Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μη ξεχάσουμε. Μια φωτογραφία στις φωτιές

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

(Όταν δια­τα­γή έβγα­λε το καθε­στώς να καούνε/σε δημό­σιες πλα­τεί­ες τα βιβλία που/περικλείνουν ιδέ­ες ανατρεπτικές,/κι από παντού κεντρί­ζα­νε τα βόδια/να σέρ­νουν κάρα ολόκληρα/με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος/ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,/ δια­βά­ζο­ντας των βιβλί­ων τον κατάλογο,/με φρί­κη του είδε πως τα δικά του/τα είχα­νε ξεχά­σει. Χύμη­ξε στο γρα­φείο του/με τις φτε­ρού­γες της οργής, κι έγρα­ψε στους τυράν­νους ένα/ γράμμα:/ «Κάψ­τε με!» έγρα­φε με πένα ακρά­τη­τη, « κάψ­τε με!/Μ’ αφή­σα­τε έξω! Δε μπο­ρεί­τε να μου το κάνε­τε αυτό, εμένα!/ Την αλή­θεια δεν έγρα­φα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα/μου φερ­νό­σα­στε σαν να ‘μαι ψεύ­της! Σας διατάζω:/ Κάψ­τε με!»)
Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Ποι­ή­μα­τα (1938) (Μετά­φρα­ση: Μάριος Πλωρίτης)

Ούτε που θυμά­μαι ποιος είπε το περί­φη­μο «εκεί όπου καί­νε βιβλία, μια μέρα θα καί­νε ανθρώ­πους». Γνω­ρί­ζω όμως καθα­ρά πως είχε και έχει από­λυ­το δίκιο. Η μελέ­τη προ­ά­γει το πνεύ­μα και έτσι ανα­πτύσ­σε­ται η κρι­τι­κή σκέ­ψη, διευ­ρύ­νε­ται ο πνευ­μα­τι­κός ορί­ζο­ντας του ανθρώ­που και πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται τα ενδια­φέ­ρο­ντά του. Συγκρο­τεί, λοι­πόν, την προ­σω­πι­κό­τη­τά του πάνω σε καί­ριες και ασφα­λείς βάσεις. Αυτός όμως ο άνθρω­πος είναι επι­κίν­δυ­νος για την εξουσία.

Και τα υπό­λοι­πα είναι γνω­στά. «Κάψ­τε, κάψ­τε τα». Φώνα­ξε ο Παλα­μάς και τόσοι άλλοι.

«Άνα­βε φωτιές, καλόγερε,/κάψε, κάψε, στα χαμέ­να καις•/απ’ τη στά­χτη της φωτιάς σου/της Ιδέ­ας ο χρυσαητός/τις φτε­ρού­γες του τεντώ­νει πιο πλατιές/προς τα ύψη, προς το φως».
Κ. Παλα­μά «Ο Δωδε­κά­λο­γος του Γύφτου»

Να μην πού­με για τον Επι­τά­φιο του Ρίτσου που τον έκα­ψε το καθε­στώς, η Δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, σε «Πολι­τι­στι­κή Εκδή­λω­ση» στην πλα­τεία Συντάγματος.
Αλλά­ζουν, όμως οι και­ροί. Αλλά­ζουν οι κατα­στά­σεις. Σιγά μην χρειά­ζε­ται τώρα να καούν βιβλία. Καί­γο­νται εγκέ­φα­λοι… Έχου­με άλλους πυρ­πο­λη­τές, τους ενη­με­ρω­τές των «οκτώ». Τους εξορκιστές.

Ως γνω­στόν ο εξορ­κι­σμός είναι μια ειδι­κή πρά­ξη που με απο­τρε­πτι­κές ευχές ή και τελε­τές απο­σκο­πεί, μέσω της ανά­γνω­σης ευχών, στο να απο­μα­κρύ­νει την επή­ρεια πονη­ρών πνευ­μά­των. Κι αρχί­ζει το έργο.

«Απε­τα­ξά­τω τω Σατα­νά;» (Απο­κη­ρύσ­σεις των Σατα­νά;) . «Ουυ­υ­υ­υ­υ­υ­υ­υ­υυ, μαζί με τις παρα­φυά­δες του.» «Σωστός ο πολί­της». «Και συντάσ­σε­σαι με τις άοκνες προ­σπά­θειες των εταί­ρων μας, Μνη­μό­νια, Δου Νου­Του;». «Αμέ, με τις μπό­τες». «Υπάρ­χει ή δεν υπάρ­χει ατο­μι­κή ευθύ­νη;» «Ουουου…Η επι­χο­ρή­γη­ση να πέφτει κι ας πάει και το αμπέλ’». Αρχί­ζει ο πυρο­βο­λι­σμός. Φταί­νε όλοι. Όλοι «Ο Πετρής, ο Χατζη­πε­τρής και ο Μου­στε­ρής». Φταί­ει ο κορω­νο­ϊ­ός που δεν μας άφη­σε… Φταί­ει ο στρα­τη­γός άνε­μος. Φταί­νε όλοι, εκτός…. εμείς, απλά υπάρ­χου­με… Εκεί, όπου μας συμ­φέ­ρει φυσι­κά. Επο­πτεύ­ου­με ή και καθο­ρί­ζου­με τη ζωή σας.

«Για­τί οἱ ἄνθρω­ποι ὑπάρ­χουν ἀπ᾿ τὴ στιγ­μὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων» Τ. Λει­βα­δί­της

Βιβλία, δεν χρειά­ζο­νται. Ούτε για διά­βα­σμα, αλλά ούτε και για κάψι­μο. Αυτά ανα­πτύσ­σουν πολι­τι­κή συνεί­δη­ση, ανα­πτύσ­σουν αντί­λη­ψη για τα κοι­νά. Τέτοιοι πολί­τες είναι επι­κίν­δυ­νοι. Όχι για τον εαυ­τό τους, αλλά για την εξου­σία. Επο­μέ­νως την δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους (διά­βα­ζε κρι­τι­κή ανυ­παρ­ξία) την ανα­θέ­του­με στον, στις, στους μαρ­κο­τσου­φό­ρους των οκτώ, στους αλη­θι­νούς πυρπολητές…

Και εκεί αρχί­ζει της παρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης το ανά­γνω­σμα. «Πνι­γή­κα­με!» «Ευθύ­νο­νται οι πρω­το­φα­νείς και­ρι­κές συν­θή­κες!», «Εμείς είχα­με μελέ­τες, αλλά δεν προ­λά­βα­με να τις υλο­ποι­ή­σου­με!». «Μας πήρε και μας σήκω­σε ο κορω­νο­ϊ­ός». «Θα μελε­τή­σου­με την κατά­στα­ση. Πάντως τα πάντα ανά­γο­νται στην ατο­μι­κή ευθύ­νη». Μας μπά­ζω­σαν τα μυα­λά, μας φαρ­μά­κω­σαν την κρί­ση και μας κοι­μή­σα­νε. «Πάντως στο Βέλ­γιο μολύν­θη­καν περισ­σό­τε­ροι από τον ιό του κορω­νοϊ­ού». Είναι αρκε­τό αυτό. «Δεν υπο­λο­γί­ζα­με να έχει τέτοια επι­θε­τι­κό­τη­τα το δεύ­τε­ρο, το τρί­το, το εκα­το­στό κύμα».

Ακρι­βώς. Δεν υπο­λο­γί­ζα­με τέτοιο κάψι­μο. Απρό­βλε­πτη η κατεύ­θυν­ση του ανέ­μου. Κάη­κε η Πεντέ­λη. Σώσα­με τους ανθρώπους.

«Τι να πεις και τι να ρημά­ξεις». Εκεί, κατά Τζου­μέρ­κα μεριά, θα απα­ντού­σαν ως εξής: «Τι να σε κάνω γαλα­νή να γίνεις μαυ­ρο­μά­τα». Γίνε­ται, αμ δεν γίνε­ται. Ωστόσο…

Α, μη ξεχά­σου­με. Μια φωτο­γρα­φία. Στις φωτιές…

Ο κυβερ­νη­τι­κός εκπρό­σω­πος δήλω­σε μετά υπε­ρη­φα­νεί­ας: «μέσα από επώ­δυ­νες και επα­χθείς εμπει­ρί­ες, μαθαί­νου­με γρή­γο­ρα, προ­σαρ­μο­ζό­μα­στε, εξε­λισ­σό­μα­στε και γινό­μα­στε απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ροι στην πρό­λη­ψη και την αντιμετώπιση».

«Έξε­στι κυβερ­νη­τι­κώ εκπρο­σώ­πω ασχημονείν!!!»

Σκλη­ρός Απρί­λης του 2020μ.Χ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο