Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπροστά σου βόδια κόκκινα, πίσω ουρανός χρυσάφι _Στη σιδερήν αγκάλη σου, γεμάτη νότια κρύα, να γεύομαι σκλάβα πιστή την άγια ελευτερία

Ξεφυλ(λ)ίζοντας \ Κώστας Βάρ­να­λης: Η Γυναί­κα _ 1 

Πόσες φορές σε κάλε­σα κι όχι για μένα, Θε μου! Λεί­πεις από τον τρί­σβα­θο ουρα­νό και μέσα­θέ μου. Του Τέκνου σου που δέχτη­κες το γαί­μα να σε βάψει, ποιά σου βου­λή στο λάκ­κο αυτό σωρό μάς έχει θάψει; 

5 Κρί­μα δικό μας ή βου­λή δικιά σου, τί μας μέλει! Ελέ­η­σε και γρη­γό­ρε­ψε του καθε­νού τα τέλη. Ω γυναι­κού­λες, που ποτές δεν είδε μάτι ξένο, στή­θη βγαλ­τά κι ώς την κοι­λιά φου­στά­νι ανασυρμένο!
Ο πεση­μός σου είναι πολύς, όσο πολ­λοί ’ναι οι πόνοι, 10 πικρή ψυχή, που όσο βυθάς, τόσο η ντρο­πή στο­μώ­νει! Ω δίχως δάκρυ κλά­η­μα­τα και δίχως βόγκο αγκού­σα! Για της ζωής την ξαγο­ρά τί να δεχτώ μπορούσα!
Δεν το ’ξερα τόσο πολ­λοί κι αργοί οι θανά­τοι να ’ναι!

Οι πεθα­μέ­νοι απο­βρα­δίς για νέα θανή ξυπνά­νε! 15 Δεν είναι οι πόνοι, που πονώ, κι η πεί­να, που με κόβει, εσάς φοβά­μαι, της νυχτός μεγα­λω­μέ­νοι φόβοι! Ώς με το νώμο ξύλια­σε το χέρι, που σε σφίγ­γει, παι­δά­κι μου, με τ’ ανοι­χτό, καθώς που­λιού, λαρύγ­γι. Και συ σιω­πάς μες στην κοι­λιά, σπό­ρε, που όλο σκιρ­τού­σες. 20 Ω δίχως δάκρυ κλά­η­μα­τα και δίχως βόγκο αγκούσες! 

2_II Φτε­ρού­γας άξαφ­νης συρ­μέ­νε αθέ­ρα στο κορ­μί μου, ερω­τι­κό ανα­τρί­χια­σμα, ποιός σ’ έχει στεί­λει; Κοί­μου, πικρή ψυχή, σαν άλλο­τες, και στ’ όνει­ρό σου ιδές τα τα περα­σμέ­να στην παλιά, καλο­συ­νά­τη ζέστα! 25 Κρε­βά­τι εσύ, όπου γνώ­ρι­σα το μέγα σκίρ­τη­μα, άξο της Άγιας Τρά­πε­ζας μικρή αδερ­φή να σε φωνά­ξω· πάτω­μα με νωπό φου­σκί και μ’ άχε­ρα στρω­μέ­νο, προ­ση­λια­κό παρά­θυ­ρο με τζά­μι ραγι­σμέ­νο· στο παρα­γώ­νι κρε­μα­στή φασκο­μη­λιά απ’ το δάσο  κι έτοι­μη ευω­δε­ρή φακή, για να την κατεβάσω. 

Και να σε βλέ­πω να γυρ­νάς, καλέ μου, απ’ το χωρά­φι, μπρο­στά σου βόδια κόκ­κι­να, πίσω ουρα­νός χρυ­σά­φι. Στη σιδε­ρήν αγκά­λη σου, γεμά­τη νότια κρύα, να γεύ­ο­μαι σκλά­βα πιστή την άγια ελευτερία. 

47 χρό­νια από τον θάνα­το του ο επα­να­στά­της κομ­μου­νι­στής Κώστας Βάρ­να­λης μας άφη­σε άσβε­στο το φως που πάντα καίει…

3 Κι όπως χορεύ­εις αψη­λά στα μπρά­τσα σου τ’ αγό­ρι να βλέ­πε­σαι περή­φα­νος στο γελα­στό του θώρι. Ούτε περ­σό­τε­ρη χαρά κι ούτε πιο λίγον πόνο, άλλο δεν ελα­χτά­ρη­σα, φωλιά μου, εσέ­να μόνο. Άκου τον ξάστε­ρο ουρα­νό, πώς οι καμπά­νες σειού­νε. 40 Όπου καρ­διά, χαρ­μό­συ­νες λαχτά­ρες απα­ντού­νε. Ανά­στασ’ είναι σήμε­ρα. Παι­διά, γυναί­κες, γέροι κόκ­κι­νο αβγό στην τσέ­πη τους, χρυ­σό κερί στο χέρι. Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρα­νό, τόσα στον κάμπο κρί­να. Όλ’ έχου­νε στην καθα­ρή ψυχήν Απρί­λη μήνα. 45 Της εκκλη­σιάς φου­ντώ­σα­νε δάφ­νη πολ­λήν οι στύ­λοι. Ειρή­νη! ειρή­νη! φιλη­θεί­τε οχτροί μαζί και φίλοι. 

.….….….….….….….……
Στον ουρα­νό σου κρού­σταλ­λο, με ποιό­νε να ’σαι, Θε μου; Ο σκο­τω­μέ­νος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραί­νει; Πε μου!

Κώστα Βάρ­να­λη: Η αλη­θι­νή Ελλάδα

Θέματα Παιδείας: Ειδικό τεύχος αφιερωμένο στον Κώστα Βάρναλη

ΘΠ 41–42 _
Μια ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο και την προσωπικότητα του ποιητή

(Επι­μέ­λεια: Ρίτα Νικο­λα­ΐ­δου. Κεί­με­να των: Έλλης Αλε­ξί­ου, Χρί­στου Αλε­ξί­ου, Μαρί­ας Αντω­νο­πού­λου, Μάρ­κου Αυγέ­ρη, Ζωής Βαλά­ση, Γιώρ­γου Βαλέ­τα, Ελέ­νης Βοΐ­σκου, Δημή­τρη Γλη­νού Αση­μά­κη Για­λα­μά, Εύας Γιαν­νού­κου, Μιχά­λη Γεωρ­γί­ου, Αρι­στού­λας Ελλη­νού­δη, Βασί­λη Εφραιμίδη,Γιώργου Ηρα­κλέ­ους, Ηρα­κλή Κακα­βά­νη, Νίκου Καρα­ντη­νού, Άντας Κατσί­κη – Γκί­βα­λου, Ερα­το­σθέ­νη Καψω­μέ­νουΓιώρ­γου Κεντρω­τή, Φάνη Κλε­άν­θη, Τάκη Κόντου, Νίκου Κυτό­που­λου, Δημή­τρη Κωστού­λα, Γιωρ­γί­ας Λαδο­γιάν­νη, Πανα­γή Λεκα­τσά, Γιώρ­γου Μηλιώ­νη, Δώρας Μόσχου,Γιάννη Μότσιου, Γιώ­τη Νικο­λα­ΐ­δη, Αΐντας Παλη­μέ­ρηΘωμά Παπα­γε­ωρ­γί­ου, Μπά­μπη Παπα­δό­που­λου, Δημή­τρη Πατί­λα, Μαρί­ας Πεσκε­τζήΒάσως Πετρο­πού­λου, Γερά­σι­μου Πολ­λά­του, Βασί­λη Ρώτα, Σπύ­ρου Του­λιά­του, Γερά­σι­μου Χολέ­βα. Περι­λαμ­βά­νο­νται τα θυμή­μα­τα εξο­ρί­ας του Κώστα Βάρ­να­λη και τα άρθρα του Μ.Μ. Παπαϊ­ω­άν­νου για τον Κώστα Βάρναλη).

Προ­ϊ­όν της πολύ­χρο­νης έρευ­νας και ενα­σχό­λη­σης του δημο­σιο­γρά­φου Ηρα­κλή Κακα­βά­νη με την Βαρ­να­λι­κή ποι­η­τι­κή έρχε­ται να φωτί­σει μια όχι και τόσο γνω­στή πτυ­χή του έργου του μεγά­λου ποι­η­τή, του κομ­μου­νι­στή δασκά­λου και παι­δα­γω­γού. Προ­σφέ­ρει με το θησαυ­ρό αυτό νέο υλι­κό στη φιλο­λο­γι­κή έρευ­να για τη σφαι­ρι­κή μελέ­τη και απο­τί­μη­ση του έργου του.

εκδ. Καστα­νιώ­της: Ο Κ. Βάρ­να­λης περι­γρά­φει όσα έζη­σε μαζί με τους συνε­ξό­ρι­στους συντρό­φους του, καθ’ οδόν προς τον Αϊ – Στρά­τη και κατά την παρα­μο­νή τους στο «νησί των ονεί­ρων μας»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο