Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ (1920–2009). ΤΟ ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ ΚΑΙ Η «ΑΛΛΗ ΒΟΜΒΑ»

Της Αγγε­λι­κής Αλε­ξο­πού­λου //

Επι­μέ­λεια της Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Το δικό μου Ναγκασάκι»

«Ενα από­γευ­μα ήλθε να με ψάξει ο Ρομπέρτο
με το αστρα­φτε­ρό του αμάξι.
Ηταν τόσο υπε­ρή­φα­νος για το από­κτη­μά του και ήθε­λε να μου
το δεί­ξει και
προ­σφέρ­θη­κε να με πάει όπου εγώ ήθελα.

***

Δεν ήμουν εγώ για βόλ­τες. Του μίλη­σα για το Ναγκασάκι.
Αχ, η άλλη βόμ­βα, σχο­λί­α­σε ο Ρομπέρτο.
Γι’ αυτόν, όπως για όλο τον κόσμο, η βόμ­βα που έπε­σε στο
Ναγκα­σά­κι, ήταν απλά η
«άλλη βόμ­βα».

***

Στην ουσία δια­σχί­σα­με την πόλη.
Εγώ ήμουν κατη­φής, για­τί δεν ήξε­ρα ακρι­βώς πού πηγαίναμε.
Ξαφ­νι­κά ο Ρομπέρ­το σταμάτησε.
Βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά από ένα τερά­στιο, τερατώδες
σκου­πι­δα­ριό.
Η δυσο­σμία ήταν ανυπόφορη.
Τύποι κου­ρε­λή­δες, βρώ­μι­κοι, γυναί­κες ξεχτέ­νι­στες, μικροί και
και κου­ρε­λια­σμέ­νοι
έφη­βοι σκά­λι­ζαν ανά­με­σα στις βρω­μιές, ανά­με­σα στη σκουριά
και στις στάχτες,
ψάχνο­ντας κάτι, δεν ήξε­ρα τι.

***

Οταν αντι­λή­φθη­καν την παρου­σία μας, ύψω­σαν για μια στιγμή
τα κεφά­λαια τους και
μας κοί­τα­ξαν χωρίς προ­φύ­λα­ξη, χωρίς μίσος.
Στη συνέ­χεια επέ­στρε­ψαν στα σκου­πί­δια τους, στη βρώμα
τους, στην προ­σπά­θειά τους.
«Εδώ έχεις το Ναγκα­σά­κι σου» είπε ο Ρομπέρτο.
«Μπο­ρείς να το ζωγραφίσεις».

Τον Ιού­νη του 2009 πέθα­νε στο Μοντε­βι­δέο της Ουρου­γουά­ης ο συγ­γρα­φέ­ας και αγω­νι­στής Μάριο Μπε­νε­ντέ­τι. Έλε­γε: «Όταν φαί­νε­ται πως η ζωή μιμεί­ται την τέχνη, είναι για­τί η τέχνη έχει κατα­φέ­ρει ν’ αναγ­γεί­λει τη ζωή». Με βάση αυτές τις σκέ­ψεις μπο­ρεί κανείς να υπο­στη­ρί­ξει ότι η τέχνη του αναγ­γέλ­λει τη ζωή. Ο συγ­γρα­φέ­ας γεν­νή­θη­κε στις 4 Σεπτεμ­βρί­ου του 1920 στο Πάσο ντε Τόρος της Ουρου­γουά­ης. Το 1938 μετά τις βασι­κές σπου­δές του, μετα­βαί­νει στο Μπου­έ­νος Άϊρες, όπου κερ­δί­ζει τα προς το ζην ασκώ­ντας διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα. Εκεί δημο­σιεύ­ει τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα. Μετά από τρία χρό­νια επι­στρέ­φει στο Μοντε­βι­δέο. Η χώρα ζει μέσα σε νάρ­κη. Ο Μπε­νε­ντέ­τι δεν έχει βρει ακό­μα τον εαυ­τό του. Δεν έχει ακό­μα ξυπνή­σει από τον ύπνο που κοι­μό­ταν το έθνος. Το 1954 γίνε­ται καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής της επι­θε­ώ­ρη­σης Πορεία. Η επι­θε­ώ­ρη­ση αυτή σφρά­γι­σε μια ολό­κλη­ρη επο­χή. Η δικτα­το­ρία του 1973 την έκλει­σε, αφού εξα­φά­νι­σε ή εξό­ρι­σε όλα τα στε­λέ­χη της. 

Το κρι­τι­κό πνεύ­μα της Πορεί­ας απέ­να­ντι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επη­ρε­ά­ζει το συγ­γρα­φέα και το 1956 δημο­σιεύ­ει ένα από τα βασι­κά έργα του, Ποι­ή­μα­τα του γρα­φεί­ου. Με την εμφά­νι­ση αυτής της συλ­λο­γής ο καλ­λι­τέ­χνης θέτει για πάντα τις βάσεις της λογο­τε­χνί­ας του. Λογο­τε­χνία ανθρω­πι­στι­κή, επι­κοι­νω­νια­κή και επι­κοι­νω­νού­σα. Ταξι­δεύ­ει στην Ευρώ­πη. Αρχί­ζει να βλέ­πει τα πράγ­μα­τα της χώρας του από νέα οπτι­κή γωνία. Το 1959 δημο­σιεύ­ε­ται η πρώ­τη του νου­βέ­λα Μοντε­βι­δε­ά­νου. Όπως και στα Ποι­ή­μα­τα του γρα­φεί­ου, το θέμα του είναι ο μέσος Ουρου­γουα­νός άνθρω­πος με τα βίτσια του, τις αρε­τές του, τις δια­ψεύ­σεις και προ­πα­ντώς τη μονο­το­νία της ζωής του. Το 1959 είναι κατα­λυ­τι­κός χρό­νος για το συγ­γρα­φέα. Είναι ο χρό­νος της Κου­βα­νέ­ζι­κης Επα­νά­στα­σης, που τον ταρα­κού­νη­σε συθέ­με­λα. Ο ίδιος γρά­φει: «Το 1959 ήταν καθο­ρι­στι­κό οχι μόνο για μένα, αλλά για όλους τους Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νούς. Αυτό που συνέ­βη άλλα­ξε τη συνεί­δη­σή μου. Έκα­να την αυτο­κρι­τι­κή μου για τις δρα­στη­ριό­τη­τες που είχα ως τότε. Η Επα­νά­στα­ση με βοή­θη­σε να επι­κοι­νω­νή­σω με τη χώρα μου και ν’ αλλά­ξω τη στά­ση μου απέ­να­ντι στα κοι­νω­νι­κά ζητήματα». 

Επί­σης, το 1959 ταξί­δε­ψε στις ΗΠΑ. Γρά­φει για το ταξί­δι του: «Το ταξί­δι μου στις ΗΠΑ και αυτά που είδα εκεί με έκα­ναν αντι­ι­μπε­ρια­λι­στή”. Ταυ­τί­στη­κε με τους νέγρους και τους Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νούς μετα­νά­στες που είχαν συρ­ρεύ­σει στη Νέα Υόρ­κη, ανα­ζη­τώ­ντας μια καλύ­τε­ρη τύχη. Μετά την Επα­νά­στα­ση στην Κού­βα ταξι­δεύ­ει συχνά στην Αβά­να και γίνε­ται μέλος της Συντα­κτι­κής Επι­τρο­πής της επι­θε­ώ­ρη­σης Casa de las Américas. Η συμ­βο­λή του Μπε­νε­ντέ­τι στην προ­ώ­θη­ση της αμε­ρι­κα­νι­κής κουλ­τού­ρας είναι πολύ σημα­ντι­κή. Το 1960 δημο­σιεύ­ει δύο βασι­κά του έργα. Την Ανα­κο­χή και το Η χώρα με την αχυ­ρέ­νια ουρά. Στο εργο Ευχα­ρι­στί­ες στη Φωτιά, ο ήρω­ας ταυ­τί­ζε­ται με τον συγ­γρα­φέα και προ­α­ναγ­γέλ­λει την επα­να­στα­τι­κή του δρά­ση. Η δολο­φο­νία του Τσε Γκε­βά­ρα το 1967 τον συγκλο­νί­ζει. Αφιε­ρώ­νει στον ήρωα-επα­να­στά­τη τα ωραιό­τε­ρα ποι­ή­μα­τά του.

Η δεκα­ε­τία του 1970 χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την όξυν­ση των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών συγκρού­σε­ων στην Ουρου­γουάη. Εμφα­νί­ζο­νται οι αντάρ­τες Του­πα­μά­ρος. Ο στρα­τός κατα­στέλ­λει βίαια τις κινη­το­ποι­ή­σεις, προ­σπα­θώ­ντας να συντρί­ψει το αντάρ­τι­κο κίνη­μα. Ο συγ­γρα­φέ­ας μέσα στα πλαί­σια του Ευρέ­ος Μετώ­που ιδρύ­ει μαζί με άλλους αγω­νι­στές το Κίνη­μα των Ανε­ξάρ­τη­των της 26ης του Μάρ­τη. Το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα του συγ­γρα­φέα αντα­να­κλά­ται στο έργο του Τα γενέ­θλια του Χουάν Ανχελ. Ο ήρω­ας γίνε­ται μέλος μιας επα­να­στα­τι­κής οργά­νω­σης, προ­κει­μέ­νου ν’ αλλά­ξει τη σαπι­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το πνεύ­μα του έργου είναι αισιό­δο­ξο. Η λύση βρί­σκε­ται στην ένο­πλη επα­να­στα­τι­κή δρά­ση. Όταν το 1973 εγκα­θι­δρύ­ε­ται στρα­τιω­τι­κο­πο­λι­τι­κή δικτα­το­ρία στην Ουρου­γουάη, ο Μάριο Μπνε­νε­τέ­τι εγκα­τα­λεί­πει τη χώρα και εγκα­θί­στα­ται στην Κού­βα. Εκεί δημο­σιεύ­ει τα Ποι­ή­μα­τα της Εξο­ρί­ας, καθώς και τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των Με και χωρίς Νοσταλ­γία. Πολύ σημα­ντι­κή είναι η συμ­βο­λή του και στη φιλο­λο­γι­κή κρι­τι­κή. Στη Βενε­ζου­έ­λα εκδί­δει το έργο Το Τέχνα­σμα του ύψι­στου Πατριάρ­χη όπου ανα­λύ­ει τις κλα­σι­κές νου­βέ­λες της δικτα­το­ρί­ας. Οι νου­βέ­λες αυτές ανα­φέ­ρο­νται στη ζωή και τη δρά­ση Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νών δικτα­τό­ρων: Το τέχνα­σμα της Μεθό­δου του Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ, Εγώ ο Ύψι­στος του Αου­γκού­στο Ρόα Μπά­στος, Το Φθι­νό­πω­ρο του Πατριάρ­χη του Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρκες. 

Στην Αβά­να, τέλος, εκδί­δει τη συλ­λο­γή Ποί­η­ση γκρε­μι­σμέ­νη, στην οποία ανα­φέ­ρε­ται σ’ όλους τους Λατι­νο­α­με­ρι­κα­νούς ποι­η­τές που έδω­σαν τη ζωή τους για την Επα­νά­στα­ση. Κατα­πιά­νε­ται με το θέμα της νεο­λαί­ας Νέοι αυτής της Αμε­ρι­κής και μέχρι το τέλος της ζωής του δημιουρ­γεί ακα­τά­παυ­στα, καλύ­πτο­ντας όλους τους τομείς (μυθι­στό­ρη­μα, διή­γη­μα, δοκί­μιο, κριτική). 

Ο Μάριο Μπε­νε­ντέ­τι έζη­σε μια ζωή γεμά­τη. Η πλη­θω­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τά του είναι ο ιδα­νι­κός συν­δυα­σμός του ανθρώ­που της θεω­ρί­ας και της πρά­ξης. Σήμε­ρα, θεω­ρεί­ται ότι είναι από τους μεγα­λύ­τε­ρους και σπου­δαιό­τε­ρους Νοτιο­α­με­ρι­κα­νούς δημιουρ­γούς. Τα έργα του έχουν μετα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσσες.

Ακο­λου­θεί ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ, ένα βαθιά ανθρώ­πι­νο διη­γη­μα­τι­κό στιγμιότυπο.

Μετά­φρα­ση από τα ισπα­νι­κά: Αγγε­λι­κή Αλεξοπούλου

***

Η πρώ­τη απερ­γία της ζωής μου μου άφη­σε ουλές. 

Γενι­κά δεν με ενδιέ­φε­ραν πολύ οι κινη­το­ποι­ή­σεις στην εκπαί­δευ­ση. Όμως οι φοι­τη­τι­κές ομο­σπον­δί­ες είχαν απο­φα­σί­σει δυο μέρες απερ­γία και εγώ ούτε ρώτη­σα τους λόγους. Απλά σκέ­φτη­κα πως αφού δεν θα πήγαι­να στο Πανε­πι­στή­μιο, θα μπο­ρού­σα να εκμε­ταλ­λευ­τώ το χρό­νο, για να επι­στρέ­ψω στον Περί­κο ένα βου­νό από βιβλία που μου είχε δανεί­σει τους τελευ­ταί­ους μήνες.

Ο Περί­κο έμε­νε λίγα τετρά­γω­να κοντά στην περιο­χή Μιρά­ντα, έτσι τοπο­θέ­τη­σα ποι­κί­λους Φρό­ϋντ, Γιουγκ και Άντλερ στην τσά­ντα που κρα­τού­σα καθη­με­ρι­νά στη Σχο­λή, έβα­λα και άλλα σε μια σακ­κού­λα, πήρα ένα λεω­φο­ρείο, μετά άλλο και κατέ­βη­κα στο ύψος της Νομικής.

Αργά κατευ­θύν­θη­κα προς τον δρό­μο Σιέρ­μα. Από μακριά διέ­κρι­να τη φιγού­ρα του Τομα­σί­το Ρόμπλες, γνω­στού ως ο πρω­τα­θλη­τής. Μου έκα­νε ένα νόη­μα και άρχι­σε να πλη­σιά­ζει. Ο Τομα­σί­το εκτός από πρω­τα­θλη­τής ήταν κομ­μου­νι­στής και καλός οργα­νω­τής στά­σε­ων, απερ­γιών, δια­μαρ­τυ­ριών κ.λ.π.

Τον περί­με­να φορ­τω­μέ­νος με τα βιβλία, όμως όταν στά­θη­κε τελι­κά απέ­να­ντί μου κραύ­γα­σε: «Χασά­πη! Απερ­γο­σπά­στη!» και αμέ­σως μου έδω­σε μια τρο­με­ρή γρο­θιά στο δεξί μήλο του προ­σώ­που μου, που έγι­νε στη συνέ­χεια σαν ένα φανά­ρι. Εγώ προ­σπα­θού­σα ν’ αφή­σω στο έδα­φος το φορ­τίο των βιβλί­ων, ν’ αμυν­θώ και τελι­κά κατά­φε­ρα να του κραυ­γά­σω «Πρω­τα­θλη­τή, τι σου συμ­βαί­νει; Είσαι τρε­λός

«Εγώ δεν είμαι απεργοσπάστης».

«Αχ όχι; και πού πηγαί­νεις με όλα αυτά; Δεν πας στο μάθημα;»

«’Οχι πρω­τα­θλη­τή, πάω να επι­στρέ­ψω μερι­κά βιβλία στον Περί­κο, που μου τα δάνει­σε και μένει εδώ κοντά». Και του έδει­ξα το πακέ­το, για να δει πως δεν ήταν βιβλία σχολικά.

Ο Τομα­σί­το κοκ­κί­νη­σε. «Συγ­χώ­ρα με Φλά­κο» είπε σχε­δόν κλαί­γο­ντας. Και επα­νε­λάμ­βα­νε. «Συγ­χώ­ρα με Φλά­κο. Πώς μπό­ρε­σα να σου κάνω αυτό που τόσο σ’ αγα­πώ και που τόση βοή­θεια μου δίνεις στην τάξη; Συγ­χώ­ρα με Φλά­κο. Αλή­θεια συγ­χώ­ρα με». Τον συγ­χώ­ρε­σα σίγου­ρα, παρό­λο που το δεξί μήλο του προ­σώ­που μου συνέ­χι­σε να πρή­ζε­ται όπως ο Φάρος του λόφου.

Με μια γεν­ναιό­δω­ρη κίνη­ση ο Τομα­σί­το με προ­σκά­λε­σε να πιού­με μπύ­ρες. Πήγα­με σε μια γερ­μα­νι­κή μπυ­ρα­ρία πίσω από το παλά­τι. Εκεί, σαν ένδει­ξη εμπι­στο­σύ­νης, μου διη­γή­θη­κε την ιστο­ρία του. Ο πατέ­ρας χτυ­πού­σε τη μητέ­ρα καθη­με­ρι­νά. «Και εκεί­νη, τί κάνει;»

«Κλαί­ει, μόνο αυτό».

«Και εσύ;»

« Εγώ αρπά­ζω το γέρο από το ένα χέρι και προ­σπα­θώ να τον απο­μα­κρύ­νω. Όμως με χτυ­πά­ει και εμέ­να και με ρίχνει στο έδα­φος».

«Όμως, Τομα­σί­το, μ’ αυτή τη ράχη που ο θεός σου έχει δώσει τί;»

«Ο γέρος είναι πιο δυνα­τός από μένα. Και επι­πλέ­ον δεν μπο­ρώ ούτε θέλω να τον χτυ­πή­σω, μόνο προ­σπα­θώ να μη χτυ­πά­ει τη γριά. Γι’ αυτό μου στοι­χί­ζει τόσο να σπου­δά­ζω. Μέσα σ’ αυτό το περι­βάλ­λον δεν μπο­ρώ να συγκε­ντρω­θώ».

Πλή­ρω­σε τις μπύ­ρες και μου πρό­τει­νε (πια είχε πει­σθεί ότι εγώ δεν ήμουν ένας απερ­γο­σπά­στης) να πλη­σιά­σου­με στο Πανε­πι­στή­μιο. Προη­γου­μέ­νως περά­σα­με από το σπί­τι του Περί­κο και του άφη­σα τα βιβλία, τώρα για έναν επι­πρό­σθε­το λόγο: να μην ξυπνή­σω περισ­σό­τε­ρες αβά­σι­μες υπο­ψί­ες. Ο Περί­κο κοί­τα­ξε το μάγου­λό μου με έκπλη­ξη, όμως δεν είπε τίποτα.

Απέ­να­ντι από το Πανε­πι­στή­μιο υπήρ­χαν δια­κό­σιοι σπου­δα­στές που φώνα­ζαν συν­θή­μα­τα και έρι­χναν πέτρες (μια απ’ αυτές έσπα­σε ένα τζά­μι και σκέ­φτη­κα τι ρεύ­μα αέρα θα έμπαι­νε απ’ εκεί το χει­μώ­να). Η κυκλο­φο­ρία είχε δια­κο­πεί. Εκεί­νη τη στιγ­μή εμφα­νί­στη­καν πάνο­πλοι αστυ­νο­μι­κοί με τα άλο­γά τους με την πρό­θε­ση να μας δια­λύ­σουν. Όλοι έτρε­ξαν γρή­γο­ρα, όμως εγώ έτρε­ξα σαν χελώ­να. Στη φυγή δέχτη­κα ένα χτύ­πη­μα από ξίφος στην πλά­τη και επι­πλέ­ον ένα σκί­σι­μο στο που­κά­μι­σο. Τον Περί­κο και τον Τομα­σί­το τους έχα­σα από τα μάτια μου και έτσι απο­φά­σι­σα να επι­στρέ­ψω στο σπί­τι, στο γλυ­κό μου σπί­τι και εκεί έφτα­σα με μια αξιο­θρή­νη­τη όψη βετε­ρά­νου του μεγά­λου πολέμου.

Ευτυ­χώς που στο σπί­τι βρι­σκό­ταν η Χου­λί­σα που τρό­μα­ξε όταν είδε την κατά­στα­σή μου. «Μα εσύ είσαι πολύ χάλια! Άσε να σου βάλω έναν πάγο». Τύλι­ξε μερι­κούς βώλους σ’ ένα μαντή­λι και μου τους ακού­μπη­σε στο τρε­μά­με­νο μήλο του προ­σώ­που. Έπει­τα μου έφε­ρε ένα καθα­ρό που­κά­μι­σο και μου πέρα­σε μια αλοι­φή για μωλω­πι­σμούς στο σημείο όπου είχα δεχτεί το τόσο λίγο ακα­δη­μαϊ­κό χτύπημα.

Ο γέρος έφτα­σε αργά και εγώ ήδη βρι­σκό­μουν στο κρε­βά­τι. Όμως το επό­με­νο πρω­ι­νό, όταν παίρ­να­με το πρω­ι­νό μας, σήκω­σε για μια στιγ­μή τη ματιά από την εφη­με­ρί­δα και με ρώτησε: 

«Τι συνέ­βη στο πρό­σω­πό σου; Σε τσί­μπη­σε καμιά μέλισσα;»

«Ναι, πρέ­πει να ήταν μια μέλισσα»

«Δεν ξέρω. Από το πρή­ξι­μο φαί­νε­ται πως μάλ­λον ήταν μια σφή­κα. Ή ένα απ’ αυτά τα τερά­στια μυρμήγκια».

«Μπο­ρεί να είναι» είπα με την επαγ­γελ­μα­τι­κή πεποί­θη­ση ενός εντομολόγου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο