Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κυκλοφορεί η ατζέντα της ΟΓΕ: με σύντροφο την τέχνη βρισκόμαστε και σήμερα ανυποχώρητα στις επάλξεις του αγώνα, μαθαίνοντας από το χθες, παρεμβαίνοντας στο σήμερα, παλεύοντας συλλογικά για το αύριο που μας αξίζει…

Αφιε­ρω­μέ­νη στην τέχνη _αγώ­νες των λαών η φετι­νή ατζέ­ντα της ΟΓΕ: Αν «ο χορός είναι σιω­πη­ρή ποί­η­ση» (Σιμω­νί­δης ο Kεί­ος), «η κάθε κίνη­ση είναι και μια λέξη του ποι­ή­μα­τος» (Μάτα Χάρι).

💃 Ο χορός είναι μια έντο­νη και παθια­σμέ­νη μορ­φή τέχνης που θα βρού­με τις ρίζες της στην περί­ο­δο του πρω­τό­γο­νου κοι­νο­τι­κού συστή­μα­τος. 🕺 Οι άνθρω­ποι πάντα εκτε­λού­σαν ένα ομα­δι­κό είδος χορού και η ιδιό­μορ­φη αυτή έκφρα­ση ψυχι­κής και κοι­νω­νι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας ήταν αναπόσπα­στα συν­δε­δε­μέ­νη με την ιστο­ρι­κή φάση της εξέ­λι­ξης τους.
Η αφε­τη­ρία της περι­πλά­νη­σης μας στον τόπο και το χρό­νο για το 2024 είναι ο χορός, με τις ιστο­ρι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που δια­μόρ­φω­σαν τα είδη του να βρίσκο­νται στο επί­κε­ντρο της ανα­ζή­τη­σής μας. Όπως πάντα, το βλέμ­μα μας είναι στραμ­μέ­νο στις γυναί­κες και στην απο­κάλυψη της κοι­νω­νι­κής τους Θέσης μέσα από την τέχνη.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Χορός _η σιω­πη­λή ποίηση

«Η πιο αλη­θι­νή έκφρα­ση ενός λαού είναι στο χορό και τη μου­σι­κή του…» (Agnes de Mille, Αμε­ρι­κα­νί­δα χορεύ­τρια και χορο­γρά­φος). O χορός και το τρα­γού­δι διαμορφώθη­καν μέσα από τον καθη­με­ρι­νό μόχθο των ανθρώ­πων, την κοι­νω­νι­κή τους δρα­στη­ριό­τη­τα και τους μεγά­λους λαϊ­κούς αγώ­νες για καλύ­τε­ρη ζωή. Γι’ αυτό και συντρό­φε­ψαν αυτούς τους αγώ­νες σε κάθε φάση τους, από την πιο ελπι­δο­φό­ρα ως την πιο πικρή. Όμως ακό­μα και οι πιο πικρές ώρες έκλει­ναν πάντα μέσα το σπό­ρο της πίστης πως η η τελι­κή έκβα­ση των δίκαιων λαϊ­κών διεκ­δι­κή­σε­ων δεν μπο­ρού­σε παρά να έχει αίσιο τέλος.

Γι αυτό με σύντρο­φο την τέχνη βρι­σκό­μα­στε και σή­μερα ανυ­πο­χώ­ρη­τα στις επάλ­ξεις του αγώ­να, μαθαί­νο­ντας από το χθες, παρεμ­βαί­νο­ντας στο σήμε­ρα, παλεύ­ο­ντας συλ­λο­γι­κά για το αύριο που μας αξίζει…

Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν
Ένα βίβλο, μία ταινία…

Όταν κάποιος χορεύ­ει, υμνεί τη ζωή, την ανθρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα, νιώ­θει ένα ερω­τι­κό σκίρ­τη­μα ή μια ξεχω­ρι­στή ψυχι­κή ανά­τα­ση… Αισθά­νε­ται μια έκστα­ση που τον οδη­γεί σε τόπους και χρό­νους μαγεί­ας και ομορφιάς.
Ένα βιβλίο (Horace McCoy, 1935) και μία ται­νία (Sidney Pollack, 1969) ανα­φέ­ρο­νται σε γεγο­νό­τα που καταρ­ρί­πτουν οδυ­νη­ρά αυτή την κοι­νώς παρα­δε­κτή θέση. Με τον ίδιο τίτλο (They shoot horses, don’t they?), πρώ­τα το μυθι­στό­ρη­μα και μετά η κινη­μα­το­γρα­φι­κή μετα­φο­ρά του γυρί­ζουν ανα­γνώ­στες και θεα­τές στην επο­χή των χορευ­τι­κών μαρα­θω­νί­ων (ΗΠΑ), κυρί­ως στην περί­ο­δο της μεγά­λης οικο­νο­μι­κής ύφεσης…

Οι χορευτικοί μαραθώνιοι τον 1920

Η τρέ­λα των χορευ­τι­κών μαρα­θώ­νιων ξεκί­νη­σε τη σχε­τι­κά ευη­με­ρού­σα δεκα­ε­τία του 1920, μια επο­χή μετα­πο­λε­μι­κής αισιο­δο­ξί­ας και πιο στα­θε­ρών βιο­μη­χα­νι­κών θέσε­ων εργα­σί­ας. Νέες συγκι­νή­σεις προ­σέλ­κυ­σαν ένα διψα­σμέ­νο κοι­νό: θέα­τρα, λού­να παρκ, αίθου­σες χορού (ballrooms)… Επι­πλέ­ον, η ανα­βί­ω­ση των ολυ­μπια­κών αγώ­νων (1896), δημιούρ­γη­σε μία εμμο­νή για «παγκό­σμια ρεκόρ» τα οποία επι­κε­ντρώ­νο­νταν σε παρά­λο­γα επι­τεύγ­μα­τα δύνα­μης και «αγώ­νων αντοχής.

Το 1923, η Alma Cummings, χορεύ­τρια και δασκά­λα χορού, κατά­φε­ρε να βαλ­σά­ρει σε μια αίθου­σα χορού (Ν. Υόρ­κη) 27 ώρες συνέ­χεια, εξα­ντλώ­ντας κυριο­λε­κτι­κά μια πλειά­δα από παρ­τε­νέρ. Μέσα σε 3 εβδο­μά­δες η ίδια έσπα­σε το ρεκόρ της του­λά­χι­στον 9 φορές, θεσμο­θε­τώ­ντας ουσια­στι­κά τη φρε­νί­τι­δα του μαρα­θώ­νιου χορού. Η δρα­στη­ριό­τη­τα αυτή τρά­βη­ξε γρή­γο­ρα το επι­χει­ρη­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον. Νοι­κιά­στη­καν χώροι, οι τοπι­κοί χορη­γοί κέρ­δι­σαν την προ­σο­χή για τις επι­χει­ρή­σεις τους, εφη­με­ρί­δες και ραδιο­φω­νι­κοί σταθ­μοί ωφε­λή­θη­καν από τις δια­φη­μί­σεις. Η βιο­μη­χα­νι­κή έκρη­ξη της δεκα­ε­τί­ας του 1920 είχε δημιουρ­γή­σει έναν πλη­θυ­σμό εργα­ζό­με­νων στις αστι­κές περιο­χές που διψού­σαν για δια­σκέ­δα­ση, άφη­σε όμως τους αγρό­τες σε απελ­πι­στι­κή κατά­στα­ση που διαρ­κώς επι­δει­νω­νό­ταν. Τέτοιες εκδη­λώ­σεις φάνη­καν σε πολ­λούς σαν μια ευπρόσ­δε­κτη ευκαι­ρία να ξεδώ­σουν, ειδι­κά αν η συμ­με­το­χή τους μπο­ρού­σε ‑μέσω του επά­θλου- να σημαί­νει μια ελπί­δα να σωθεί η φάρμα.

Οι συμ­με­τέ­χο­ντες δια­γω­νί­ζο­νταν για μερι­κές εκα­το­ντά­δες ή (σπά­νια) χιλιά­δες δολά­ρια, αλλά οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες έφευ­γαν με πολύ περισ­σό­τε­ρα. Σχε­δόν κάθε αμε­ρι­κα­νι­κή πόλη 50.000 ή περισ­σό­τε­ρων κατοί­κων φιλο­ξέ­νη­σε του­λά­χι­στον έναν μαρα­θώ­νιο χορού αντο­χής (Carol Martin, ιστο­ρι­κός). Στην επο­χή της ακμής τους, οι δια­γω­νι­σμοί αυτοί ήταν από τιε ευρύ­τε­ρα επι­σκέ­ψι­μες μορ­φές ζωντα­νής ψυχα­γω­γί­ας στην Αμερική.

Η δεκαετία τον 1930:
απελπισμένοι καιροί, απελπισμένοι χοροί…

Στην επο­χή του κραχ στην Αμε­ρι­κή, οι μαρα­θώ­νιοι χοροί εξε­λί­χτη­καν σε μια απάν­θρω­πη, εξα­ντλη­τι­κή δοκι­μα­σία, αφού ακό­μα και λίγα δολά­ρια μπο­ρού­σαν να κάνουν τη δια­φο­ρά… Η συμ­με­το­χή σε τέτοια εκδή­λω­ση σήμαι­νε στέ­γη και άφθο­νο φαγη­τό (και τα δύο σπά­νια τη δεκα­ε­τία του 1930) αφού η ευη­με­ρία που, κατά τον Πρό­ε­δρο Χέρ­μπε­ρι Χού­βερ, βρι­σκό­ταν «ακρι­βώς προ των ποδών», είχε προ­σπε­ρά­σει τους περισ­σό­τε­ρους Αμερικανούς.

Πολ­λοί διορ­γα­νω­τές τάι­ζαν τους δια­γω­νι­ζό­με­νου 12 φορεί την ημέ­ρα (πλι­γού­ρι βρώ­μης, αυγά, τοστ, πορ­το­κά­λια, γάδο)… Τα ζευ­γά­ρια έτρω­γαν όρθια, παίρ­νο­ντας φαγη­τό από ένα τρα­πέ­ζι ψηλό ωε το στή­θος, για­τί ο χορός συνε­χι­ζό­ταν. Όμως, 12 γεύ­μα­τα την ημέ­ρα εκεί­νη την περί­ο­δο ήτα ν ισχυ­ρό κίνη­τρο. Με την ανερ­γία να στέλ­νει τους Αμε­ρι­κα­νούς στις ουρές των συσ­σι­τί­ων μόνο για λίγο ψωμί ή και καθό­δου, πολ­λοί δια­γω­νι­ζό­με­νοι ισχυ­ρί­ζο­νταν ότι, παρά τη συνε­χή κίνη­ση, κέρ­δι­ζαν βάρος. Όπως έτρω­γαν την ώρα του χορού, μπο­ρού­σαν να ξυρι­στούν (με έναν ειδι­κό καθρέ­φτη κρε­μα­σμέ­νο στο λαι­μό της συντρό­φου), να γρά­ψουν, να δια­βά­σουν εφη­με­ρί­δα, να πλέ­ξουν, ακό­μα και να κοι­μη­θούν με τη στή­ρι­ξη του παρ­τε­νέρ!… Οι γυναί­κες κου­βα­λού­σαν τους κοι­μι­σμέ­νους συντρό­φους τουε, παρά την ανι­σό­τη­τα ύψους και του βάρους, και ήταν εκεί­νες που συνέ­χι­ζαν όταν οι άντρες άρχι­ζαν να παραπαίουν…

Ο χορός συνε­χι­ζό­ταν όλο το 24ωρο, συχνά όμως υπήρ­χε κι ένα «περι­πα­τη­τι­κό» μέρος, για το οποίο οι κανό­νες ήταν ότι τα πόδια δεν στα­μα­τούν να κινού­νται πάνω-κάτω και τα γόνα­τα δεν αγγί­ζουν ποτέ το πάτω­μα. Αυτά τα βρά­δια με μεγά­λη προ­σέ­λευ­ση κοι­νού, τα ζευ­γά­ρια ανα­με­νό­ταν να χορεύ­ουν κανο­νι­κά όλη νύχτα. 15 λεπτά κάθε ώρα υπήρ­χαν κλει­στοί χώροι για ανά­παυ­ση, γεμά­τοι ράντζα.

Οι ιατρι­κές υπη­ρε­σί­ες (για φου­σκά­λες, δια­στρέμ­μα­τα, ακό­μα και οδι­κή κατάρ­ρευ­ση) προ­σφέ­ρο­νταν στους δια­γω­νι­ζό­με­νους συνή­θως σε κοι­νή θέα. Η κού­ρα­ση έφερ­νε τους «χορευ­τές» σε σχε­δόν κωμα­τώ­δη κατά­στα­ση. Υπέ­φε­ραν από παραι­σθή­σεις, υστε­ρι­κά επει­σό­δια και μανία κατα­δί­ω­ξης. Κάποιοι μιλού­σαν σε φαντα­στι­κά πρό­σω­πα, προ­σπα­θώ­ντας ν’ αντέ­ξουν σε αυτή την βλα­πτι­κή για τον ανθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό δοκιμασία…

Ύστε­ρα από αμέ­τρη­τες εξα­ντλη­τι­κές ώρες, μόνο τα τρία πρώ­τα ζευ­γά­ρια έφευ­γαν με κάποιο χρη­μα­τι­κό ποσό. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι μαρα­θώ­νιοι ήταν συνή­θως στη­μέ­νοι ή του­λά­χι­στον μερο­λη­πτι­κοί, με πολ­λά μαγει­ρέ­μα­τα ανά­με­σα σε κρι­τές και δια­γω­νι­ζό­με­νους, πολ­λοί από τους οποί­ου ήταν επαγ­γελ­μα­τί­ες που παρί­στα­ναν τους ερα­σι­τέ­χνες… Το χει­ρό­τε­ρο ήταν ότι το κοι­νό [κατά 75% γυναι­κείο] παρα­κο­λου­θού­σε τα μαρ­τύ­ρια εκεί­νων των ανθρώ­πων μ’ ένα είδος διε­στραμ­μέ­νης προ­σή­λω­σης: «0 εξευ­τε­λι­σμός μας ήταν δια­σκέ­δα­ση…» [Τζουν Χάβοκ, δια­γω­νι­ζό­με­νη). Οι ζοφε­ρές εικό­νες των μαρα­θω­νί­ων πρό­σφε­ραν στους θεα­τές, που ζού­σαν στην επο­χή της ανέ­χειας και της κατά­θλι­ψης, την πολυ­τέ­λεια να αισθά­νο­νται οίκτο και ταυ­το­χρό­νως ανώ­τε­ροι από τους λιγό­τε­ρο τυχερούς…

Η είσο­δος της Αμε­ρι­κής στον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο έστει­λε δια­γω­νι­ζό­με­νους και κοι­νό στην πολε­μι­κή βιο­μη­χα­νία και στα μέτω­πα. Οι χορευ­τι­κοί μαρα­θώ­νιοι επα­νεμ­φα­νί­στη­καν μετα­πο­λε­μι­κά, ως φιλαν­θρω­πι­κοί έρα­νοι, δια­τη­ρώ­ντας ελά­χι­στα από τα προη­γού­με­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους.Ατέχνως info

“Σκο­τώ­νουν τα άλο­γα όταν γεράσουν”
Βρα­βευ­μέ­νη δρα­μα­τι­κή ται­νία, σε σκη­νο­θε­σία Σίντ­νεϊ Πόλακ.

Η ται­νία (πρω­τό­τυ­πος τίτλος They Shoot Horses, Don’t They?) είναι δρά­μα παρα­γω­γής 1969 σε σκη­νο­θε­σία Σίντ­νεϊ Πόλακ, βασι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του Χόρας Μακ­Κόι, την οποία δια­σκεύ­α­σαν για τη μεγά­λη οθό­νη οι Τζέιμς Πόου και Ρόμπερτ Ε. Τόμπ­σον. Πρω­τα­γω­νι­στές της οι Τζέιν Φόντα, Μάικλ Σαρα­ζίν, Γκιγκ Γιανγκ, Σου­ζά­να Γιορκ, Ρεντ Μπά­τονς, Μπρους Ντερν και Μπό­νι Μπε­ντέ­λια. Προ­τά­θη­κε για 9 βρα­βεία Όσκαρ, μετα­ξύ των οποί­ων και για Όσκαρ Σκη­νο­θε­σί­ας και χάρι­σε στον Γκιγκ Γιανγκ το Όσκαρ Β’ Ανδρι­κού Ρόλου.

Υπό­θε­ση: Ο Ρόμπερτ Σάι­βερ­τον (Μάικλ Σαρα­ζίν), που κάπο­τε ονει­ρευό­ταν να γίνει μεγά­λος σκη­νο­θέ­της διη­γεί­ται στην αστυ­νο­μία τα περι­στα­τι­κά που προη­γή­θη­καν της σύλ­λη­ψής του. Όταν ήταν μικρός είχε δει ένα άλο­γο να σπά­ει το πόδι του κι έπει­τα να το πυρο­βο­λούν για να το βγά­λουν από το μαρ­τύ­ριό του. Σε μια παρό­μοια κατά­στα­ση βρέ­θη­κε και ο Ρόμπερτ όταν απο­φά­σι­σε κατά την περί­ο­δο της οικο­νο­μι­κής κρί­σης, να συμ­με­τά­σχει σε έναν μαρα­θώ­νιο χορού. Ο Ρόμπερτ βρέ­θη­κε εκεί χωρίς παρ­τε­νέρ και ο Ρόκι (Γκιγκ Γιανγκ), ο παρου­σια­στής του event του πρό­τει­νε να συνο­δεύ­σει στο χορό την Γκλό­ρια (Τζέιν Φόντα), μιαν απο­τυ­χη­μέ­νη και κυνι­κή ηθο­ποιό της οποί­ας ο σύντρο­φος θεω­ρή­θη­κε ακα­τάλ­λη­λος για να συμ­με­τά­σχει στον μαρα­θώ­νιο. Το βρα­βείο του νικη­τή του μαρα­θω­νί­ου ανέρ­χε­ται στα 1.500 δολά­ρια και μερι­κοί από τους αντι­πά­λους του ζευ­γα­ριού είναι ο Χάρι Κλάιν (Ρεντ Μπά­τονς), μεσή­λι­κας ναύ­της, η Άλις (Σου­ζά­να Γιορκ), μια ηθο­ποιός που φιλο­δο­ξεί να γίνει η νέα Τζιν Χάρ­λο­ου και ο συνο­δός της Τζό­ελ (Ρόμπερτ Φιλντς), καθώς και το ζεύ­γος των φτω­χών αγρο­τών του Τζέιμς και της εγκύ­ου Ρού­μπι (Μπό­νι Μπε­ντέ­λια). Τις πρώ­τες ώρες τα πιο αδύ­να­μα ζευ­γά­ρια είτε απο­χω­ρούν είτε απορ­ρί­πτο­νται. Οι ώρες και οι μέρες περ­νούν και δια­γω­νι­ζό­με­νοι βιώ­νουν όλο και περισ­σό­τε­ρο αντί­ξο­ες συν­θή­κες, καθώς το παι­χνί­δι γίνε­ται όλο και σκλη­ρό­τε­ρο, ενώ εκεί­νοι είναι υπο­χρε­ω­μέ­νοι να χορεύ­ουν αστα­μά­τη­τα φτά­νο­ντας ως και το θάνατο.

Ται­νία με θέμα την περί­ο­δο της κρί­σης του 1929. Ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν είχε προ­σπα­θή­σει να σκη­νο­θε­τή­σει την μετα­φο­ρά του μυθι­στο­ρή­μα­τους του Μακ­Κόι, ήδη από τις αρχές της 10ετίας του 1950. Αγό­ρα­σε λοι­πόν τα δικαιώ­μα­τα του μυθι­στο­ρή­μα­τος 3.000 δολά­ρια, έχο­ντας σκο­πό να ανα­θέ­σει το ρόλο του Ρόμπερτ στο γιο του Σίντ­νεϊ και το ρόλο της Γκλό­ρια στη Μέρι­λιν Μον­ρόε. Οι δια­δι­κα­σί­ες για την παρα­γω­γή είχαν ολο­κλη­ρω­θεί, όταν η οικο­γέ­νεια Τσά­πλιν ανα­χώ­ρη­σε την ίδια περί­ο­δο προ­κει­μέ­νου να παρα­στεί στη λον­δρέ­ζι­κη πρε­μιέ­ρα της ται­νί­ας Τα φώτα της ράμπας (Limelight). Δεδο­μέ­νου ότι υπήρ­χαν όμως υπο­ψί­ες που ήθε­λαν τον Τσά­πλιν μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος (περί­ο­δος Μακάρ­θι), ο αρχη­γός του FBI μεσο­λά­βη­σε ώστε να απα­γο­ρευ­τεί η επα­νεί­σο­δός του στις Η.Π.Α. και το εγχεί­ρη­μα έμει­νε απραγματοποίητο.

Δεκα­ε­πτά χρό­νια αργό­τε­ρα η MGM αγό­ρα­σε τα δικαιώ­μα­τα του μυθι­στο­ρή­μα­τος και προ­σέγ­γι­σε τον Σίντ­νεϊ Πόλακ για να του ανα­θέ­σει τη σκη­νο­θε­σία. Ο Πόλακ με τη σει­ρά του επέ­λε­ξε την Τζέιν Φόντα για τον ρόλο της Γκλό­ρια (αφού τον είχαν απορ­ρί­ψει ήδη η Τζού­λι Κρί­στι και η Μπάρ­μπα­ρα Στρέι­ζαντ). Η ηθο­ποιός όμως τον απέρ­ρι­ψε καθώς θεω­ρού­σε ότι το σενά­ριο δεν ήταν καλό. Ο Ροζέ Βαντίμ που εκεί­νη την περί­ο­δο ήταν σύζυ­γος της Φόντα κατά­φε­ρε να δια­κρί­νει τις επιρ­ρο­ές του μυθι­στο­ρή­μα­τος από τις διδα­χές του γαλ­λι­κού υπαρ­ξι­σμού και την έπει­σε να δεχτεί το ρόλο. Μετά την προ­βο­λή της ται­νί­ας, η Φόντα είχε κατα­κτή­σει τους κρι­τι­κούς με την πρώ­τη της από­πει­ρα να ερμη­νεύ­σει δρα­μα­τι­κό ρόλο. Συνα­ντώ­ντας για πρώ­τη φορά τον Πόλακ για να συζη­τή­σουν για το σενά­ριο, η ηθο­ποιός έμει­νε έκπλη­κτη όταν για πρώ­τη φορά της ζητή­θη­κε να εκφρά­σει την άπο­ψή της πάνω στο σενά­ριο. Το διά­βα­σε λοι­πόν για άλλη μια φορά προ­σε­κτι­κά κάνο­ντας σημειώ­σεις πάνω στο χαρα­κτή­ρα που κλή­θη­κε να ερμη­νεύ­σει. Η ηθο­ποιός κατά­λα­βε ότι ήταν η πρώ­τη φορά που καλού­ταν να ερμη­νεύ­σει κάτι που πραγ­μα­τευό­ταν μεγά­λα ηθι­κά και κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα. Παράλ­λη­λα ο γάμος της με το Βαντίμ όδευε προς το τέλος του και η Φόντα προ­σπά­θη­σε να εισα­γά­γει την προ­σω­πι­κή της απο­γο­ή­τευ­ση στον ρόλο.

Ο Γουό­ρεν Μπί­τι και ο Ρόμπερτ Ρέντ­φορντ, ήταν οι δυο ηθο­ποιοί που προ­σεγ­γί­στη­καν για το ρόλο του Ρόμπερτ Σάι­βερ­τον, ενώ ο καρα­τε­ρί­στας Λάιο­νελ Στά­ντερ ήταν πρώ­τη επι­λο­γή για το ρόλο του Ρόκι.

Η ται­νία έκα­νε πρε­μιέ­ρα στους κινη­μα­το­γρά­φους και τόσο οι κρι­τι­κοί όσο και το κοι­νό την αγά­πη­σαν. Έχο­ντας προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό 4.8 εκα­τομ$, έκα­νε εισπρά­ξεις της τάξης των 12,6 και έγι­νε η 16η εμπο­ρι­κό­τε­ρη της χρο­νιάς. Οι κρι­τι­κοί επαί­νε­σαν την ερμη­νεία των Γιανγκ και Φόντα και η ηθο­ποιός τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο των Κρι­τι­κών της Νέας Υόρ­κης για την ερμη­νεία της. Η ται­νία έλα­βε 9 υπο­ψη­φιό­τη­τες για Όσκαρ, δεν έλα­βε όμως υπο­ψη­φιό­τη­τα για Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας και απο­τε­λεί την ται­νία που έλα­βε τις περισ­σό­τε­ρες υπο­ψη­φιό­τη­τες στο θεσμό των βρα­βεί­ων χωρίς να προ­τα­θεί για Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας. Η Φόντα, υπο­ψή­φια για Όσκαρ Α’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου (στην πρώ­τη της υπο­ψη­φιό­τη­τα), έχα­σε από τη Μάγκι Σμιθ, ενώ η Σου­ζά­να Γιορκ, υπο­ψή­φια για Όσκαρ Β’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου έχα­σε το βρα­βείο από την Γκόλ­ντι Χον. Ο Σίντ­νεϊ Πόλακ στην πρώ­τη του υπο­ψη­φιό­τη­τα για Όσκαρ Σκη­νο­θε­σί­ας έχα­σε το βρα­βείο από τον Τζον Σλέ­σιν­τζερ, νικη­τή για την ται­νία Ο Καου­μπόι του Μεσο­νυ­χτί­ου (Midnight Cowboy, 1969). Η μονα­δι­κή νίκη για την ται­νία ήρθε από τον Γκιγκ Γιανγκ που βρα­βεύ­τη­κε με Όσκαρ Β’ Ανδρι­κού Ρόλου. Έτσι κι αλλιώς τα όσκαρ λίγο είχαν _και έχουν να κάνουν, με την πραγ­μα­τι­κή τέχνη, όντας 100% εμπορευματοποιημένα

Για την ιστορία …

  • Β’ Ανδρι­κού Ρόλου — Γκιγκ Γιανγκ

Υπο­ψη­φιό­τη­τες:

  • Σκη­νο­θε­σί­ας — Σίντ­νεϊ Πόλακ
  • Α’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου — Τζέιν Φόντα
  • Β’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου — Σου­ζά­να Γιορκ
  • Δια­σκευα­σμέ­νου Σενα­ρί­ου — Τζέιμς Πόου & Ρόμπερτ Ε. Τόμπσον
  • Καλ­λι­τε­χνι­κής Διεύ­θυν­σης — Χάρι Χόρ­νερ & Φρανκ ΜακΚέλβι
  • Κοστου­μιών — Ντόνφελντ
  • Μου­σι­κής Επι­μέ­λειας — Τζον Γκριν & Άλμπερτ Γούντμπερι
  • Μοντάζ — Φρέ­ντρικ Στάινκαμπ

Ο σημα­ντι­κός Αμε­ρι­κα­νός σκη­νο­θέ­της Σίντ­νεϊ Πόλακ, πέθα­νε πρό­ω­ρα το 2008 σε ηλι­κία 73 ετών, από καρ­κί­νο. Γεν­νή­θη­κε στο Λαφα­γιέτ της Ιντιά­να και ήδη στα 17 του, ανα­κά­λυ­ψε τον κόσμο του θεά­μα­τος και σε ηλι­κία μόλις 20 ετών δίδα­σκε δρα­μα­τι­κή τέχνη στο Neighborhood Playhouse. Αφή­νο­ντας το θέα­τρο και την τηλε­ό­ρα­ση, όπου είχε κάνει διά­φο­ρα σίριαλ, έφυ­γε το 1965 για το Λος Άντζε­λες και πέρα­σε πίσω από την κάμε­ρα γυρί­ζο­ντας ται­νί­ες που θεω­ρού­νται πλέ­ον κλα­σι­κές με ιδιαί­τε­ρη κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία: εκτός από το “Σκο­τώ­νουν τ’ άλο­γα όταν γερά­σουν” (1969), τις “Τζε­ρε­μάια Τζόν­σον” (1972), “Τα καλύ­τε­ρά μας χρό­νια” (1973) και “Οι τρεις μέρες του Κόν­δο­ρα” (1975).

Μολο­νό­τι σκη­νο­θέ­τη­σε δεκά­δες σταρ του Χόλι­γουντ όπως τον Ρόμπερτ Ρέντ­φορντ (με τον οποίο γύρι­σε επτά ται­νί­ες), τον Πολ Νιού­μαν, τη Μέριλ Στριπ, τον Χάρι­σον Φορντ και τον Τομ Κρουζ, ήταν επί­σης ηθο­ποιός (όπως σε ται­νί­ες του Γού­ντι Αλεν και του Ρόμπερτ Ολτμαν) και παραγωγός.

Μετά την εμπο­ρι­κή απο­τυ­χία της «Αβά­νας», το 1990, αφο­σιώ­θη­κε στην παρα­γω­γή ται­νιών όπως «Λογι­κή και ευαι­σθη­σία» και «Ο ταλα­ντού­χος κύριος Ρίπλεϊ» ενώ έπαι­ξε και σε διά­φο­ρες ται­νί­ες, όπως στο «Μάτια ερμη­τι­κά κλει­στά» αλλά και στην τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «Σοπρά­νος». Η τελευ­ταία σκη­νο­θε­τι­κή δου­λειά του ήταν το ντο­κι­μα­ντέρ που γύρι­σε το 2005, με θέμα τον περί­φη­μο αρχι­τέ­κτο­να Φρανκ Γκέ­ρι, το δημιουρ­γό του μου­σεί­ου του Μπιλμπάο.

 

Η ατζέ­ντα της ΟΓΕ μας ταξι­δεύ­ει φέτος με αφε­τη­ρία μου­σι­κή, μελω­δί­ες, τραγούδια

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο