Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μιχάλης Κακογιάννης από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού σινεμά

Υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες του ελλη­νι­κού σινε­μά και του θεά­τρου και ένας δημιουρ­γός με τη μεγα­λύ­τε­ρη ανα­γνώ­ρι­ση στο εξω­τε­ρι­κό, κάνο­ντας τερά­στιες επι­τυ­χί­ες και φέρ­νο­ντας την Ελλά­δα τη δεκα­ε­τία του ’50 στο διε­θνές κινη­μα­το­γρα­φι­κό προ­σκή­νιο. Ο Μιχά­λης Κακο­γιάν­νης, που ανέ­δει­ξε στη μεγά­λη οθό­νη τη Μελί­να Μερ­κού­ρη, την Έλλη Λαμπέ­τη και την Ειρή­νη Παπά, συνερ­γά­στη­κε με ιερά τέρα­τα της υπο­κρι­τι­κής, όπως Κάθριν Χέπ­μπορν, Βανέ­σα Ρεντ­γκρέιβ και Άλαν Μπέιτς και έδω­σε στον Άντο­νι Κουίν τον εμβλη­μα­τι­κό ρόλο του Ζορ­μπά, θεω­ρεί­ται δικαί­ως μία από τις πολυ­σή­μα­ντες προ­σω­πι­κό­τη­τες της τέχνης στην Ελλάδα.

Ο Μιχά­λης Κακο­γιάν­νης, υπήρ­ξε ένας κοσμο­πο­λί­της, που με το πέρα­σμα του χρό­νου επέ­στρε­ψε στις ρίζες του, την Κύπρο και την Ελλά­δα, που τις λάτρε­ψε και πάσχι­σε για να τους αντα­πο­δώ­σει όλα αυτά που του πρό­σφε­ραν: την πολι­τι­στι­κή μόρ­φω­ση, τις μνή­μες, τη γνώ­ση, την απλό­τη­τα, την κατα­νό­η­ση της ομορ­φιάς. Γύρι­σε όλο τον κόσμο, σκη­νο­θέ­τη­σε στα μεγα­λύ­τε­ρα θέα­τρα του κόσμου, και επέ­στρε­ψε σε αυτό που ζέστα­νε την καρ­διά του, μια ξερο­λι­θιά, τη θάλασ­σα, το ελλη­νι­κό φως.

Με αφορ­μή τα 100 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του (11 Ιου­νί­ου 1921) και τα 10 χρό­νια απ’ τον θάνα­τό του τον επό­με­νο μήνα (25 Ιου­λί­ου 2011) ας θυμη­θού­με τα πρώ­τα του βήμα­τα, ορι­σμέ­νες από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της στα­διο­δρο­μί­ας του στο σινε­μά, την αγά­πη του για την Ελλά­δα και την Κύπρο.

      Από τη Λεμεσό στο BBC

   Ο Μιχά­λης Κακο­γιάν­νης γεν­νή­θη­κε στην Λεμε­σό της Κύπρου, σπού­δα­σε Νομι­κή, μετά από προ­τρο­πή τού δικη­γό­ρου πατέ­ρα του Πανα­γιώ­τη και στη συνέ­χεια Δρα­μα­τι­κές Τέχνες και σκη­νο­θε­σία στο Λον­δί­νο, όπου παράλ­λη­λα εργά­στη­κε στην ελλη­νι­κή υπη­ρε­σία του BBC. Αρχι­κά ως μετα­φρα­στής και αργό­τε­ρα ως υπεύ­θυ­νος της “Κυπρια­κής Ώρας”, εμψυ­χώ­νο­ντας τους υπό­δου­λους Έλλη­νες κατά τη διάρ­κεια του Β’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου. Το 1946 θα γνω­ρι­στεί με τον Νίκο Καζαν­τζά­κη, που είχε προ­σκλη­θεί από το Βρε­τα­νι­κό Συμ­βού­λιο στο Λον­δί­νο. Μαζί έκα­ναν μια σει­ρά εκπο­μπών για το BBC.

      Το Ξύπνημα

Το 1953 θα εγκα­τα­στα­θεί στην Ελλά­δα και αμέ­σως άρχι­σε να γρά­φει το σενά­ριο της πρώ­της του ται­νί­ας “Κυρια­κά­τι­κο Ξύπνη­μα”, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα τον επό­με­νο χρό­νο. Μία κομε­ντί, με στοι­χεία από τον ιτα­λι­κό νεο­ρε­α­λι­σμό, αλλά και την ελλη­νι­κή ηθο­γρα­φία, στην οποία πρω­τα­γω­νί­στη­σαν η Έλλη Λαμπέ­τη, ο Δημή­τρης Χορν και ο Γιώρ­γος Παπάς. Πρώ­τη συμ­με­το­χή στο δια­γω­νι­στι­κό τμή­μα του Φεστι­βάλ των Καν­νών (από τις επτά φορές που προ­σκα­λέ­στη­κε συνο­λι­κά στην κορυ­φαία κινη­μα­το­γρα­φι­κή ευρω­παϊ­κή διορ­γά­νω­ση) και πρώ­τη ανα­γνώ­ρι­ση τού ταλέ­ντου του σε διε­θνές επίπεδο.

      Στέλλα

   Με τη δεύ­τε­ρη σκη­νο­θε­τι­κή του προ­σπά­θεια θα κάνει μία από τις θρυ­λι­κές ται­νί­ες του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, την “Στέλ­λα”, προ­κα­λώ­ντας το 1955 πάτα­γο, αλλά και ένα διχα­σμό στην κρι­τι­κή της επο­χής, καθώς η Αρι­στε­ρά θα βρε­θεί απρο­ε­τοί­μα­στη για κάτι και­νούρ­γιο και θα τον επι­κρί­νει με σκλη­ρούς χαρα­κτη­ρι­σμούς (“χυδαίο μελό­δρα­μα”) αλλά το ευρύ κοι­νό έχει δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη. Το φιλμ θα τιμη­θεί και με τη Χρυ­σή Σφαί­ρα Ξενό­γλωσ­σης Ται­νί­ας, ενώ ήταν και το φαβο­ρί για το Χρυ­σό Φοί­νι­κα στις Κάν­νες, όπως και για την ερμη­νεία της Μελί­νας. Τα υπέ­ρο­χα λαϊ­κά τρα­γού­δια, που έγρα­ψε, με τη βοή­θεια τού Βασί­λη Τσι­τσά­νη, ο Μάνος Χατζι­δά­κις, τα σκη­νι­κά του Γιάν­νη Τσα­ρού­χη και οι ερμη­νεί­ες των Μελί­να Μερ­κού­ρη, Γιώρ­γο Φού­ντα, Σοφία Βέμπο, Αλέ­κο Αλε­ξαν­δρά­κη, Βού­λα Ζου­μπου­λά­κη θα συνει­σφέ­ρουν τα μέγιστα.

      Το Τελευταίο Ψέμα

Το 1956 θα γυρί­σει το δρα­μα­τι­κό και πάλι επη­ρε­α­σμέ­νο από τον νεο­ρε­α­λι­σμό, φιλμ “Το Κορί­τσι με τα Μαύ­ρα”, με Έλλη Λαμπέ­τη, Δημή­τρη Χορν και Γιώρ­γο Φού­ντα, για να έρθει το 1958 το όχι και τόσο γνω­στό, αλλά εξαι­ρε­τι­κό δρά­μα “Το Τελευ­ταίο Ψέμα”, με το οποίο ο Κακο­γιάν­νης θα ανα­δεί­ξει την κενό­τη­τα, τη ματαιο­δο­ξία και τα αδιέ­ξο­δα της μεγα­λο­α­στι­κής τάξης, έχο­ντας ως θέμα τη χρε­ο­κο­πία μιας πλού­σιας οικο­γέ­νειας και την προ­σπά­θεια της μητέ­ρας να πεί­σει την κόρη (Λαμπέ­τη) να παντρευ­τεί έναν πλού­σιο μεσή­λι­κα. Εξαι­ρε­τι­κοί οι Γιώρ­γος Παπάς και Αθη­νά Μιχαη­λί­δου (στους ρόλους των γονιών της Λαμπέ­τη) καθώς και η Ελέ­νη Ζαφει­ρί­ου σε ένα ρόλο πρόκληση.

Θα ακο­λου­θή­σει το δρα­μα­τι­κό “Ερόι­κα”, που κέρ­δι­σε το βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας στο Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης το 1961 και το “Χαμέ­νο Κορ­μί”, ένα δρά­μα ιτα­λο­κυ­πρια­κής παρα­γω­γής, με Έλλη Λαμπέ­τη, Βαν Χέφλιν και Φράν­κο Φαμπρίτσι.

      Η Τριλογία του Ευριπίδη

   Το 1962 θα κάνει την πρώ­τη ται­νία από την τρι­λο­γία μετα­φο­ρών του αρχαί­ου δρά­μα­τος στον κινη­μα­το­γρά­φο, με την “Ηλέ­κτρα” του Ευρι­πί­δη. Σπου­δαία ται­νία, με την Ειρή­νη Παπά, την Αλέ­κα Κατσέ­λη, τον Γιάν­νη Φέρ­τη και τον συντα­ρα­κτι­κό Μάνο Κατρά­κη. Βρα­βείο στις Κάν­νες, υπο­ψη­φιό­τη­τα για Όσκαρ και 25 συνο­λι­κά διακρίσεις.

   Το 1971 θα ανα­γκα­στεί να γυρί­σει στην Ισπα­νία τις “Τρω­ά­δες” του Ευρι­πί­δη, εξαι­τί­ας της χού­ντας, την οποία κατήγ­γει­λε απ’ τους πρώ­τους ανθρώ­πους του πολι­τι­σμού στη χώρα μας. Πρω­τα­γω­νι­στεί η θρυ­λι­κή σταρ του Χόλι­γουντ Κάθριν Χέπ­μπορν, η οποία παρά­τη­σε ό,τι έκα­νε στην Αμε­ρι­κή, για να παί­ξει στην ται­νία του Κακο­γιάν­νη, όπως του είχε υπο­σχε­θεί. Μαζί της η Ειρή­νη Παπά και η Βανέ­σα Ρεντγκρέιβ.

Το 1977, θα ολο­κλη­ρώ­σει την τρι­λο­γία του με την Ιφι­γέ­νεια, έχο­ντας και πάλι για πρω­τα­γω­νί­στρια την Ειρή­νη Παπά και δίπλα της τους Τατιά­να Παπα­μό­σχου και Κώστα Καζά­κο. Και πάλι υπο­ψη­φιό­τη­τα για Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας. Και στις τρεις ται­νί­ες τη μου­σι­κή υπο­γρά­φει ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης.

      Ζορμπάς για Πάντα

Ωστό­σο, το 1964 έχει προη­γη­θεί η μεγα­λύ­τε­ρη διε­θνής επι­τυ­χία του, ο φημι­σμέ­νος “Αλέ­ξης Ζορ­μπάς”, μια εξαι­ρε­τι­κή προ­σαρ­μο­γή του βιβλί­ου του Νίκου Καζαν­τζά­κη στη μεγά­λη οθό­νη και κάνο­ντας τον ελλη­νι­κό τρό­πο ζωής μία τάση σε όλο τον κόσμο, που δυστυ­χώς με το πέρα­σμα του χρό­νου λησμο­νή­θη­κε ακό­μη και στην Ελλά­δα. Πρω­τα­γω­νι­στεί ιδα­νι­κά ο Άντο­νι Κουίν και από κοντά οι Άλαν Μπέιτς, Ειρή­νη Παπά, Γιώρ­γος Φού­ντας και η Λίλα Κέντρο­βα, που κέρ­δι­σε το ένα Όσκαρ, αυτό του Β’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου, από τα τρία συνο­λι­κά που θα κατα­κτή­σει η ταινία.

      Τραγωδία

Μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της ζωής του και της προ­σφο­ράς του στη χώρα του και στην κατα­γρα­φή τής σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας, είναι το ντο­κι­μα­ντέρ τού 1974 “Αττί­λας 74” κι ενώ η τρα­γω­δία της Κύπρου συγκλο­νί­ζει και τα γεγο­νό­τα είναι καυ­τά. Ο Κακο­γιάν­νης, θα αφή­σει πίσω του τα πάντα, θα αρπά­ξει μια κάμε­ρα στον ώμο και θα πάει στο μαρ­τυ­ρι­κό νησί για να κατα­γρά­ψει όλα αυτά που οδή­γη­σαν στη διχο­τό­μη­ση του νησιού, στα εγκλή­μα­τα, τις προ­δο­σί­ες, ενώ θα έχει ως κεντρι­κό πρό­σω­πο τόσο τον Αρχιε­πί­σκο­πο Μακά­ριο όσο και απλούς ανθρώπους.

      Το 2011 ο Μιχά­λης Κακο­γιάν­νης θα αφή­σει την τελευ­ταία του πνοή στην Αθή­να, αφή­νο­ντας πίσω του ένα σπου­δαί­ας έκτα­σης και ποιό­τη­τας έργο, σημα­ντι­κές ται­νί­ες, το ομώ­νυ­μο Ίδρυ­μα και φυσι­κά την αγά­πη του για τον Ελλη­νι­σμό, την ταπει­νό­τη­τα, την απλό­τη­τα, το μεγα­λείο των ιερών χωμά­των που τον τύλι­ξαν για πάντα.

 

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο