Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λασίθι, Τόπος Μέγας η κούπα των θεών

// Γρά­φει ο Μανώ­λης Τσιχλάκης

Τσιχλάκης Φιλόλογος Πανεπιστήμιο Κρήτης Φιλοσοφική ΣχολήΑν πρέ­πει να δώσω έναν ορι­σμό για  το παρόν λογο­τε­χνι­κό έργο που κρα­τάς στα χέρια σου, με από­λυ­τη επί­γνω­ση αλλά και σεβα­σμό στο ιδε­ώ­δες της λογο­τε­χνί­ας, θα έλε­γα πως απο­τε­λεί την ίδια τη λογο­τε­χνία σε μια πτυ­χή μάλ­λον πρωτόγνωρη.
Μέσα από τις σελί­δες της, η Ζωή Δικταί­ου κατορ­θώ­νει να σε πάρει από το χέρι και να σε ωθή­σει στα μονο­πά­τια τής δικής της σκέ­ψης, μιας μύχιας όμως σκέ­ψης που σελί­δα με τη σελί­δα απο­γυ­μνώ­νε­ται ‚άλλο­τε με τη θέλη­σή της και άλλο­τε με τη θέλη­ση της Ποί­η­σης, στον ανα­γνώ­στη. Κατορ­θώ­νει να σε πάρει από το χέρι και να σε προ­τρέ­ψει να πατή­σεις σε έναν άλλον δρό­μο, που νά ‘σαι σίγου­ρος δεν τον έχεις αντι­κρί­σει ξανά.
Γύρω σου στη δια­δρο­μή θα δεις να ξεδι­πλώ­νο­νται  οι θρύ­λοι του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Θα δεις να γεύ­ε­σαι ιστο­ρία, ντυ­μέ­νη όμως με τη λογο­τε­χνι­κή μαε­στρία της Ζωής Δικταί­ου. Θα δεις ότι συν­θέ­τεις ένα ανε­ξή­γη­το και συνά­μα οικείο παζλ γεμά­το με κομ­μά­τια του δικού σου εαυ­τού. Θα δεις να σου χτυ­πά την πλά­τη η ποι­η­τι­κή κραυ­γή της για την ατέρ­μο­νη αγά­πη της προς το Λασί­θι. Θα δεις να σου χαρί­ζουν άπλε­το φως οι λέξεις (της), που με τη δική της πένα απέ­κτη­σαν μια διά­στα­ση συμβολισμού.Παναγιωτάκης Ανεμόμυλοι Ελαιογραφία

Λασίθι Τόπος Μέγας, η κούπα των θεών.

Ταξι­δεύ­ο­ντας μαζί του, η Ζωή Δικταί­ου έχει φρο­ντί­σει με έναν άπια­στο στα μάτια μας τρό­πο να σου δώσει ιστο­ρία, μύθο, συναί­σθη­μα, εικό­να, φαντα­σία, δάκρυα, λύπη, νοσταλ­γία, φόβο, θάρ­ρος, περιέρ­γεια, ταπει­νό­τη­τα, εξο­μο­λό­γη­ση, ρεα­λι­σμό, υπερ­ρε­α­λι­σμό, ρομα­ντι­σμό, ήθος, θάνα­το, Ζωή και ζωή… Η ποι­ή­τρια έχει φρο­ντί­σει να σου δώσει  όσα θα σου δώσει και η ίδια η ζωή σου αν την εμπι­στευ­τείς, οδη­γώ­ντας σε αυθόρ­μη­τα να βιώ­σεις μιαν άλλη ανά­γκη  ‚δια­φο­ρε­τι­κή από όσες  έχεις συνη­θί­σει. Μιαν άλλη ανά­γκη από­κο­σμη, που θα ονο­μά­σω ελευ­θε­ρία ψυχής. 

Με το Λασί­θι, Τόπος Μέγας η ποιήτρια…
🔹 Ξεκου­μπώ­νει τη σκέ­ψη της και υπο­στη­ρί­ζει με υπε­ρη­φά­νια, θυμί­ζο­ντάς σου λησμο­νη­μέ­να ιδε­ώ­δη, πως «στο Ορο­πέ­διο δεν κάνο­με μεγά­λη ζωή, μα στη μικρή μας ζήση προ­σπα­θού­με όσο μπο­ρού­με να κάνο­με φίλους και περισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα, αυτό είναι το κέρ­δος μας»,
🔹 Παρα­δέ­χε­ται με φόβο, ψιθυ­ρί­ζο­ντάς σου να μην εκπλήσ­σε­σαι,  πως «μαζί με την αλή­θεια, έζη­σε και την αλη­θι­νή ψευτιά»,
🔹 Εκλι­πα­ρεί τον άυλο εαυ­τό της, τινά­ζο­ντάς σε από ένα ανε­ξή­γη­το συναί­σθη­μα, να «μην μελαγ­χο­λή­σει, σημα­σία έχει πως τώρα πατά και με τα δυο πόδια εδώ, στο Λασίθι»,
🔹 Νιώ­θει ασφα­λής και σε καλεί να αισθαν­θείς το ίδιο, για­τί «στο Λασί­θι δεν έχει ανά­γκη από πυξί­δα, στο Λασί­θι έρχε­ται για να μην χαθεί»,
🔹 Ταπει­νώ­νει το «είναι» της και του απευ­θύ­νει δρι­μύ ποι­η­τι­κό κατη­γο­ρώ, προ­σφέ­ρο­ντάς σου κερί αυτο­κρι­τι­κής, για­τί «τώρα τι κατά­λα­βε, αλή­θεια; Πόσα χρό­νια μάταια αντι­στέ­κε­ται σε αυτή την επι­στρο­φή αφού η ίδια φωνή ηχεί μέσα του;»
🔹 Προ­σκυ­νά με βαθιά υπό­κλι­ση τον Τόπο , υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς σου πως σας συν­δέ­ει το ίδιο έναυ­σμα, για­τί εδώ ‘’Στο Λασί­θι, η ζωή, η φύση, ο ουρα­νός, τα όρη, ο κάμπος, οι άνθρω­ποι, οι ανε­μό­μυ­λοι εκπλη­ρώ­νουν έναν σημα­ντι­κό ρόλο αφού βιώ­νο­νται ως ο εγκό­σμιος  παράδεισος’’.

Σε αυτό το βιβλίο η πένα της Χαρού­λας Βερί­γου έχει παντρέ­ψει με τολ­μη­ρή δει­νό­τη­τα την ιστο­ρία με την ιστο­ρία τη δική της, έχει παντρέ­ψει τη μυθο­λο­γία με τη μυθο­λο­γία τη δική της. Έχει δώσει ένα άξιο λόγου — και δακρύ­ων θα τολ­μή­σω να πω- αποτέλεσμα.
Με το βιβλίο αυτό, φαί­νε­ται πως η Ζωή Δικταί­ου παρα­δέ­χε­ται στη Χαρού­λα Βερί­γου, και κατά συνέ­πεια στα δικά μας μάτια, με από­λυ­τη ελευ­θε­ρία την αιτία που γρά­φει, διό­τι «γρά­φει για­τί ονει­ρεύ­ε­ται, για­τί η πένα και ο λόγος είναι επι­τα­γή και χρέ­ος της ψυχής», μα συνά­μα και για­τί «η γρα­φή έχει ανά­γκη τη μνή­μη, το ίδιο και η μνή­μη, έχει ανά­γκη τη γραφή».
Η Ζωή Δικταί­ου υμνεί την αυθε­ντι­κή γλώσ­σα, παντρε­μέ­νη με το κρη­τι­κό ιδί­ω­μα, για­τί  συνι­στά το πνευ­μα­τι­κό όχη­μα που την ανά­γκα­σε να γρά­ψει όσα δεν τολ­μά να πει. Για­τί εκεί­νη απο­τε­λεί το πνευ­μα­τι­κό μέσο που ενό­χλη­σε, εκεί στα σκο­τά­δια του μυα­λού της, όσα σήμε­ρα στο βιβλίο συνα­ντάς. Για­τί εκεί­νη είναι το πνευ­μα­τι­κό πινέ­λο που σε κάθε καμπή της ζωής της είναι εκεί, για να της θυμί­ζει το Λασί­θι και για να βρί­σκει η Ζωή ανά­χω­μα, ώστε, έστω και για λίγο, να ξεγλι­στρά από τη Χαρούλα.
Η Ζωή Δικταί­ου, ένα λογο­τε­χνι­κό –ποι­η­τι­κό προ­σω­πείο που η ίδια η Χαρού­λα κατα­σκεύ­α­σε για να κρύ­βε­ται πίσω από την πικρή πικρία της και την αλη­θι­νή αλή­θεια της, εκμυ­στη­ρεύ­ε­ται χωρίς να το αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι είναι ποι­ή­τρια. Είναι μια σύγ­χρο­νη λογο­τέ­χνις που κατα­φέρ­νει να δοκι­μά­ζει τις αντο­χές τής γρα­φής και να εναρ­μο­νί­ζει τελι­κά σε μια της αρά­δα όσα ποι­η­τές και πεζο­γρά­φοι πασχί­ζουν να βρουν .

Αν θες να κοι­νω­νή­σεις ιστορία,
να παρα­πα­τή­σεις από νοσταλγία,
να τρο­μά­ξεις από την αλή­θεια (της),
να συστη­θείς με όσα από παι­δί ακούς και δεν πιστεύεις,
να τρέ­ξεις μαζί με τον δικό της αέναο μαρα­θώ­νιο από την Κέρ­κυ­ρα στο Λασίθι,
να κρυ­φο­κοι­τά­ξεις την αυθε­ντι­κό­τη­τα του κόσμου και να απο­τι­νά­ξεις την αλη­θι­νή ψευ­τιά του …
Τότε σήκω­σε την κού­πα των θεών, και πιες ένα Λασί­θι, έναν Τόπο Μέγα!

Η γνω­ρι­μία  με τη Χαρού­λα Βερί­γου είναι λόγος πολύσημος.
Η «γνω­ρι­μία» με τη Ζωή Δικταί­ου είναι από μόνη της μια δύσκο­λη τέχνη.
Η γνω­ρι­μία και με τις δύο «προ­σω­πι­κό­τη­τες», είναι μια δύσκο­λη και πολύ­ση­μη  λογοτεχνία.

Μανώ­λης Τσιχλάκης
Φιλόλογος


Ζωή Δικταίου FaceBookΤο και­νούρ­γιο μου βιβλίο αφιερώνεται
Στον Αρι­στεί­δη Βερί­γο, τον πατέ­ρα μου,
με βαθιά εκτί­μη­ση και σεβασμό,
για­τί μ’ έμα­θε να πορεύ­ο­μαι με υπομονή
στον κακο­τρά­χα­λο ανήφορο
που βγά­ζει στο φως | και στους Βερίγηδες,
που ξέρουν να ζουν | σα να μην είναι να πεθάνουν
κι όταν μπαί­νουν στο χορό, πατούν τη φλού­δα της γης,
φωνά­ζο­ντας «Όρτσα!» | από την ψίχα της ψυχής
Φωτο­γρα­φί­ζο­ντας την παι­δι­κή μου ηλι­κία και το άμε­σο περι­βάλ­λον της τότε καθη­με­ρι­νό­τη­τάς μου, αισθάν­θη­κα ότι είχα μια αξό­φλη­τη επι­τα­γή, ένα χρέ­ος ν’ ανα­στή­σω ό,τι κιν­δύ­νευε να χαθεί, να του δώσω πνοή.
Στο Ορο­πέ­διο δεν κατοί­κη­σαν και δεν θα κατοι­κή­σουν ποτέ σκο­τει­νές σκιές. Δεν τις αντέ­χει ο τόπος.
Το δικό μου Λασί­θι είναι το τελευ­ταίο ζωντα­νό τοπίο που κρα­τά την ομορ­φιά και την αξία του καλού παραμυθιού.
Στο Λασί­θι κανέ­να δάκρυ δεν πάει χαμέ­νο. Γίνε­ται άστρο και νερό και σώζει την ψυχή μας.
Χαρού­λα Α. Βερίγου
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο