Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» — Ο βίος και η πολιτεία του πραγματικού Λιάπκιν (Μέρος 3ο)

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Λιάπ­κιν ήταν υπαρ­κτό πρό­σω­πο. Αρκε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες για το ποιος πραγ­μα­τι­κά ήταν και τη δρά­ση του στην Ελλά­δα μας δίνει ο Ρίζος Μπό­κο­τας στο βιβλίο του «Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν: ο τρό­μος» (εκδό­σεις «Ιστο­ρι­κά Γράμ­μα­τα», 1987).

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Ρίζου Μπούκουρα «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, ο τρόμος»

Το εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου του Ρίζου Μπού­κου­ρα «Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν, ο τρόμος»

Πρό­κει­ται για το Βασί­λι Βασί­λιε­βιτς Ντα­βί­ντοφ, ταγ­μα­τάρ­χη της τσα­ρι­κής φρου­ράς και μάλ­λον γαλαζοαίματο.

Πολέ­μη­σε την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση από τις γραμ­μές των «Λευ­κών» (στρα­τιω­τι­κές αντε­πα­να­στα­τι­κές δυνά­μεις). Μετά την επι­κρά­τη­ση της Επα­νά­στα­σης βρέ­θη­κε στην Τουρ­κία, όπου για λίγο και­ρό πρό­σφε­ρε τις υπη­ρε­σί­ες του στον Κεμα­λι­κό στρα­τό. Αυτό ο ίδιος το κρα­τού­σε μυστι­κό θεω­ρώ­ντας το υποτιμητικό.

Έφτα­σε στην Αθή­να το 1922, δού­λε­ψε λίγο μαζί με τους πρό­σφυ­γες στο σπά­σι­μο χαλι­κιών. Μέσω υψη­λών γνω­ρι­μιών κατά­φε­ρε να πάρει τη θέση του Ζωο­τέ­χνη Κτη­νιά­τρου στην Αβε­ρώ­φειο Γεωρ­γι­κή Σχο­λή. Είχε άλλω­στε σπου­δά­σει γεω­πό­νος – κτη­νί­α­τρος στη Γερμανία.

Πριν από την Επα­νά­στα­ση έμε­νε στο Πέτρο­γκραντ (μετά την Επα­νά­στα­ση Λένιν­γκραντ και μετά την ανα­τρο­πή του σοσια­λι­σμού Αγία Πετρού­πο­λη). Παντρε­μέ­νος, με μία κόρη σύζυ­γο του ακό­λου­θου της ελλη­νι­κής πρε­σβεί­ας στην ΕΣΣΔ Ν. Γρυ­πά­ρη. Το ζευ­γά­ρι εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να πριν τα γεγο­νό­τα του Οκτώβρη.

Για τη γυναί­κα του λέγο­νταν πολ­λά. Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρία Ρώσων εμι­γκρέ­δων, εξαι­τί­ας της συμπε­ρι­φο­ράς του η γυναί­κα του τα «έφτια­ξε» με ένα προ­λε­τά­ριο και ακο­λού­θη­σε το δρό­μο της επα­νά­στα­σης. Σε αυτό, ίσως, να οφεί­λε­ται το φού­ντω­μα του μίσους για τους μπολ­σε­βί­κους. Είναι βεβαιω­μέ­νο ότι σκό­τω­σε τη γυναί­κα του.Γι’ αυτό η κόρη του Όλγα τον μισού­σε και τον απο­στρε­φό­ταν. Λέγε­ται ότι φυλού­σε τον κάλυ­κα της σφαί­ρας που έστει­λε στο θάνα­το τη μητέ­ρα της.

Η Όλγα χώρι­σε και στο διά­στη­μα 1933–1935 έμει­νε στη Λάρι­σα σε ξενο­δο­χείο (άγνω­στο αν συνα­ντή­θη­καν και κατά τον Μπό­κο­τα παρα­μέ­νει ερώ­τη­μα βέβαια ο λόγος της παρα­μο­νής της στη Λάρι­σα). Αργό­τε­ρα μετα­κό­μι­σε στο Παρί­σι με το γιο της. Οι αντι­λή­ψεις της Όλγας ήταν ίδιες με αυτές της μητέ­ρας της.

Ο Λιάπ­κιν με την πρώ­τη εμφά­νι­σή του στη Λάρι­σα έκα­νε εντύ­πω­ση. Για αρκε­τά χρό­νια φόρα­γε τη στο­λή του ταγ­μα­τάρ­χη του τσα­ρι­κού στρα­τού. Απο­τε­λού­σε θέα­μα για τους Λαρι­σαί­ους, όταν γύρι­ζε καβα­λά­ρης μέσα στην πόλη. Αφού έβγα­λε τη στο­λή η εμφά­νι­σή του ήταν απαρατήρητη.

«Kαι σαν ψυχο­λο­γία; Κακός, εκδι­κη­τι­κός, μονό­χνο­τος, μισε­ρός, χολια­σμέ­νος που λένε. Φαύ­λος που δεν άφη­νε την όποια ηλι­κία. Χωρίς σύντρο­φο σε αλλα­γή σκέ­ψης, πέρ’ απ’ την ώρα του πιο­τού που έμπαι­νε σε παρέα όμοιων, εμι­γκρέ, μένο­ντας ωστό­σο ξένος κι απ’ αυτήν. Πιό­της χωρίς προη­γού­με­νο, χωρίς τον όμοιό τον με το νερο­πό­τη­ρο σε χρή­ση για περι­δρό­μια­σμα οκά­δων τσί­πουρο στην κατσιά κι ανε­ξάρ­τη­τα από ώρα. Τη μυρου­διά του τσί­που­ρου την έσερ­νε μαζί του, λες και τα όλα του είχαν δια­πο­τι­στεί απ’ αυτό. Όπως το μπα­μπά­κι, που άμα το βου­τή­σεις στο λάδι, δεν ξεβρο­μί­ζει ποτέ.

Ικα­νός για όλα, για το κάθε τι. Μ’ ένα ανεκ­δι­ή­γη­το μίσος για το λαό, την ‘’πλέ­μπα’’.

Ο Άρης Βελου­χιώ­της, που τον γνώ­ρι­ζε απ’ τη Γεωρ­γι­κή Σχο­λή, στην οποία θήτε­ψε σαν σπου­δα­στής εσω­τε­ρι­κός, σε μία συζή­τη­σή μας για τη Λάρι­σα, τον Ιού­λη του 1943, στη Βλα­χο­κα­στα­νιά Καλα­μπά­κας, έφε­ρε την κουβέντα.

– Στη Σχο­λή, είχα­με κεί­νον τον τσα­ρι­κό ταγ­μα­τάρ­χη τον Ντα­βί­ντοφ, τον κομ­μου­νι­στο­φά­γο. Τι απόγινε;

– Το και το και κεί­νο. (είχε απο­κα­λυ­φθεί ο ρόλος του Ντα­βί­ντοφ, είχε ήδη καταγ­γελ­θεί απ’ το EAM και είχε προ­γρα­φεί απ’ τη Φιλι­κή Εται­ρία, αντι­στα­σια­κή οργά­νω­ση, αδερ­φή τον ΕΔΕΣ).

– Καθό­λου παρά­ξε­νο, λέει ο Άρης. Στά­θη­κε συνε­πέ­στα­τος με τον εαυ­τό του. Και ξέρε το: Είναι ικα­νός, αντί για τσί­που­ρο να πίνει με το νερο­πό­τη­ρο αίμα. Αρκεί αυτό να είναι κομ­μουνιστικό! Κι αυτό για­τί μισεί αφά­ντα­στα πολύ κι είναι τρο­μερά δει­λός. Θα σας δημιουρ­γή­σει ιστο­ρί­ες μεγά­λες, αν δεν τον βγά­λε­τε απ’ τη μέση!

»Θυμά­μαι τώρα κάτι άλλο ασή­μα­ντο, συνέ­χι­σε ο Άρης, που όμως χαρα­κτη­ρί­ζει την ψυχο­λο­γία του ανθρώ­που. Μας έκλε­βε την μπά­λα και την έκρυ­βε. Κι υστέ­ρα έπρε­πε να τον παρακα­λούμε να μας τη δώσει. Πέρ’ απ’ τ’ άλλα έδει­χνε και σαδι­στής».1

Με την πάρο­δο του χρό­νου απέ­κτη­σε σχέ­σεις με την Ασφά­λεια και μετά τη δικτα­το­ρία της 4η Αυγού­στου 1936 διέ­πρε­ψε. Ο Ρ. Μπό­κο­τας πιθα­νο­λο­γεί ότι οι ναζί είχαν προ­σεγ­γί­σει τον πολύ­γλωσ­σο Ντα­βί­ντοφ πριν από την Κατο­χή. Ήταν φανα­τι­κός φασί­στας, χωρίς ηθι­κούς φραγμούς .

Με την έναρ­ξη της της Κατο­χής τέθη­κε αμέ­σως στην υπη­ρε­σία των Γερμανών.

«Αυτός ‘’δού­λευε’’ σαν πρά­χτο­ρας ‘’νερό κάτ’ απ’ την ψάθα’’ και βγαί­νει στο προ­σκή­νιο ολο­φά­νε­ρα πια με τη συν­θη­κο­λό­γη­ση των Ιταλών (…)

Οι μεγά­λες ώρες του εμι­γκρέ πάντως, άρχι­σαν από τα μέσα του 1942, όταν οι Γερ­μα­νοί με την ανά­πτυ­ξη του αντάρ­τι­κου και το δυνά­μω­μα και τη ζωντα­νή πια εμφά­νι­ση των αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων, άρχι­σαν πέρα απ’ τους Ιτα­λούς να υπο­κι­νούν μια σει­ρά διερ­γα­σί­ες και να ‘’δένουν’’ ειδι­κά το σύστη­μα πλη­ρο­φο­ριών με μηχα­νι­σμό, που θα τους ήταν πολύ­τι­μος μελ­λο­ντι­κά. Και εγκα­τέ­στη­σαν τρία γρα­φεία: Γκε­στά­πο, Ες-Ες και Ες Ντε, χωρίς μεν εμφα­νή δρά­ση αλλά…

Εδώ πια ο Ντα­βί­ντοφ, δεί­χνει, όπως απέ­δει­ξαν τα γεγο­νό­τα ύστε­ρα, και τις οργα­νω­τι­κές του ικα­νό­τη­τες. Δημιουρ­γεί το ‘’κύκλω­μα του τρό­μου’’ με διερ­μη­νείς – ανα­κρι­τές – βασα­νι­στές. Και μ’ ανθρώ­πους με την ίδια ρίζα κατα­γω­γής μ’ αυτόν. Τα ‘’ανα­κρι­τή­ρια’ σε λίγο στου Τικε­λιώ­τη το σπί­τι – Ασκλη­πιού 27 – η Λαρι­σι­νή Μέρ­λιν, και των Ες-Ες και των Ες Ντε στα υπό­γεια της Εθνι­κής Τρά­πε­ζας και στο Τάγ­μα γεφυ­ρο­ποιών θα γνω­ρί­σουν μέρες δόξας: Αμέ­τρη­τοι όσοι θα μαρ­τυ­ρή­σουν εδώ κι όσοι θα εξα­φα­νι­στούν!»2.

Ο Ρίζος Μπό­κο­τας εστιά­ζει σε δύο περι­πτώ­σεις της εγκλη­μα­τι­κής δρά­σης του: Στο μεγά­λο χτύ­πη­μα στις αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις αρχές του 1944. «Στο διά­στη­μα από 17 Γενά­ρη μέχρι 8 Φλε­βά­ρη τσά­κι­σε κόκα­λα, πολ­το­ποί­η­σε σάρ­κες, αχρή­στε­ψε ανθρώ­πους και τραυ­μά­τι­σε ψυχι­κά άλλους (…) Για ένα περί­που μήνα η Λάρι­σα ζού­σε νύχτες φρί­κης και απελ­πι­σί­ας»3.

«Στις 8 του Μάρ­τη στα 1944, ο συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν, στέλ­νει στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα τους 40 αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, απ’ τους 88 που έπια­σε τις τελευ­ταί­ες μέρες (…) Λέω πως τους έστει­λε στο από­σπα­σμα ο Ντα­βί­ντοφ και όχι οι Γερ­μα­νοί, για­τί ο Ντα­βί­ντοφ έκα­νε τις συλ­λή­ψεις και την ‘’ανά­κρι­ση’’».

Άλλο μεγά­λο έγκλη­μα ανα­φέ­ρε­ται στην επι­χεί­ρη­ση απα­γω­γής των εβραί­ων της Λάρι­σας το καλο­καί­ρι του 1944, στην οποία ήταν επι­κε­φα­λής ο Νταβίντοφ.

Η δρά­ση του έγκαι­ρα καταγ­γέλ­θη­κε από το ΕΑΜ και τις άλλες αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις. Η οργά­νω­ση της Λάρι­σας ανέ­θε­σε την εξου­δε­τέ­ρω­σή του σε μια ομά­δα με επι­κε­φα­λής τον Άγγε­λο Τσι­τώ­τα. Με την εντο­λή να τον συλ­λά­βουν και όχι να τον σκο­τώ­σουν. Αυτό βοή­θη­σε να γλι­τώ­σει ο Νταβίντοφ.

«Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν οργί­α­σε σε βάρος της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και ειδι­κό­τε­ρα σε βάρος του θεσ­σα­λι­κού λαού. Τα θύμα­τά του ανέρ­χο­νται σε εκα­το­ντά­δες και δεν είναι μόνο αυτά που ανα­φέ­ρω εδώ και που απο­τε­λούν προ­σω­πι­κή γνώ­ση. Κανέ­νας άλλος συνερ­γά­της των Γερ­μα­νών, στον ελλη­νι­κό χώρο, δεν τους πρό­σφε­ρε τόσα πολ­λά όσα ο Ρώσος εμιγκρέ.

Και όταν πια οι Γερ­μα­νοί έφευ­γα απ΄ την Ελλά­δα και κατά­λα­βε πως δεν τον σήκω­νε πια ο τόπος, ντυ­μέ­νος με τη γερ­μα­νι­κή στο­λή του με αυτο­κί­νη­το σε μια φάλαγ­γα των ναζί και με τις δυο του θυγα­τέ­ρες πήρε το δρό­μο για την Τρί­τη πατρί­δα»4.

Ο Ντα­βί­ντοφ έφυ­γε από την Ελλά­δα τη νύχτα 22 προς 23 Οκτώ­βρη. Μετα­πο­λε­μι­κά βρέ­θη­κε στον Κανα­δά με τις κόρες του και μάλι­στα καλά απο­κα­τε­στη­μέ­νος. Πράγ­μα ενδει­κτι­κό για τις σχέ­σεις και δια­συν­δέ­σεις του.

Ο Ρίζος Μπό­κο­τας λέει ότι ο Μ. Καρα­γά­τσης δεν άφη­σε από τα μάτια του τον άνθρω­πο , που του ενέ­πνευ­σε, τον Λιάπ­κιν. Μάλι­στα, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση επι­σκέ­φτη­κε το σπί­τι του Ντα­βί­ντοφ στη Φιλιπ­πού­πο­λη και έψα­ξε τα χαρ­τιά του. Υπο­θέ­τει ότι μπο­ρεί ο Μ. Καρα­γά­τσης να ήθε­λε να γρά­ψει κάποιο άλλο έργο εμπνευ­σμέ­νο πάλι από τον ίδιο ήρωά του. Συν­δέ­ει αυτή την υπό­θε­ση και με την ανα­φο­ρά του Καρα­γά­τση στα προ­λε­γό­με­να του διη­γή­μα­τος «Μπου­χούν­στα»:

«Αυτός ο Σολο­μό­νοφ, όταν ήρθαν οι Γερ­μα­νοί στη Λάρι­σα, το 1941, γένη­κε διερ­μη­νέ­ας τους και τους υπη­ρέ­τη­σε πολύ, τυρα­γνώ­ντας τους Έλλη­νες πατριώ­τες, Όταν οι Ναζή­δες έφυ­γαν τον Οχτώ­βρη του 1944, ο Σολο­μό­νοφ τους ακο­λού­θη­σε – το για­τί εύκο­λα το κατα­λα­βαί­νει ο καθείς. Πήρε μαζί και τις δυο θυγα­τέ­ρες, που είχε γεν­νή­σει με τη δεύ­τε­ρη γυναί­κα του, τη Ρωμιά.

»Ύστε­ρα από και­ρό, ήρθε στη Λάρι­σα η φήμη πως ο Σολο­μό­νοφ – καθώς ακο­λου­θού­σε τους Γερ­μα­νούς στη φυγή τους, φοβού­με­νος μην πέσει στα χέρια των ανταρ­τών , σκό­τω­σε τα δυο του κορί­τσια και ύστε­ρα αυτο­κτό­νη­σε. Αν αυτό είναι αλή­θεια ή ψέμα­τα κανείς δεν το ξέρει, κι ίσως ποτέ δεν μαθευτεί.

»Όταν πήγα πέρ­σι στη Λάρι­σα, ζήτη­σα να συνα­πα­ντή­σω τη γυναί­κα του Βασί­λη Φόμιτς. Τη βρή­κα πολύ πικρα­μέ­νη, μα κι υπο­ταγ­μέ­νη στο θέλη­μα του ριζι­κού – καθώς αρμό­ζει στη καρα­γκού­νι­κη γενιά της. Δε θέλη­σε να πολυ­μι­λή­σει για τον άντρα και τα παι­διά της. Μόνο μου είπε πως τις νύχτες, όταν ο Σολο­μό­νοφ, κατα­πο­λε­μού­σε την αγρύ­πνια με τσί­που­ρο ραψα­νιώ­τι­κο, συνή­θι­ζε να γρά­φει κατε­βα­τά ολό­κλη­ρα, γραμ­μέ­να στη ρού­σι­κη γλώσ­σα. Μη ξέρο­ντας τού­τη τη γλώσ­σα, παρα­κά­λε­σα κάποιο ρωσο­μα­θή φίλο μου, να ρίξει μια ματιά και να μου πει περί τίνος πρό­κει­ται. Ύστε­ρα από και­ρό, ο φίλος μου μου είπε πως τα περισ­σό­τε­ρα ήταν άρρη­τα θέμα­τα, κου­κιά μαγε­ρε­μέ­να…».5

 

1 «Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν: ο τρό­μος», σελ. 27, εκδό­σεις «Ιστο­ρι­κά Γράμ­μα­τα», 1987
2 Στο ίδιο, σελ. 45
3 Στο ίδιο, σελ. 68
4 Στο ίδιο, σελ. 88
5 Στο ίδιο, σελ 32. Ο Ρ. Μπό­κο­τας επι­βε­βαιώ­νει ότι πράγ­μα­τι είχε κυκλο­φο­ρή­σει η φήμη περί αυτο­κτο­νί­ας του Ντα­βί­ντοφ και ήταν κυρί­αρ­χη για αρκε­τά χρό­νια. Μέχρι που ο Ντα­βί­ντοφ έδω­σε σημεία ζωής από το Τορό­ντο του Κανα­δά. Ο Μ. Καρα­γά­τσης δεν ανα­φέ­ρει τον Ντα­βί­ντοφ με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα αλλά ως Βασί­λι Φόμιτς Σολομόνοφ.

 

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: Οι ιδε­ο­λο­γι­κές μετα­μορ­φώ­σεις του «Συνταγ­μα­τάρ­χη Λιάπ­κιν» (Μέρος 1ο)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: «Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν» – Οι πρω­τα­γω­νι­στές «αλλα­ξο­πι­στούν» μετά την πρώ­τη έκδο­ση (Μέρος 2ο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο