Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια “αναρχική” σάτιρα στην παράνοια της καθημερινότητας _Χτύπησες; Φταις!

Η Άντζε­λα βιώ­νει μια οδύσ­σεια στους μπο­τι­λια­ρι­σμέ­νους δρό­μους του Βου­κου­ρε­στί­ου, προ­κει­μέ­νου να πάρει συνε­ντεύ­ξεις από θύμα­τα εργα­τι­κών ατυ­χη­μά­των για λογα­ρια­σμό μιας πολυ­ε­θνι­κής εται­ρεί­ας. Η επι­λο­γή του ασπρό­μαυ­ρου είναι ενδει­κτι­κή της καθη­με­ρι­νό­τη­τας που βιώ­νει η ηρωίδα.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου ★★★★½

  • Σκη­νο­θε­σία: Radu Jude
  • Ερμη­νεί­ες: Ιλίν­κε Μανο­λά­κε, Οβί­ντιου Πίρσαν

Ται­νί­ες Πρώ­της Προ­βο­λής: Τα χαι­ρε­τί­σμα­τα από τη χώρα του Ανα­τέλ­λο­ντος Ηλίου

Ο δημιουρ­γός του απε­ρί­γρα­πτου «Ατυ­χές πήδη­μα ή παλα­βό πορ­νό», ξανα­χτυ­πά­ει, θολώ­νο­ντας ακό­μη περισ­σό­τε­ρο τα όρια μετα­ξύ μυθο­πλα­σί­ας και κινη­μα­το­γρα­φι­κού ρεπορ­τάζ. Ηρω­ί­δα του εδώ είναι η Άντζε­λα, μια νεα­ρή κοπέ­λα, κατα­πο­νη­μέ­νη και κακο­πλη­ρω­μέ­νη, η οποία οργώ­νει με το αυτο­κί­νη­το το Βου­κου­ρέ­στι προ­κει­μέ­νου να πάρει συνε­ντεύ­ξεις από θύμα­τα εργα­τι­κών ατυ­χη­μά­των για λογα­ρια­σμό μιας πολυ­ε­θνι­κής. Παράλ­λη­λα, παρα­κο­λου­θού­με το alter ego της, μια οδη­γό ταξί που αγω­νί­ζε­ται να βγά­λει τα προς το ζην στους ίδιους δρό­μους _πάλαι ποτέ, επί Τσα­ου­σέ­σκου· μέχρι που οι δύο ηρω­ί­δες θα συναντηθούν.

Το ξυπνη­τή­ρι χτυ­πά­ει, είναι μόλις έξι παρά δέκα, η Άντζε­λα σιχτι­ρί­ζει και ανα­στε­νά­ζει και ξανα­σι­χτι­ρί­ζει, για­τί ο συν­δυα­σμός πολύ πρω­ι­νό ξύπνη­μα και υπο­χρέ­ω­ση να πας στη δου­λειά σου σε χτυ­πά­ει σε δύο βασι­κές ανά­γκες: τίπο­τα από τα δύο δεν είναι ακρι­βώς φυσιο­λο­γι­κό, ή, δεν ξέρω, ενδε­χο­μέ­νως και να είναι το μόνο φυσιο­λο­γι­κό, ωστό­σο οι άνθρω­ποι θα έπρε­πε θεω­ρη­τι­κά να μπο­ρούν να κοι­μού­νται όσο θέλουν μέχρι να χορ­ταί­νουν ύπνο, οι άνθρω­ποι θα έπρε­πε θεω­ρη­τι­κά να μπο­ρούν να εργά­ζο­νται με τους όρους τους και τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις τους, αλλά αυτά θα αντι­τεί­νει κάποιος είναι επι­θυ­μί­ες και όχι δικαιώματα.

Όταν έχεις εξαρ­τη­μέ­νη εργα­σία ας πού­με, δεν γίνε­ται να βάζεις εσύ τους όρους και τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις, σωστά; Ούτε καν αυτό δεν έχει η Άντζε­λα, ούτε καν αυτό στο σκέ­λος των δικαιω­μά­των δηλα­δή, για­τί στο σκέ­λος των υπο­χρε­ώ­σε­ων το έχει και το παρα­έ­χει, είναι εξω­τε­ρι­κή συνερ­γά­τις μιας εται­ρί­ας παρα­γω­γής, οι υπε­ρω­ρί­ες που κάνει σιγά μην υπο­λο­γι­στούν και πλη­ρω­θούν ως υπε­ρω­ρί­ες, για την συμ­φω­νη­μέ­νη αμοι­βή της πρέ­πει να παρα­κα­λά­ει συνέ­χεια να μην της την καθυστερούν.

Η εται­ρία παρα­γω­γής τώρα έχει κλεί­σει μια δου­λειά για ένα εται­ρι­κό βίντεο μιας πολυ­ε­θνι­κής με έδρα την Αυστρία και εργο­στά­σια στη Ρου­μα­νία. Το βίντεο θα αφο­ρά την ασφά­λεια στην εργα­σία και έχει σκο­πό να δώσει ένα καλό μήνυ­μα προς τους εργα­ζο­μέ­νους, να φορούν όλοι τους κρά­νη και γενι­κό­τε­ρα να παίρ­νουν όλα τα ανα­γκαία προ­στα­τευ­τι­κά μέτρα. Για­τί, αν δεν το κάνουν, κιν­δυ­νεύ­ουν να χτυ­πή­σουν πολύ σοβα­ρά. Και ποιος πιο αρμό­διος να τους το επι­ση­μά­νει από εργα­ζό­με­νους που ήδη έχουν χτυ­πή­σει πολύ σοβα­ρά, που έπρε­πε να πάθουν για να μάθουν, που αν είχαν λάβει τα απα­ραί­τη­τα μέτρα δεν θα πάθαιναν.

Ο σκη­νο­θέ­της ανα­τρε­πτι­κά γκρι­ζά­ρει το σήμε­ρα, κρα­τώ­ντας το έγχρω­μο κομ­μά­τι της ται­νί­ας για τη “χρυ­σή επο­χή” της 10ετίας του 1980. Στο πρώ­το μέρος, ο θεα­τή να ακο­λου­θεί την Άντζε­λα σε μια εργα­σια­κή οδύσ­σεια, καθώς παλεύ­ει να μην απο­κοι­μη­θεί στο τιμό­νι, ενώ δια­σχί­ζει τους μπο­τι­λια­ρι­σμέ­νους δρό­μους του Βου­κου­ρε­στί­ου. Παρ’ όλα αυτά, βρί­σκει χρό­νο και διά­θε­ση να δημιουρ­γεί και να ανε­βά­ζει σόκιν βιντε­ά­κια με την ίδια πίσω από το προ­σω­πείο ενός ακραία σεξι­στή νεα­ρού.  Σόσιαλ μίντια, σεξι­σμός, δια­φθο­ρά, μετα­να­στευ­τι­κό, πόλε­μος στην Ουκρα­νία, αγέ­νεια και (κυρί­ως) εργα­σια­κές συν­θή­κες στο στό­χα­στρο του Ράντου.

Ειδι­κά το τελευ­ταίο πεδίο, γνώ­ρι­μο και από τη δική μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανα­δύ­ε­ται πιο ζωντα­νά μέσα από την τρα­γι­κή ιστο­ρία ενός άνδρα –του παίρ­νει συνέ­ντευ­ξη η Αντζε­λα– ο οποί­ος έμει­νε παρά­λυ­τος έπει­τα από εργα­τι­κό ατύ­χη­μα. Σε μια αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή, πικρά ειρω­νι­κή τελι­κή σκη­νή, εκεί­νος βιντε­ο­σκο­πεί­ται ένα­ντι ευτε­λούς αμοι­βής να αφη­γεί­ται την ιστο­ρία του, προ­κει­μέ­νου να “ξεπλυ­θούν” οι ευθύ­νες της εταιρείας.

Στο μετα­ξύ θα προ­σπα­θή­σει να χωρέ­σει οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις με τη μάνα της, για­τί κάνουν εκτα­φή τον πατέ­ρα της που πέθα­νε πριν μερι­κούς μήνες, αφού μέρος του νεκρο­τα­φεί­ου ήταν παρα­νό­μως χτι­σμέ­νο σε οικό­πε­δο που έχει αγο­ρά­σει άλλη μεγά­λη εται­ρία, ούτε να πεθά­νεις δεν μπο­ρείς σε αυτή τη χώρα, ούτε σχε­δόν να γαμή­σεις, αλλά ΟΚ, η Άντζε­λα σε μια επί­δει­ξη επαγ­γελ­μα­τι­κής αναι­σθη­σί­ας και εις βάρος του χρό­νου κατά τον οποίο θα έπρε­πε να εργά­ζε­ται, θα προ­σπα­θή­σει να δει στα κλε­φτά και για τόσο όσο και μέσα στο αυτο­κί­νη­το τον φίλο της και να κάνουν πραγ­μα­τά­κια εκεί. Κι ίσως να της δανεί­σει προ­σω­ρι­νά και λίγα λεφτά, για­τί έχουν αργή­σει να την πληρώσουν.

 Όπως συνέ­βαι­νε και με το «Ατυ­χές πήδη­μα…», το πραγ­μα­τι­κά ωραίο εδώ είναι η αναρ­χι­κή φύση ενός φιλμ, το οποίο δεν ενδια­φέ­ρε­ται τόσο να ανα­δεί­ξει «ήρω­ες» και «εχθρούς», όσο να φωτί­σει την παρά­νοια της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, αλλά και του τρό­που με τον οποίο λει­τουρ­γεί ο σύγ­χρο­νος κόσμος. Και όλα αυτά με στυλ εκ προ­θέ­σε­ως επι­φα­νεια­κό, ανε­πι­τή­δευ­το, σαν τα γεμά­τα πλη­ρο­φο­ρία βίντεο του Δια­δι­κτύ­ου, που επί­σης εδώ σατι­ρί­ζο­νται απολαυστικά.

Πόσο ελκυ­στι­κή μπο­ρεί να είναι μια ρου­μά­νι­κη ται­νία που διαρ­κεί 143 λεπτά και η οποία έχει τις συγκε­κρι­μέ­νες θεμα­τι­κές;  Σαν απά­ντη­ση  ένα ανέκ­δο­το που θα πει η Άντζε­λα, για­τί κάπως συνο­ψί­ζει το πνεύ­μα και το ύφος του Ζού­ντε και της ται­νί­ας του: «Πάει ένας έφη­βος στις ΗΠΑ να αγο­ρά­σει από το πολυ­κα­τά­στη­μα το ημιαυ­τό­μα­το με το οποίο θα εκτε­λέ­σει ένα σωρό συμ­μα­θη­τές του. Ο πωλη­τής του λέει μήπως θα ήταν προ­τι­μό­τε­ρο να αγο­ρά­σε­τε ένα μπα­ζού­κας; Για­τί, ξέρε­τε, με κάθε μπα­ζού­κας που που­λά­με στέλ­νου­με δώρο ένα πολυ­βό­λο στην Ουκρα­νία».

 

Πηγές:
φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης,
elculture.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο