Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μάχη με το τσιγάρο

Παγκό­σμια ημέ­ρα κατά του καπνί­σμα­τος σήμερα…

Πάνε χρό­νια πολ­λά που έκο­ψα το κάπνι­σμα. Κι όμως είναι κάποιες στιγ­μές που το ζητώ δαι­μο­νι­σμέ­να… Κι ας έχω περά­σει όλα τα όρια που κάποιος παύ­ει να θεω­ρεί­ται καπνιστής
Είναι ακό­μη νύχτες (η αλή­θεια σπά­νια πλέ­ον) που ξυπνώ με την ηδο­νή της τζού­ρας ή τον τρό­μο της υποτροπής.

Ποτέ δεν πίστε­ψα ότι θα κόψω το τσι­γά­ρο… Μου φαι­νό­ταν τρο­με­ρά δύσκο­λο. Πάλευα με τα δευ­τε­ρό­λε­πτα, με τις στιγ­μές, με τα λεπτά, τις ώρες, τις ημέ­ρες… Εδι­να τη μάχη του λεπτού. Μπο­ρώ να μην το ανά­ψω τώρα. Ας αντέ­ξω λίγο ακόμη…

Ο φόβος με έφε­ρε αντι­μέ­τω­πο με μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οδεύω προς την έξο­δο ή δίνω τη μάχη της ποιό­τη­τας ζωής. Κάπνι­ζα κάτι περισ­σό­τε­ρο από τρία πακέ­τα την ημέ­ρα. Μονί­μως με ένα τσι­γά­ρο στο στό­μα… Πρα­κτι­κά τι σημαί­νει αυτό; Για όσους καπνί­ζουν ξέρουν ότι  η αντί­δρα­ση του οργα­νι­σμού φτά­νει στα όρια της σιχασιάς.

Θυμά­μαι να ρωτώ τον πνευ­μο­νο­λό­γο στον ΕΔΟΕΑΠ «Για καρ­κί­νο ψάχνου­με;». «Πήγαι­νε κάνε την ακτι­νο­γρα­φία και βλέ­που­με». Στο τέταρ­το της ανα­μο­νής στο ακτι­νο­λο­γι­κό, είπα μέσα μου «μαλά­κα, πρέ­πει να ζήσεις, κομ­μέ­νο το τσι­γά­ρο». Από εκεί­νη τη στιγ­μή μέχρι και την τελευ­ταία τζού­ρα 3 μέρες μετά, κάπνι­σα 4 τσιγάρα.

Και ξεκι­νά ο Γολ­γο­θάς. Ο πρω­ι­νός καφές χωρίς τσι­γά­ρο. Ο καφές με την άφι­ξη στην εφη­με­ρί­δα… Μαρ­τύ­ριο σκέ­το. Κομ­μέ­νος ο καφές. Ξανά­πια φρα­πέ δυο χρό­νια μετά, όταν πλέ­ον μπο­ρού­σα να δια­χει­ρι­στώ την έλλει­ψη του τσιγάρου.

Μέχρι τότε, το 2003, δεν είχα ξεπε­ρά­σει ποτέ τα 64 κιλά. Πάντα ψιλόλιγνος.

Ξεκι­νώ τα «υπο­κα­τά­στα­τα». Κάθε από­γευ­μα στο δρό­μο για την εφη­με­ρί­δα στα­μα­τού­σα στα ξηρο­κάρ­πια. Μια σακού­λα στρα­γά­λια, στα­φί­δες και παρεμ­φε­ρή. «Καλώς τον «Στρα­γά­λια» έλε­γε ο αρχι­συ­ντά­κτης όταν με έβλε­πε να φτά­νω με τη σακού­λα στο χέρι.

Κάθε βδο­μά­δα χρεια­ζό­μουν και­νού­ρια ρού­χα. Από τα 64 κιλά (λιπο­βα­ρής, σε σχέ­ση με το ύψος μου), σε πέντε μήνες έφτα­σα τα 108. Δε χωρού­σα που­θε­νά, φάρ­δαι­να επι­κίν­δυ­να. Δεν είχα ξανα­νιώ­σει το αίσθη­μα της πεί­νας τόσο έντο­να. Αν δεν έτρω­γα τις ώρες που είχα συνη­θί­σει αφή­νια­ζα. Θυμά­μαι την αδελ­φή μου στο χωριό, που καθυ­στέ­ρη­σε κάνα μισά­ω­ρο το φαγη­τό να μένει άναυ­δη με την αντί­δρα­σή μου, και εμβρό­ντη­τη με την απά­ντη­σή μου: «Καλά, τόσο πολύ πει­νάς», με πρω­τό­γνω­ρη έκπλη­ξη. «Ο άνθρω­πος από την πεί­να φτά­νει στον κανι­βα­λι­σμό». «Εσέ­να σε παρα­κα­λού­σα­με να φας»…

Κάπου εκεί, πριν ξεφύ­γει το πράγ­μα, δυο χρό­νια μετά το τελευ­ταίο τσι­γά­ρο, πάτη­σα φρέ­νο στο φαγη­τό. Τα ξηρο­κάρ­πια τα είχα κόψει στο εξά­μη­νο. Βέβαια, είχα ανα­κα­λύ­ψει τις καρυ­δό­πι­τες «Στερ­γί­ου» στο μπαρ της εφη­με­ρί­δας. Απο­γο­ή­τευ­ση αν κάποια μέρα δεν είχε…

Για να μην τα πολυ­λο­γώ, κέρ­δι­σα τη μάχη με τα κιλά, ήρθα στα ίσα μου, στις κανο­νι­κές αναλογίες.

Όμως η υπό­θε­ση τσι­γά­ρο δεν είχε τελειώ­σει. Για κάποια χρό­νια, αυτές οι «καπνι­στι­κές ονει­ρώ­ξεις» ερχό­ταν να μου τη θυμί­σουν. Και η παρόρ­μη­ση στην ταβέρ­να, στον καφέ, μετά το φαγη­τό… Ευτυ­χώς κατά­φερ­να και συγκρατιόμουν…

Ήξε­ρα και ξέρω, αν ανά­ψω ένα τσι­γά­ρο θα ξανα­κυ­λή­σω… Γι’ αυτό, φιλα­ρά­κο κομμένη…

Ηρα­κλής Κακαβάνης

Ακο­λου­θή­στε το Ατέ­χνως στο Google News, στο Facebook και στο Twitter

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο