Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Κοκκολάτος: Οι Νέοι Λέμε Αντίο

Μα για πού το βάλα­με τόσο νέοι που είμα­στε; Ούτε τα είκο­σι δε πατή­σα­με. Δου­λέ­ψα­με όμως, ό,τι μας έλε­γαν εμείς το κάνα­με. Λίγο εξευ­τε­λι­στι­κό μας φάνη­κε, δηλα­δή τελευ­ταία μέρα του την αστρά­ψα­με του αφε­ντι­κού. Πού να αντέ­ξου­με εμείς οι νέοι; Σηκώ­να­με τις κού­τες των πλου­σί­ων, είχαν μέσα ρού­χα και παπού­τσια, και τους φέρ­να­με και ποτά και φαγη­τά. Εμείς δεν λέμε όχι, για­τί εμείς επι­λέ­ξα­με να δου­λέ­ψου­με εκεί. Αλλά έτσι που μας φέρ­θη­καν, τι δια­φο­ρε­τι­κό να κάνα­με; Εμείς να φαντα­στείς λέγα­με να τους το πυρ­πο­λή­σου­με το κωλό­σπι­το, μα μη πάμε και φυλα­κή! Είχα­με και ταξί­δι να κάνου­με. Δηλα­δή, ακό­μη το κάνου­με. Θα σας αφιε­ρώ­σου­με τις τέσ­σε­ρις μας στά­σεις ως τώρα.

Πήρα­με τα λεφτού­δια μας, κλέ­ψα­με και κάνα δια­κο­σά­ρι παρα­πά­νω από το βαζά­κι των πλου­σί­ων. Τα θέλα­με για τις βεν­ζί­νες. Εγώ το είπα και στη μάνα μου, για­τί να ντρα­πώ; Ας ντρα­πεί εκεί­νη που ήταν φτω­χιά και με ανά­γκα­ζε να κάνω τέτοιες πρά­ξεις. Ανε­βή­κα­με σβέλ­τοι στο βανά­κι και φύγα­με εμείς οι νέοι. Οδη­γού­σε αυτός μωρέ, μην λέω κι ονό­μα­τα, απλώς θα σας πω πως δόντια μπρο­στι­νά δεν είχε. Βέβαια γκό­με­νες έβρι­σκε! Ε, ναι, άμα η ζωή δεν μας πετά­ξει στα μού­τρα το παρά­δο­ξο δεν γίνε­ται. Απο­φα­σί­σα­με να τρα­βή­ξου­με για τα ελλη­νι­κά τα νησιά, όλοι λέγα­νε τίπο­τε σαν αυτά δεν έχει.

Φτά­σα­με Αθή­να πολύ γρή­γο­ρα. Σα τρε­λός πήγαι­νε ο φαφού­της. Ταξι­δεύ­α­με κι ανοί­γα­με τη σκε­πή και βγά­ζα­με τα κορ­μιά μας έξω από το βανά­κι. Ουρ­λιά­ζα­με και νομί­ζα­με πως είμα­στε σε ται­νία. Υπήρ­χε ανά­με­σά μας κι ένας χοντρός εννο­εί­ται, κι όπο­τε έκα­νε να σκαρ­φα­λώ­σει στη σκε­πή κου­νιό­ταν όλο το βανά­κι. “Βρε, θα μας γυρί­σεις ανά­πο­δα!” του φωνά­ζα­με και εκεί­νος γελού­σε χαρω­πά. Μετά τρα­βή­ξα­με για Πει­ραιά, βάλα­με το βανά­κι στο πλοίο κι όπου φύγει φύγει εμείς οι νέοι.

Πρώ­τη στά­ση το νησί με τη ζού­γκλα, δε θα πω το όνο­μα για να μην πάτε και το αμαυ­ρώ­σε­τε. Αφή­σα­με το βανά­κι στο κάμπινγκ κι ούτε που το χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με για μια βδο­μά­δα. Εμείς οι νέοι πήρα­με τα βου­νά κι είχα­με στις πλά­τες σακί­δια και στρώ­μα­τα μπας και ρίξου­με και κανά ύπνο. Από το που­θε­νά, την ώρα που ορει­βα­τού­σα­με, εμφα­νί­στη­καν μπρο­στά στα μάτια μας λίμνες και καταρ­ρά­κτες. Σαν πισί­νες ήταν, και υπήρ­χαν πολ­λές από δαύ­τες. Όσο ανέ­βαι­νες, έβρι­σκες και καλύ­τε­ρες! Εντο­πί­σα­με μια ωραία εμείς, είχε και σχοι­νί για βου­τιές. Μεγα­λείο. Το βρά­δυ βρή­κα­με εκεί στα βρά­χια και κάτι άλλους νέους, πολύ όμορ­φα παι­διά. Αγό­ρια και κορί­τσια, πίνα­με, γελού­σα­με, βρε­θή­κα­με πολύ κοντά, μη σας πω και λεπτο­μέ­ρειες τώρα.

Δεύ­τε­ρη στά­ση ήταν σε ένα ξερό νησά­κι, κι ούτε αυτού το όνο­μα θα σας πω. Εκεί­νο άλλες χάρες είχε. Μου­σι­κή από άλλο κόσμο. Φαγη­τό που σίγου­ρα θα ζηλεύ­α­νε όλοι οι ξένοι. Γυναί­κες αφή­στε το, εξω­πραγ­μα­τι­κές. Νομί­ζα­με πως μας έκα­νε δώρο ο θεού­λης, πως μας φιλο­ξε­νού­σε σε κανά εξο­χι­κό του. Εμείς οι νέοι ξετρε­λα­θή­κα­με, πίνα­με όλη μέρα κι όλη νύχτα, αλη­τέ­ψα­με και λίγο βαν­δα­λί­σα­με, μας κυνη­γή­σα­νε μέχρι και τα μπα­τσι­κά! Ο χοντρού­λης σωριά­στη­κε φαρ­δύς πλα­τύς, πώς να στο πω, έσκα­σε στο χώμα την ώρα που μας πήραν στο κυνή­γι οι μπά­τσοι. Με φωνά­ξα­νε κι εμέ­να, τον σηκώ­σα­με νωρίς, αλλά χρεια­στή­κα­με η μισή παρέα. Σε αυτό το νησά­κι τα νερά ήταν κρυ­στάλ­λι­να, νομί­ζα­με πως, σαν βου­τή­ξου­με, θα μας κόψει. Μα ναι, το νερό ήταν ξυρά­φι, τόσο καθαρό.

Τρί­τη στά­ση ήταν ένα νησί μεγά­λο, θα την χαρα­κτη­ρί­ζα­με εμείς οι νέοι “η τέλεια χώρα”. Περ­πα­τού­σα­με στο λιμά­νι εμείς οι νέοι και παίρ­να­με τα κορί­τσια και πέφτα­με αγκα­λιά στο νερό. Αυτές ουρ­λιά­ζα­νε και φοβό­ντου­σαν, αλλά μετά μας βλέ­πα­νε και γελού­σα­νε. Τόσο τρα­γε­λα­φι­κές φάτσες είχα­με όλοι εμείς. Τη νύχτα είχα­με πολ­λές επι­τυ­χί­ες, κυρί­ως στο σινε­μά το θερι­νό που πηγαί­να­με. Ο ξερα­κια­νός ο φίλος μας έδω­σε το πρώ­το του φιλί κάπου εκεί, και αργό­τε­ρα φύγα­με για τα μαγα­ζιά. Εκεί, στο μεγά­λο το νησί, τα μαγα­ζιά ήταν δια­φο­ρε­τι­κά. Πολ­λοί ξένοι, όλοι ασπρου­λιά­ρη­δες κι ανα­σφα­λείς. Περ­πα­τού­σαν στο δικό μας το νησί και, όταν μας αντί­κρι­ζαν εμάς τους νέους, έκα­ναν γκρι­μά­τσες αηδί­ας οι φοβη­τσιά­ρη­δες. Και καλά έκα­ναν που φοβό­ντου­σαν, αφού το νησί μας ανή­κε. Στο κάμπινγκ ανοί­γα­νε τις σκη­νές μας οι γονείς και ούρ­λια­ζαν μεσ’τα μού­τρα μας. “Μη βρί­ζε­τε, μωρέ κωλό­παι­δα” ούρ­λια­ζαν. “Τα παι­διά μας είναι πιο δίπλα!”. Εμείς λέγα­με “καλά, καλά, γέρο” αλλά οι μαμού­χα­λες οικο­γέ­νειες κατέ­λη­γαν να μεταφέρονται.

Τέταρ­τη στά­ση ήταν το νησί του Έρω­τα. Εμείς οι νέοι απο­φα­σί­σα­με να μαρ­τυ­ρή­σου­με το όνο­μά του, για­τί, μη το παρα­κά­νου­με κι όλας, όλοι αξί­ζε­τε να ερω­τευ­τεί­τε. Εκεί το φεγ­γά­ρι είναι κάθε νύχτα κόκ­κι­νο και οι γυναί­κες λαμπυ­ρί­ζουν σαν νύμ­φες κάτω από το φως του. Χορεύ­ουν σχε­δόν γυμνές σε κάτι ατε­λεί­ω­τες πλα­τεί­ες, με μια μου­σι­κή εξω­πραγ­μα­τι­κή, ακό­μη και μεις νιώ­σα­με μορ­φο­νιοί ηθο­ποιοί του Χόλι­γουντ. Ακού­γα­με τρο­μπέ­τες, σαξό­φω­να, τύμπα­να και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλα, με τη μου­σι­κή δεν τα πάω και καλά. Συνει­δη­το­ποι­ή­σα­με μια από τού­τες τις νύχτες πως τον έρω­τα τον πλά­θει η αίσθη­ση. Δηλα­δή, να αισθά­νε­σαι θεός, να έχεις αυτο­πε­ποί­θη­ση, να λες ψέμα­τα και να γελάς ξεχνώ­ντας εντε­λώς πώς μοιά­ζεις. Εμείς οι νέοι, πολύ ερω­τευ­τή­κα­με σε εκεί­νο το νησί. Είναι μαγι­κό κι εκεί­νο πάντως, πως μόλις η γυναί­κα έρχε­ται στη ζωή σου, ακό­μη κι αν είσαι πάμ­φτω­χος, θα κατα­λή­ξεις πέντε φορές πιο πάμ­φτω­χος. Πιστέψ­τε μας, εμάς τους νέους, τώρα στην πέμ­πτη στά­ση μας τρώ­με μόνο κλεμ­μέ­νες τομάτες.

Είμα­στε νοσταλ­γι­κοί ώρες ώρες για αυτό το καλο­καί­ρι. Δηλα­δή, όπο­τε σκε­φτό­μα­στε ότι κάπο­τε θα πέσουν τα κρύα και οι άνθρω­ποι θα κλεί­νο­νται στις τρύ­πες τους, τότε είναι που δακρύ­ζου­με κι εμείς οι νέοι. Ανα­ρω­τιό­μα­στε με τις παλά­μες χωμέ­νες στα μού­τρα μας: “Βρε, εγώ δεν το απο­χαι­ρε­τώ το καλο­καί­ρι” και όλοι συμ­φω­νού­με. “Θα ταξι­δεύ­ου­με τον κόσμο ξανά και ξανά, ρε. Όπου έχει καλο­καί­ρι, εκεί θα είμαι”. Κι έτσι είναι. Κάθε τελειω­μέ­νο καλο­καί­ρι μας, είναι σαν να λέμε αντίο στον αδελ­φό μας που φεύ­γει Αμε­ρι­κή, ένα αντίο στον κολ­λη­τό, ένα αντίο στην κοπέ­λα που στα­μά­τη­σε να μας θέλει. Το καλο­καί­ρι για εμάς τους νέους φαντά­ζει σαν ένα ενά­ρε­το πλά­σμα, που φωλιά­ζει στις ψυχές μας, και όταν αυτό φεύ­γει για αλλού, εμείς πλη­σιά­ζου­με ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο στο να μετα­μορ­φω­θού­με οι ίδιοι σε καλοκαίρια.

________________________________________________________________________________________________

kokkolatosΚωνσταντίνος Κοκκολάτος. Πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών ΑΠΘ.  Ήμουν μαθητής στο 1ο ΓΕΛ Καλαμαριάς (Φροντιστήριον Τραπεζούντας). Επίσης ήμουν και Αντιπρόεδρος του Σχολείου. Σε ηλικία 15 ετών κατέκτησα την τρίτη θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Πατάκη. Ήμουν ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες του 1ου Μαθητικού Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε στο θεατράκι Χιλής, την φετινή Άνοιξη. Έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 2001, έζησα στην Λέσβο και σήμερα ζω στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο