Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καθ’ οδόν σε ρεμπέτικα μονοπάτια… Μικρασιατική Καταστροφή & Μεσοπόλεμος _ Αντίσταση, πείνα &  σαλταδορισμός

Με το βλέμ­μα και την καρ­διά μας στραμ­μέ­νη στον  Παλαι­στι­νια­κό λαό, με τη “δεύ­τε­ρη φάση” των ισραη­λι­νών επι­δρο­μών να πνί­γει στο αίμα τα παι­διά του κάνου­με μια δοκι­μή να πετά­ξου­με  (εθνι­κή εορ­τή γαρ) ανε­μο­λά­μνο­ντας, με «οχή­μα­τα» τις νότες και τους στί­χους ρεμπέ­τι­κων τρα­γου­διών _ Αν η μισή μου καρ­διά βρί­σκε­ται, για­τρέ, εδώ πέρα η άλλη μισή στην Παλαι­στί­νη βρί­σκε­ται _ Κι ύστε­ρα, για­τρέ, την κάθε αυγή την κάθε αυγή, για­τρέ, με τα χαρά­μα­τα πάντα η καρ­διά μου στην Ελλά­δα του­φε­κί­ζε­ται

Με τον παλαι­στι­νια­κό λαό, για ελεύ­θε­ρη Παλαι­στί­νη, χωρίς αστερίσκους

Μέσα από κεί­με­να για γνώ­ρι­μα ακού­σμα­τα, θα προ­σεγ­γί­σου­με βαθύ­τε­ρα κάποια από τα τρα­γού­δια, που έχουν να μας διη­γη­θούν τη δικιά τους ιστο­ρία, με μια δυνα­μι­κή βγαλ­μέ­νη μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώ­πων του λαού.

Το ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι μέχρι σήμε­ρα συνε­χί­ζει να κατα­κτά ανθρώ­πους τόσο αισθη­τι­κά όσο και συναι­σθη­μα­τι­κά. Άντε­ξε στο χρό­νο, για­τί είναι μέρος της λαϊ­κής μας παρά­δο­σης και όσους τρό­πους και αν εφηύ­ρε η αστι­κή τάξη για να το απο­μα­κρύ­νει από το λαό δεν τα κατάφερε.
Τα ρεμπέ­τι­κα ανή­κουν στα λαϊ­κά τρα­γού­δια, για­τί δεν άφη­σαν κανέ­να κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο που να μην το κατα­γρά­ψουν. Η θεμα­το­λο­γία τους πηγά­ζει από τη ζωή των λαϊ­κών μαζών, τη φτώ­χεια, τον έρω­τα, την πάλη της εργα­τι­κής τάξης, την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, χωρίς όμως να δίνουν λύσεις.

Με λίγα λόγια, οι ρεμπέ­τες με τα κομ­μά­τια τους γίνο­νται χρο­νο­γρά­φοι της επο­χής τους. Θα ανα­φερ­θού­με ενδει­κτι­κά όχι τόσο λόγω έλλει­ψης χώρου, αλλά κυρί­ως για­τί _όχι η μισή μας, μα όλη μας η καρ­διά κι ο νους και το μυα­λό στην Παλαι­στί­νη βρί­σκο­νται.

Μικρασιατική Καταστροφή & Μεσοπόλεμος
όπως _λίγο πολύ όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει

Το 1929 η Ρόζα Εσκε­νά­ζυ ερμη­νεύ­ει το τρα­γού­δι «Δική μου είναι η ΕΛΛΑΣ», καλύ­πτο­ντας ολό­κλη­ρη την πολι­τι­κή σκη­νή του Μεσο­πο­λέ­μου (Βενι­ζέ­λο, βασι­λιά, δικτά­το­ρες). Σκια­γρα­φεί την Ελλά­δα που με την Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία θέλη­σε τα δυο της πόδια να πατά­νε σε δυο Ηπεί­ρους (Ευρώ­πη και Ασία) έτσι όπως είχαν ορα­μα­τι­στεί οι τότε πολι­τι­κοί. Για να περά­σει το κομ­μά­τι ο δημιουρ­γός (Σ. Ψαριώ­της ή Ν. Δέλ­τας) από τη λογο­κρι­σία χρη­σι­μο­ποιεί ως τέχνα­σμα ότι όλα αυτά είναι φαντα­σί­ω­ση που τα δημιουρ­γεί η ηρωίνη.

Από το βρά­δυ ως το πρωί \ με πρέ­ζα στέ­κω στη ζωή
κι όλο τον κόσμο κατα­κτώ \ την άσπρη σκό­νη σαν ρουφώ.

Όλος ο κόσμος είναι θύμα μου \ σαν έχω πρέ­ζα και ρουφάω
κι οι πολι­τσμά­νοι όταν θα με δουν \ μελά­νι αμολάω.

Σαν μαστου­ρω­θείς \ γίνε­σαι ευθύς
βασι­λιάς, δικτά­το­ρας, Θεός και κοσμοκράτορας.
Πρέ­ζα όταν πιεις \ βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στον κόσμο ρόδι­να θε να τα δεις.

Δική μου είναι η Ελλάς \ και στην κατά­ντια της γελάς,
της λεί­πει το ‘να της ποδά­ρι \ ρε και το παί­ξα­νε στο ζάρι.
Εγώ θα είμαι ρε δικτά­το­ρας \ κι ο κόσμος στά­χτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ’ ανά­βει τον λου­λά\ κι ο άλλος θα τον σβήνει.

Ο Πανα­γιώ­της Τού­ντας ζει σε μια επο­χή που το εργα­τι­κό κίνη­μα κάνει τα πρώ­τα του βήμα­τα. Οι εργά­τες ήδη έχουν αρχί­σει και οργα­νώ­νο­νται σε σωμα­τεία και ήδη απ’ το τελευ­ταίο τέταρ­το του προη­γού­με­νου αιώ­να έχου­με σε πολ­λά επαγ­γέλ­μα­τα μεγά­λες απερ­γί­ες. Τότε ο Π. Τού­ντας δημιουρ­γεί τον «Εργά­τη» που μέσα απ’ αυτό εκφρά­ζει την περη­φά­νια του προ­λε­τα­ριά­του όχι μόνο για τον εαυ­τό του, αλλά και για όλη την εργα­τι­κή τάξη στην οποία ανήκει.

Εκα­τό δραχ­μές την ώρα παίρ­νω τζι­βα­έ­ρι μου \
πες της μάνας σου πως θέλω βρε αμάν αμάν ωχ \ να σε κάνω ταί­ρι μου
Θα σου χτί­σω ένα σπί­τι γύρω με σκαλώματα \
ν’ ανε­βαί­νεις να μου κάνεις βρε αμάν αμάν ωχ \σκέρ­τσα και καμώματα
Θα σου τηγα­νί­ζω ψάρια και παν­τζά­ρια σκορδαλιά \
θα περ­νού­με όλα τα βρά­δια βρε αμάν αμάν ωχ \ με ρετσί­να και βιολιά

Απ’ τους πρώ­τους που ιδρύ­σα­νε σωμα­τείο απ’ τον 19ο αι. κιό­λας, ήταν οι μηχα­νι­κοί και οι θερ­μα­στές του Πει­ραιά. Οι εργά­τες της θάλασ­σας έπρε­πε να παλέ­ψουν με τα κύμα­τα, τις μηχα­νές, τη φωτιά το κάρ­βου­νο και τ’ αφε­ντι­κά τους. Στην απερ­γία που κάνα­νε το 1910 πήραν μέρος χιλιά­δες ναυ­το­θερ­μα­στές και μάλι­στα ήταν πολύ μαχητική.

Ο Γιώρ­γος Μπά­της (Γιώρ­γος Τσώ­ρος) έρχε­ται με τον «Θερ­μα­στή» του και μας μιλά για τα βάσα­να των ναυ­τερ­γα­τών με τη δική τους γλώσσα.

Μηχα­νι­κός στη μηχα­νή \και ναύ­της στο τιμόνι
κι ο θερ­μα­στής στο στό­κο­λο \με έξι φωτιές μαλώνει.
Αγά­ντα θερ­μα­στά­κι μου \και ρίχνε τις φτυα­ριές σου
μέσα στο καζα­νά­κι σου \να φτιά­ξουν οι φωτιές σου.

Κάρ­γα ρασκέ­τα, ωχ, και λοστός \τον Μπέη να περάσουν
και μες στου Κάρ­ντιφ τα νερά \εκεί να πα ν’ αράξουν.
Μα η φωτιά είναι φωτιά \μα η φωτιά είναι λάβρα
κι η θάλασ­σα μου τα ‘κανε \τα σωθι­κά μου μαύρα

Η γυναίκα εργάτρια

Η απώ­λεια των αντρών κατά τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο καθώς και η ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νί­ας ανα­γκά­ζουν τη γυναί­κα να βγει έξω απ’ το σπί­τι και να ζητή­σει δου­λειά. Στις κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γι­κές μονά­δες το μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό εργα­ζο­μέ­νων είναι γυναί­κες. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά κομ­μά­τια είναι η «Λανα­ριώ­τισ­σα» (Μια μικρή απ’ το Περι­στέ­ρι) του Κώστα Ρού­κου­να και η «Κλω­στη­ρού» του Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη. Στη «Λανα­ριώ­τισ­σα» δε γίνε­ται καμία προ­σπά­θεια ωραιο­ποί­η­σης. Η σατι­ρι­κή παρο­μοί­ω­σή της με βρεγ­μέ­νη κλώ­σα εξυ­ψώ­νει την κου­ρα­σμέ­νη εργά­τρια που πρέ­πει να αντε­πε­ξέλ­θει στην πολύ­ω­ρη δου­λειά της στο εργο­στά­σιο και ταυ­τό­χρο­να να ζήσει και τη ζωή της.

Μια μικρή απ’ το Περι­στέ­ρι \ μεσ’ του Λανα­ρά δουλεύει.
Ολη μέρα μασου­ρί­ζει \ και το βρά­δυ μου γυρίζει.
Βάζει πού­ντρα και κρα­γιό­νι\ κι έρχε­ται και μ’ ανταμώνει.

Στην ταβέρ­να ξεκι­νά­με \ και τη σού­ρα αρχινάμε.
Σα σου­ρώ­σει η μικρού­λα \ μου φωνά­ζει αχ, μανούλα,
το μυα­λό μου μασου­ρί­ζει \ και σαν αργα­λειός γυρίζει.

Τότε φεύ­γου­με για σπί­τι \και στο δρό­μο, σαν μαγνήτης
με τρα­βά­ει στην αγκα­λιά της \ και μου δίνει τα φιλιά της.

Το πρωί βαλα­ντω­μέ­νη \ σαν την κλώ­σα τη βρεγμένη
μεσ’ του Λανα­ρά πηγαί­νει\ και στον αργα­λειό της φαί­νει
.

Βέβαια, υπάρ­χουν δεκά­δες κομ­μά­τια που περι­γρά­φουν την εργα­ζό­με­νη γυναί­κα της επο­χής. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρου­με: την «Πλύ­στρα» του Δημή­τρη Σέμ­ση, την «Καπνου­λού» του Μπα­για­ντέ­ρα (Δημή­τρη Γκό­γκου), την γκαρ­σό­να «Μπολ­σε­βί­κα» του Π. Τούντα.

Κατοχή

Στην κατο­χή οι κατα­κτη­τές είχαν αντι­κα­τα­στή­σει το μάρ­κο της κατο­χής με πλη­θω­ρι­στι­κές δραχ­μές. Η αγο­ρα­στι­κή αξία της δραχ­μής κατρα­κυ­λού­σε. Έτσι, όταν κάποιος πήγαι­νε να ψωνί­σει στην αγο­ρά κου­βά­λα­γε μαζί του μια τσά­ντα με πάρα πολ­λά χαρ­το­νο­μί­σμα­τα. Το τρα­γού­δι του Μάρ­κου «Ματσά­κια πεντο­χί­λια­ρα» μάς δίνει την καθαυ­τή εικόνα:

Ματσά­κια πεντο­χί­λια­ρα θες για να την περάσεις \
κι όταν καλά καλά σκε­φτείς βρε τα μυα­λά θα χάσεις \
Ματσά­κια πεντο­χί­λια­ρα θες για να την περάσεις \
Στην αγο­ρά όταν θα πας βάστα που­γκί μεγάλο \
κι αν είσαι ο δόλιος φου­κα­ράς τρά­βα από δρό­μο άλλο\
στην αγο­ρά όταν θα πας βάστα που­γκί μεγά­λο
[…]

Θα σαλ­τά­ρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρ­βα να τους πάρω__

Από­κτη­μα της κατο­χι­κής πεί­νας ο σαλ­τα­δο­ρι­σμός: Μαζεύ­ο­νταν μια ομά­δα ατό­μων (ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, και τα θρυ­λι­κά Αετό­που­λα), στή­νο­νταν σε πόστα και μόλις πέρ­να­γε το γερ­μα­νι­κό αμά­ξι γεμά­το πράγ­μα­τα κάποιοι απ’ αυτούς πηδά­γα­νε (σαλ­τά­ρα­νε) πάνω στην καρό­τσα και πετά­γα­νε τα πράγ­μα­τα κάτω όπου οι υπό­λοι­ποι τα μάζευαν. Το κομ­μά­τι του Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη «Σαλ­τα­δό­ρος» «φωτο­γρα­φί­ζει» το «φαι­νό­με­νο» του σαλταδορισμού.

Ζηλεύ­ου­νε, δεν θέλου­νε ντυ­μέ­νο να με δούνε, \
μπα­τί­ρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλ­τά­ρω, θα σαλ­τά­ρω, τη ρεζέρ­βα να τους πάρω.

Μα εγώ πάντα βολεύ­ο­μαι, για­τί τήνε σαλτάρω \
σε κάν’ αμά­ξι Γερ­μα­νού και πάντα τη ρεφάρω.
Βεν­ζί­νες και πετρέ­λαια εμείς τα κυνηγάμε, \
για­τί έχου­νε πολ­λά λεφτά και μόρ­τι­κα γλεντάμε.

Σάλ­τσα, ρίξε τη ρεζέρ­βα, κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερ­μα­νοί μας κυνη­γούν, μα εμείς δεν τους ακούμε \
εμείς θα τη σαλ­τά­ρου­με μέχρι να σκοτωθούμε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής, ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης είχε συν­θέ­σει ένα χασα­πο­σέρ­βι­κο με τίτλο «Βάρ­κα για­λό». Το κομ­μά­τι αυτό δε βγή­κε σε δίσκο κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής, έτσι έγι­νε το «μοντέ­λο» πάνω στο οποίο γρά­φτη­καν οι στί­χοι για την Ελ Ντά­μπα. Το τρα­γου­δού­σαν στην Ελ Ντά­μπα οι χιλιά­δες όμη­ροι ΕΑΜι­κοί που έπια­σαν οι Άγγλοι και τους μετέ­φε­ραν από την Αθή­να στην Ελ Ντά­μπα, με σκο­πό να εκβιά­σουν (και με αυτόν τον τρό­πο) το ΕΑΜ να δεχτεί τους όρους τους και να κάμ­ψουν την αντί­στα­ση του λαού.

Και μας πήγαν στην Ελ Ντά­μπα — βάρ­κα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντά­μπα \ όλο το ταξί­δι… τσά­μπα — βάρ­κα γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα \
και μας βάλα­νε μια στά­μπα — βάρ­κα γιαλό.

Μια άλλη παραλ­λα­γή που τρα­γου­δά­γα­νε τότε:

Θα σας πω μια ιστο­ρία — βάρ­κα γιαλό
Θα σας πω μια ιστο­ρία\ από την αιχμαλωσία
Αχ να σε χαρώ — βάρ­κα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέ­μου — βάρ­κα γιαλό
Κάποια μέρα του πολέμου \
Δεν το πίστευα ποτέ μου
Αχ να σε χαρώ — βάρ­κα γιαλό
Οι εγγλέ­ζοι μας κυκλώσαν \
με τα τανκς και μας τσακώσαν

Στ’ αυτο­κί­νη­τα μας βάλαν \
Και την πίστη μας εβγάλαν
Μας επή­ραν τα ρολόγια \
Με το ξύλο με τα λόγια
Στο Γου­δί και στο Χασάνι \
Κι από κει για το λιμάνι
Μας εφέ­ραν στην Ελ Ντάμπα \

Και στην πλά­τη μας μια στάμπα
Μας εδί­να­νε φιστίκια \
Που ‘τανε για τα κατσίκια
Μας εδί­ναν στη δεκάδα \
Πέντε δρά­μια μαρμελάδα
Μας εδί­ναν και μια στάλα \

Συμπε­πυ­κνω­μέ­νο γάλα
Δεν ξεχά­σαν οι εγγλέζοι \
Το ελλη­νι­κό τραπέζι
Και μας δίναν τακτικά \
Και μπι­ζέ­λια αρακά

Δεν το θέλου­με το γάλα \
Ούτε και τη μαρμελάδα
Θέλου­με να πάμε μόνο \
Πίσω στη γλυ­κιά Ελλάδα
Πίσω σα γυρίσουμε \

ΕΑΜ θε να ψηφίσουμε
Ζήτω ο Λαϊ­κός Στρατός \
Ζήτω και το ΚΚΕ

Εμφύλιος, στρατοδικεία, εκτελέσεις…

Τον Ιού­λιο του 1946 αρχί­ζουν να λει­τουρ­γούν τα έκτα­κτα στρα­το­δι­κεία και γίνο­νται οι πρώ­τες εκτε­λέ­σεις κομ­μου­νι­στών και αρι­στε­ρών. Μαστι­γώ­μα­τα, κελιά, ξερο­νή­σια και σκλα­βιά, δολο­φο­νί­ες και εκτε­λέ­σεις. Οπα­δός και τρο­φο­δό­της του ΕΛΑΣ ο Από­στο­λος Καλ­δά­ρας θα μελο­ποι­ή­σει τότε το «Νύχτω­σε χωρίς φεγ­γά­ρι», που συμ­βο­λί­ζει όλη αυτή την εποχή:

Νύχτω­σε χωρίς φεγ­γά­ρι, \ το σκο­τά­δι είναι βαθύ.
Κι όμως ένα παλι­κά­ρι, \ δε μπο­ρεί να κοιμηθεί.
Αρα­γε τι περι­μέ­νει, \ όλη νύχτα ως το πρωί,
στο στε­νό το παρα­θύ­ρι, \ που φωτί­ζει με κερί.

Πόρ­τα κλεί­νει, πόρ­τα ανοί­γει, \ με βαρύ αναστεναγμό.
Ας μπο­ρού­σα να μαντέ­ψω, \ της καρ­διάς του τον καημό.

Πριν το τέλος του 1948 ο Δημο­κρα­τι­κός Στρα­τός Ελλά­δας έχει μια σει­ρά νίκες που δίνουν θάρ­ρος και ελπί­δες στο λαό. Επι­τί­θε­ται σε πόλεις και κωμο­πό­λεις με απο­κο­ρύ­φω­μα την κατά­λη­ψη της Καρ­δί­τσας. Εκεί­νο ακρι­βώς τον και­ρό ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης γρά­φει το «Κάνε υπο­μο­νή»:

Μην απελ­πί­ζε­σαι και δεν θ΄ αργή­σει\ κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή.
Και­νούρ­για αγά­πη να σου ζητή­σει \ κάνε λιγά­κι υπομονή
Διώ­ξε τα σύν­νε­φα απ’ την καρ­διά σου \ και με το κλά­μα μην ξαγρυπνάς.
Τι κι αν δεν βρί­σκε­ται στην αγκα­λιά σου, \ θα ‘ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς!

Γλυ­κο­χα­ρά­μα­τα θα σε ξυπνή­σει \ κι ο έρω­τάς σας θ΄ αναστηθεί.
Και­νούρ­για αγά­πη θα ξανα­ζή­σει, \ κάνε λιγά­κι υπομονή.

Εκ πρώ­της όψε­ως μοιά­ζει με ερω­τι­κό κομ­μά­τι. Μια πρώ­τη ένδει­ξη για την πολι­τι­κή του σημα­σία είναι η απα­γό­ρευ­σή του που επα­να­λαμ­βα­νό­ταν απ’ την αστυ­νο­μία μέχρι και μετά το τέλος του εμφυ­λί­ου. Ορι­στι­κή από­δει­ξη για την πολι­τι­κή σημα­σία του τρα­γου­διού είναι οι δηλώ­σεις του Τσι­τσά­νη όπου λέει πως λόγω της λογο­κρι­σί­ας ανα­γκα­ζό­ταν να βάζει αλλη­γο­ρι­κά λόγια στα τρα­γού­δια του.

Ο Παπαϊ­ω­άν­νου φαντά­ρος με τον οργα­νο­ποιό Ζοζέφ στον Πει­ραιά το 1940

Ο Μπά­μπης Μπα­κά­λης συν­θέ­τει το «Συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα βαριά» σε στί­χους Ευτυ­χί­ας Παπα­γιαν­νο­πού­λου. Τρα­γού­δι με πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές προ­ε­κτά­σεις. Η σημα­ντι­κή λέξη εδώ είναι τα «συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα» που αμέ­σως μας φέρ­νει στο μυα­λό φυλα­κές, τόπους εξο­ρί­ας, στρα­τό­πε­δα κι όλα τα μέρη εγκλει­σμού και κατα­πά­τη­σης των ανθρώ­πι­νων δικαιω­μά­των, που αφθο­νού­σαν τότε στην Ελλά­δα. Με τα λόγια «κου­ρά­γιο, δόλια μου καρ­διά, τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα να σπά­σεις», θα μπο­ρού­σε να μιλά ο φυλα­κι­σμέ­νος αγωνιστής:

Συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα βαριά \ ζώνουν την δόλια μου καρδιά.
Κου­ρά­γιο δόλια μου καρ­διά, τα σύρ­μα­τα να σπάσεις,
κι αν η ζωή σε πρό­δω­σε, το θάρ­ρος σου μη χάσεις.

Τόσο φαρ­μά­κι βρε ζωή, πού θέλεις να το βάλω;
Ξεχεί­λι­σαν τα σπλά­χνα μου και δεν χωρά­ει άλλο…
Παλεύω σαν το ναυα­γό στη μαύ­ρη καταιγίδα,
το χάρο με τα μάτια μου πολ­λές φορές τον είδα.

Χούντα_ Βασα­νι­στή­ρια, αντίσταση

Λίγο μετά τη δικτα­το­ρία κυκλο­φο­ρεί το τρα­γού­δι «Της γερα­κί­νας γιος» των Βασί­λη Τσι­τσά­νη και του ποι­η­τή Κώστα Βίρ­βου. Ενα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα κομ­μά­τια της σύγ­χρο­νης μου­σι­κής ιστο­ρί­ας μας, εμπνευ­σμέ­νο από τα βασα­νι­στή­ρια τόσων και τόσων αγω­νι­στών στο ΕΑΤ — ΕΣΑ.

Ούτε στρώ­μα να πλα­γιά­σω,\ ούτε φως για να διαβάσω
το γλυ­κό σου γράμ­μα, ωχ, μανού­λα μου
Καλο­καί­ρι κι είναι κρύο \ ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανού­λα μου

Μα εγώ δε ζω γονα­τι­στός, \είμαι της γερα­κί­νας γιος
Τι κι αν μ’ ανοί­γου­νε πληγές\εγώ αντέ­χω τις φωτιές
Μάνα μη λυπά­σαι, μάνα μη με κλαις

Ένα ρού­χο ματω­μέ­νο\ στρώ­νω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσι­μέ­ντο, ωχ, μανού­λα μου
Στο κελί το διπλα­νό μου\ φέραν κάποιον σύντρο­φό μου
πόσο θα τρα­βή­ξει, ωχ, μανού­λα μου Μα εγώ δε ζω γονατιστός…

Στη δεκα­ε­τία του ’60 και του ’70, η ισορ­ρο­πία τέχνης και εμπο­ρί­ου, χάρη στην οποία άκμα­σε το Λαϊ­κό Τρα­γού­δι, ανα­τρά­πη­κε υπέρ του εμπο­ρί­ου και σε βάρος της Τέχνης. Κι έτσι, ολο­κλη­ρώ­θη­κε η καλ­λι­τε­χνι­κή πορεία αυτού του είδους…

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από το Ριζο­σπά­στη και το εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο του Νέαρ­χου Γεωργιάδη:
Ρεμπέ­τι­κο & Πολι­τι­κή”, εκδό­σεις “Σύγ­χρο­νη Εποχή”.

Περισσότερα
& ανέκδοτα βίντεο εδώ

«Η Εθνι­κή Αντί­στα­ση και το Λαϊ­κό Τρα­γού­δι των πόλε­ων είναι τα δυο κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να που γνώ­ρι­σαν την ομό­θυ­μη συμ­με­το­χή ή επι­δο­κι­μα­σία της πλειο­ψη­φί­ας των Ελλή­νων στον αιώ­να μας –δυο λαϊ­κά κινή­μα­τα που άφη­σαν πίσω τους από­λυ­τα θετι­κό και υπο­δειγ­μα­τι­κό έργο, το ένα στον πολι­τι­κό, το άλλο στον πολι­τι­στι­κό τομέα.
Από το λόφο της χρο­νι­κής από­στα­σης, αν κοι­τά­ξου­με την πεδιά­δα των περα­σμέ­νων δεκα­ε­τιών, θα δού­με αυτά τα δύο ρεύ­μα­τα να κυλού­νε μεγά­λα και λαμπε­ρά, κάτω από τον ήλιο. Έχουν κοι­νές τις πηγές και κοι­νές τις εκβο­λές τους. Κάπου αντα­μώ­νο­νται και αρδεύ­ουν το έδα­φος της ιστο­ρι­κής συνείδησης…

Το βιβλίο αυτό στο­χεύ­ει να τοπο­θε­τή­σει από την αρχή τη μελέ­τη του θέμα­τος πάνω σε μια αυστη­ρά επι­στη­μο­νι­κή βάση και να δεί­ξει με τρό­πο τεκ­μη­ριω­μέ­νο τον κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό χαρα­κτή­ρα του Λαϊ­κού Τρα­γου­διού»
___Από την εισα­γω­γή της έκδοσης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο