Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η πολιτική και υπαρξιακή ποίηση της Κατερίνας Γώγου

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαράκης //

Έχω την αίσθη­ση, αν όχι την βεβαιό­τη­τα, περι­δια­βαί­νο­ντας στους χώρους  του δια­δι­κτύ­ου και της κανο­νι­κής ζωής πως η Κατε­ρί­να Γώγου είναι περισ­σό­τε­ρο γνω­στή σ’ έναν νεό­τε­ρης ηλι­κί­ας κόσμο με την ποι­η­τι­κή της ιδιό­τη­τα και λιγό­τε­ρο ως ηθο­ποιός. Αυτό δεν το λέω ως κάτι το αρνη­τι­κό, το αντί­θε­το μάλι­στα. Βλέ­πε­τε, λίγο η ανά­γκη για ποι­η­τι­κή έκφρα­ση κι επι­κοι­νω­νία της νεό­τε­ρης γενιάς δια­φο­ρε­τι­κή από τα συνη­θι­σμέ­να, λίγο μία όχι πάντα καλο­προ­αί­ρε­τη επα­να­φο­ρά ανθρώ­πων όπως η Γώγου στην επι­φά­νεια από δημο­σιο­γρά­φους και κάθε λογής «δημο­σιο­λο­γού­ντες», ένα παρα­πά­νω που οι πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κέ συν­θή­κες – της εξέ­γερ­σης που αργά σιγά καλ­λιερ­γεί­ται μέσα στις συνει­δή­σεις των νεό­τε­ρων, οι εργα­τι­κοί αγώ­νες κι αντι­στά­σεις, οι μικρές νίκες και οι πρό­σκαι­ρες ήττες, η αλλο­τρί­ω­ση, η μονα­ξιά μέσα σε μια πόλη που ανα­ζη­τά την ελευ­θε­ρία της – που παρά­γουν αυτή την ανά­γκη για επα­φή με κάτι το δια­φο­ρε­τι­κό, κατ’ επέ­κτα­ση και με την ποί­η­ση της Κατε­ρί­νας Γώγου.

Βέβαια, οι παλιό­τε­ρες γενιές, και φυσι­κά της γενιάς της ποι­ή­τριας, την γνώ­ρι­σαν μέσα από τις ηθο­γρα­φι­κές, ανό­η­τες και βαθιά συντη­ρη­τι­κές ται­νί­ες του εμπο­ρι­κού ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου – εκεί­νες τις ται­νί­ες που μέσα στην επο­χή του μετεμ­φυ­λια­κού κρά­τους, με τους διωγ­μούς και τις εξο­ρί­ες των κομ­μου­νι­στών αλλά και με τις μάχες για την απο­κα­τά­στα­ση της δημο­κρα­τί­ας, ανα­λώ­νο­νταν πολύ συνει­δη­τά στην καλ­λιέρ­γεια μιας επι­φα­νεια­κά αθώ­ας ηθο­γρα­φί­ας των πόλε­ων και της κοι­νω­νι­κής ζωής και στην γελοία, κακή μίμη­ση των αντί­στοι­χων αμε­ρι­κά­νι­κων φιλμ τύπου ρομα­ντι­κού κομε­ντί και μιού­ζι­καλ: οι κινη­μα­το­γρα­φι­κές εξαι­ρέ­σεις της περιό­δου απλώς επι­βε­βαιώ­νουν τον κανό­να. Εντός αυτού του περι­βάλ­λο­ντος, η Κατε­ρί­να είχε πάντα τον στε­ρε­ό­τυ­πο ρόλο της ξεπε­ταγ­μέ­νης, αθώ­ας, σχε­δόν ηλί­θιας, μοντέρ­νας – σύμ­φω­να με τα αμε­ρι­κά­νι­κα, κατα­να­λω­τι­κά πρό­τυ­πα και «επα­να­στά­τριας» κόρης. Δεν ήταν η Φίρ­μα του συστή­μα­τος της επο­χής, ούτε έπαι­ζε με τους πολύ­φερ­νους γαμπρούς της τότε «σόου μπιζ» αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι στην πορεία των χρό­νων δεν έκα­νε αξιό­λο­γη πορεία σε σοβα­ρό­τε­ρες και πραγ­μα­τι­κά «κινη­μα­το­γρα­φι­κές», αν μπο­ρού­με να το πού­με έτσι, ται­νί­ες, σε αυτό συνέ­λα­βε και η αλλα­γή των επο­χών και της κοι­νω­νι­κής συνει­δη­το­ποί­η­σης που δεν αρκού­νταν πλέ­ον στην ανα­πα­ρα­γω­γή των ηλί­θιων αστι­κών προ­τύ­πων συμπε­ρι­φο­ράς αλλά που προ­χώ­ρη­σαν, μαζί με την κοι­νω­νία, στην αμφι­σβή­τη­σή τους και στην κρι­τι­κή της επι­κρα­τού­σας ηθι­κής: ο ρόλος της αδελ­φής του Θανά­ση Βέγ­γου στο φίλμ «Τί έκα­νες στον πόλε­μο Θανά­ση» του Ντί­νου Κατσου­ρί­δη, είναι ενδει­κτι­κός χωρίς να είναι ο μονα­δι­κός ενώ, μετα­ξύ άλλων, βρα­βεύ­τη­κε για την συμ­με­το­χή της στην ται­νία «Το βαρύ πεπό­νι» με το βρα­βείο Α’ γυναι­κεί­ου ρόλου (Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης — 1977). Σε αυτή τη νέα πορεία η «Παραγ­γε­λιά» του συζύ­γου της Παύ­λου Τάσιου, απο­τε­λεί το σημείο καμπής όπου συν­δέ­θη­καν σ’ ένα ισχυ­ρό κρά­μα, η ποι­η­τι­κή αμφι­σβή­τη­ση της δημιουρ­γού μαζί με την ανα­ζή­τη­ση, νέων, περισ­σό­τε­ρων ώρι­μων, κινη­μα­το­γρα­φι­κών εκφράσεων.

Η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου

Η Κατε­ρί­να Γώγου σημά­δε­ψε με την παρου­σία της μια ολό­κλη­ρη επο­χή (παρέα με τους Νικό­λα Άσι­μο, Παύ­λο Σιδη­ρό­που­λο καθώς και με άλλους) εκφρά­ζο­ντας τόσο την ηττη­μέ­νη δεκα­ε­τία μετά την αυτα­πά­τη της επα­να­φο­ράς της (αστι­κής, φυσι­κά) δημο­κρα­τί­ας και τα απο­τε­λέ­σμα­τα της ιστο­ρι­κής ήττας της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας που εκτυ­λί­χθη­κε στην χώρα μας κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής Αλλά έκφρα­σε και μια άλλη επο­χή: αυτή που ακο­λού­θη­σε με την πτώ­ση της Χού­ντας και την Μετα­πο­λί­τευ­ση, που τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα δεν είχαν επι­λυ­θεί, με τον βαθύ­τα­τα συντη­ρη­τι­κό και ακρο­δε­ξιό μηχα­νι­σμό στο απυ­ρό­βλη­το, με τις νέες οικο­νο­μι­κές δυνά­μεις να επι­χει­ρούν να δια­βρώ­σουν την κοι­νω­νι­κή συνο­χή καθώς και το μεγά­λο ταξι­κό κρι­τή­ριο που ήταν υπε­ρα­να­πτυγ­μέ­νο μέσα στον κόσμο του αγώ­να και στην εργα­τι­κή τάξη – έκφρα­σε ακό­μα την ατο­μι­κή και συλ­λο­γι­κή αλλο­τρί­ω­ση, την επι­βο­λή χιλιά­δων πνευ­μα­τι­κών και υλι­κών εξαρ­τή­σε­ων, την ανά­δει­ξη της υπο­κρι­σί­ας ως συστα­τι­κό στοι­χείο του δημό­σιου λόγου.

Η συγκε­κρι­μέ­νη επο­χή μάλι­στα, είναι η επο­χή όπου άλλοι ποι­η­τές, θύμα­τα κι αυτοί μιας, ας το πού­με, «ταξι­κής μελαγ­χο­λί­ας», είτε προ­τί­μη­σαν τη σιω­πή καθώς θεω­ρού­σαν ότι είχαν πει ότι ήταν για να πουν, είτε έγρα­φαν – ιδιαί­τε­ρα η νέα γενιά ποι­η­τών – με ένα τρό­πο που τους απο­ξέ­νω­νε από τις ανά­γκες της κοι­νω­νί­ας και του τόπου. Η Γώγου είναι εκεί­νη η δημιουρ­γός που με τα σκλη­ρά της βιώ­μα­τα, με την δυνα­τή πολι­τι­κή της σκέ­ψη αλλά και με την αξιο­ποί­η­ση τόσο του εκφρα­στι­κού ταλέ­ντου της, όσο και της πλού­σιας ποιητικής/καλλιτεχνικής αντί­λη­ψης που την δια­κα­τεί­χε, έφτια­ξε με πόνο σώμα­τος και ψυχής  γνή­σια υπαρ­ξια­κή ποί­η­ση με έντο­να εξερ­γε­σια­κά κι επα­να­στα­τι­κά στοι­χεία. Η ποί­η­ση της είναι η ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής και προ­σω­πι­κής από­γνω­σης αλλά και της γνώ­σης ότι οι βάρ­βα­ροι είναι ήδη εδώ και πρέ­πει να αγω­νι­στού­με ενά­ντια στην απαλ­λο­τρί­ω­ση ψυχής και κοι­νω­νί­ας που πρε­σβεύ­ουν και εφαρ­μό­ζουν. Αμφι­σβη­τεί η Κατε­ρί­να Γώγου: το Κόμ­μα, τα πρό­σω­πα που στο όνο­μα του αγώ­να ξεπου­λούν ιδέ­ες και συνει­δή­σεις, υπε­ρα­σπί­ζε­ται την αναρ­χία, τα ματαιω­μέ­να όνει­ρα, τους θεσμούς, την Οικο­γέ­νεια, την Πατρί­δα και τα στρα­τιω­τι­κά εμβα­τή­ρια, περι­γρά­φο­ντας τις εικό­νες της πόλης, στα βρώ­μι­κα στε­νά, στα γήπε­δα, στην Πατη­σί­ων. Και συμπα­ρα­στέ­κε­ται: στην Γυναί­κα, στην Κόρη της, στους μετα­νά­στες και στους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους ενώ την ίδια ώρα στο­χο­ποιεί­ται από το Κρά­τος και τις δυνά­μεις καταστολής.

Η ποί­η­ση της Κατε­ρί­νας Γώγου, ανα­δει­κνύ­ε­ται και στις μέρες μας,  τόσο επί­και­ρη , όσο και στην όχι πολύ πρό­σφα­τη επο­χή όπου έζη­σε η ποι­ή­τρια, όπου ο καθέ­νας και η καθε­μιά μας, ανα­γνω­ρί­ζει σε αυτήν τον δικό του προ­βλη­μα­τι­σμό, την δική του αγω­νία που βρί­σκε­ται και σε άμε­ση συνάρ­τη­ση με το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον και τις ανά­γκες της επο­χής μας. Ένας σκλη­ρός, ανε­λέ­η­τος κι αδυ­σώ­πη­τος ύμνος, βαθύ­τα­τα τρα­γι­κός (με την… αρχαιο­ελ­λη­νι­κή έννοια του όρου), να τι είναι και πως ορί­ζε­ται η ποί­η­ση της. Απο­τε­λεί ένα ύμνο στον μονα­χι­κό άνθρω­πο της πόλης αλλά και στους ανθρώ­πους που παίρ­νουν το μέλ­λον στα χέρια τους, ένα ύμνο σε μορ­φή ποι­η­τι­κής προ­κή­ρυ­ξης στον ιδιό­τυ­πο και ιδιό­μορ­φο αγώ­να εκά­στου  και όλων ενά­ντια σ’ ένα σύστη­μα που καταρ­ρέ­ει και που απει­λεί να μας πάρει μαζί του στο τέλος ή κι ελπί­ζο­ντας πως με την ανο­χή μας θα κατα­φέ­ρει να τη βγά­λει καθα­ρή για λίγο ακό­μα, ένας ύμνος είναι, ένα τρα­γού­δι για όλους εμάς που όσο και να το θέλουν δεν χάνου­με την ιστο­ρι­κή και προ­πα­ντός, την ταξι­κή μας μνήμη.

Είναι όμως και μια ποί­η­ση που πολ­λές φορές – αν όχι τις περισ­σό­τε­ρες, δεν  αντι­λαμ­βά­νε­ται πως εκφρά­ζει όχι ένα ή δύο προ­σω­πι­κά παρα­δείγ­μα­τα αλλά μια ολό­κλη­ρη κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση και ανα­γκαιό­τη­τα. Είναι μια ποί­η­ση επί­σης, που ο εκφρα­στής της, η Γώγου δηλα­δή, από τη μία καταγ­γέλ­λει και δια­μαρ­τύ­ρε­ται ενώ από την άλλη λυγί­ζει  κάτω από το βάρος των προ­σω­πι­κών προ­βλη­μά­των της (κατά­θλι­ψη, πρέ­ζα κτλ) – που βέβαια είναι και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, όπου οδη­γεί­ται προς το τέλος της ζωής της ποι­ή­τριας και της ποι­η­τι­κής της δρα­στη­ριό­τη­τας να εσω­τε­ρι­κεύ­ει τον πόνο της, να απο­μο­νω­θεί, να επα­να­λαμ­βά­νει «απλώς» παλιές ανα­μνή­σεις, να επι­χει­ρεί ένα κρι­τι­κό σχο­λια­σμό της μέχρι τότε ζωής της, ελα­χι­στο­ποιώ­ντας την αδρό­τη­τα των ποι­η­τι­κών της εικό­νων αλλά και αξιο­ποιώ­ντας μια νέα ποι­η­τι­κή γρα­φή: περισ­σό­τε­ρο κοφτή, λιγό­τε­ρο καταγ­γελ­τι­κή, δεί­χνο­ντας (πόσο ενδια­φέ­ρου­σα αντί­φα­ση είναι αυτή) και κού­ρα­ση και διά­θε­ση για ανα­νέ­ω­ση – που όμως θα έρθει πάρα πολύ αργά.

Όχι, δεν είναι τυχαίο που ανα­κα­λύ­πτου­με ξανά την Γώγου, αυτή τη φορά κάτω από το και­νούρ­γιο πρί­σμα της ελπί­δας και των αγώ­νων ως μια σοφή φωνή που μας προει­δο­ποιεί να μην ξεχά­σου­με την ιστο­ρι­κή μας ευκαι­ρία για αλη­θι­νή ελευ­θε­ρία αλλά και πως όταν έρθουν εκεί­νες οι πολυ­πό­θη­τες μέρες, να μην ξεχά­σου­με , τα χρό­νια της εξα­θλί­ω­σης, της κατα­πί­ε­σης και του ψεύδους.

 

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο