Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι σιδεράδες, στο Θέατρο «ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ»

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //
Μελετητής/Κριτικός Θεά­τρου για παιδιά-Συγγραφέας
http://thkaragia.wix.com/main

Μίλος Νίκο­λιτς (Milos Nikolic)
Οι σιδε­ρά­δες
σε σκη­νο­θε­σία Αυγου­στί­νου Ρεμούνδου
στο Θέα­τρο «ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ»

 

Ένα κλα­σι­κό, πλέ­ον, θεα­τρι­κό έργο, το οποίο μετα­φρά­στη­κε με σύγ­χρο­νο ύφος και εξαι­ρε­τι­κή γλώσ­σα από τον Χρή­στο Γκού­βη και παί­ζε­ται εδώ και χρό­νια στην Ελλά­δα. Το έχω ξανα­δεί ανε­βα­σμέ­νο στο Περι­γιά­λι της Κορίν­θου, από το Θέα­τρο Περι­για­λί­ου, πριν από μερι­κά χρό­νια από υπέ­ρο­χους ερα­σι­τέ­χνες ηθο­ποιούς και συντε­λε­στές. Και πέρυ­σι το ξανα­νέ­βα­σαν, αλλά και πρό­σφα­τα (12.2.2017), στο Θέα­τρο Κιά­του, σε σκη­νο­θε­σία Άννας Ρότσιου.

Ανε­βαί­νει στη σκη­νή του θεά­τρου «Αγγέ­λων Βήμα» ‑εδώ και μήνες– με επι­τυ­χία, από επαγ­γελ­μα­τί­ες ταλα­ντού­χους ηθο­ποιούς, με ευρη­μα­τι­κή σκη­νο­θε­σία του Αυγου­στί­νου Ρεμούν­δου, ο οποί­ος αξιο­ποιεί δημιουρ­γι­κά το θεα­τρι­κό κεί­με­νο, τονί­ζο­ντας και ανα­δει­κνύ­ο­ντας όλα τα δρα­μα­τουρ­γι­κά στοι­χεία μιας κωμω­δί­ας, η οποία κινεί­ται μετα­ξύ της σατι­ρι­κής κωμω­δί­ας και της κωμω­δί­ας χαρακτήρων.

siderades2

Ο Σέρ­βος Μίλος Νίκο­λιτς μας παρου­σιά­ζει μια κωμω­δία με γρή­γο­ρη πλο­κή και δρά­ση, με απρό­ο­πτες κατα­στά­σεις, με χιου­μο­ρι­στι­κή και κυρί­ως με σατι­ρι­κή διά­θε­ση, με έξυ­πνους και γορ­γούς δια­λό­γους. Η πλο­κή δημιουρ­γεί εμπλο­κή στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, οι οποί­ες στα­δια­κά ξεκα­θα­ρί­ζο­νται, γίνο­νται απο­δε­κτές οι εξω­οι­κο­γε­νεια­κές «παρά­νο­μες σχέ­σεις», αφού ο μόνος υπεύ­θυ­νος γι’ αυτές είναι ο πόλε­μος, η τρα­γι­κό­τη­τά του, οι βάναυ­σες ψυχο­λο­γι­κές μετα­πτώ­σεις που φορ­τώ­νο­νται οι άνθρω­ποι, που παρα­σύ­ρο­νται χωρίς ταξι­κή και φιλει­ρη­νι­κή συνεί­δη­ση να συμ­με­τέ­χουν σ’ έναν παρα­λο­γι­σμό, κόντρα στα ατο­μι­κά, οικο­γε­νεια­κά και κοι­νω­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντά τους, όταν μάλι­στα ο πόλε­μος δεν είναι αμυντικός/πατριωτικός, αλλά αντι­θέ­τως ξεκά­θα­ρα επι­θε­τι­κό­ς/ι­μπε­ρια-λιστι­κός. Η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί είναι κατα­πλη­κτι­κή, το ύφος του μονα­δι­κό, η πλο­κή υπέ­ρο­χη και το θέμα του διαχρονικό.

Η σάτι­ρα επι­στρα­τεύ­ε­ται για να καυ­τη­ριά­σει τον πόλε­μο και τον εθνι­κι­σμό και ν’ ανα­δεί­ξει τις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, φιλί­ας και αγά­πης, ακό­μη και το μεγα­λείο του έρω­τα, που δημιουρ­γεί­ται στα δια­λείμ­μα­τα των αιμα­τη­ρών μαχών, στοι­χείο δια­λε­κτι­κής αντί­θε­σης και σύν­θε­σης ανθρώ­πι­νων συναι­σθη­μά­των και φυλε­τι­κού μίσους, το οποίο καλ­λιερ­γεί­ται εντέ­χνως για καθα­ρά οικο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της άρχου­σας τάξης σε κάθε  επιθετικό/ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι τρεις ήρω­ες του έργου έχουν κοι­νό επάγ­γελ­μα. Είναι σιδε­ρά­δες. Αλλά, στον πόλε­μο είναι εχθροί μετα­ξύ τους. Ο ένας, ο Σέρ­βος, είναι αιχ­μά­λω­τος πολέ­μου, ο άλλος, ο Γερ­μα­νός, είναι στρατιώτης/θύμα του Ιμπε­ρια­λι­σμού και ο άλλος, ο Ρώσος είναι ένας αμυνόμενος/πατριώτης. Τους ενώ­νει όμως – κατά έναν περί­ερ­γο και μονα­δι­κό τρό­πο – μια «σατα­νι­κή» ιστο­ρία, η οποία εξε­λίσ­σε­ται με μια ανε­πά­ντε­χη και κωμι­κο­τρα­γι­κή σύμ­πτω­ση. Μετά τη λήξη του πολέ­μου, συνα­ντιού­νται στον ίδιο χώρο, στο σιδε­ρά­δι­κο του Γερ­μα­νού, του ενός από τους τρεις. Δε γνω­ρί­ζο­νται καν μετα­ξύ τους και η γνω­ρι­μία τους απο­κα­λύ­πτει τα κρυ­φά μυστι­κά, που κου­βα­λά­ει ο καθέ­νας από την πολε­μι­κή περί­ο­δο και που δε θα ήθε­λε, φυσι­κά να τα γνω­ρί­ζει ο άλλος. Τους ενώ­νει η Λουί­ζα, η ίδια γυναί­κα, επί σκη­νής και η ίδια η «μοί­ρα»…

siderades3

Ο Άτσα, Σέρ­βος σιδε­ράς, δου­λεύ­ει στο σιδε­ρά­δι­κο του Πέτερ, Γερ­μα­νού σιδε­ρά, ο οποί­ος μακριά από τη δου­λειά του, στον πόλε­μο πολε­μού­σε ως στρα­τιώ­της στο ανα­το­λι­κό μέτω­πο, τη στιγ­μή που ο Άτσα, βρί­σκε­ται στο σιδε­ρά­δι­κό του, στη Γερ­μα­νία, ως αιχ­μά­λω­τος πολέ­μου. Εκεί, με τη Λουί­ζα, τη γυναί­κα του Πέτερ, του Γερ­μα­νού στρα­τιώ­τη, κάνουν ένα παι­δί. (Κι όταν ο Πέτερ το μαθαί­νει, ουρ­λιά­ζει: «Ρε, γαμο­σκα­το­πορ­δο­βου­λω­μα­το­σι­δε­ρά, τον και­ρό που εγώ βολό­δερ­να στο γαμη­μέ­νο ρωσι­κό μέτω­πο, μαρά­ζω­νες εσύ εδώ πέρα με μια ξένη γυναί­κα που τύχαι­νε να ν’ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ!!!!!») (Κι ο Άτσας προς τον Πέτερ: «Ο γιος σου είναι γιος μου. Για­τί είμαι ο πατέ­ρας του, αλλά πάλι… Γιος σου είναι. Μπο­ρεί για σένα να ‘μαι ο πατέ­ρας του γιου σου… Γι’ αυτόν όμως… Δε θα μαι ποτέ. Πατέ­ρας του είσ’ εσύ»)

Στη Σερ­βία, ο Ιβάν, ο Ρώσος στρα­τιώ­της κάνει με τη γυναί­κα του Άτσα ένα άλλο παι­δί. Και ο Πέτερ, κάνει στη Ρωσία με τη γυναί­κα του Ιβάν, ένα τρί­το παι­δί. Ας φαντα­στού­με τι συμ­βαί­νει όταν όλα απο­κα­λύ­πτο­νται μετα­ξύ τους και σε ποια θέση βρί­σκε­ται η Λουί­ζα, η μονα­δι­κή επί σκη­νής, από τις τρεις γυναί­κες και από τα τρία παι­διά, που ανα­φέ­ρο­νται στην ιστο­ρία μας. Και οι τρεις ήρω­ες θυμω­μέ­νοι από την προ­δο­σία των συζύ­γων τους, αλλά και εκτε­θει­μέ­νοι μετα­ξύ τους, τελι­κά συμ­φι­λιώ­νο­νται, με γνώ­μο­να την αγά­πη και τον έρω­τα, τη μονα­ξιά και την τρα­γι­κό­τη­τα του πολέ­μου, που έφε­ρε στον κόσμο τρία παι­διά, ξένα ουσια­στι­κά, από άλλον πατέ­ρα – χωρίς να το γνω­ρί­ζουν, αλλά δικά τους και αγα­πη­μέ­να, για­τί τα μεγά­λω­σαν στην ηρε­μία της μετα­πο­λε­μι­κής ειρη­νι­κής περιόδου.

Κι όταν φανε­ρώ­νε­ται πλέ­ρια η αλή­θεια, ο Πέτερ μονο­λο­γεί: «Λουί­ζα, αν ξανα­γί­νει πόλε­μος, ο γιος μου ο Γερ­μα­νός που ‘ναι Σέρ­βος, θα πολε­μή­σει ενα­ντί­ον του Ρώσου που ‘ναι Γερ­μα­νός, κι ο Ρώσος που ‘ναι Γερ­μα­νός θα ελευ­θε­ρώ­σει το Σέρ­βο που ‘ναι Ρώσος. Ο δε Σέρ­βος που ‘ναι Ρώσος, αυτός θα ‘ναι αιχ­μά­λω­τος του Γερ­μα­νού που ‘ναι Σέρβος.

Φτου κι απ’ την αρχή δηλα­δή! Ο Σέρ­βος που ‘ναι Ρώσος θα κάνει γιο στο Γερ­μα­νό που ‘ναι Σέρ­βος, κι ο Γερ­μα­νός που ‘ναι Σέρ­βος θα φτιά­ξει γιο στο Ρώσο που ‘ναι Γερ­μα­νός, ενώ ο Ρώσος που ‘ναι Γερ­μα­νός, θα φτιά­ξει γιο στο Σέρ­βο που ‘ναι Ρώσος1

Κι αν τρι­τώ­σει το κακό και γίνει κι άλλος πόλε­μος…!»

Και η Λουί­ζα: «Αν γίνει τρί­τος πόλε­μος, θα κλεί­σει ο κύκλος, όλα θα ‘ρθουν στη θέση τους, οπό­τε εσείς οι τρεις να πα’ να γαμη­θεί­τε!»

Τα παι­χνί­δια της μοί­ρας, η τρα­γι­κή σύμ­πτω­ση, η οποία απο­κα­λύ­πτε­ται στην εξέ­λι­ξη της υπό­θε­σης, δημιουρ­γεί το αδιά­κο­πο γέλιο, αλλά και έντο­νο προ­βλη­μα­τι­σμό για τον εθνι­κι­σμό και τον πόλε­μο, που κάνουν τη ζωή των ανθρώ­πων δυστυ­χι­σμέ­νη, που κάνουν τον άνθρω­πο απάν­θρω­πο, που σβή­νουν ελπί­δες και όνει­ρα για μια ειρη­νι­κή και ευτυ­χι­σμέ­νη ζωή. Το τέλος του έργου είναι ευχά­ρι­στο. Επέρ­χε­ται η λύτρω­ση σε μια κωμι­κο­τρα­γι­κή κατά­στα­ση των ηρώ­ων, οι οποί­οι βέβαια στρο­βι­λί­ζο­νται άθε­λά τους, μη συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι, σ’ έναν πολε­μι­κό κυκε­ώ­να, άδι­κα και παρά­λο­γα, με απο­τέ­λε­σμα να δημιουρ­γη­θούν για όλους τους κατα­στά­σεις με ανε­πι­θύ­μη­τα απο­τε­λέ­σμα­τα, και ένα πλή­θος από ψυχο­λο­γι­κά και ηθι­κά διλήμματα.

Ο Σέρ­βος δρα­μα­τουρ­γός, έχο­ντας ζήσει τον παρα­λο­γι­σμό του εθνι­κι­στι­κού μίσους και την τρα­γι­κό­τη­τα του εμφύ­λιου πολέ­μου στην πατρί­δα του, μπο­ρεί ν’ αντι­λη­φθεί και να συνει­δη­το­ποι­ή­σει την τρα­γι­κό­τη­τα των δύο Παγκό­σμιων πολέ­μων και κάθε περι­φε­ρεια­κού πολέ­μου στον 20ό και 21ο αιώ­να. Είναι ικα­νός ως δρα­μα­τουρ­γός να δημιουρ­γή­σει ανά­λο­γη πλο­κή και δρά­ση, επει­σό­δια και κατα­στά­σεις, δυνα­τούς χαρα­κτή­ρες, που θα δημιουρ­γή­σουν ψυχι­κή έντα­ση και συγκί­νη­ση στους θεα­τές της παρά­στα­σης, πλη­μυ­ρι­σμέ­νες από άφθο­νο γέλιο, που διαρ­κώς θα ρέει σ’ ένα πρό­σω­πο που θ’ αλλά­ζει συνε­χώς εκφρά­σεις θαυ­μα­σμού και εκπλή­ξε­ων, αλλά και περι­συλ­λο­γής και προ­βλη­μα­τι­σμού, καθώς το συναί­σθη­μα θα συντί­θε­ται δημιουρ­γι­κά με τη λογι­κή και την κρι­τι­κή διάθεση.

Ο σκη­νο­θέ­της της παρά­στα­σης έχει αφο­μοιώ­σει επαρ­κώς την υπό­θε­ση του έργου και τα επι­φαι­νό­με­να του δρα­μα­τι­κού μύθου, με απο­τέ­λε­σμα να οδη­γή­σει όλους τους συντε­λε­στές και τους ηθο­ποιούς, στο σωστό δρό­μο από­δο­σης του χώρου και της επο­χής, αλλά και της ερμη­νεί­ας των χαρα­κτή­ρων, οι οποί­οι ζωντα­νεύ­ουν υπό τη εξαί­σια μου­σι­κή επέν­δυ­ση, δημιουρ­γία του String Demons, τα κατάλ­λη­λα κοστού­μια και σκη­νι­κά της Τόνιας Αβδε­λο­πού­λου, τον πρέ­πο­ντα σχε­δια­σμό φωτι­σμού του Βαγ­γέ­λη Μού­ντρι­χα, τις φωτο­γρα­φί­ες του Πανα­γιώ­τη Ανδριό­που­λου, το video-trailer του Νική­τα Χάσκα και το sound engineer του Τάκη Μάρ­κου. Όλους τους επαι­νού­με για την ωραία δου­λειά τους, φυσι­κά και τη βοη­θό σκη­νο­θέ­τη, Νίνα Ντού­νη, που έχει μερά­δι της επι­τυ­χί­ας της παράστασης.

Το έργο ανέ­βη­κε για πρώ­τη φορά στη Σερ­βία, το 1992. Ο δρα­μα­τουρ­γός εξο­μο­λο­γεί­ται τα εξής: «Τους “Σιδε­ρά­δες” τους έχω γρά­ψει βασι­σμέ­νος στις αρχές της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, μεταμ­φιε­σμέ­νης σε αρχαία κωμω­δία. Σαν συναυ­λία σε μια χορ­δή ή σαν το bolero του Ravel, όπου υπάρ­χει παραλ­λα­γή του ίδιου θέμα­τος, το οποίο πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται οδη­γώ­ντας τελι­κά στο Παρά­λο­γο που πεί­θει περισ­σό­τε­ρο από τον Ρεα­λι­σμό. Εφό­σον το κωμι­κό και το τρα­γι­κό είναι δίδυ­μα αδέρ­φια, βοη­θούν τελι­κά στη σκη­νή το ένα το άλλο, με απο­τέ­λε­σμα κάθε πόλε­μος και κάθε εθνι­κι­σμός να οδη­γεί στο παρά­λο­γο, στην έλλει­ψη κάθε νοή­μα­τος.»

Οι ηθο­ποιοί ο ένας καλύ­τε­ρος από τον άλλον, δημιουρ­γούν μια ομά­δα, που συνερ­γά­ζε­ται αρμο­νι­κά μετα­ξύ της, παί­ζει με υπευ­θυ­νό­τη­τα μπρίο και νεύ­ρο, δια­θέ­τει χιου­μο­ρι­στι­κή ατμό­σφαι­ρα και καλ­λι­τε­χνι­κή αισθη­τι­κή, υπέ­ρο­χη έκφρα­ση προ­σώ­που και κινη­σιο­λο­γία και από­λυ­τα κατα­νοη­τό και φορ­τι­σμέ­νο λογι­κά και συναι­σθη­μα­τι­κά λόγο. Μια ομά­δα μικρή σχε­τι­κά, απο­τε­λού­με­νη από τον δοκι­μα­σμέ­νο ταλα­ντού­χο ηθο­ποιό Ερμό­λαο Ματ­θαί­ου (Σέρ­βος), τον εκρη­κτι­κό και συνά­μα ευαί­σθη­το Ερνέ­στο Βου­τσί­νο (Γερ­μα­νό), τον επί­σης δρα­στή­ριο και αξιό­λο­γο ηθο­ποιό Αβρα­άμ Παπα­δό­που­λο (Ρώσο) και τη δυνα­μι­κή και εξε­λισ­σό­με­νη νεα­ρή ταλα­ντού­χο ηθο­ποιό Έφη Καραγιάννη.

Πρό­κει­ται για παρά­στα­ση που αξί­ζει να στη­ρι­χθεί περισ­σό­τε­ρο από το φιλο­θε­ά­μον κοινό.

Ένα μπρά­βο και στο θέα­τρο «Αγγέ­λων Βήμα», που φιλο­ξε­νεί τέτοιου είδους αξιό­λο­γες παραστάσεις.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο