Μα για πού το βάλαμε τόσο νέοι που είμαστε; Ούτε τα είκοσι δε πατήσαμε. Δουλέψαμε όμως, ό,τι μας έλεγαν εμείς το κάναμε. Λίγο εξευτελιστικό μας φάνηκε, δηλαδή τελευταία μέρα του την αστράψαμε του αφεντικού. Πού να αντέξουμε εμείς οι νέοι; Σηκώναμε τις κούτες των πλουσίων, είχαν μέσα ρούχα και παπούτσια, και τους φέρναμε και ποτά και φαγητά. Εμείς δεν λέμε όχι, γιατί εμείς επιλέξαμε να δουλέψουμε εκεί. Αλλά έτσι που μας φέρθηκαν, τι διαφορετικό να κάναμε; Εμείς να φανταστείς λέγαμε να τους το πυρπολήσουμε το κωλόσπιτο, μα μη πάμε και φυλακή! Είχαμε και ταξίδι να κάνουμε. Δηλαδή, ακόμη το κάνουμε. Θα σας αφιερώσουμε τις τέσσερις μας στάσεις ως τώρα.
Πήραμε τα λεφτούδια μας, κλέψαμε και κάνα διακοσάρι παραπάνω από το βαζάκι των πλουσίων. Τα θέλαμε για τις βενζίνες. Εγώ το είπα και στη μάνα μου, γιατί να ντραπώ; Ας ντραπεί εκείνη που ήταν φτωχιά και με ανάγκαζε να κάνω τέτοιες πράξεις. Ανεβήκαμε σβέλτοι στο βανάκι και φύγαμε εμείς οι νέοι. Οδηγούσε αυτός μωρέ, μην λέω κι ονόματα, απλώς θα σας πω πως δόντια μπροστινά δεν είχε. Βέβαια γκόμενες έβρισκε! Ε, ναι, άμα η ζωή δεν μας πετάξει στα μούτρα το παράδοξο δεν γίνεται. Αποφασίσαμε να τραβήξουμε για τα ελληνικά τα νησιά, όλοι λέγανε τίποτε σαν αυτά δεν έχει.
Φτάσαμε Αθήνα πολύ γρήγορα. Σα τρελός πήγαινε ο φαφούτης. Ταξιδεύαμε κι ανοίγαμε τη σκεπή και βγάζαμε τα κορμιά μας έξω από το βανάκι. Ουρλιάζαμε και νομίζαμε πως είμαστε σε ταινία. Υπήρχε ανάμεσά μας κι ένας χοντρός εννοείται, κι όποτε έκανε να σκαρφαλώσει στη σκεπή κουνιόταν όλο το βανάκι. “Βρε, θα μας γυρίσεις ανάποδα!” του φωνάζαμε και εκείνος γελούσε χαρωπά. Μετά τραβήξαμε για Πειραιά, βάλαμε το βανάκι στο πλοίο κι όπου φύγει φύγει εμείς οι νέοι.
Πρώτη στάση το νησί με τη ζούγκλα, δε θα πω το όνομα για να μην πάτε και το αμαυρώσετε. Αφήσαμε το βανάκι στο κάμπινγκ κι ούτε που το χρησιμοποιήσαμε για μια βδομάδα. Εμείς οι νέοι πήραμε τα βουνά κι είχαμε στις πλάτες σακίδια και στρώματα μπας και ρίξουμε και κανά ύπνο. Από το πουθενά, την ώρα που ορειβατούσαμε, εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια μας λίμνες και καταρράκτες. Σαν πισίνες ήταν, και υπήρχαν πολλές από δαύτες. Όσο ανέβαινες, έβρισκες και καλύτερες! Εντοπίσαμε μια ωραία εμείς, είχε και σχοινί για βουτιές. Μεγαλείο. Το βράδυ βρήκαμε εκεί στα βράχια και κάτι άλλους νέους, πολύ όμορφα παιδιά. Αγόρια και κορίτσια, πίναμε, γελούσαμε, βρεθήκαμε πολύ κοντά, μη σας πω και λεπτομέρειες τώρα.
Δεύτερη στάση ήταν σε ένα ξερό νησάκι, κι ούτε αυτού το όνομα θα σας πω. Εκείνο άλλες χάρες είχε. Μουσική από άλλο κόσμο. Φαγητό που σίγουρα θα ζηλεύανε όλοι οι ξένοι. Γυναίκες αφήστε το, εξωπραγματικές. Νομίζαμε πως μας έκανε δώρο ο θεούλης, πως μας φιλοξενούσε σε κανά εξοχικό του. Εμείς οι νέοι ξετρελαθήκαμε, πίναμε όλη μέρα κι όλη νύχτα, αλητέψαμε και λίγο βανδαλίσαμε, μας κυνηγήσανε μέχρι και τα μπατσικά! Ο χοντρούλης σωριάστηκε φαρδύς πλατύς, πώς να στο πω, έσκασε στο χώμα την ώρα που μας πήραν στο κυνήγι οι μπάτσοι. Με φωνάξανε κι εμένα, τον σηκώσαμε νωρίς, αλλά χρειαστήκαμε η μισή παρέα. Σε αυτό το νησάκι τα νερά ήταν κρυστάλλινα, νομίζαμε πως, σαν βουτήξουμε, θα μας κόψει. Μα ναι, το νερό ήταν ξυράφι, τόσο καθαρό.
Τρίτη στάση ήταν ένα νησί μεγάλο, θα την χαρακτηρίζαμε εμείς οι νέοι “η τέλεια χώρα”. Περπατούσαμε στο λιμάνι εμείς οι νέοι και παίρναμε τα κορίτσια και πέφταμε αγκαλιά στο νερό. Αυτές ουρλιάζανε και φοβόντουσαν, αλλά μετά μας βλέπανε και γελούσανε. Τόσο τραγελαφικές φάτσες είχαμε όλοι εμείς. Τη νύχτα είχαμε πολλές επιτυχίες, κυρίως στο σινεμά το θερινό που πηγαίναμε. Ο ξερακιανός ο φίλος μας έδωσε το πρώτο του φιλί κάπου εκεί, και αργότερα φύγαμε για τα μαγαζιά. Εκεί, στο μεγάλο το νησί, τα μαγαζιά ήταν διαφορετικά. Πολλοί ξένοι, όλοι ασπρουλιάρηδες κι ανασφαλείς. Περπατούσαν στο δικό μας το νησί και, όταν μας αντίκριζαν εμάς τους νέους, έκαναν γκριμάτσες αηδίας οι φοβητσιάρηδες. Και καλά έκαναν που φοβόντουσαν, αφού το νησί μας ανήκε. Στο κάμπινγκ ανοίγανε τις σκηνές μας οι γονείς και ούρλιαζαν μεσ’τα μούτρα μας. “Μη βρίζετε, μωρέ κωλόπαιδα” ούρλιαζαν. “Τα παιδιά μας είναι πιο δίπλα!”. Εμείς λέγαμε “καλά, καλά, γέρο” αλλά οι μαμούχαλες οικογένειες κατέληγαν να μεταφέρονται.
Τέταρτη στάση ήταν το νησί του Έρωτα. Εμείς οι νέοι αποφασίσαμε να μαρτυρήσουμε το όνομά του, γιατί, μη το παρακάνουμε κι όλας, όλοι αξίζετε να ερωτευτείτε. Εκεί το φεγγάρι είναι κάθε νύχτα κόκκινο και οι γυναίκες λαμπυρίζουν σαν νύμφες κάτω από το φως του. Χορεύουν σχεδόν γυμνές σε κάτι ατελείωτες πλατείες, με μια μουσική εξωπραγματική, ακόμη και μεις νιώσαμε μορφονιοί ηθοποιοί του Χόλιγουντ. Ακούγαμε τρομπέτες, σαξόφωνα, τύμπανα και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλα, με τη μουσική δεν τα πάω και καλά. Συνειδητοποιήσαμε μια από τούτες τις νύχτες πως τον έρωτα τον πλάθει η αίσθηση. Δηλαδή, να αισθάνεσαι θεός, να έχεις αυτοπεποίθηση, να λες ψέματα και να γελάς ξεχνώντας εντελώς πώς μοιάζεις. Εμείς οι νέοι, πολύ ερωτευτήκαμε σε εκείνο το νησί. Είναι μαγικό κι εκείνο πάντως, πως μόλις η γυναίκα έρχεται στη ζωή σου, ακόμη κι αν είσαι πάμφτωχος, θα καταλήξεις πέντε φορές πιο πάμφτωχος. Πιστέψτε μας, εμάς τους νέους, τώρα στην πέμπτη στάση μας τρώμε μόνο κλεμμένες τομάτες.
Είμαστε νοσταλγικοί ώρες ώρες για αυτό το καλοκαίρι. Δηλαδή, όποτε σκεφτόμαστε ότι κάποτε θα πέσουν τα κρύα και οι άνθρωποι θα κλείνονται στις τρύπες τους, τότε είναι που δακρύζουμε κι εμείς οι νέοι. Αναρωτιόμαστε με τις παλάμες χωμένες στα μούτρα μας: “Βρε, εγώ δεν το αποχαιρετώ το καλοκαίρι” και όλοι συμφωνούμε. “Θα ταξιδεύουμε τον κόσμο ξανά και ξανά, ρε. Όπου έχει καλοκαίρι, εκεί θα είμαι”. Κι έτσι είναι. Κάθε τελειωμένο καλοκαίρι μας, είναι σαν να λέμε αντίο στον αδελφό μας που φεύγει Αμερική, ένα αντίο στον κολλητό, ένα αντίο στην κοπέλα που σταμάτησε να μας θέλει. Το καλοκαίρι για εμάς τους νέους φαντάζει σαν ένα ενάρετο πλάσμα, που φωλιάζει στις ψυχές μας, και όταν αυτό φεύγει για αλλού, εμείς πλησιάζουμε ολοένα και περισσότερο στο να μεταμορφωθούμε οι ίδιοι σε καλοκαίρια.
________________________________________________________________________________________________
Κωνσταντίνος Κοκκολάτος. Πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών ΑΠΘ. Ήμουν μαθητής στο 1ο ΓΕΛ Καλαμαριάς (Φροντιστήριον Τραπεζούντας). Επίσης ήμουν και Αντιπρόεδρος του Σχολείου. Σε ηλικία 15 ετών κατέκτησα την τρίτη θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Πατάκη. Ήμουν ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες του 1ου Μαθητικού Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε στο θεατράκι Χιλής, την φετινή Άνοιξη. Έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 2001, έζησα στην Λέσβο και σήμερα ζω στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.