Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μανχάταν & american dream _αφιέρωμα Woody Allen

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

_Μανχάνταν…
Γνω­στό μόνο στους μυη­μέ­νους το με την ομώ­νυ­μη κωδι­κή ονο­μα­σία (Manhattan District \ Manhattan Project) άκρως απόρ­ρη­το αγγλο-αμε­ρι­κα­νι­κό πρό­γραμ­μα παρα­γω­γής πυρη­νι­κών όπλων που ανα­πτύ­χθη­κε περί το τέλος του Β’ Παγκό­σμιου όταν η αγγλι­κή μονο­κρα­το­ρία παρέ­δι­δε τα σκή­πτρα στον υπε­ρα­τλα­ντι­κό σύμ­μα­χό της τότε που ο ίδιος ο Τρού­μαν έστει­λε στην Ελλά­δα το 1948 τον Βαν Φλιτ για να “επο­πτεύ­σει” την εφαρ­μο­γή του “Δόγ­μα­τος Τρού­μαν” και ο Παν. Κανελ­λό­που­λος ανα­φώ­νη­σε το δια­χρο­νι­κό “στρα­τη­γέ, ιδού ο στρα­τός σας”.
70 χρό­νια αργό­τε­ρα _λίγο μετά τον “δια­βο­λι­κά καλό” Τραμπ του Τσι­πρέι­κου, ο κύριος Κώστας Τασού­λας (πρό­ε­δρος της Βου­λή) είπε – δημό­σια – στον πρό­ε­δρο της Επι­τρο­πής Εξω­τε­ρι­κών Σχέ­σε­ων της Γερου­σί­ας των ΗΠΑ, Robert “Bob” Menendez: “Από την Κέρ­κυ­ρα μέχρι το Καστε­λό­ρι­ζο και από την Κρή­τη μέχρι την Θρά­κη, σας παρα­δί­δου­με την Ελλά­δα σήμε­ρα στα χέρια σας. Και είμα­στε βέβαιοι ότι είναι σε καλά χέρια”.
Το “Manhattan District \ Manhattan Project” ξεκί­νη­σε το 1939 και γιγα­ντώ­θη­κε (απα­σχο­λώ­ντας περισ­σό­τε­ρα από 130.000 _με κόστος ~2 δις$ _περίπου 23 δις$ σε σημε­ρι­νές τιμές) σε περισ­σό­τε­ρες από 30 διε­σπαρ­μέ­νες τοποθεσίες.
Να θυμί­σου­με πως ο απλού­στε­ρος τύπος όπλου, που έλα­βε την κωδι­κή ονο­μα­σία Little Boy (με ουρά­νιο-235), που στις 6–7 Αυγ 1945, προ­κά­λε­σαν 130–250.000 θύμα­τα (ο αριθ­μός είναι ακό­μη ανε­ξα­κρί­βω­τος σε Χιρο­σί­μα και Ναγκα­σά­κι. Δεί­τε ανα­λυ­τι­κά για το Manhattan Project στο scientificamerican και στο επί­ση­μο κυβερ­νη­τι­κό site των ΗΠΑ osti.gov

To Manhattan (Μαν­χά­ταν) _borough (σα να λέμε δημο­τι­κό δια­μέ­ρι­σμα ^1000 _αφού αριθ­μεί ~1.700.000 κατοί­κους), είναι ένα νησί της Νέας Υόρ­κης με γνω­στές τις φωτο­γρα­φί­ες με τους ουρα­νο­ξύ­στες, είναι η πλέ­ον πυκνο­κα­τοι­κη­μέ­νη κομη­τεία στις ΗΠΑ και ανα­πό­σπα­στο μέρος του _american dream. Παγκό­σμιο εμπο­ρι­κό, οικο­νο­μι­κό και πολι­τι­στι­κό κέντρο, με πολ­λά διά­ση­μα μνη­μεία, του­ρι­στι­κές ατρα­ξιόν, μου­σεία και πανε­πι­στή­μια, την έδρα των Ηνω­μέ­νων Εθνών, καθώς και του Δήμου της Νέας Υόρ­κης, με μεγα­λύ­τε­ρη business περιο­χή το Χρη­μα­τι­στή­ριο το NASDAQ κλπ. κλπ. _βλ ℹ️ πλη­ρο­φο­ρί­ες στο τέλος της ανάρτησης

Μαν­χά­ταν επί­σης είναι κοκτέιλ που παρα­σκευά­ζε­ται με ουί­σκι, γλυ­κό βερ­μούτ και μπί­τερ (παρα­δο­σια­κά με ουί­σκι σίκα­λης αλλά και _αναλόγως, κανα­δι­κό, μπέρ­μπον, μπλέ­ντιντ, Τενε­σί κά). Απο­τε­λεί το μόνο “κρί­κο” του ονό­μα­τος με τη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια (των ΗΠΑ και γενικότερα)

Μανχάταν & Γούντι Αλεν 

Πριν ένα περί­που μήνα ήρθε στην Αθή­να ο Γού­ντι Άλεν λίγες μέρες μετά την παγκό­σμια πρε­μιέ­ρα της 50ής ται­νί­ας του στο Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας με τίτλο «Coup de Chance» (Γυρί­σμα­τα της τύχης) _μάλιστα ήδη κυκλο­φο­ρεί στη χώρα μας. Μετα­ξύ άλλων εμφα­νί­στη­κε και στο Ηρώ­δειο καταχειροκροτούμενος.

Coup de Chance: Η 50ή μεγά­λη επι­στρο­φή του 87χρονου Woody Allen

Γνω­στός στη χώρα μας περισ­σό­τε­ρο ως Νευ­ρι­κός ερα­στής (1977) με την Diane Keaton, Η Χάνα και οι αδερ­φές της (1986) και Δια­λύ­ο­ντας τον Χάρι (1997) εμείς _γοητευμένοι από μια ται­νία που κατά­φε­ρε να κατα­γρά­ψει με απα­ρά­μιλ­λη πιστό­τη­τα και ακρί­βεια, με θαυ­μά­σια ασπρό­μαυ­ρη φωτο­γρα­φία και εξί­σου θαυ­μά­σια «ασπρό­μαυ­ρη» μου­σι­κή (τζαζ), αλλά και με δια­κρι­τή αισθη­τι­κή θα μιλή­σου­με για το Μαν­χά­ταν (Manhattan1979), όπου κατέ­γρα­ψε με από­λυ­τη καθα­ρό­τη­τα και σαφή­νεια, σχε­δόν αψε­γά­δια­στα, τον μικρο­α­στι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό κόσμο του. “Κατέ­γρα­ψε το κενό της σκέ­ψης, την επι­τή­δευ­ση του δήθεν, την ελα­φρό­τη­τα της συμπε­ρι­φο­ράς, την επι­φα­νεια­κή εξυ­πνά­δα, αλλά και την τρα­γω­δία αυτών των ανθρώ­πων. Οι οποί­οι, όπως το μετέ­ω­ρο βήμα του πελαρ­γού, στέ­κο­νται ανα­πο­φά­σι­στοι μπρο­στά στο δρό­μο που πρέ­πει να δια­λέ­ξουν. Να πάνε με τη μεριά της εργα­τι­κής τάξης; από την οποία προ­έρ­χο­νται και έχουν δεσμούς αίμα­τος ή να προ­σχω­ρή­σουν ορι­στι­κά στη μεγα­λο­α­στι­κή τάξη την οποία ορέ­γο­νται;” _γράφει ο Ριζοσπάστης

Τρα­γι­κά πρό­σω­πα οι μικρο­α­στοί καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι, έστω και αν παρι­στά­νουν τους ευτυ­χι­σμέ­νους. Ξέρουν πολύ καλά πως, τελι­κά, δεν είναι τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από υπη­ρέ­τες της αστι­κής τάξης. Υπη­ρέ­τες που προ­σφέ­ρουν το άφθο­νο, πολ­λές φορές, ταλέ­ντο τους για μερι­κά κόκα­λα εξου­σί­ας, για μερι­κές στιγ­μές χλι­δής, για κάποιες ώρες ξεγνοια­σιάς και πολυ­τέ­λειας. Ξέρουν πως, τελι­κά, είναι οι σύγ­χρο­νοι γελω­το­ποιοί του μεγα­λο­α­στού βασι­λέ­ως! Γελω­το­ποιοί, που περι­φέ­ρο­νται στις διά­φο­ρες αυλές και προ­σφέ­ρουν δια­σκέ­δα­ση. Πνευ­μα­τι­κή και σωμα­τι­κή δια­σκέ­δα­ση. Παράλ­λη­λα, και το χει­ρό­τε­ρο, είναι οι συντη­ρη­τές και ανα­πα­ρα­γω­γοί μιας χυδαί­ας ταξι­κής (αστι­κής) ιδε­ο­λο­γί­ας. (Χιλιά­δες τέτοια παρα­δείγ­μα­τα υπάρ­χουν και στη μικρή χώρα μας).

Το αντί­κρι­σμα για όλες τις παρα­πά­νω απο­λα­βές αυτών των τρα­γι­κών Ριγκο­λέ­των είναι η δυστυ­χία τους. Πρέ­πει όλη την ώρα να προ­σποιού­νται και όλη την ώρα να υπο­χω­ρούν. Αυτή η συμπε­ρι­φο­ρά, ανα­πό­φευ­κτα, τους οδη­γεί στο να χάσουν τις όποιες αντι­στά­σεις είχαν στα πρώ­τα βήμα­τα της ζωής τους, όταν ακό­μα ήταν αγνοί, με απο­τέ­λε­σμα να μην μπο­ρούν, πια, να συνά­ψουν αλη­θι­νές και υγιείς σχέ­σεις ούτε καν μετα­ξύ τους. Οι μικρο­α­στοί καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι είναι, τελι­κά, ένα κομ­μά­τι της κοι­νω­νί­ας, απο­μο­νω­μέ­νο ακό­μα και από το πολυ­πλη­θές μικρο­α­στι­κό σύνο­λο της σημε­ρι­νής ανε­πτυγ­μέ­νης καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Ενα κομ­μά­τι που πάσχει βαθιά από έλλει­ψη χαρα­κτή­ρα. Ενα κομ­μά­τι που δε δια­θέ­τει σταθερές!

Η έλλει­ψη χαρα­κτή­ρα και στα­θε­ρών των μικρο­α­στών, ιδιαί­τε­ρα των καλ­λι­τε­χνών και δια­νο­ού­με­νων μικρο­α­στών, τους φορ­τώ­νει με νευ­ρώ­σεις και ανα­σφά­λειες. Τα φαρ­μα­κεία στα μικρο­α­στι­κά σπί­τια, ιδιαί­τε­ρα στις ανε­πτυγ­μέ­νες καπι­τα­λι­στι­κές χώρες, είναι γεμά­τα με ψυχο­φάρ­μα­κα. Οι ψυχί­α­τροι έγι­ναν πιο πολ­λοί από τους παθο­λό­γους! Τα έργα των μικρο­α­στών καλ­λι­τε­χνών και δια­νο­ου­μέ­νων κατα­τρί­βο­νται με πνευ­μα­τι­κές και σωμα­τι­κές αρρώ­στιες. Τα θέμα­τα με τα οποία κατα­πιά­νο­νται είναι οι δικές τους ανα­σφά­λειες και οι δικές τους νευ­ρώ­σεις. Οι χαρα­κτή­ρες των έργων τους είναι ο δικός τους συντε­τριμ­μέ­νος εσω­τε­ρι­κός κόσμος. Χαρα­κτή­ρες προ­βλη­μα­τι­κοί και ανο­λο­κλή­ρω­τοι. Γι’ αυτό η τέχνη τους είναι τέχνη απελ­πι­σμέ­νη, τέχνη αδιέξοδη!

Ο Γού­ντι Άλεν στο θαυ­μά­σιο «Μαν­χά­ταν» προ­σπά­θη­σε να μην είναι τρα­γι­κός και δηκτι­κός απέ­να­ντι σε αυτούς τους ανθρώ­πους. Από­φυ­γε το δρά­μα και την κατευ­θεί­αν καταγ­γε­λία. Διά­λε­ξε τη μέθο­δο της σάτι­ρας, η οποία ναι μεν πλη­γώ­νει βαθιά, αλλά πλη­γώ­νει σχε­δόν πάντα με λεπτό τρό­πο! Σε κάποιες περι­πτώ­σεις, μάλι­στα, προ­σφέ­ρει και δυνα­τό­τη­τες διε­ξό­δου. Το γέλιο είναι, μπο­ρεί να γίνει, και σοβα­ρή μέθο­δος αυτο­γνω­σί­ας. Καθώς σε ξεσκε­πά­ζει «φιλι­κά», δε σε απα­ξιώ­νει ορι­στι­κά, δε σε βάζει μια και έξω απέ­να­ντι στον εαυ­τό σου. Δε σου προ­σθέ­τει ενο­χές. Αντί­θε­τα, σου συμπε­ρι­φέ­ρε­ται με καλο­σύ­νη. Σε παρο­τρύ­νει με ευγένεια!

Ο Woody Allen με το cast του Play It Again Sam (Δοκί­μα­σε πάλι Sam 1969)

Θεω­ρώ το «Μαν­χά­ταν», και δεν είμαι ο μόνος, σαν την καλύ­τε­ρη και πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη ται­νία του Γού­ντι, με εξαί­ρε­ση, ίσως, τη «Βιτρί­να» (The Front 1976). Εδώ ο δαι­μό­νιος δημιουρ­γός ήξε­ρε σε βάθος το θέμα του. Είναι φανε­ρό πως ανά­με­σα στους ήρω­ες, κάπου εκεί μέσα βρί­σκε­ται και η δική του σκιά. Κάπου εκεί μέσα κινεί­ται και το δικό του φάντα­σμα. Οι μικρο­α­στοί καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι της μεγά­λης Αμε­ρι­κής έχουν το «δικό τους μέρος». Το «χώρο» τους. Το Μαν­χά­ταν. Στο κομ­μά­τι αυτό της αμε­ρι­κά­νι­κης μεγα­λού­πο­λης, οι κάτοι­κοί του, πολύ κοντά κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά στην πραγ­μα­τι­κή και δυνα­τή αμε­ρι­κά­νι­κη εξου­σία, τα σκλη­ρά χρη­μα­τι­στή­ρια και τις ανε­λέ­η­τες τρά­πε­ζες, παρι­στά­νουν ότι ανα­πνέ­ουν ελεύ­θε­ρα, παρό­τι ασφυ­κτιούν. Εδώ οι άνθρω­ποι δεί­χνουν μεγα­λύ­τε­ρη ανο­χή στο «δια­φο­ρε­τι­κό». Είναι πιο ανοι­χτοί στο «και­νού­ριο». Εξω­τε­ρι­κά παρου­σιά­ζουν μιαν ευτυ­χι­σμέ­νη εικό­να. Πολύς κόσμος σε ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα τους ζηλεύει!

Αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο του, ο Γού­ντι Αλεν, με μεγά­λο ψυχι­κό κόστος υπο­θέ­τω, τον παρου­σί­α­σε στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις. Με πολ­λή αγά­πη, είναι αλή­θεια, αλλά χωρίς μάσκες! Οι ήρω­ές του, ανά­με­σά τους και ο ίδιος, ο οποί­ος είναι γνω­στό πως είναι κάτοι­κος και κομ­μά­τι του Μαν­χά­ταν, σπα­τα­λιού­νται σε πολύ μικρά πράγ­μα­τα σε σχέ­ση με την αξία τους. Γοη­τευ­τι­κά μεν, αλλά οπωσ­δή­πο­τε μικρά πράγ­μα­τα. Οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις τους, οικο­δο­μη­μέ­νες μέσα στην προ­σποί­η­ση και στο ψέμα, δεν κρα­τά­νε παρά κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, κάποιους μήνες στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση. Υστε­ρα δια­λύ­ο­νται, αφή­νο­ντας πίσω τους κενά που καθη­με­ρι­νά μεγα­λώ­νουν. Αυτά τα κενά γεμί­ζουν το κοι­νω­νι­κό τοπίο του Μαν­χά­ταν με «τρύ­πες» μέσα στις οποί­ες πέφτουν, είτε από απρο­σε­ξία, είτε από επι­πο­λαιό­τη­τα, οι κάτοι­κοι της μικρής αυτής μικρο­α­στι­κής περιο­χής της Νέας Υόρ­κης. Και το γαϊ­τα­νά­κι δεν έχει τελειωμό!

Η ται­νία έχει μια βασι­κή έλλει­ψη, η οποία την εμπο­δί­ζει να είναι …τέλεια. Ο δημιουρ­γός της δε θέλη­σε, δεν μπό­ρε­σε, δεν τόλ­μη­σε, να κατο­νο­μά­σει τον κυρί­ως υπεύ­θυ­νο για την κατα­σπα­τά­λη­ση τέτοιας αξί­ας ανθρώ­πων. Περιό­ρι­σε την κρι­τι­κή του στα συγκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα, στους κατοί­κους της μικρής αυτής μικρο­α­στι­κής περιο­χής. Φόρ­τω­σε όλα τα κακά της ανθρω­πό­τη­τας πάνω σε αυτούς τους ανθρώ­πους (και στον εαυ­τό του, ίσως;). Χωρίς να έχω καμία διά­θε­ση απε­νο­χο­ποί­η­σης, αυτός ο κόσμος έχει πράγ­μα­τι τις δικές του τερά­στιες ευθύ­νες, εκεί­νος, όμως, που παρά­γει τελι­κά τα διά­φο­ρα μικρο­α­στι­κά μοντέ­λα ζωής, που δια­τά­ζει συμπε­ρι­φο­ρές, είναι η άρχου­σα τάξη, ο καπι­τα­λι­σμός. Αυτός που σφίγ­γει το λαι­μό του Μαν­χά­ταν. Αυτός που σήμε­ρα πια σφίγ­γει το λαι­μό ολό­κλη­ρης της ανθρωπότητας.

Δεν μπο­ρώ να δεχτώ την άπο­ψη του περιτ­τού, την άπο­ψη ότι εξυ­πα­κού­ε­ται. Ο θεα­τής, βγαί­νο­ντας από την αίθου­σα, θα μεί­νει με τις εικό­νες που είδε και όχι με εκεί­νες που κρύ­βο­νται πίσω από αυτές. Και τις οποί­ες, μάλι­στα, η ται­νία δεν τις κατέ­δει­ξε ούτε μια στιγ­μή. Ούτε καν τις υπαι­νί­χτη­κε! Οπως και να ‘χει, όμως, και παρ’ όλες τις παρα­πά­νω ελλεί­ψεις, το «Μαν­χά­ταν» είναι μια πολύ χρή­σι­μη και απο­κα­λυ­πτι­κή ται­νία. Μια ται­νία χρή­σι­μη και για τον απλό θεα­τή, αλλά και για τους ανά τον κόσμο μικρο­α­στούς καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ου­μέ­νους. Ιδιαί­τε­ρα για τους μικρο­α­στούς καλ­λι­τέ­χνες και διανοούμενους.

Allen, Polly Bergen, & Andy Williams στο The Andy Williams Show (1965)

Αυτά που ανα­φέ­ρα­με πιο πάνω δεν αφο­ρούν, βέβαια, μόνο στους καλ­λι­τέ­χνες και στους δια­νο­ού­με­νους μικρο­α­στούς. Το κάνου­με αυτό, για­τί με αυτούς ασχο­λεί­ται η ται­νία. Τα παρα­πά­νω αφο­ρούν στο σύνο­λο σχε­δόν της αστι­κής κοι­νω­νί­ας. Ακό­μα και η εργα­τι­κή τάξη, η οποία βρί­σκε­ται σε διαρ­κή σύγκρου­ση με την αστι­κή ιδε­ο­λο­γία, ζώντας μέσα στην ανα­σφά­λεια, στην αβε­βαιό­τη­τα και στο άγχος, έχει δηλη­τη­ρια­στεί έως ένα σημείο και αυτή από την αστι­κή ηθι­κή και το γενι­κό αστι­κό τρό­πο ζωής. Ακό­μα και αυτή έχει υπο­κύ­ψει στις αστι­κές αντι­λή­ψεις και έχει ενδώ­σει στις καπι­τα­λι­στι­κές ηθι­κές αξί­ες, στην ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία και στον αντα­γω­νι­σμό. Και είναι επό­με­νο να συμ­βαί­νει αυτό, αφού η αστι­κή ιδε­ο­λο­γία είναι η κυρί­αρ­χη ιδεολογία!
__                 🎬  Παί­ζουν: Γού­ντι Αλεν,
Ντάιαν Κίτον, Μάριελ Χεμιν­γου­έι, Μέριλ Στριπ, Μίκα­ελ Μάρ­φι, κά.

__Με το εάν,
δε γράφεται η ιστορία,
ούτε ξαναγυρίζονται οι ταινίες

Η ται­νία ξεκι­νά με ένα μοντάζ εικό­νων του Μαν­χά­ταν και άλλων περιο­χών της Νέας Υόρ­κης, συνο­δευό­με­νες από το Rhapsody in Blue του Τζορτζ Γκέρ­σουιν, με τον Άιζακ Ντέι­βις να αφη­γεί­ται το προ­σχέ­διο μιας εισα­γω­γής ενός βιβλί­ου με θέμα κάποιον που αγα­πά την πόλη.

Μας αρέ­σει δε μας αρέ­σει ο Γού­ντι Αλεν, σε καμία περί­πτω­ση δεν μπο­ρού­με να τον αγνο­ή­σου­με. Για­τί είναι ένας δημιουρ­γός που, άλλο­τε πετυ­χη­μέ­να και άλλο­τε λιγό­τε­ρο πετυ­χη­μέ­να, κατα­φέρ­νει να μας μετα­φέ­ρει συγκι­νή­σεις, να μας προ­σφέ­ρει καυ­στι­κό γέλιο. Μπο­ρεί κάποιοι από εμάς, αξιο­λο­γώ­ντας σωστά το ταλέ­ντο του και την κοι­νω­νι­κή του παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, να περι­μέ­να­με περισ­σό­τε­ρα από αυτόν. Αυτό, όμως, δεν είναι παρά μια δική μας επιθυμία…

Πάντως, στο «Μαν­χά­ταν» δε στά­θη­κε τσι­γκού­νης! Τα έβα­λε ακό­μα, για να μην πω κυρί­ως, και με τον εαυ­τό του. Με περί­τε­χνο τρό­πο, με υψη­λή αισθη­τι­κή, με θαυ­μά­σια μου­σι­κή επέν­δυ­ση μας απο­κά­λυ­ψε τις νευ­ρώ­σεις, τις ανα­σφά­λειες, τις ανα­στο­λές, τις πονη­ριές, τη φθή­νια και την υπο­τέ­λεια, το τερά­στιο κενό μέσα στο οποίο ζού­νε οι μικρο­α­στοί καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι της αμε­ρι­κά­νι­κης μεγα­λού­πο­λης, της Νέας Υόρ­κης. Το τερά­στιο τίπο­τα μέσα στο οποίο ζού­νε και εργά­ζο­νται, το οποίο, παρ’ ότι τους ενο­χλεί και τους στέλ­νει στους ψυχιά­τρους, αντί να βρού­νε τρό­πους να απαλ­λα­γούν ορι­στι­κά από αυτό, εν τού­τοις, με τον τρό­πο της ζωής τους αλλά και με το έργο τους, το ανα­πα­ρά­γουν. Με απο­τέ­λε­σμα τα προ­βλή­μα­τα και το άγχος να σωρεύονται…

Δυστυ­χώς όπως στις περισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες του φάνη­κε διστα­κτι­κός για μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Απο­δί­δει όλες τις ευθύ­νες στους ήρω­ές του, χωρίς να σημαί­νει πως και αυτοί δεν έχουν τις ευθύ­νες τους, αφή­νο­ντας έξω από την αυστη­ρή κρι­τι­κή του το εργο­στά­σιο που παρά­γει αυτά τα ανθρώ­πι­να προ­ϊ­ό­ντα. Δεν είπε κου­βέ­ντα για τον καπι­τα­λι­σμό, που, έχο­ντας την εξου­σία, επι­βάλ­λει με όλους τους «νόμι­μους» και παρά­νο­μους τρό­πους τις αξί­ες του και την ηθι­κή του, την ανα­σφά­λεια, την αβε­βαιό­τη­τα, το άγχος μετα­τρέ­πο­ντας τους ανθρώ­πους, ιδιαί­τε­ρα τους πιο αδύ­να­τος ιδε­ο­λο­γι­κά ανθρώ­πους, σε νευ­ρό­σπα­στα, σε ηττη­μέ­νους ανθρώ­πους, σε ανθρώ­πι­να ερείπια.

Αν ο Γού­ντι Αλεν, ο οποί­ος δια­θέ­τει και την κοι­νω­νι­κή και την πολι­τι­κή παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα, αλλά και το καλ­λι­τε­χνι­κό ταλέ­ντο, έκα­νε το παρα­πά­νω βήμα, τότε η ται­νία του θα απο­κτού­σε άλλη διά­στα­ση, άλλη αξία. Και ο ίδιος θα πλη­σί­α­ζε τα πρό­τυ­πά του, τους παλιούς Αμε­ρι­κά­νους δημιουρ­γούς, κυρί­ως _τηρουμένων των ανα­λο­γιών, τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν, ο οποί­ος, σε πολ­λές περι­πτώ­σεις, μιλού­σε ανοι­χτά και έξω από τα δόντια («Μοντέρ­νοι Και­ροί», «Δικτά­τωρ», κ.ά.).

Με το εάν, βέβαια, δε γρά­φε­ται η ιστο­ρία, ούτε ξανα­γυ­ρί­ζο­νται οι ται­νί­ες. Το βάθος που λεί­πει από το «Μαν­χά­ταν», από τους δισταγ­μούς ή από τις σκο­πι­μό­τη­τες του δημιουρ­γού του, καλεί­ται να το δώσει ο θεα­τής, απο­δί­δο­ντας στον καθέ­να τις ευθύ­νες του. Χρε­ώ­νο­ντας στους μικρο­α­στούς καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νους, όχι μόνο των Αμε­ρι­κα­νών που εξε­τά­ζει η ται­νία, αλλά όλων των μικρο­α­στών του κόσμου, ό,τι τους ανή­κει, και χρε­ώ­νο­ντας, επί­σης, και στον πατέ­ρα των δει­νών, τον καπι­τα­λι­σμό, τις δικές του, που είναι και οι κύριες.

Το «Μαν­χά­ταν» προ­σφέ­ρε­ται για συμπε­ρά­σμα­τα. Είναι ται­νία που έχει ξύσει βαθιά τη φλού­δα. Μπο­ρεί να μη λέει όλη την αλή­θεια, για­τί δηλα­δή η καρέ­κλα έχει τέσ­σε­ρα ποδά­ρια, λέει, όμως, αρκε­τές αλή­θειες για να μας βοη­θή­σει στα συμπε­ρά­σμα­τά μας. Είναι φανε­ρό πως δεν είναι ζωή, η ζωή που βιώνουμε.

Διαφθορά στο Μανχάταν

Μια σκλη­ρή καταγ­γε­λία της δια­φθο­ράς σε όλα τα επί­πε­δα της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας είναι η ται­νία «Βρώ­μι­κες υπο­θέ­σεις στο Μαν­χά­ταν», Night Falls on Manhattan σε σκη­νο­θε­σία Σίντ­νεϊ Λιού­μετ. Ο νεα­ρός εισαγ­γε­λέ­ας Σον ανα­λαμ­βά­νει την υπό­θε­ση από­πει­ρας δολο­φο­νί­ας του πατέ­ρα του (που είναι αστυ­νο­μι­κός). Ο κατη­γο­ρού­με­νος είναι χωμέ­νος μέχρι το λαι­μό στη δια­φθο­ρά. Όσο ο Σον προ­χω­ρά στην υπό­θε­ση, τόσο διά­φο­ροι μεγα­λο­πα­ρά­γο­ντες αρχί­ζουν να θέτουν προ­βλή­μα­τα και να δημιουρ­γούν εμπό­δια. Βλέ­πο­ντας το σύστη­μα της Δικαιο­σύ­νης, που πάντο­τε το αντι­με­τώ­πι­ζε με τόσο σεβα­σμό, να καταρ­ρέ­ει από εσω­τε­ρι­κές συνω­μο­σί­ες, εγκλή­μα­τα και συγκα­λύ­ψεις, ενέρ­γειες εκπο­ρευό­με­νες μάλι­στα από έμπι­στους και κοντι­νούς του ανθρώ­πους, αντι­λαμ­βά­νε­ται πως είναι μόνος του και μόνος του πρέ­πει να παλέ­ψει κόντρα στις σκο­τει­νές λίστες και στις μυστι­κές συμ­φω­νί­ες, για τη σωτη­ρία όχι μόνο της επαγ­γελ­μα­τι­κής, αλλά και της ηθι­κής του υπόστασης.
Έχου­με δει και πολύ καλύ­τε­ρες του Λιού­μετ από _το κορυ­φαίο “οι 12 ένορ­κοι” (1957) στο Σέρ­πι­κο (1973) & “Σκυ­λί­σια μέρα” 1975
__        Πρω­τα­γω­νι­στούν: Αντι Γκαρ­σία, Ρίτσαρντ Ντρέι­φους, Λένα Ολιν, Ιαν Χολμ

Η ται­νία ξεκι­νά με ένα μοντάζ εικό­νων του Μαν­χά­ταν και άλλων περιο­χών της Νέας Υόρ­κης, συνο­δευό­με­νες _όπως είπα­με, από το Rhapsody in Blue του Τζορτζ Γκέρ­σουιν, με τον Άιζακ Ντέι­βις να αφη­γεί­ται το προ­σχέ­διο μιας εισα­γω­γής ενός βιβλί­ου με θέμα κάποιον που αγα­πά την πόλη. Ο Άιζακ είναι ένας δύο φορές δια­ζευγ­μέ­νος, 42χρονος τηλε­ο­πτι­κός συγ­γρα­φέ­ας κωμω­διών που εγκα­τα­λεί­πει τη βαρε­τή δου­λειά του. Τα έχει με την Τρέι­σι, μια 17χρονη που φοι­τά στο Dalton School. Ο καλύ­τε­ρός του φίλος, ο καθη­γη­τής κολε­γί­ου Γιέλ Πόλακ, παντρε­μέ­νος με την Έμι­λι, έχει σχέ­ση με τη Μαί­ρη Γουίλ­κι. Εμφα­νί­ζε­ται επί­σης ο πρώ­ην σύζυ­γος και πρώ­ην δάσκα­λος της Μαί­ρη, ο Τζε­ρε­μάια, και η πρώ­ην σύζυ­γος του Άιζακ, η Τζιλ, που γρά­φει ένα βιο­γρα­φι­κό βιβλίο για τον γάμο τους. Η Τζιλ, η οποία πριν από τον γάμο τους είπε στον Άιζακ ότι είναι αμφι­φυ­λό­φι­λη, έκτο­τε ζει με τη λεσβία σύντρο­φό της, την Κόνι.

Όταν ο Άιζακ γνω­ρί­ζει τη Μαί­ρη, ο πολι­τι­στι­κός σνο­μπι­σμός της τον προ­σβάλ­λει. Ο Άιζακ την ξανα­συ­να­ντά σε μια εκδή­λω­ση συγκέ­ντρω­σης κεφα­λαί­ων στο Μου­σείο Μοντέρ­νας Τέχνης και τη συνο­δεύ­ει στο σπί­τι της. Συνο­μι­λούν μέχρι την ανα­το­λή του ηλί­ου σε μια σεκάνς που κατα­λή­γει σε μια λήψη της γέφυ­ρας Κουίν­σμπο­ρο. Παρά την αυξα­νό­με­νη έλξη για τη Μαί­ρη, ο Άιζακ συνε­χί­ζει τη σχέ­ση του με την Τρέι­σι, αλλά τονί­ζει ότι η σχέ­ση τους δεν μπο­ρεί να είναι σοβα­ρή και την ενθαρ­ρύ­νει να πάει στο Λον­δί­νο για να σπου­δά­σει υποκριτική.

Ο Woody Allen στο festival των Καννών

Αφού ο Γέιλ χωρί­ζει με τη Μαί­ρη, προ­τεί­νει στον Άιζακ να της ζητή­σει να βγουν. Ο Άιζακ το κάνει, έχο­ντας πάντα την αίσθη­ση ότι η Τρέι­σι ήταν πολύ μικρή για εκεί­νον. Ο Άιζακ χωρί­ζει με την Τρέι­σι, η οποία απελ­πί­ζε­ται, και σύντο­μα η Μαί­ρη μετα­κο­μί­ζει ουσια­στι­κά στο δια­μέ­ρι­σμά του. Η Έμι­λι είναι περί­ερ­γη να δει τη νέα κοπέ­λα του Άιζακ. Τα δύο ζευ­γά­ρια απο­λαμ­βά­νουν μια μέρα έξω περ­πα­τώ­ντας στον δρό­μο ο Άιζακ εντο­πί­ζει το νέο βιβλίο της Τζιλ. Η Έμι­λι συνε­χί­ζει να δια­βά­ζει απο­σπά­σμα­τα του βιβλί­ου φωνα­χτά, μετα­ξύ των οποί­ων και ένα από­σμα­σμα σχε­τι­κά με ένα τρίο που έκα­νε ο Άιζακ με την Τζιλ και μια άλλη γυναί­κα και μια από­πει­ρα του Άιζακ να πατή­σει την Κόνι με το αυτο­κί­νη­το, προς μεγά­λη δια­σκέ­δα­ση της Μαί­ρης και του Γέιλ. Ταπει­νω­μέ­νος δημό­σια, ο Άιζακ ζητά τον λόγο από την Τζιλ, η οποία απα­ντά αδιά­φο­ρα και ανα­φέ­ρει μια συμ­φω­νία που έχει κλεί­σει για τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά δικαιώ­μα­τα του βιβλί­ου. Επι­στρέ­φο­ντας σπί­τι, ο Άιζακ μαθαί­νει από τη Μαί­ρη ότι επι­στρέ­φει στον Γέιλ και θέλει να χωρί­σουν. Ο Ισα­άκ, έξαλ­λος, ζητά τον λόγο από τον Γέιλ στο κολέ­γιο όπου διδά­σκει και ο Γέιλ υπο­στη­ρί­ζει ότι αυτός βρή­κε πρώ­τα τη Μαί­ρη. Ο Άιζακ συζη­τά τις εξω­συ­ζυ­γι­κές σχέ­σεις του Γέιλ με την Έμι­λι και μαθαί­νει ότι ο Γέιλ της έχει πει ότι ο Άιζακ τού σύστη­σε τη Μαίρη.

Ο Άιζακ ξαπλώ­νει στον κανα­πέ του, γρά­φο­ντας σε κασε­τό­φω­νο τα πράγ­μα­τα που κάνουν τη «ζωή να αξί­ζει να τη ζεις». Όταν πιά­νει τον εαυ­τό του να λέει “το πρό­σω­πο της Τρέι­σι”, αφή­νει το μικρό­φω­νο. Μην μπο­ρώ­ντας να την βρει στο τηλέ­φω­νο, ξεκι­νά­ει να πάει στην Τρέι­σι με τα πόδια. Φτά­νει στην πολυ­κα­τοι­κία των δικών της την ώρα που εκεί­νη φεύ­γει για Λον­δί­νο. Της ζητά να μην πάει, αλλά εκεί­νη απα­ντά ότι τα σχέ­δια έχουν ήδη γίνει και τον καθη­συ­χά­ζει ότι «δεν δια­φθεί­ρο­νται όλοι» λέγο­ντας «πρέ­πει να έχεις λίγη πίστη στους ανθρώ­πους». Εκεί­νος της χαρί­ζει ένα χαμό­γε­λο με ένα τελευ­ταίο βλέμ­μα στην κάμε­ρα και, στη συνέ­χεια, παρα­κο­λου­θεί τις τελευ­ταί­ες λήψεις του ορί­ζο­ντα, ενώ ακού­γε­ται ξανά το Rhapsody in Blue. Μια οργα­νι­κή δια­σκευή του “Embraceable You” παί­ζει πάνω στους τίτλους τέλους.

Ταυ­τό­τη­τα ταινίας

  • Σκη­νο­θε­σία: Γού­ντι Αλεν
  • Σενά­ριο: Γού­ντι Αλεν, Μάρ­σαλ Μπρίκμαν
  • Φωτο­γρα­φία:Γκόρ­ντον Γουίλις
  • Μοντάζ: Σού­ζαν Ι. Μορς
  • Γού­ντι Αλεν, Ντάιαν Κίτον, Μάικλ Μέρ­φι, Μάριελ Χέμιν­γου­εϊ, Μέριλ Στριπ
  • 96λ Η.Π.Α. _1979

🤔 Δεν μου αρέ­σει να συνα­ντώ ήρω­ες. Δεν υπάρ­χει κανέ­νας που θέλω να γνω­ρί­σω και κανέ­νας με τον οποίο θέλω να συνερ­γα­στώ —προ­τι­μώ να συνερ­γα­στώ με την Diane Keaton με κανέ­ναν άλλο —είναι απο­λύ­τως υπέ­ρο­χη, φυσι­κή.

—Γού­ντι Άλεν Favorite films

      • The 400 Blows (France, 1959)
      • 8½ (Italy, 1963)
      • Amarcord (Italy, 1972)
      • Bicycle Thieves (Italy, 1948)
      • Citizen Kane (USA, 1941)
      • The Discreet Charm of the Bourgeoisie (France, 1972)
      • La Grande Illusion (France, 1937)
      • Paths of Glory (USA, 1957)
      • Rashomon (Japan, 1950)
      • The Seventh Seal (Sweden, 1957)

Φιλμογραφία

      1. 1966 What’s Up, Tiger Lily?
      2. 1969 Take the Money and Run
      3. 1971 Bananas
      4. 1972 Everything You Always Wanted to Know About Sex
        (But Were Afraid to Ask)
      5. 1973 Sleeper
      6. 1975 Love and Death
      7. 1977 Annie Hall
      8. 1978 Interiors
      9. 1979 Manhattan
      10. 1980 Stardust Memories
      11. 1982 A Midsummer Night’s Sex Comedy
      12. 1983 Zelig
      13. 1984 Broadway Danny Rose
      14. 1985 The Purple Rose of Cairo
      15. 1986 Hannah and Her Sisters
      16. 1987 Radio Days
      17. 1987 September
      18. 1988 Another Woman
      19. 1989 Crimes and Misdemeanors
      20. 1990 Alice
      21. 1991 Shadows and Fog
      22. 1992 Husbands and Wives
      23. 1993 Manhattan Murder Mystery
      24. 1994 Bullets Over Broadway
      25. 1995 Mighty Aphrodite
      26. 1996 Everyone Says I Love You
      27. 1997 Deconstructing Harry
      28. 1998 Celebrity
      29. 1999 Sweet and Lowdown
      30. 2000 Small Time Crooks
      31. 2001 The Curse of the Jade Scorpion
      32. 2002 Hollywood Ending
      33. 2003 Anything Else
      34. 2004 Melinda and Melinda
      35. 2005 Match Point
      36. 2006 Scoop
      37. 2007 Cassandra’s Dream
      38. 2008 Vicky Cristina Barcelona
      39. 2009 Whatever Works
      40. 2010 You Will Meet a Tall Dark Stranger
      41. 2011 Midnight in Paris
      42. 2012 To Rome with Love
      43. 2013 Blue Jasmine
      44. 2014 Magic in the Moonlight
      45. 2015 Irrational Man
      46. 2016 Café Society
      47. 2017 Wonder Wheel
      48. 2019 A Rainy Day in New York
      49. 2020 Rifkin’s Festival
      50. 2023 Coup de chance

Diane Keaton _Allen + Jerry Lacy στο Play it Again Sam (δοκί­μα­σε πάλι! Σαμ 1972)

Πολυ­βρα­βευ­μέ­νος, ανα­φέ­ρου­με ενδεικτικά

  • Όσκαρ Καλύ­τε­ρης σκη­νο­θε­σί­ας 1978 · Νευ­ρι­κός εραστής
  • Όσκαρ Καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που σενα­ρί­ου 2012, 1987, 1978 · Μεσά­νυ­χτα στο Παρί­σι, Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Νευ­ρι­κός εραστής
  • Βρα­βείο BAFTA Καλύ­τε­ρης ται­νί­ας 1986, 1980 · Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐ­ρου, Μανχάταν
  • Χρυ­σή Σφαί­ρα Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου σε ται­νία 2012, 1986 · Μεσά­νυ­χτα στο Παρί­σι, Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐρου
  • Βρα­βείο Χιού­γκο Καλύ­τε­ρης δρα­μα­τι­κής παρου­σί­α­σης 1974 · Ο υπναράς
  • Βρα­βείο Καλύ­τε­ρης Σκη­νο­θε­σί­ας της Ένω­σης Κρι­τι­κών Κινη­μα­το­γρά­φου της Νέας Υόρ­κης _1986, 1979, 1977 · Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Μαν­χά­ταν, Νευ­ρι­κός εραστής
  • Βρα­βείο της Ένω­σης Αμε­ρι­κα­νών Σενα­ριο­γρά­φων Καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που σεναρίου
  • 2012, 1990, 1987, … · Μεσά­νυ­χτα στο Παρί­σι, Απι­στί­ες και αμαρ­τί­ες, Η Χάνα και οι αδελ­φές της
  • Χρυ­σή Σφαί­ρα Σέσιλ Μπ. Ντε Μιλ 2014
  • Χρυ­σός Λέων Συνο­λι­κής προ­σφο­ράς 1995
  • Βρα­βείο Σεζάρ Καλύ­τε­ρης ξένης ται­νί­ας 1986, 1980 · Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐ­ρου, Μανχάταν
  • BAFTA 1997
  • Βρα­βείο Ένω­σης Αμε­ρι­κα­νών Σκη­νο­θε­τών Καλύ­τε­ρης σκη­νο­θε­σί­ας ται­νί­ας μεγά­λου μήκους 1978 · Νευ­ρι­κός εραστής
  • Βρα­βείο Γκρά­μι Καλύ­τε­ρου άλμπουμ μου­σι­κής επέν­δυ­σης οπτι­κών μέσων με συλ­λο­γή τρα­γου­διών 2013 · Midnight in Paris
  • BAFTA Καλύ­τε­ρης σκη­νο­θε­σί­ας 1987, 1978 · Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Νευ­ρι­κός εραστής
  • Βρα­βείο David di Donatello Καλύ­τε­ρου ξένου ηθο­ποιού 1984 · Ζέλιγκ
  • Βρα­βείο Ανε­ξάρ­τη­του Πνεύ­μα­τος Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου 2009 · Vicky Cristina Barcelona
  • BAFTA Καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που σενα­ρί­ου 1993, 1987, 1986 _ Παντρε­μέ­να ζευ­γά­ρια, Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐ­ρου \ Τιμη­τι­κός φοίνικας
  • Βρα­βείο Νέμπιου­λα Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου _ 1975 · Ο υπναράς
  • Βρα­βείο της Εθνι­κής Ένω­σης Κρι­τι­κών ΗΠΑ Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου _ 1977 · Νευ­ρι­κός εραστής
  • Bodil Award for Best American Film 1987, 1986, 1984 · Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐ­ρου, Ζέλιγκ.
  • Βρα­βείο Ένω­σης Κρι­τι­κών ΗΠΑ Καλύ­τε­ρου σκη­νο­θέ­τη _1980 · Μανχάταν
  • Grande Prêmio do Cinema Brasileiro καλύ­τε­ρης ξένης ται­νί­ας _2012 · Μεσά­νυ­χτα στο Παρίσι
  • Βρα­βείο Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου Κρι­τι­κών Κινη­μα­το­γρά­φου των ΗΠΑ Καλύ­τε­ρης ται­νί­ας _1979 · Μαν­χά­ταν και το ίδιο
  • Καλύ­τε­ρου σκη­νο­θέ­τη 1986 · Η Χάνα και οι αδελ­φές της +
  • Καλύ­τε­ρης ταινίας1986, 1977 · Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Νευ­ρι­κός εραστής
  • Ένω­σης Αμε­ρι­κα­νών Σενα­ριο­γρά­φων Καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που κωμι­κού σενα­ρί­ου 1978 · Νευ­ρι­κός εραστής
  • Critics’ Choice Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου 2012 · Μεσά­νυ­χτα στο Παρίσι
  • Βρα­βείο Γκό­για Καλύ­τε­ρης ευρω­παϊ­κής ται­νί­ας 2006 · Match Point 
    • Ντα­βίντ ντι Ντο­να­τέ­λο Καλύ­τε­ρου ξένου σενα­ρί­ου 1990, 1987, 1985 · Απι­στί­ες και αμαρ­τί­ες, Η Χάνα και οι αδελ­φές της, Ο ατσί­δας του Μπροντγουέι
    • Κύκλος Κρι­τι­κών Κινη­μα­το­γρά­φου του Λον­δί­νου σκηνοθεσίας1990 · Απι­στί­ες και αμαρτίες
  • Ένω­ση Αμε­ρι­κα­νών Σενα­ριο­γρά­φων _πρωτότυπο σενά­ριο 1987
  • Βρα­βείο AFI Καλύ­τε­ρης ξένης ται­νί­ας 1978 · Νευ­ρι­κός εραστής 
    • Ντα­βίντ ντι Ντο­να­τέ­λο Καλύ­τε­ρης ευρω­παϊ­κής ται­νί­ας _2006 · Match Point
    • Βρα­βείο Κρι­τι­κών Κινη­μα­το­γρά­φου του Λον­δί­νου για σενα­ριο­γρά­φο της 1990 _1986 · Απι­στί­ες και αμαρ­τί­ες, Η Χάνα και οι αδελ­φές της και επίσης
  • 1990, 1985 · Απι­στί­ες και αμαρ­τί­ες, Το πορ­φυ­ρό ρόδο του Καΐρου
  • BAFTA Καλύ­τε­ρου σενα­ρί­ου 1980, 1978 · Μαν­χά­ταν, Νευ­ρι­κός εραστής
  • Βρα­βείο της Ένω­σης Αμε­ρι­κα­νών Σκη­νο­θε­τών Συνο­λι­κής προ­σφο­ράς 1996
  • Αση­μέ­νιος Κόν­δο­ρας Καλύ­τε­ρης μη ισπα­νό­φω­νης Ξένης Ται­νί­ας _2014 · Θλιμ­μέ­νη Τζάσμιν
  • κλπ

Θεατρικά Broadway

  • 1960 From A to Z βιβλίο_           Plymouth Theatre, Broadway
  • 1966 Don’t Drink the Water Morosco Theatre, Broadway
  • 1969 Play It Again, Sam _
    Performer _Allan Felix _Broadhurst Theatre, Broadway
  • 1975 God
  • 1975 Death
  • 1981 The Floating Light Bulb Vivian Beaumont Theater, Broadway
  • 1995 Death Defying Acts: Central Park West
  • 2003 Old Saybrook _Atlantic Theatre Company, Off-Broadway
  • 2003 Riverside Drive _ σενά­ριο & σκηνοθεσία
  • 2004 A Second-Hand Memory    _ σενά­ριο & σκηνοθεσία
  • 2008 Gianni Schicchi _ σκηνοθεσία
    Dorothy Chandler Pavilion, Los Angeles
  • 2011 “Honeymoon Motel” _ σενάριο
    Brooks Atkinson Theatre, Broadway
  • 2014 Bullets Over Broadway
  • 2015 Gianni Schicchi σκη­νο­θε­σία _Teatro Real, Μαδρίτη
  • 2019 Director  _La Scala, Italy

ℹ️  Manhattan (Μαν­χά­ταν) _borough — Νέα Υόρκη

  • Σύμ­φω­να με την απο­γρα­φή του 2020 οι λευ­κοί απο­τε­λούν το 46,8%, οι Ισπα­νό­φω­νοι 23,8%, οι Ασιά­τες 13,0% και μαύ­ροι 11,8%.
  • Το μέσο οικο­γε­νεια­κό εισό­δη­μα είναι ~50.000_~$47.000 (63% του εθνι­κού των ΗΠΑ $74.580), με μεγα­λύ­τε­ρο στους άνδρες ως συνή­θως (γυναί­κες ~875 των ανδρών) Περί­που το 17,6% των οικο­γε­νειών και το 20,0% του πλη­θυ­σμού είναι κάτω από το όριο της φτώ­χειας, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων 31,8% κάτω των 18 ετών και 18,9% 65 ετών και άνω.

Το Μαν­χά­ταν είναι ένα από τα μέρη με το υψη­λό­τε­ρο εισό­δη­μα στις ΗΠΑ πχ. στο Upper East Side, με περισ­σό­τε­ρους από 100.000 κατοί­κους είναι πάνω από 90.000$, ένα από τα μεγα­λύ­τε­ρα κέντρα πλού­του στη χώρα, ενώ υπάρ­χουν μεγά­λοι θύλα­κε γκέ­το συγκε­ντρω­μέ­νης φτώχειας.

Το 0,79% έχει εισό­δη­μα πάνω από $5,45 εκα­τομ$, 0,40% πάνω από 30 εκα­τομ$ και (!!) μια ασή­μα­ντη αριθ­μη­τι­κά μειο­ψη­φία _το 0,0011% ξεπερ­νά­ει το 1 δις$

Όπως φαί­νε­ται και από το διά­γραμ­μα το 5% των (σχε­τι­κά) πλού­σιων κατέ­χουν 11,5% του πλού­του και 1% _τα παρά­σι­τα, που δεν ξέρουν τι έχουν το 11,3%

ℹ️  Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από το Ριζο­σπά­στη
Περισ­σό­τε­ρα + video εδώ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο