Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με κόκκινο και με λέξεις

Κόκ­κι­νη κλω­στή δεμένη
στην ανέ­μη τυλιγμένη
κόκ­κι­νο σπυ­ρί στ’ αλώνι
το φως του ήλιου δεν παλιώνει.

Ένα ρεβί­θι στο Λασίθι
λέει και­νούρ­γιο παραμύθι
έγι­νε κι αυτό συνήθεια
το είπαν και τα κολοκύθια.

Στου χωριού τα κεραμίδια
χτες χορεύ­αν τα κρεμμύδια
και ήταν πρωτοχορευτής
της χαράς ο γητευτής.

Κόκ­κι­νο κεραμιδί
της αγά­πης το κλειδί
το κρα­τά­νε τα παιδιά
κοί­τα, άνθι­σε η ροδιά.

Κοκ­κι­νο­λαί­μη­δες, και μη
μπή­καν όλοι στη γραμμή,
κόκ­κι­νο γλυ­κό μου μήλο
τ’ αφα­νέ­ρω­τα στη Δήλο
και τα φανε­ρά στη Θράκη
κέρ­να ένα κερασάκι
το παι­δί το προσφυγάκι
με το κόκ­κι­νο μπρατσάκι.

Κόκ­κι­νη κλω­στή δεμένη
εκεί στη Νέα Μενεμένη
πες μας για το μαγισσάκι
με το κόκ­κι­νο σκουφάκι
που είχε δέκα φραουλίτσες
και οκτώ καραμελίτσες.

Κόκ­κι­νο λει­ρί της κότας
κάτι ξέφυ­γε μιας νότας
κόκ­κι­νο είναι το αίμα
σ’ αγα­πώ δεν είναι ψέμα.

Σκού­ρο κόκ­κι­νο ρουμπίνι
εγώ έχω την ευθύνη,
μια δασκά­λα εποχής
μια γυναί­κα της βροχής.

Ποιος χτυ­πά­ει τικ τακ στο τζάμι
έλα άνοι­ξε σουσάμι.
Κόκ­κι­νο, κάνε μια στάση
το τραι­νά­κι να περάσει.

Κόκ­κι­νο σαν τη φωτιά
στο μπαλ­κό­νι του Νοτιά,
η Ειρή­νη με καπέλο,
να και η Όλγα με σκαρπέλο
κι ένα τόσο δα πριόνι
φτιά­χνει ξύλι­νο τιμόνι,
για μικρό ποδήλατο
κόκ­κι­νο, πιτσί­λα το.

Στην αυγή τη ρόδινη
να μια σκέ­ψη ανώδυνη,
μ’ ένα χρώ­μα βυσσινί
πέντε τσαλαπετεινοί
έβα­λαν τρικλοποδιά
σε μια φεγγαροβραδιά
κι έλε­γαν μετά, στον κήπο
άκου της καρ­διάς τον χτύπο!

Χρώ­μα κόκ­κι­νο της τύχης
έχει ο κοκκινοτρίχης,
μια ντο­μά­τα στο τραπέζι
άσε το παι­δί να παίζει
πύρι­νο και πορφυρό
κόκ­κι­νο το τολμηρό!

Κρε­με­ζί το βελανίδι
πλάι σ’ ένα πριονίδι
και πιο κει μια πασχαλίτσα
«μπρά­βο σου», λέει η Λίτσα
που κοι­τά­ζει με τα κιάλια
εφτά τερά­στια βουβάλια.

Κόκ­κι­νη κλω­στή, κι εκεί
πίσω από τη λαϊκή
θυμά­μαι ήταν Κυριακή
που ήρθε η πυροσβεστική,
και κατέ­βα­σε την Πάτσα
που είχε ανέ­βει στην ταράτσα
κι ήθε­λε καλά και σώνει
μ’ ένα κόκ­κι­νο κρα­γιό­νι,
ποί­η­μα τρα­νό να γράψει,
για το κόκ­κι­νο μετά­ξι.

Να μια κόκ­κι­νη χλαμύδα
σαν αυτή του Λεωνίδα
που ήταν βασι­λιάς στη Σπάρτη,
κόκ­κι­νη κλω­στή του Μάρτη
βρα­χιο­λά­κι σ’ ένα χέρι
μα και σ’ ένα περιστέρι
κόκ­κι­νη κλω­στή δεμένη
το ταξί σε περιμένει.

Πες μας για τον θησαυρό
και τον Ερυ­θρό Σταυρό
πες μας κι άλλα, πες μας κι άλλα
κόκ­κι­να κου­τιά μεγάλα
μην ξεχά­σεις την παλέτα
είπε η θεία Ιουλιέτα
με την κόκ­κι­νη ζακέτα
κι έκα­νε μια πιρουέτα.

Στρογ­γυ­λό και μυρωδάτο
κου­λου­ρά­κι μου κρασάτο
που μοσχο­βο­λάς κανέλα
λέει με χαρά η Λέλα.

Κατα­κόκ­κι­νο και μέλι
σαν καρ­πού­ζι, λέει η Κυβέλη,
που έχει έρθει από το Κιάτο
κι έφε­ρε τα πάνω κάτω
του Λουί και της Λουΐζας
του Αντώ­νη και της Λίζας
της Ελέ­νης και της Άννας
του Ροδόλ­φου και της Γιάννας,
όταν είπε, «το γιοφύλλι
δεν μοιά­ζει με το τζεντζεφύλλι.»

Πες μας και για την πορ­φύ­ρα,
κοί­τα κόκ­κι­νη πλημμύρα
εκεί στη μακρι­νή Χαβάη
ένα ηφαί­στειο μπαμ και σκάει.

Απ’ τους Οθω­νούς στο Βάι
ο και­ρός πάλι χαλάει,
το μπα­λό­νι ποια κλωτσάει
ήρθε η ώρα για το τσάι.

Μα το ροδί, εφτά ουρανοί
αυτό, μη σού κακοφανεί,
ένα μικρού­λι χαμομήλι
κι ένα αψη­λό ασφοδίλι
συζη­τού­σαν για μια φλόγα
και του στα­φυ­λιού μια ρόγα,
και δυο κόκ­κι­να αυγά
που είχαν στή­σει ένα καυγά,
χίλια του για­λού κοχύλια
μ’ έπια­σε μια τέτοια ζήλεια.

Κόκ­κι­νο μου μυρμηγκάκι
έχω κάνει ένα λαθάκι
στην καρ­διά της παπαρούνας
βρή­κα ένα φτε­ρό κουρούνας
κι ύστε­ρα λίγο πιο πέρα
που είχε δυνα­τό αέρα
να μια κόκ­κι­νη μαούνα
πλάι πλάι με μια σκούνα
χόρευαν στα κύματα
χρώ­μα­τα και σχήματα
τ’ ουρα­νού μηνύματα
αυτά είναι ζητήματα,
με, ή χωρίς χρήματα
γρά­φου­με ποιήματα.

Χρώ­μα τριανταφυλλένιο,
το ψωμά­κι σου σταρένιο
κι ένα στρογ­γυ­λό γογγύλι
μες στο κόκ­κι­νο ζεμπίλι.
Ρου­μπι­νί το δαχτυλίδι
άντε βρες το στο γρασίδι.

Να κι ο τσαλαπετεινός
άρχο­ντας αληθινός
κάθε­ται στο σιντριβάνι
πάνω στο γκρε­νά στιβάνι.

Ήρθε κι ο δρυοκολάπτης
«τα που­λά­κια μην τα βλάπτεις»,
τρα­γου­δού­σε ένα μπαρμπούνι
που είχε γένια στο πηγούνι.

Συμ­φω­νώ και επαυξάνω
είπε η Φωφώ στον Θάνο,
και ο Γιώρ­γος στην Ηλιάνα
και η Λίνα στη Χριστιάνα
και συμ­φώ­νη­σα κι εγώ
που αρχη­γός θα εκλεγώ
κόκ­κι­νη κλω­στή δεμένη
τ’ όνει­ρο σε περι­μέ­νει.

Κόκ­κι­νη κλω­στή, κι εδώ
ναι, στην Εθνι­κή οδό,
σήμα­τα κυκλοφορίας
δεν είν’ ώρα φασαρίας.

Κοί­τα κόκ­κι­νο φανάρι
πάτα στοπ, δεν είναι χάρη,
πάντα πρέ­πει να προσέχεις
και ποτέ, ποτέ μην τρέχεις,
η ζωή θέλει ηρεμία
έτσι λέει η παροιμία
«κάλιο αργά παρά ποτέ»
δεξιά κολό­να του ΟΤΕ,
και αρι­στε­ρά καλώδια
μπρο­στά μας είναι τα διόδια
πίσω έρχε­ται η τροχαία,
παρου­σία αναγκαία,
έχει κόκ­κι­νη σειρήνα
φτά­σα­με στην Ελευσίνα!

Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή για παι­διά «Με λέξεις καπετάνισσες»
Ζωή Δικταί­ου _Κέρκυρα, 2 Φλε­βά­ρη του 2024

________________
σσ. το βασι­κό μοτί­βο της φωτο κεφα­λί­δας είναι της εικα­στι­κού Ειρή­νης Πέννα
Ρόδια, ακρυ­λι­κά με φύλ­λο χρυ­σού _PENNA IRENE painting

 

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο