χη­σε περισ­σό­τε­ρο. Έδει­χνε πως δε χώρα­γε αργο­πο­ρία η κατά­στα­ση. Η Θεία; Τί την πήρε μαζί του; …παντού η Θεία…

Δεν είχε περά­σει πολύς και­ρός. Εκεί­νο το τερά­στιο parking του νοσο­κο­μεί­ου, οι ψηλοί ευκά­λυ­πτοι, τα γερα­σμέ­να κτί­ρια, το φανά­ρι φεύ­γο­ντας, που δεν το είχε προ­λά­βει ποτέ πρά­σι­νο. Εκεί­νη η φρι­κτή μυρω­διά των δια­δρό­μων. Και η μπλε γραμ­μή στον τοί­χο, στο ύψος της μέσης της, πόσα βρά­δια δεν τα είχε περά­σει εδώ με τη μάνα τους… Το τρί­ξι­μο από το άνοιγ­μα της πόρ­τας του θαλά­μου, δεν θα το ξέχνα­γε ποτέ. Η μάνα τους είχε φύγει, κι εκεί­νη ακό­μα δίστα­ζε κάθε φορά που έπρε­πε να ανοί­ξει μια πόρτα.

Μόλις έφθα­σε ο Κώστας, της τηλε­φώ­νη­σε. Τη Θεία την είχαν μετα­φέ­ρει στην Α’ χει­ρουρ­γι­κή. Κατέ­βη­κε και πήγε στην είσο­δο. Τον βρή­κε να την περι­μέ­νει δίπλα στο ασαν­σέρ. Άρχι­σαν να ανε­βαί­νουν τους ορό­φους με τις σκά­λες. Η Νάντια τρέ­χο­ντας, τον ακο­λου­θού­σε. Μια δρα­σκε­λιά του, ήταν τρεις δικές της. Στην πόρ­τα του θαλά­μου στα­μά­τη­σαν. Το δωμά­τιο ήταν γεμά­το για­τρούς και νοσο­κό­μες. Ο αδερ­φός της στε­κό­ταν δίπλα της κι όμως ήταν απών. Τα χέρια του κρέ­μο­νταν από τους ώμους του, σαν ξύλι­να κου­πιά παρα­τη­μέ­νης βάρ­κας φαί­νο­νταν, παρά σαν χέρια. Το σώμα του γερ­μέ­νο μπρο­στά, κου­ρα­σμέ­νο. Το πρό­σω­πό του ήταν άχρω­μο, τα μάτια του θλιμ­μέ­να, έκα­νε να κλά­ψει, μετά σα να το μετά­νιω­νε, κοί­τα­ζε στο παρά­θυ­ρο, έξω. Σα να έχα­σε το μυα­λό του, ξαφ­νι­κά φαι­νό­ταν γερα­σμέ­νος, κι ας ήταν μικρό­τε­ρος της.

Με ένα νεύ­μα, του έδει­ξε τη Θεία, στο θάλα­μο. Εκεί­νος κού­νη­σε το κεφά­λι του δεξιά — αρι­στε­ρά, αρνού­με­νος αυτό που του έλε­γε. Έκλει­σε τα μάτια της και τα δάκρυα που άφη­σε, του επι­βε­βαί­ω­σαν τον χει­ρό­τε­ρο φόβο του. Εκεί­νος δε μπο­ρού­σε ούτε να κλά­ψει. Η Θεία Χάρις δεν είχε πολ­λές πιθα­νό­τη­τες να ανα­κάμ­ψει. Και εκεί­νοι έπρε­πε να φρο­ντί­σουν για όλα. Δεν της είχε μεί­νει και κανέ­νας άλλος, η Νάντια και ο Κώστας. Αυτοί ήταν οι μόνοι συγ­γε­νείς της. Ανί­ψια από την αδερ­φή της. Δε φρό­ντι­σε ποτέ της να απο­κτή­σει δικά της παι­διά, δεν παντρεύ­τη­κε ποτέ της, δεν σχε­τί­στη­κε ποτέ με κανέ­ναν, τόσοι συνά­δελ­φοί της, τη θέλα­νε. Αλλά αυτή πάντα κολ­λη­μέ­νη στην αδερ­φή της. Η Νάντια δεν ήταν σίγου­ρη αν την είχε αγα­πή­σει αυτή τη Θεία ποτέ, όμως τώρα δεν ήταν ώρα… Θα τα κου­βέ­ντια­ζε όλα με τον αδερ­φό της μετά. Είχε πολ­λές ερω­τή­σεις. Από κορί­τσι, ειδι­κά πριν παντρευ­τεί και φύγει από το σπί­τι τους, σενά­ρια που είχε φτιά­ξει… Για­τί δεν παντρεύ­τη­κε ποτέ η Θεία; Δεν την είχε δει ποτέ με κάποιον άντρα… Κι ο πατέ­ρας της, τον είχε ακού­σει να λέει, «τις παντρεύ­τη­κα και τις δύο μαζί»… Στοι­χη­μά­τι­ζε πως θα ανα­κά­λυ­πτε κάπο­τε, τί μυστι­κό έκρυ­βε η Θεία.

Η Θεία της, η Χάρις, έτσι είχε επι­βά­λει να την φωνά­ζουν, σπου­δαγ­μέ­νη, δασκά­λα, ανε­ξάρ­τη­τη, πολυ­τα­ξι­δε­μέ­νη και δυνα­μι­κή. Το Χαρί­κλεια, το βαφτι­στι­κό της, το «άκου­γε» μόνο στο χωριό. Πώς να διορ­θώ­νει τον καθέ­να, όλοι τη γνώ­ρι­ζαν από παι­δί, και της ήταν δύσκο­λο. Τα πρώ­τα χρό­νια, αφό­του γύρι­σε από το Ηρά­κλειο της Κρή­της, που σπού­δα­σε δασκά­λα, και συστη­νό­ταν ως Χάρις, είχε δεχθεί τα γέλια από τους συγ­χω­ρια­νούς της, και με τα πολ­λά παρα­δό­θη­κε. Έμει­νε για λίγο στο χωριό τότε, παντρεύ­τη­κε εντω­με­τα­ξύ και η μαμά της Νάντιας, η αδερ­φή της, με το συγ­χω­ρια­νό τους, το Θοδω­ρή, που ήρθε για αυτό το σκο­πό από την Αθή­να, και αμέ­σως μετά το γάμο, φύγαν όλοι μαζί. Μέχρι να έρθει ο διο­ρι­σμός της, η Θεία Χάρις, ταξί­δε­ψε σε όλη την Ελλά­δα. Μετά εγκα­τα­στά­θη­κε μαζί τους, ορι­στι­κά. Δίπλα τους, στη διπλα­νή πόρ­τα νοί­κια­σε δια­μέ­ρι­σμα η Θεία.

Η ζωή τους, από ότι θυμό­ταν η Νάντια, δε διέ­φε­ρε από των φιλε­νά­δων της. Μόνο που αυτοί στο σπί­τι τους, είχαν πάντα τη Θεία Χάρις. Όταν γύρι­ζε από τη δου­λειά της ερχό­ταν στο σπί­τι τους, στο μεση­με­ρια­νό περί­με­ναν να γυρί­σει και εκεί­νη, για να στρώ­σουν τρα­πέ­ζι. Ακό­μη και το βρα­δι­νό, ποτέ δεν ξεκί­νη­σαν χωρίς αυτήν. Αν ήταν στο θέα­τρο, ή με τις φίλες της, έτυ­χε πολ­λές φορές που την περί­με­ναν, αλλά εκεί­νη είχε φάει έξω… Η Νάντια, πολ­λές φορές είχε ακού­σει τους γονείς της να μαλώ­νουν εξ αιτί­ας της. Η μάνα της όμως την υπε­ρα­σπι­ζό­ταν, πάντα της έδι­νε δίκιο. Όσο μεγά­λω­νε, της ήταν δύσκο­λο να κατα­λά­βει, για­τί πάντα η Θεία είχε δίκιο. Κι όταν ο πατέ­ρας, κάποιες φορές, έξαλ­λος, φώνα­ζε, πως δεν είναι ζωή αυτή, η μάνα της έσκυ­βε το κεφά­λι και σιωπούσε.

Την είχε ρωτή­σει μια φορά, η Νάντια, «σε εκβιά­ζει η Θεία, μαμά;»

Η Θεία Χάρις, ποτέ δεν έδει­ξε τρυ­φε­ρά­δα στη Νάντια. Ο Κώστας ήταν ο αγα­πη­μέ­νος της, και δεν το έκρυ­ψε ποτέ της. Ούτε οι γνώ­σεις της περί των παι­δα­γω­γι­κών, δεν στά­θη­καν αρκε­τές, ώστε να μετριά­σει αυτή την αδυ­να­μία της. Εκεί­νη είχε περά­σει με την πρώ­τη στο Πολυ­τε­χνείο, Αρχι­τε­κτο­νι­κή στο ΕΜΠ και μετά το διδα­κτο­ρι­κό της, ακο­λού­θη­σε ακα­δη­μαϊ­κή καριέ­ρα, ενώ ο Κώστας, αφού απέ­τυ­χε να μπει σε πανε­πι­στή­μιο στην Ελλά­δα, έφυ­γε με τις ευλο­γί­ες της Θεί­ας, για το εξω­τε­ρι­κό. Όμως για την Θεία Χάρις εκεί­νος ήταν ο εκλε­κτός. «Θα βγει για­τρός», έλε­γε με στόμφο.

Η Νάντια είχε προ­χω­ρή­σει ήσυ­χα τη ζωή της. Ο άντρας της, ο Μιχά­λης, παι­δί χωρι­σμέ­νων γονιών, πανε­πι­στη­μια­κός κι αυτός, βρή­κε στην οικο­γέ­νειά της, τους γονείς που του έλει­παν. Με τη για­γιά και μια θεία του, είχε μεγα­λώ­σει και εκεί­νος. Οι γονείς του μετά το χωρι­σμό τους, έφτια­ξαν άλλη οικο­γέ­νεια, «στον αυτό­μα­το», όπως αστειευό­ταν, μεγά­λω­σε ο Μιχά­λης. Με τη Νάντια γνω­ρί­ζο­νταν από φοι­τη­τές, όταν τέλειω­σαν παντρεύ­τη­καν αμέ­σως. Την αγά­πη­σε από την πρώ­τη στιγ­μή που την είδε, έλε­γε. Όταν τα παι­διά τους μεγά­λω­σαν λίγο, δύο παι­διά έκα­νε και εκεί­νη σαν τη μάνα της, πήραν την από­φα­ση, να φύγουν από την Αθή­να, δεν την μπο­ρού­σαν άλλο τη ζού­γκλα της πόλης. Κανό­νι­σαν και οι δύο και πήραν μια θέση στο Πανε­πι­στή­μιο της Θεσ­σα­λο­νί­κης και μετα­κό­μι­σαν σε ένα ορει­νό Θεσ­σα­λι­κό χωριό, την Καρυά. Δυο ώρες από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, μία από τη Λάρι­σα, μισή ώρα από τη Λεπτο­κα­ρυά. Το χωριό είχε δημο­τι­κό σχο­λείο, αυτό και μόνο, έφτα­νε. Ήταν βασι­κό να έχει σχο­λείο το χωριό. Προ­στέ­θη­καν και τα παι­διά τους στη δύνα­μη του σχο­λεί­ου, και τους χρώ­στα­γαν και χάρη οι χωρια­νοί για αυτό.

Όταν τους ανα­κοί­νω­σαν την πρό­θε­ση τους να μετα­κο­μί­σουν, στε­να­χω­ρή­θη­καν όλοι, ειδι­κά η μάνα της, που την είχε για απο­κού­μπι τη Νάντια. Τα μυστι­κά και τους καη­μούς της, τα ήξε­ρε όλα, σε κεί­νη τα έλε­γε για να ανα­σά­νει. Όλα, εκτός από το μυστι­κό της Θεί­ας. Τη φόρ­τω­νε η κυρά Νίτσα, το κατα­λά­βαι­νε, αλλά τί να έκα­νε κι αυτή; Η αδερ­φή της δεν είχε κρα­τη­μό, την πίκραι­νε σε κάθε ευκαι­ρία. Ο Κώστας ήταν το παι­δί της Θεί­ας Χάρις, «τον είχε βάλει στο βρα­κί της», έτσι έλε­γε η μάνα της. Ο πατέ­ρας της, ο «ειρη­νο­ποιός» της οικο­γέ­νειας, έτσι τον έλε­γε η Θεία, βρή­κε τη λύση.

Θα πήγαι­ναν τα καλο­καί­ρια στο χωριό με τη Νάντια, και το χει­μώ­να, εκεί­νοι θα επέ­στρε­φαν στην Αθή­να. Θα τους βοη­θού­σαν και με τα παι­διά, και σε εκεί­νους θα έκα­νε καλό. Έτσι κι αλλιώς, για πέντε, έξι χρό­νια το πολύ, θα έμε­ναν στο χωριό, μετά θα γυρ­νού­σαν και πάλι στην Αθή­να, να πάνε τα παι­διά στο Γυμνάσιο.

Και η Θεία Χάρις συμ­φώ­νη­σε. Η μέρα όμως που η Θεία θα επι­σκέ­πτο­νταν το χωριό, έμοια­ζε εφιαλ­τι­κή για την κυρά Νίτσα αλλά και για τη Νάντια. Θα επι­θε­ω­ρού­σε τα πάντα, και με το «έτσι θέλω», θα απέρ­ρι­πτε ότι δεν της άρε­σε. Ευτυ­χώς στά­θη­καν τυχε­ροί, βρή­καν σπί­τι, ένα ευρύ­χω­ρο, πέτρι­νο, καλο­δια­τη­ρη­μέ­νο, στην άκρη του χωριού. Τα σπί­τια προς ενοι­κί­α­ση ήταν πολύ λίγα και παλιά. Ο χει­μώ­νας ήταν πολύ βαρύς στην Καρυά, αλλά και το καλο­καί­ρι δε θύμι­ζε διό­λου τις θερ­μο­κρα­σί­ες της Αθή­νας. Το χιό­νι στον Όλυ­μπο δε λιώ­νει ποτέ. Ιδί­ως για τον κύριο Θοδω­ρή, που είχε πρό­βλη­μα με τα βρογ­χι­κά του από νέος, ήταν σημα­ντι­κό το σπί­τι να είναι ζεστό και να μην κρα­τά υγρασία.

Στην πρώ­τη τους επί­σκε­ψη στο χωριό η κυρά Νίτσα με τον κύριο Θοδω­ρή ενθου­σιά­στη­καν. Ήταν καλο­και­ρά­κι και η πλα­τεία του χωριού με τον γέρο-πλά­τα­νο, ήταν από­λαυ­ση. Κι ο Όλυ­μπος επι­βλη­τι­κός, θεριό ολά­κε­ρο, να στέ­κει σαν προ­σκέ­φα­λο στην πλά­τη του χωριού. Τους θύμι­ζε και το χωριό τους, η φρε­σκά­δα του αέρα, το ορει­νό τοπίο, ο πλά­τα­νος, οι πλα­κό­στρω­τες πλατείες.

Ήταν βου­νί­σιοι και οι δυό. Τού­το το χωριό τα είχε όλα, παρά­δει­σο τον έλε­γε ο κύριος Θοδω­ρής. Δεν ήταν σε μεγά­λο υψό­με­τρο, γύρω στα 800 μέτρα, κι είχε και κάμπο που βάζα­νε σιτά­ρια, αλλά κι η θάλασ­σα ήταν μισή ώρα δρό­μο. Το καφε­δά­κι τους στη βερά­ντα, και μετά το μεση­με­ρια­νό τσί­που­ρο με μεζέ στην πλα­τεία, έμοια­ζαν ευλο­γία. Ο Μιχά­λης πάλι, που βρή­κε τη χαρά κρυμ­μέ­νη στα χώμα­τα του κήπου τους, ήταν πολύ περή­φα­νος για τα ζαρ­ζα­βα­τι­κά του. Κι όλο τον φωτο­γρά­φι­ζε το μπα­ξέ του, εντρύ­φη­σε και στη φωτο­γρα­φία. Όλο το Πανε­πι­στή­μιο ήξε­ρε για τις φρά­ου­λες του.

Η Νάντια, είχε βρει τη χαρά της στο τοπι­κό χορευ­τι­κό. Ούτε λόγος για τα παι­διά, βρή­καν τη χαρά της ζωής στο χωριό, βρά­δυ μαζεύ­ο­νταν σπί­τι από τα παι­χνί­δια τους. Όμως το σημα­ντι­κό­τε­ρο ήταν, ότι είχαν απαλ­λα­γεί, προ­σω­ρι­νά του­λά­χι­στον, από τη Θεία. Αυτά τα χρό­νια στο χωριό, ήταν τα καλύ­τε­ρα για τους γονείς της. Τις βόλ­τες τους, πια­σμέ­νοι από το χέρι, τα γέλια της μάνας της, τα παι­χνί­δια του παπ­πού με τα εγγό­νια του, δεν θα τα ξέχνα­γε ποτέ η Νάντια. Η απου­σία της Θεί­ας Χάρις ήταν ευερ­γε­τι­κή για όλους. Αλλοί­μο­νο στον Κώστα…

Όταν τους ειδο­ποί­η­σε πως θα ερχό­ταν, ξαφ­νιά­στη­καν, ήταν ακό­μα χει­μώ­νας. Δύσκο­λη επο­χή για την Καρυά, αλλά μήπως και να της το έλε­γαν, θα άλλα­ζε γνώ­μη; Εκεί­νη την επο­χή ο Κώστας ήταν ερω­τευ­μέ­νος με μια για­τρί­να, που είχε έρθει στο Πανε­πι­στή­μιο με το πρό­γραμ­μα ERASMUS και είχε απο­μα­κρυν­θεί από τη Θεία. Εκεί­νη δε το χώνε­ψε, πώς ο Κώστας προ­τι­μού­σε τη για­τρί­να του… από τη συντρο­φιά της. «Εκεί­νη που τον είχε κάνει άνθρω­πο, τον απάν­θρω­πο», όπως τους είπε, με το που έφθα­σε. Η Θεία, σπά­νια θα ενέ­κρι­νε κάτι, αν δεν το είχε δια­λέ­ξει. Έτσι την έπα­θε και η για­τρί­να, δεν πέρα­σε τις «εξε­τά­σεις» της Θεί­ας, και λίγο και­ρό μετά, ο Κώστας τη χώρισε.

Το χωριό, της φάνη­κε «πολύ κτη­νο­τρο­φι­κό», οι δρό­μοι ήταν γεμά­τοι βου­νιές από τα ζώα, και της προ­κα­λού­σαν εμε­τό. Το σπί­τι τους, μικρό και «ανά­ξιο να στε­γά­σει δύο πανε­πι­στη­μια­κούς». Την κυρά Νίτσα την πρό­σβα­λε συνέ­χεια, ό,τι έκα­νε το έβρι­σκε λάθος, μόνο τον κύριο Θοδω­ρή, τον άφη­νε συνή­θως στο απυρόβλητο.

Τον αδερ­φό της η Νάντια τον αγα­πού­σε πολύ, γυρ­νώ­ντας από το χωριό, προ­σπά­θη­σε να ξανάρ­θουν κοντά, μάταια όμως. Η συμπε­ρι­φο­ρά της Θεί­ας, από μικρά παι­διά τους ξεχώ­ρι­ζε, τον είχε κάνει αδιά­φο­ρο, εγω­ι­στή, μόνο για την καριέ­ρα του έδει­χνε να ενδια­φέ­ρε­ται, για τίπο­τα άλλο. Η Θεία θα πλη­ρω­νό­ταν με το ίδιο νόμι­σμα, στοι­χη­μά­τι­ζε, η Νάντια. Για­τί δεν είχε αγά­πη για κανέ­ναν μέσα της. Κάτι άλλο την έκα­νε να προ­σκολ­λά­ται τόσα χρό­νια στις ζωές τους, κάτι που η Νάντια έπρε­πε να ανα­κα­λύ­ψει. Όταν ξανα­γύ­ρι­σαν στην Αθή­να, ήταν σαν να μην είχε περά­σει μια μέρα. Τί τα σκε­φτό­ταν όμως τώρα όλα αυτά;

Ο θάλα­μος είχε ήδη τη μυρω­διά του θανά­του. Η Θεία Χάρις με ότι δυνά­μεις της είχαν απο­μεί­νει, ανα­ση­κω­νό­ταν και κοι­τού­σε προς την πόρ­τα. Για δευ­τε­ρό­λε­πτα τα κατά­φερ­νε, και έπει­τα πάλι έπε­φτε στο κρύο στρώ­μα του κρε­βα­τιού. Πρώ­τα μπή­κε η Νάντια, ο Κώστας κοντο­στά­θη­κε, σα να ζύγια­ζε προς τα που έπρε­πε να πάει. Η Νάντια ζυγώ­νο­ντας, βρά­δυ­νε το βήμα της και κοντο­στά­θη­κε και εκεί­νη. Το θέα­μα ήταν απο­κρου­στι­κό. Με το πέσι­μο είχε χτυ­πή­σει σοβα­ρά. Τίπο­τα δε θύμι­ζε την αυστη­ρή, πάντα καλο­χτε­νι­σμέ­νη, διδα­σκά­λισ­σα, Θεία Χάρις. Ήταν και ένα αιμά­τω­μα που βρή­καν, και το φοβού­νταν ιδιαι­τέ­ρως, είχαν πει οι γιατροί.

«Από το ίδιο θα πάνε;» ψέλ­λι­σε ο Κώστας μπαίνοντας.

Η Νάντια ένιω­σε το αίμα στο κεφά­λι της να βουί­ζει, η καρ­διά της σφυ­ρο­κο­πού­σε τα στή­θη της, θα ήθε­λε να ουρ­λιά­ξει. Η ζωή των γονιών της τόσα χρό­νια, εξ αιτί­ας αυτής της Θεί­ας, ήταν ένα μαρ­τύ­ριο. Δε θα τη συγ­χω­ρού­σε ποτέ για αυτό. Δεν κατά­λα­βε ποτέ της, για­τί τους μαύ­ρι­σε τη ζωή. Για­τί προ­σκολ­λή­θη­κε τόσο πάνω τους. Τόσα χρό­νια, προ­σπα­θού­σε να παίρ­νει χαρά από τη χαρά τους, δεν προ­σπά­θη­σε ούτε μία φορά να κάνει κάτι δικό της, πάντα ήταν ο κλέ­φτης τους. Τόσοι καβγά­δες στο σπί­τι τους εξαι­τί­ας της. Ας πρω­το­τυ­πού­σε του­λά­χι­στον τώρα, να τους αφή­σει ήσυχους.

Κάπο­τε ο πατέ­ρας της, είχε φέρει στο σπί­τι τους ένα κόκ­κι­νο αυτο­κί­νη­το. Κρυ­φά από όλους είχε βγά­λει το δίπλω­μα οδή­γη­σης. Τους είχε κατε­βά­σει γεμά­τος χαρά στο δρό­μο, να τους το δείξει.

Είχαν αγκα­λια­στεί, η μάνα της είχε βάλει στο καθρε­φτά­κι και μια εικό­να της Πανα­γιάς. Είχαν μπει μέσα και οι τέσ­σε­ρις και το κοί­τα­ζαν και το χάι­δευαν και είχαν φτιά­ξει και σχέ­διο για τις βόλ­τες πού θα πήγαι­ναν. Μέχρι που γύρι­σε από τη δου­λειά της, εκεί­νη. Ξινή τους την έβγα­λε τη χαρά. «Δεν θα σας ταΐ­ζω εγώ», έτσι το ξεκί­νη­σε. Μετά, τα έβα­λε με τον πατέ­ρα, «είχε και στο χωριό του, ούτε γαϊ­δού­ρι δεν ήξε­ρε να καβα­λι­κεύ­ει». Πάει το αυτο­κί­νη­το, ο πατέ­ρας της, τους ανα­κοί­νω­σε μια μέρα πως το πήγε πίσω, και έχα­σε και την προκαταβολή.

Και τους γονείς της, δεν τους συγ­χω­ρού­σε. Ήταν λες και της ξεχρέ­ω­ναν κάποια ατέ­λειω­τα χρω­στού­με­να. Πόσες φορές δεν προ­σπά­θη­σε να μάθει η Νάντια… Και τη για­γιά και τη μάνα της, αλλά και τον πατέ­ρα της είχε ρωτή­σει. Τίπο­τα. Τύφλα να έχουν τα μυστή­ρια της Αγκάθα.

Ο κύριος Θοδω­ρής, λίγες μέρες που βάλα­νε την κυρά Νίτσα στου Γεν­νη­μα­τά, κατέ­βη­κε στη στά­ση να πάρει το λεω­φο­ρείο. Αχά­ρα­γα ξεκί­να­γε από το σπί­τι, δεν έλει­ψε από το προ­σκέ­φα­λο της.

Ήταν δικό του λάθος είπαν, ο οδη­γός δε πρό­λα­βε, ήταν και ηλι­κιω­μέ­νος, δεν άντε­ξε. Τον χάσα­νε από χτύ­πη­μα στο κεφά­λι. Η Θεία έλε­γε πως το φταί­ξι­μο ήταν απο­κλει­στι­κά δικό του. Το δικα­στή­ριο όμως είχε επιρ­ρί­ψει ευθύ­νες κυρί­ως στον οδη­γό. Τί να το κάνεις; ο κύριος Θοδω­ρής έφυ­γε και η κυρά Νίτσα δεν το έμα­θε ποτέ. Τί να της πουν; έτσι που ήταν, θα έφευ­γε μια ώρα αρχύ­τε­ρα. Μια φορά, η Θεία, στο νοσο­κο­μείο, «της ξέφυ­γε», είπε… Ευτυ­χώς η κυρά Νίτσα δεν κατα­λά­βαι­νε κι έτσι έμει­νε στην άγνοιά της. Από μια πλευ­ρά, καλύ­τε­ρα που φύγαν έτσι, αν έμε­νε κάποιος μόνος, στα χέρια της…

Το πρό­σω­πό της… σα να είχαν φύγει και οι βαθιές ρυτί­δες που είχε ανά­με­σα στα φρύ­δια της. Τί κατά­φε­ρες, τόσα χρό­νια… Η Νάντια ένιω­σε καυ­τά δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της, καταρ­ρά­κτες πίκρας, που ξεχύ­θη­καν ξαφ­νι­κά από την ψυχή της.

Η Θεία τους χαμο­γέ­λα­σε, έκα­νε μια ύστα­τη προ­σπά­θεια να σηκω­θεί, άπλω­σε το χέρι προς στο μέρος τους, φαι­νό­ταν εντε­λώς χαμέ­νη πια. Ο Κώστας ασυ­ναί­σθη­τα τρα­βή­χτη­κε πίσω. Δεν την άγγι­ξε. Όταν τον βρή­κε η Νάντια καθό­ταν σε ένα κάθι­σμα του δια­δρό­μου και έκλε­γε δυνα­τά. Η Θεία είχε φύγει και οι δυό τους ένιω­θαν την απου­σία της.

Από το νοσο­κο­μείο έφυ­γαν χώρια, όπως ήρθαν.

«Μου είχε ζητή­σει να την πάμε στο χωριό», της είπε φεύ­γο­ντας. Η Νάντια έγνε­ψε, ναι.

Για μέρες δεν τηλε­φω­νή­θη­καν. Ευτυ­χώς οι συνά­δελ­φοί του τον συντρέ­ξα­νε τον Κώστα. Δεν είχε και άλλους να μοι­ρα­στεί τον πόνο του. Η Θεία τον είχε πεί­σει πως δεν χρειά­ζε­ται κανέ­ναν, θα ήταν εκεί­νη για αυτόν στη ζωή του… Όσες φορές κι αν τον κάλε­σε στο τηλέ­φω­νο ο Μιχά­λης για τα συλ­λυ­πη­τή­ρια, δεν απά­ντη­σε. Την Πέμ­πτη το πρωί, τους κάλε­σε στο σπί­τι. Παρά­ξε­νο, μόνο η Θεία, τους καλού­σε στο τηλέ­φω­νο του σπιτιού.

«Έχω κανο­νί­σει με τον παπά Αντώ­νη για μεθαύ­ριο» είπε.

«Για τα υπό­λοι­πα;» ρώτη­σε η Νάντια. Θα τα είχε κανο­νι­σμέ­να όλα, και για τους γονείς τους εκεί­νος είχε τρέ­ξει. Όμως τί άλλο να του πει;

«Να έπαιρ­ναν τα παι­διά μαζί; ή καλύ­τε­ρα όχι; τί λες και εσύ;» Ο Μιχά­λης την περί­με­νε την ερώ­τη­σή της. «Πρέ­πει, η Θεία ήταν κομ­μά­τι της ζωή μας» της απάντησε.

Στο δρό­μο για το χωριό, στο αυτο­κί­νη­το, η Νάντια δεν έβγα­λε λέξη. Τα παι­διά δεν είχαν στα­μα­τη­μό, ήθε­λαν να μάθουν τα πάντα. «Για­τί η Θεία καθό­ταν δίπλα στον παπ­πού στο σινε­μά;» «η Θεία δεν αγα­πού­σε τη για­γιά Νίτσα;» «ο παπ­πούς είχε παντρευ­τεί και τη για­γιά και τη Θεία;» «το ξέρεις ότι η Θεία στο πορ­το­φό­λι της, είχε φωτο­γρα­φία μόνο του παππού;»

Ο Κώστας αφού τέλειω­σαν, και θα πήγαι­ναν για φαγη­τό που συνη­θί­ζε­ται, τους ανα­κοί­νω­σε ότι είχε κλεί­σει δωμά­τια για όλους, θα μπο­ρού­σαν να μεί­νουν ένα βρά­δυ στο χωριό. Θα βλέ­πα­νε και τα ξαδέρ­φια τους, που δεν είχαν δει για χρό­νια. Μετά την επι­στρο­φή τους από την Καρυά είχαν τύχει τόσα… ούτε μυα­λό για εκδρο­μές είχαν, ούτε χρό­νο. Και το σπί­τι τους είχε σχε­δόν γκρε­μι­στεί, τα ξενο­δο­χεία ήταν πανά­κρι­βα, ποιόν να έρθουν να δουν;

Θα ξεκου­ρά­ζο­νταν και θα έβγαι­ναν βόλ­τα στο χωριό, και μετά στο καφε­νείο, έτσι είχαν πει. Η πόρ­τα του δωμα­τί­ου τους χτύ­πη­σε, ο υπάλ­λη­λος της υπο­δο­χής στε­κό­ταν με ένα φάκε­λο στα χέρια.

«Από το γρα­φείο τελε­τών» είπε «τα προ­σω­πι­κά της πράγματα».

«Στον αδερ­φό μου… όχι, όχι αφή­στε» είπε και άπλω­σε το χέρι να πάρει το φάκε­λο. Και τί να έχει; τα λεφτά για τα ψώνια;… τη φωτο­γρα­φία, ίσως και το πιστο­ποι­η­τι­κό της ταφής, σκέ­φτη­κε, και άφη­σε το φάκε­λο στο κομο­δί­νο. Να ξεκου­ρα­στεί λίγο, είχε απο­κά­μει με όλα αυτά, σε λίγο έπρε­πε να ξαναβγεί.

«Δεν πιστεύω να παρε­ξη­γη­θεί η Θεία, να πιού­με ένα ακό­μα», της είπε η ξαδέρ­φη της. Είχαν πιεί ήδη αρκε­τά, τί θα πεί­ρα­ζε ένα ακό­μη; Το κόκ­κι­νο κρα­σί, ντό­πιο εκεί του χωριού, τους είχε αλλά­ξει εντε­λώς τη διά­θε­ση. Ο Μιχά­λης με τα παι­διά είχαν πάει για ύπνο, η Νάντια είχε ξεχά­σει σχε­δόν τη Θεία, ένιω­θε σαν ανέ­με­λο παι­δί σε σχο­λι­κή εκδρομή.

«Βρε Νάντια, πώς άντε­ξε η μάνα σου, αλλά κι ο πατέ­ρας σου…». H Νάντια δεν απά­ντη­σε. Ήταν πια αργά, έβλε­πε και τον Κώστα απέ­να­ντί της, είχε μεθύ­σει. Γελού­σε, μιλού­σε φωνα­χτά, αστειευόταν.

«Τα λέμε αύριο» σηκώ­θη­κε να φύγει. Ευτυ­χώς το ξενο­δο­χείο ήταν δυό βήμα­τα από την πλα­τεία. Ο νυχτε­ρι­νός βου­νί­σιος αέρας, της χτύ­πη­σε το πρό­σω­πο, στο πρώ­το της βήμα ένιω­σε πως το μυα­λό της καθά­ρι­σε. Να γυρί­σει να πάρει και τον Κώστα, σκέ­φτη­κε. «Ας γυρί­σει όπο­τε θέλει», σκε­φτό­ταν, ανε­βαί­νο­ντας τα σκα­λιά για το δωμά­τιο της.

«Αγά­πη μου, άντρα της ζωής μου» έγρα­φε. Η φωτο­γρα­φία ήταν πολύ παλιά, ασπρό­μαυ­ρη, τα χρό­νια είχαν αφή­σει τα σημά­δια τους πάνω της, σε κάποια σημεία ήταν τόσο θολή, ίσα που τον διέ­κρι­νε τον πατέ­ρα της.

«Θεέ μου» δε μπό­ρε­σε να κρα­τη­θεί. Ο Μιχά­λης πετά­χτη­κε από δίπλα της. Ήταν τρεις τη νύχτα. «Τι είναι;» της είπε. Κρα­τού­σε τα χέρια της σε μπου­νιές κοντά στο γερ­μέ­νο της πρό­σω­πο. Τα μάτια της ήταν σφρα­γι­σμέ­να. Το πρό­σω­πό της σφιγ­γό­ταν, ήταν έτοι­μο να σπά­σει. Το κορ­μί της σπαρ­τά­ρα­γε. «Θεέ μου» συνέ­χι­ζε να λέει. Τί της συνέ­βαι­νε, τί έγι­νε; Την είχε ακού­σει να μπαί­νει, την είχε δει να βγά­ζει τα ρού­χα της, τί συνέ­βη τώρα;

Η Νάντια έκρυ­ψε σφι­χτά στα χέρια της τη φωτο­γρα­φία. Ξανα­ντύ­θη­κε βια­στι­κά, «τίπο­τα», είπε, και βγή­κε από το δωμά­τιο. Ο δρό­μος άδειος. Κοί­τα­ξε τρι­γύ­ρω και έρι­ξε μια κλε­φτή ματιά πάλι στη φωτο­γρα­φία. Συνέ­χι­σε να παρα­λη­ρεί, «Θεέ μου». Ευτυ­χώς η παρέα είχε δια­λυ­θεί, μόνο ο Κώστας, συνέ­χι­ζε να πίνει. Δεν ήταν σίγου­ρη, έκλαι­γε ή τον είχε πιά­σει το αλλερ­γι­κό του; Τον κοί­τα­ξε πάλι, από τα μάτια του με βία κρα­τιό­νταν τα δάκρυα.

Δε μπο­ρού­σε να μιλή­σει, ούτε σε εκεί­νον. Ένιω­σε εντε­λώς μόνη. Ένα παρά­πο­νο την πλημ­μύ­ρι­σε. Δεν είχε κανέ­ναν να μοι­ρα­στεί τον πόνο που ένιω­θε. Μια φορά, είχαν μαλώ­σει στα παι­χνί­δια με τα ξαδέλ­φια της, η Θεία την είχε μαλώ­σει πολύ. Της είχε πει κάτι, τότε δεν ήξε­ρε, αλλά είχε πιστέ­ψει πως ήταν πολύ κακό. Η μαμά της δεν της εξή­γη­σε «αντρο­χω­ρί­στρα», έτσι την είχε πει η Θεία της, «αντρο­χω­ρί­στρα, σαν τη μάνα σου». Κανείς δεν την είχε συντρέ­ξει και τότε, η μάνα, της είχε πει να μην το πει σε κανέ­ναν. Θα ήθε­λε να την είχε εδώ τη Θεία τώρα, να της έλεγε…

Το πρωί τους βρή­κε και τους δύο μεθυ­σμέ­νους. Η Νάντια ίσα που στε­κό­ταν στα πόδια της. Τον Κώστα τον είχε πιά­σει πιο πολύ, σκέ­το ράκος ήταν. Ο Μιχά­λης με παρα­κά­λια, τους έπει­σε να γυρί­σουν να κοι­μη­θούν λίγο. Μετά στο αυτο­κί­νη­το για Αθή­να, πήραν και τον Κώστα μαζί, πώς να οδη­γού­σε έτσι;

Είχε περά­σει πια μια εβδο­μά­δα και η ζωή τους είχε επα­νέλ­θει στη ρου­τί­να της. Δου­λειά, σχο­λεία, κολυμ­βη­τή­ρια, ωδείο, όλα όπως πριν. Κανείς τους δεν ήθε­λε να μιλή­σει για τη Θεία. Ειδι­κά η Νάντια που από χαρα­κτή­ρα δεν ήταν ποτέ ομι­λη­τι­κή, τώρα δεν της έπαιρ­νες κου­βέ­ντα. Ήταν νευ­ρι­κή, κι είχε ένα πόνο ζωγρα­φι­σμέ­νο στα μάτια της. Εκεί­νη η αφιέ­ρω­ση, της είχε σκί­σει τα σωθικά.

«Να μιλή­σου­με», της είπε ο Μιχά­λης. Ήταν Κυρια­κή και τα παι­διά έλει­παν. Ότι κι αν είχαν, περί­με­ναν την Κυρια­κή, για να κου­βε­ντιά­σουν. Δεν απά­ντη­σε. «Ποιόν άλλον έχεις;», επέ­μει­νε. Η φωνή του είχε παρά­πο­νο. Τον είχε απο­κλεί­σει, έτσι ένιω­θε. Δεν της είχε στα­θεί πάντα; Για­τί τώρα αρνιό­ταν; Μυριά­δες σκέ­ψεις, του είχαν περά­σει από το μυα­λό. Ακό­μη ότι μπο­ρεί να είχε συνα­ντή­σει κάποιον από τα παλιά στο χωριό, και την ανα­στά­τω­σε, σκεφτόταν.

Το μυστι­κό… δε μπο­ρού­σε να μιλή­σει σε κανέ­ναν, ήταν τόσο ντρο­πια­στι­κό. Το κου­δού­νι της πόρ­τας που χτυ­πού­σε επί­μο­να, την έβγα­λε από τη δύσκο­λη θέση. Ήταν ο Κώστας. Τις Κυρια­κές, παί­ζα­νε σκά­κι με τον Μιχάλη.

Κοί­τα­ξε τρι­γύ­ρω, τα παι­διά έλει­παν, «με πήρε ο δικη­γό­ρος, για τη δια­θή­κη», είπε.

Η Νάντια ούτε να ακού­σει, «ουφ», έκα­νε. Ακό­μα και τη φωτο­γρα­φία του, που ήθε­λε τόσο να στο­λί­σει στο σαλό­νι τους, την κατα­χώ­νια­σε στις σελί­δες του πιο μιση­τού της βιβλί­ου, των αρχαί­ων της Γ’ Λυκεί­ου. Ότι της την θύμι­ζε… και τον Κώστα, κι αυτόν, τον κοί­τα­ξε αγριεμένη.

«Δεν έχου­με καμία δου­λειά, εσύ ήσουν ο αγα­πη­μέ­νος της», πετά­χτη­κε ο Μιχά­λης. Κι έπει­τα σα να μετά­νιω­σε, «αλή­θεια έκα­νες κανέ­να μάθη­μα από το τελευ­ταίο μας παι­χνί­δι;» άλλα­ξε κουβέντα.

Ο Κώστας, σαν να μην άκου­σε, γέλα­σε και στρώ­θη­κε να περι­μέ­νει για το σκά­κι. Τόσα χρό­νια να ισορ­ρο­πεί μετα­ξύ της Θεί­ας και των άλλων, το είχε συνη­θί­σει. Ήταν ο ρόλος του, δεν είχε παρα­πο­νε­θεί ποτέ για αυτό, δεν μιλού­σε γι΄ αυτά ο Κώστας…

Θα τους το θύμι­ζε μια άλλη στιγ­μή, έπρε­πε να τελειώ­νουν, δεν είχε νόη­μα να μένουν εκκρε­μό­τη­τες, σκέ­φτη­κε. Ο δικη­γό­ρος ήταν κατη­γο­ρη­μα­τι­κός, έπρε­πε όλοι τους, και τα παι­διά ακό­μη, να παρευρίσκονται.

Το ραντε­βού με το δικη­γό­ρο κλεί­στη­κε Σάβ­βα­το πρωί, να τους βολεύ­ει όλους. Ήταν όλοι στην ώρα τους. Τα παι­διά για λίγο περιερ­γά­στη­καν τον αυστη­ρό χώρο του γρα­φεί­ου, αλλά βαρέ­θη­καν, και στρι­φο­γυρ­νού­σαν στις καρέ­κλες τους. Η Θεία είχε μοι­ρά­σει την περιου­σία της σε ίσα μερί­δια στους δυό τους. Η Νάντια δεν πίστευε στα αφτιά της, κι ο Μιχά­λης στο άκου­σμα της μοι­ρα­σιάς, μετά­νιω­σε που είχε πικρά­νει τον Κώστα. Εκεί­νος, σα να ήξε­ρε από πριν, ήταν εντε­λώς ανέκφραστος.

«Αφού ολο­κλη­ρώ­σα­με με τα περιου­σια­κά της, θα μου επι­τρέ­ψε­τε να συνε­χί­σω, έχου­με κάτι ακό­μα», είπε ο δικη­γό­ρος. «Η Θεία σας είχε εκδώ­σει ένα βιβλίο, που έχει συμπε­ρι­λη­φθεί στη δια­θή­κη της, και θέλη­σε να σας το γνωστοποιήσω».

Πήρε στα χέρια του ένα σκλη­ρό­δε­το, παλιό βιβλίο, το άνοι­ξε προ­σε­κτι­κά και άρχι­σε να δια­βά­ζει τον πρό­λο­γο. Στο εξώ­φυλ­λο είχε μια φωτο­γρα­φία. Ένα δίπα­το, πέτρι­νο σπί­τι, με πρά­σι­να ξύλι­να παρά­θυ­ρα. Η φωτο­γρα­φία ήταν παλιά, το πατρι­κό τους στο χωριό, δεν ήταν πια έτσι, όμως το γνώ­ρι­σαν αμέσως.

«Ο Λάμπης και ο Θοδωρής»

«Ο Λάμπης που ήταν συμ­μα­θη­τής με την Χαρί­κλεια στο Γυμνά­σιο, κάθε βρά­δυ την περί­με­νε κάτω από το παρα­θύ­ρι της, για να της δώσει υπο­σχέ­σεις αιώ­νιας πίστης. Εκεί­νη, που τον είχε αγα­πή­σει με την κορι­τσί­στι­κη καρ­δού­λα της, όσο τίπο­τα άλλο στον κόσμο, ονει­ρευό­ταν τη ζωή της μόνο μαζί του. Η αδελ­φή της η Νίτσα πάλι, όταν ο Θοδω­ρής, ο δίδυ­μος του Λάμπη, ήρθε από την Αθή­να, για να τη γυρέ­ψει από τους γονείς της, το έκρυ­ψε για την αδερ­φή της. Ήξε­ρε πως οι γονιοί τους, με τίπο­τα δεν θα επέ­τρε­παν αυτό τον διπλό γάμο… Ο Λάμπης έφυ­γε και δεν ξανα­γύ­ρι­σε ποτέ, ούτε έμα­θαν ξανά για αυτόν… Η Χαρί­κλεια δεν τον ξέχα­σε ποτέ».

Η Νάντια δεν μπο­ρού­σε να πιστέ­ψει στα αυτιά της. Η φωτο­γρα­φία που φύλα­γε κρυ­φά, στο πορ­το­φό­λι της η Θεία, η αφιέ­ρω­ση, τα ερω­τή­μα­τά της, η μάνα της, ο πατέ­ρας της, στρο­βι­λί­ζο­νταν ανά­κα­τα στο μυα­λό της. Κανείς ποτέ, δεν τους είχε μιλή­σει. Τώρα, που είχαν φύγει όλοι, η Θεία Χάρις είχε επι­λέ­ξει, να μάθουν το μυστι­κό τους. Δάκρυα πλημ­μύ­ρι­σαν την ψυχή της, από αυτά που δεν κυλούν, αλλά στοι­βά­ζο­νται και είναι αγιά­τρευ­τα. Ήταν απί­στευ­το, ήταν σίγου­ρη πως ήταν ο πατέ­ρας της στη φωτο­γρα­φία… Πόσο είχε αδι­κή­σει τον πατέ­ρα της; Και η Θεία… τί γύρευε τελι­κά η Θεία; Για­τί σώπαι­νε τόσα χρό­νια; Και η μάνα της; Πώς μπό­ρε­σε και έκα­νε τέτοιες σκέψεις;

Όταν τους έδει­ξε τη φωτο­γρα­φία με την αφιέ­ρω­ση, στο πίσω μέρος, ο Μιχά­λης κατά­λα­βε αμέ­σως. «Αγά­πη μου, της ζωής τα μονο­πά­τια είναι σαν το Λαβύ­ριν­θο της Κνω­σού», της είπε και την αγκά­λια­σε σφιχτά.

Ο Κώστας θυμή­θη­κε, παι­δί ήταν ακό­μα, η Θεία Χάρις του μιλού­σε συχνά για το «Λάμπη της». Ήταν το μυστι­κό τους.

Στον τάφο της Θεί­ας, η Νάντια τοπο­θέ­τη­σε τη φωτο­γρα­φία του θεί­ου Λάμπη. Για εκεί­νον, δεν έμα­θαν ποτέ τους. Παρέ­μει­νε στη σκέ­ψη τους, ως ο άντρας της Θεί­ας Χάρις, ο παι­δι­κός και μονα­δι­κός έρω­τάς της.

Είχαν και έναν εξά­δελ­φο, η αδερ­φή του πατέ­ρα τους, το ένα της παι­δί, το είχε πει, Χαρά­λα­μπο. Ο Κώστας, μια Κυρια­κή που πήγε για το σκά­κι, τους το θύμισε…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο