Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο αγνώριστος Καζαντζάκης του Σμαραγδή

Με πηχυαί­ους τίτλους ‑από μέρες, αρκε­τά ΜΜΕ ανήγ­γει­λαν: “Καζαν­τζά­κης! ‑Προ­βάλ­λε­ται από­ψε στον ΑΝΤ1! — Ο σκη­νο­θέ­της μίλη­σε στο δελ­τίο ειδή­σε­ων του κανα­λιού (κλπ)

(για την ιστορία)
Η ται­νία έχει γνω­ρί­σει μεγά­ληεισπρα­κτι­κή κυρί­ως, επι­τυ­χία εντός και εκτός (κυρί­ως) Ελλά­δας απέ­σπα­σε και βρα­βεία στο worldfest Φεστι­βάλ στο Χιού­στον το 2018 (καλύ­τε­ρης ται­νί­ας, φωτο­γρα­φί­ας, μου­σι­κής και δυο υπο­ψη­φιό­τη­τες Α’ γυναι­κεί­ου ρόλου και Β’ ανδρι­κού –ενώ ο Οδυσ­σέ­ας Παπα­σπη­λιό­που­λος πήρε βρα­βείο Α’ Ανδρι­κού Ρόλου Κρι­τι­κών Κινηματογράφου
Μάλι­στα ο πρό­ε­δρος (Νικ Νίκολ­σον) –«ειδι­κός» στα Καζα­τζά­κεια σχο­λί­α­σε «Λάτρε­ψα την ται­νία» (έλε­ος!)
Χωρίς να διεκ­δι­κή­σου­με ειδι­κό­τη­τα κρι­τι­κού (αν και πολ­λές φορές μας έχει καεί η γού­να, όταν πήγα­με σε παρα­στά­σεις θεά­τρου ή σινε­μά, «καθ’ υπό­δει­ξη», δια­βά­ζο­ντας κρι­τι­κές –όσο για εκεί­νες του κοι­νού, άστο καλύ­τε­ρα…) απο­φα­σί­σα­με να την παρακολουθήσουμε.
(διευ­κρί­νι­ση)
Δια­τη­ρώ­ντας το δικαί­ω­μα να προ­τι­μά­με αυτό που λέμε «στρα­τευ­μέ­νη τέχνη»
(πρω­θύ­στε­ρα)
Ψάχνο­ντας σήμε­ρα το σχε­τι­κό link, πέσα­με σε κουρ­νια­χτό σχε­τι­κών «ειδή­σε­ων» μετα­ξύ άλλων την … “Καζαν­τζά­κης — ο Σμα­ρα­γδής, το σχό­λιο της Ακρί­τα και η «αισθη­τι­κή της ξυρι­σμέ­νης αμασχάλης»”

Γενι­κά συμ­φω­νού­με (στους τίτλους) με την (πιο επιει­κή) κρι­τι­κή:
Καζαν­τζά­κης |> Ένα έργο μπερ­δε­μέ­νο, γεμά­το φιλο­σο­φι­κές υπε­ρα­πλου­στεύ­σεις και ρηχούς μελο­δρα­μα­τι­σμούς.
Έτσι κι αλλιώς ο Σμα­ρα­γδής (εκτός ίσως από τα πρώ­ι­μα χρό­νια του ‑Κελί Μηδέν, 1975 & το Τρα­γού­δι της Επι­στρο­φής, 1983) στα υπό­λοι­πα –συμπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νου του «Καζαν­τζά­κης» 2017, Ο Θεός αγα­πά­ει το χαβιά­ρι ‑2012, El Greco ‑2007, Καβά­φης 1996 κλπ. στέ­κε­ται μάλ­λον στο φαί­νε­σθαι.
Και ευτυ­χώς που δεν είδα­με από την πλευ­ρά του μέχρι τώρα, κανέ­να φιλμ του είδους …«Ο Αϊζεν­στάιν όπως δεν τον ξέρου­με», με τους έρω­τες και τα ταξί­δια, επι­κε­ντρώ­νο­ντας –όπως ουκ ολί­γοι στο «απει­λή­θη­κε αλλά δεν φυλα­κί­στη­κε ποτέ και δεν είδε τη ζωή του να τελειώ­νει στη Σιβη­ρία…»
Δεδο­μέ­νου ότι ο Γιάν­νης Σμα­ρα­γδής «τρα­βά­ει» και προ­φα­νώς θα συνε­χί­σει να βρί­σκει κον­δύ­λια για να σκη­νο­θε­τεί κατά το δοκούν το ξανα­γρά­ψι­μο της ιστο­ρί­ας επι­φα­νών πατριω­τών του, θα μπο­ρού­σε –(πχ.) στον (αμε­τα­νό­η­το κομ­μου­νι­στή) Μάνο Κατρά­κη να ανα­δεί­ξει την «ηρω­ι­κή» περί­ο­δο που έπαι­ζε σέντερ μπακ στον Κεραυ­νό Πολυ­γώ­νου» ακό­μη και στον «Αρχάγ­γε­λο της Κρή­της» Νίκο Ξυλού­ρη, να ανα­κα­λύ­ψει τον «αδού­λω­το οπα­δό του ΟΦΗ» (με έτοι­μο το σενά­ριο, που μπο­ρεί­τε αγα­πη­τοί ανα­γνώ­στες του «Ατέ­χνως» να το βρεί­τε στο διαδίκτιο)

Καζαντζάκης φιλμ Σμαραγδή

Όπως γρά­φει –πολύ εύστο­χα η Δωρο­θέα Ανδρι­κά­κη «Κάπου ανά­με­σα στα αμή­χα­να τοπία των κακο­φτιαγ­μέ­νων green screen, στην ενο­χλη­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση προ­ϊ­ό­ντων και την ξεκά­θα­ρα του­ρι­στι­κή απει­κό­νι­ση των έργων και των ταξι­διών του Καζαν­τζά­κη, η ται­νία απο­δει­κνύ­ε­ται μια εντε­λώς επι­φα­νεια­κή προ­σέγ­γι­ση της κοσμο­θε­ω­ρί­ας του σημα­ντι­κό­τε­ρου Έλλη­να συγ­γρα­φέα τον οποίο παρου­σιά­ζει σαν μια αφε­λέ­στα­τη καρι­κα­τού­ρα.
Η αφή­γη­ση, γεμά­τη απο­σπα­σμα­τι­κά στοι­χεία από τα βιβλία του (δίκην «επι­στη­μο­νι­κής» προ­σέγ­γι­σης και οπτι­κής) που μετα­φέ­ρο­νται άτε­χνα στη ζωή του, είναι χαο­τι­κά ανα­κρι­βής με απο­τέ­λε­σμα θεα­τές –ειδι­κά οι νεώ­τε­ροι, που δε γνω­ρί­ζουν τίπο­τα για τη ζωή του να απο­χω­ρούν (όσοι το δουν μέχρι τέλους) παντε­λώς πλα­νη­μέ­νοι και όσοι ξέρουν κάποια πράγ­μα­τα, γεμά­τοι σύγ­χυ­ση και αμφι­βο­λία.
Εκτός αυτού ο Σμα­ρα­γδής, που είχε ο ίδιος την επι­μέ­λεια του σενά­ριου –όπως γενι­κά συνη­θί­ζει … μήπως και ξεφύ­γει κανα φάλ­τσο, γεμί­ζει το φιλ­μι­κό χρό­νο με απο­φθέγ­μα­τα, με την πλέ­ον αντι­κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή σενα­ρια­κή ευκο­λία (δίκην «αφέ­λειας»).
Η 2η γυναί­κα του Ελέ­νη Σαμί­ου (η πρώ­τη η Γαλά­τεια Αλε­ξί­ου τη γλί­τω­σε, καθώς επι­δει­κτι­κά απου­σιά­ζει από την ται­νία ) υπάρ­χει μόνο για κάτι παρα­δου­λειές και για να του δακτυ­λο­γρα­φεί τα βιβλία, ενώ η ακα­τα­νό­η­τη προ­σέγ­γι­ση του Σικε­λια­νού, σε μια προ­σπά­θεια (μπλακ) χιού­μορ ως φιγού­ρα γκρο­τέ­σκα ‑αυτά­ρε­σκου φαφλα­τά, που παρα­πέ­μπει σε Σαλ­βα­τόρ Ντα­λί δεν επι­δέ­χε­ται κριτικής.

ΣΣ |>
Να θυμί­σου­με πως το 1922, έγρα­ψε ο Καζαν­τζά­κης από τη Βιέν­νη στη Γαλά­τεια μια επι­στο­λή που δεί­χνει όλη την αγά­πη και τον θαυ­μα­σμό του γι’ αυτήν:
❝Δεν ξέρω πώς να σου πω, που ντρέ­πο­μαι, πως ποτέ μου δεν σε αγά­πη­σα τόσο βαθιά, τόσο απελ­πι­σμέ­να, όσο τώρα.
Μου λες πως νιώ­θεις πως είμαι τώρα πολύ μακριά σου. Στον κόσμο εγώ κανέ­να άλλο δεν αγα­πώ όσο Σένα.
Είσαι η μόνη ατο­μι­κή υπό­στα­ση, που με συγκι­νεί έως θανά­του. Αγα­πώ ως λες, όλους τους ανθρώ­πους, και ακό­μα ίσα με τους ανθρώ­πους και για τον ίδιο λόγο, όλα τα ζα, τα δέντρα, τ’ άστρα. Ολα τα νιώ­θω σα συνα­θλη­τές, σα μια πομπή ιερή, που ξεκι­νά από ένα σκο­τει­νό σημείο και οδεύ­ει σε ένα άλλο σκο­τει­νό σημείο. Και κανέ­νας δεν ξέρει για­τί και τι σημα­σία έχει όλη τού­τη η ταρα­χή, και αν η πομπή είναι ψίκι ή ξόδι…
Μα εγώ πάντο­τε ανα­ση­κώ­νου­μαι από τη θάλασ­σα τού­τη της ματαιό­τη­τας και ρίχνω μια ματιά σιω­πη­λή, απελ­πι­σμέ­νη στην αόμα­τη πλημ­μύ­ρα των οργανισμών.
Δεν ξεχω­ρί­ζω κανέ­να πρό­σω­πο. Ολα είναι πνι­μέ­να στο κίτρι­νο φως της ματαιό­τη­τας. Δεν ξεχω­ρί­ζω πατέ­ρα και αδερ­φή, μήτε φίλους, μήτε τον εαυ­τό μου. Μόνο εσέ­να ξεχωρίζω.
Και θα ‘θελα να μπο­ρού­σα όλη τού­τη τη μάταιη, άθλια, ακα­τα­νό­η­τη στιγ­μή να την κάμω αθάνατη.
Το πρό­σω­πό Σου θα ‘θελα πάντα να βλέ­πω αιώ­νια, να μη χαθεί από τα μάτια σου όλη η δύνα­μη, η ζωή, ο έρω­τας του προ­σώ­που Σου.
Είσαι το μόνο στέ­ρεο πρό­σω­πο μέσα στο χάος του Θεού.
Δεν ξέρω πώς να λέω λόγια τρυ­φε­ρά, δεν ξέρω πώς να σου μιλή­σω, για να νιώ­σεις, πόσο Σ’ αγαπώ❞.Υπογραφή Καζαντζάκη

Όταν ο μεγά­λος Jules Dassin το 1957 γύρι­σε με τα πενι­χρά μέσα της επο­χής το «ο Χρι­στός ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται» (Celui qui doit mourir –σε δικό του σενά­ριο με τους Jean Servais, Carl Möhner, Grégoire Aslan κλπ.) πέρα από τη μελέ­τη του βιβλί­ου –του οποί­ου τη φιλο­σο­φία προ­σπά­θη­σε, με αρκε­τή επι­τυ­χία να ανα­πα­ρά­γει, συνερ­γά­στη­κε με τους André Obey και Ben Barzman, παλιές καρα­βά­νες της 7ης τέχνης και γερό­λυ­κους σε ιστο­ρι­κά ζητή­μα­τα (στον αντί­πο­δα των αμε­ρι­κα­νών της ίδιας περιό­δου, που η δια­στρέ­βλω­ση των ηρώ­ων ήταν κάτι άνευ προη­γού­με­νου –σχε­δόν επί τούτου)

Στην έκδο­ση του Σμα­ρα­γδή, με το Βού­δα συνε­χώς παρό­ντα να πλα­νιέ­ται κάθε τόσο ως φάντα­σμα, βλέ­που­με έναν Καζαν­τζά­κη να πέφτει στο κρε­βά­τι με την Ίτκα (Itka Horowitz — «Itka =marxistische Abteilung meiner Seele» = Μαρ­ξι­στι­κό Τμή­μα της Ψυχής μου την ονό­μα­σε) και εν μέσω ερω­τι­κής παρα­φο­ράς, να λογο­μα­χούν περί Λένιν και Βούδα…
Κάποιος έγρα­ψε επί λέξει «αν οι ται­νί­ες του Σμα­ρα­γδή ήταν πάντα κάπως άνευ­ρες ή προ­βλη­μα­τι­κές, αυτή είναι η αφό­ρη­τα κακή -εμείς θα προ­σθέ­τα­με Τρα­γέ­λα­φος !
[…] Μετά, τον Κων­στα­ντί­νο Καβά­φη και το Δομή­νι­κο Θεο­το­κό­που­λο, ήρθε η σει­ρά του Νίκου Καζαν­τζά­κη. Ήρθε το πλή­ρω­μα του χρό­νου για τον σπου­δαίο Κρη­τι­κό συγ­γρα­φέα να γνω­ρί­σει την ατί­μω­ση και τον δια­συρ­μό στα χέρια του»

Για εμάς πάντως –πέρα από αυτά και πολ­λά άλλα, το βασι­κό πρό­βλη­μα είναι αλλού και έχει να κάνει με αυτό που πραγ­μα­τι­κά υπήρ­ξε ο μεγά­λος στο­χα­στής – σε έναν «θρό­νο» μονα­δι­κό­τη­τας για να το πού­με έτσι.
Με το άλφα και το ωμέ­γα δηλα­δή, ενώ κάποια άλλα, πχ. (πράγ­μα αλη­θές) η ιδιόρ­ρυθ­μη σχέ­ση του με τις γυναί­κες,  έχουν να κάνουν κυρί­ως με το φαί­νε­σθαι.
Η Λιλή Ζωγρά­φου στο βιβλίο της «“Νίκος Καζαν­τζά­κης” ‑ένας τρα­γι­κός» (ανε­ξαρ­τή­τως συμ­φω­νί­ας ή μη με το περιε­χό­με­νο) αναφέρει:
Ο Καζαν­τζά­κης είχε μια κακή συνή­θεια: δεν αλά­φρω­νε ποτέ τα γρα­φτά του, ούτε και τη ζωή του, από τα περιτ­τά. Έτσι πέρα­σε τα σύνο­ρα της παι­δι­κό­τη­τας και της εφη­βεί­ας και μπή­κε, σαν γέρος καμπου­ρια­σμέ­νος παρ’ όλα τα νιά­τα του, στη ζωή, κου­βα­λώ­ντας στις πλά­τες του το οικο­γε­νεια­κό του δράμα.
Το να υπο­τά­ξεις το υλι­κό «Καζαν­τζά­κης», να του δώσεις μια συνο­χή, παρ’ όλη την αέναη επα­νά­λη­ψή του, είναι άθλος.
Το τι πίκρες μου στοί­χη­σε αυτός ο άνθρω­πος, τι προ­βλή­μα­τα συνεί­δη­σης, τι αγω­νί­ες κι αμφι­τα­λα­ντεύ­σεις για να κρα­τιέ­μαι πάντα στον ίσιο δρό­μο, να μεί­νω ανε­πη­ρέ­α­στη, αλη­θι­νή και συνε­πής, δεν λέγε­ται. Ήρθα­νε στιγ­μές που αγα­να­χτού­σα για ό,τι ένιω­θα μόνο από διαί­σθη­ση χωρίς να μπο­ρώ να το απο­δεί­ξω. Και σαν ανα­κά­λυ­πτα ότι θα στή­ρι­ζε και θα δικαί­ω­νε ξεκά­θα­ρα την άπο­ψή μου, αντί για ικα­νο­ποί­η­ση αισθα­νό­μου­να συντριβή.
Ένας τρα­γι­κός –να τι ήταν ο Καζαν­τζά­κης–, «ένας ακρο­βά­της πάνω απ’ το χάος», όπως αυτο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, άσπλα­χνος για την ανθρω­πό­τη­τα, άσπλα­χνος για τον εαυ­τό του, που ’χε φυλά­ξει όμως μπό­λι­κη ασπλα­χνιά και για τον μελε­τη­τή του.

Γαλάτεια ΚαζαντζάκηΑνα­φέ­ρα­με παρα­πά­νω ένα γράμ­μα στην πρώ­τη μού­σα του τη Γαλά­τεια.
Ένα χρό­νο μετά ‑από τη Γερ­μα­νία αυτή τη φορά, εντάσ­σο­ντας, με υπέ­ρο­χο ποι­η­τι­κό τρό­πο, την εργα­τι­κή τάξη, στον ιδιό­τυ­πο, καθα­ρά προ­σω­πι­κό του «μεσ­σια­νι­σμό» της γράφει:
Το νέο πρό­σω­πο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γρα­ψα, είναι ένας αργά­της που πει­νά­ει, δου­λέ­βει κ’ εξα­νί­στα­ται. ‘Ενας αργά­της που μυρί­ζει καπνό και κρα­σί, σκο­τει­νός, δυνα­τός, όλος επι­θυ­μί­ες και δίψα εκδίκησης.
Είναι σαν τους παλιούς ανα­το­λί­τες αρχη­γούς με προ­βιές στα πόδια, με διπλό τσε­κού­ρι στη δερ­μα­τέ­νια ζώνη, ένας Τσι­γκι­σχά­νος, που οδη­γά­ει και­νούρ­γιες ράτσες που πει­νούν και γκρε­μί­ζει τα παλά­τια και τα κελά­ρια των χορ­τα­σμέ­νων κι αρπά­ζει τα χαρέ­μια των ανίκανων.
Είναι σκλη­ρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέλη­ση, χωρίς συβι­βα­σμούς, ανέν­δο­τος. Η Γης τού­τη είναι το χωρά­φι του, ουρα­νός και Γης είναι ένα
❞.Καζαντζάκης Καπετάν Μιχάλης

Πνεύ­μα ανή­συ­χο και διψα­σμέ­νος για την κάθε είδους γνώ­ση, ο Νίκος Καζαν­τζά­κης διέ­τρε­ξε και κατέ­κτη­σε τις καλ­λι­τε­χνι­κές, αισθη­τι­κές και φιλο­σο­φι­κές ανα­ζη­τή­σεις της επο­χής του, δημιουρ­γώ­ντας το δικό του, πρω­τό­τυ­πο, καλ­λι­τε­χνι­κό, αισθη­τι­κό και φιλο­σο­φι­κό σύμπαν, το οποίο, αν και φαι­νο­με­νι­κά γεμά­το αντι­φά­σεις και αντι­θέ­σεις, δια­πνέ­ε­ται, από τη μεγά­λη, δια­λε­κτι­κή ανά­γκη και αγω­νία της σύν­θε­σης, τόσο υφο­λο­γι­κά, όσο και σε σχέ­ση με την ιδε­ο­λο­γι­κή του βάση.

Η «Ασκη­τι­κή» του, απο­τε­λεί το φιλοσοφικό–ποιητικό του «μανι­φέ­στο», που ξεκί­νη­σε το καλο­καί­ρι του 1922 στη Βιέν­νη, συνε­χί­στη­κε στο Βερο­λί­νο το 1923 (με τη Δημο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης στο φόρ­τε της μην το ξεχνά­τε) και ολο­κλη­ρώ­νε­ται –κατά δήλω­σή του «συνε­χώς μέχρι το 1944» (το 1928, προ­σθέ­τει ένα τελευ­ταίο κεφά­λαιο με τίτλο «Σιγή»).
Αντ’ αυτών ο Σμα­ρα­γδής, μας λέει τα δικά του φού­μα­ρα –να υπο­θέ­σου­με άγνοια; Μάλ­λον όχι!

Το 1924 — ’25, ανα­λαμ­βά­νει παρά­νο­μη πολι­τι­κή δρά­ση στο Ηρά­κλειο, ως (πνευ­μα­τι­κός) ηγέ­της κομ­μου­νι­στι­κής ομά­δας δυσα­ρε­στη­μέ­νων προ­σφύ­γων και παλαί­μα­χων της μικρα­σια­τι­κής εκστρα­τεί­ας, συλ­λαμ­βά­νε­ται από την αστυ­νο­μία και κρα­τεί­ται –υπο­βάλ­λο­ντας στην ανα­κρι­τι­κή αρχή Ηρα­κλεί­ου ένα υπό­μνη­μα, όπου συνο­ψί­ζει τις πολι­τι­κές του πεποιθήσεις.
Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­ε­ται στη Νέα Εφη­με­ρί­δα Ηρα­κλεί­ου, με τίτλο «Ομο­λο­γία Πίστε­ως» (16.2.1925), όπου αναφέρει:

«Η σχε­δόν καθο­λι­κή έλλει­ψις κάθε ενδια­φέ­ρο­ντος διά τα κοι­νά, η σχε­δόν απο­κλει­στι­κή εξυ­πη­ρέ­τη­σις της αρχού­σης τάξε­ως υπό της εκά­στο­τε πολι­τι­κής εξου­σί­ας, εις βάρος της μεγί­στης πλειο­νο­ψη­φί­ας του λαού, καθι­στά ανε­παρ­κή και επι­πο­λαί­αν οιαν­δή­πο­τε αλλα­γήν προ­σώ­πων ή θεσμού.
1. Ταύ­τα πάντα θεω­ρώ συμ­πτώ­μα­τα της παρακ­μής μιας τάξε­ως. Η αστι­κή τάξις απέ­δω­κεν — και εις θαυ­μα­στήν ποσό­τη­τα και ποιό­τη­τα — ό,τι ηδύ­να­το εις την σκέ­ψιν, εις την τέχνην, εις την επι­στή­μην, εις την πράξιν.
Επά­λαι­σεν ενα­ντί­ον της προη­γού­με­νης της φεου­δα­λι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, ενί­κη­σεν, εδη­μιούρ­γη­σεν, εξε­τέ­λε­σεν τον προ­ο­ρι­σμόν τηςαρχί­ζει ν’ απο­συ­ντί­θε­ται και να βαί­νει εις εξα­φά­νι­σιν.
Τοιού­τος υπήρ­ξε πάντο­τε ο ρυθ­μός της ιστο­ρί­ας. Μια τάξις, εκά­στο­τε εναλ­λάσ­σου­σα — οι βασι­λείς, οι ευγε­νείς, οι αστοί — γεν­νά­ται, παλαί­ει, νικά, δημιουρ­γεί, και εξαφανίζεται.
Και άλλη τάξις την δια­δέ­χε­ται, δια­γρά­φου­σα και αυτή, εις την πάρο­δον των αιώ­νων, την ιδί­αν μοι­ραί­αν τροχιάν.
Ζώμεν, ακλο­νή­τως πιστεύω, το τέλος μιας κοι­νω­νι­κής τάξε­ως, της αστι­κής.
2. Ποία τάξις θα την δια­δε­χθή; Η τάξις των εργα­ζο­μέ­νων — είτε εργά­ται είνε ούτοι, είτε αγρό­ται, είτε πνευ­μα­τι­κοί παρα­γω­γοί.
Η τάξις αύτη διήλ­θε προς ενός ήδη αιώ­νος, το πρώ­τον στά­διον της πορεί­ας της, καθ’ ό προ­σε­πά­θη να εξε­γεί­ρη τας τάξεις των αστών το αίσθη­μα της φιλαν­θρω­πί­ας και δικαιο­σύ­νης, υπέρ των πει­νώ­ντων και αδι­κου­μέ­νων και ικέ­τευ­εν εξ ονό­μα­τος υψη­λών ηθι­κών αρχών, να βελ­τιω­θούν οι όροι της ζωής.
Ταχέ­ως όμως σαφώς αντε­λή­φθη ότι η πάλη των τάξε­ων είνε νόμος ιστο­ρι­κός, ανα­πό­φευ­κτος και όπως τα άτο­μα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοι­νω­νι­καί τάξεις, δια­τρέ­χουν μοι­ραί­ως τα στά­δια της γεν­νή­σε­ως, της ακμής και της φθοράς.
Ουδε­μία τάξις έμε­νε διά παντός εις την εξουσίαν.
Η αστι­κή τάξις θ’ ακο­λου­θή­ση και αυτή τον απα­ρά­γρα­πτον φυσιο­λο­γι­κόν νόμον και τότε η τάξις των εργα­ζο­μέ­νων μοι­ραί­ως θα την δια­δε­χθή
».
ΣΣ |> Ανα­φέ­ρε­ται ανα­λυ­τι­κά η Έλλη Αλε­ξί­ου, στη βιο­γρα­φία του Νίκου Καζαν­τζά­κη «Για να γίνει μεγά­λος» (1η έκδο­ση 1978)Καζαντζάκης Ζορμπάς

Καταδιωκόμενος μια ζωή 

Από το 1925 έως το 1929, ταξι­δεύ­ει στην ΕΣΣΔ, τη δεύ­τε­ρη φορά με πρό­σκλη­ση της κυβέρ­νη­σης για τα δεκά­χρο­να της επα­νά­στα­σης. Εκεί θα γνω­ρί­σει τον Μπαρ­μπύς, τον Ιστρά­τι και τον Γκόρ­κι. Με τον Ιστρά­τι θα ταξι­δέ­ψουν στη χώρα των Σοβιέτ και θα τον φέρει στην Αθή­να για να τον γνω­ρί­σει στο ελλη­νι­κό κοινό.
Στις 11-Ιαν-1928, ο Καζαν­τζά­κης και ο Ιστρά­τι θα μιλή­σουν σε μια μεγά­λη συγκέ­ντρω­ση στο θέα­τρο «Αλά­μπρα» υπέρ της ΕΣΣΔ, προ­κα­λώ­ντας δια­δή­λω­ση και ο Καζαν­τζά­κης με τον Γλη­νό απει­λού­νται με μήνυ­ση ως διορ­γα­νω­τές, ο δε Ιστρά­τι με απέλαση.

Ακο­λου­θεί και πάλι η Γαλ­λία, η Ισπα­νία (όπου κάλυ­ψε δημο­σιο­γρα­φι­κά τον εμφύ­λιο ως αντα­πο­κρι­τής της «Καθη­με­ρι­νής»), η Ιαπω­νία, η Κίνα.
«Δεν έρχου­μαι για να κατα­λά­βω…. Έρχου­μαι για να χορ­τά­σω τις πέντε μου αίστη­σες. Δεν είμαι κοι­νω­νιο­λό­γος – δόξα σοι ο Θεός ! –μήτε φιλό­σο­φος, μήτε του­ρί­στας… Η Κίνα για μένα είναι ένα και­νούρ­γιο λιβά­δι όπου θα βοσκή­σουν οι πέντε μου αίστησες.»
Αυτά έλε­γε ο Νίκος Καζαν­τζά­κης στον φίλο του Λιάν-Κε στο πρώ­το του ταξί­δι στην Κίνα το 1935, που χρο­νι­κά συμπί­πτει με την αρχή της θρυ­λι­κής «Μεγά­λης Πορεί­ας», τις μέρες που ο παλιός κόσμος κατέρ­ρεε και ο και­νούρ­γιος μαχό­ταν να πάρει τη θέση του με τους κομ­μου­νι­στές να προ­ε­λαύ­νουν από τον Νότο και τους Ιάπω­νες να κατευ­θύ­νο­νται προς το Πεκί­νο μετά τις ανε­πι­τυ­χείς τέσ­σε­ρις «Εκστρα­τεί­ες Τελι­κής Εξό­ντω­σης» του Τσιανγκ Κάι Σεκ ενα­ντί­ον του «Κόκ­κι­νου Στρα­τού» και της «κυβέρ­νη­σης των σοβιέτ» του Κιανγκσί.
Και οι πέντε αισθή­σεις του μεγά­λου ταξι­δευ­τή γέμι­σαν με την πνευ­μα­τι­κή τρο­φή που η απέ­ρα­ντη χώρα της Ανα­το­λής είχε απλό­χε­ρα να του προ­σφέ­ρει. Και η τρο­φή αυτή μεταλ­λά­χτη­κε σε πνεύ­μα, και ξεχύ­θη­κε μέσα από τη μαγι­κή του πέν­να σε χαρ­τί, για να μεί­νει αιώ­νια σε μας η αίσθη­ση της μαγεί­ας που τον είχε κυριεύ­σει καθώς ζού­σε την καθη­με­ρι­νό­τη­τα της Κινέ­ζι­κης ζωής.
Μιας ζωής άρρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νης με τη φιλο­σο­φία τον πολι­τι­σμό και τις παρα­δό­σεις ενός μεγά­λου λαού που την επο­χή της πρώ­της επί­σκε­ψης του Νίκου Καζαν­τζά­κη ανα­ζη­τού­σε ένα και­νούρ­γιο δρό­μο σε ταραγ­μέ­νες και δύσκο­λες εποχές.

Καζαντζάκης Κίνα

27 χρό­νια αργό­τε­ρα και πάλι στην Κίνα έγρα­ψε: «Εδώ ο του­ρί­στας έχει λίγα να δει. Ο άνθρω­πος όμως πολ­λά», αυτο­κί­νη­τα, χιλιά­δες ποδή­λα­τα και ρικ­σό χωρίς τους «ανθρώ­πους-άλο­γα».
Δεν υπήρ­χαν μιζέ­ρια, αθλιό­τη­τα, αρρώ­στιες και δια­φθο­ρά, ούτε γυμνά παι­διά, λεπροί άνδρες και μισό­γυ­μνες γυναί­κες στα σοκά­κια. Το Πεκί­νο ήταν καθα­ρό! Και μαζί με τη βρό­μα είχαν εξα­φα­νι­στεί η χολέ­ρα, ο τύφος και η ευλο­γιά. Υπήρ­χαν νοσο­κο­μεία, σχο­λεία, ανοι­κο­δό­μη­ση, αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση, ευγέ­νεια και χαμόγελα.
Στα ταξί­δια του συνά­ντη­σε μαν­δα­ρί­νους, αρχό­ντισ­σες, δια­νο­ού­με­νους, καλ­λι­τέ­χνες και πολι­τι­κούς. Γνώ­ρι­σε τους μεγά­λους συγ­γρα­φείς Μάο Ντουν και Γκούο Μορούο, τον γηραιό ζωγρά­φο Τσι Παϊ­σί, που είχε τιμη­θεί, όπως και ο ίδιος, με το Βρα­βείο Ειρή­νης, τον σπου­δαίο ηθο­ποιό της Όπε­ρας του Πεκί­νου Μέι Λαν­φάν και τον Χου Σι, τον κίτρι­νο Ψυχά­ρη, όπως τον απο­κα­λού­σε, εξαι­τί­ας των αγώ­νων του για την επι­κρά­τη­ση της ζωντα­νής γλώσ­σας του λαού.
Ο Καζαν­τζά­κης είδε με ενθου­σια­σμό το κινε­ζι­κό εγχεί­ρη­μα και εκφρά­στη­κε με θαυ­μα­σμό για τους αγώ­νες των Κινέ­ζων κομ­μου­νι­στών για την ελευ­θε­ρία τους και τα θετι­κά βήμα­τα της κυβέρ­νη­σής τους.
«Η Δύση είναι σάπια, δεν είμαι Ευρω­παί­ος, το μέλ­λον ανή­κει στην Ανα­το­λή», πίστευε.
Η αγά­πη του για τη χώρα ήταν τόση που τον έκα­νε να επι­θυ­μεί να ζήσει μερι­κά χρό­νια στο Πεκί­νο, επι­θυ­μία που θα πραγ­μα­το­ποιού­νταν αν δεν προ­λά­βαι­νε ο θάνατος…
Το τελευ­ταίο βρά­δυ, στην Καντό­να, νιώ­θο­ντας ότι δεν θα ξανά­βλε­πε τη χώρα που τόσο αγα­πού­σε, έγρα­φε θλιμ­μέ­νος: «Απο­χαι­ρέ­τα την, την Αλε­ξάν­δρεια που χάνεις…»
(Ελε­να Αβρα­μί­δου Ανα­πλη­ρώ­τρια καθη­γή­τρια Ελλη­νι­κών Σπου­δών στο Πανε­πι­στή­μιο Πεκίνου).

Καζαντζάκης ΕΣΣΔ CCCP

Ξανα­γυρ­νώ­ντας στην ΕΣΣΔ: Ο Καζαν­τζά­κης εκφρά­ζε­ται με ιδιαί­τε­ρη συγκί­νη­ση από την πρώ­τη στιγ­μή που την επι­σκέ­πτε­ται το 1919, όντας επι­κε­φα­λής (ως γενι­κός διευ­θυ­ντής του υπουρ­γεί­ου Περι­θάλ­ψε­ως που τον είχε διο­ρί­σει ο Ελ. Βενι­ζέ­λος) μιας ελλη­νι­κής απο­στο­λής με σαφέ­στα­το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό χαρα­κτή­ρα, για τον επα­να­πα­τρι­σμό των Ελλή­νων του Καυκάσου.
Το 1920 παραι­τεί­ται από τη θέση του στο υπουρ­γείο και από το 1925 έως το 1930 ταξι­δεύ­ει άλλες τρεις φορές στη χώρα των Σοβιέτ, είτε ως απε­σταλ­μέ­νος εφη­με­ρί­δας, είτε με πρό­σκλη­ση της σοβιε­τι­κής κυβέρ­νη­σης, γρά­φο­ντας και δημο­σιεύ­ο­ντας τις εντυ­πώ­σεις του.
Στο βιβλίο του «Ταξι­δεύ­ο­ντας: Ρου­σία», ο Καζαν­τζά­κης κατα­γρά­φει τις εντυ­πώ­σεις και τις εμπει­ρί­ες του από αυτά τα ταξί­δια και στέ­κε­ται με μεγά­λο θαυ­μα­σμό απέ­να­ντι στις προ­σπά­θειες που γίνο­νται στην Παιδεία.
Βέβαια δεν υιο­θε­τεί την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και γι’ αυτό στο βιβλίο του δια­τυ­πώ­νο­νται κρί­σεις και ερμη­νεί­ες βαθιά επη­ρε­α­σμέ­νες από την ιδε­α­λι­στι­κή κοσμο­θε­ω­ρία του. Αυτή όμως η από­στα­σή του από την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία αυξά­νει τη βαρύ­τη­τα της μαρ­τυ­ρί­ας του.Καζαντζάκης

Θέλουμε να βγάλουμε πολεμιστές

Σε ένα ολό­κλη­ρο κεφά­λαιο ο Καζαν­τζά­κης μιλά­ει για τα σοβιε­τι­κά σχο­λεία με τίτλο «Το Ερυ­θρό Σκο­λειό» και κατα­γρά­φει (οι υπό­τι­τλοι και οι υπο­γραμ­μί­σεις δικές μας):

«Μου αρέ­σει να γυρί­ζω στα ερυ­θρά σχο­λειά και να μιλώ με τους δασκά­λους — άλλοι νέοι, χυμέ­νοι στο ίδιο καλού­πι: σύρ­ρι­ζα κομ­μέ­να μαλ­λιά, μπλού­ζα με πέτσι­νη ζώνη, αψη­λά ποδήματα.
Δεν ξέρουν πολ­λές θεω­ρί­ες και συχνά τ’ αδιά­κρι­τα πνε­μα­τι­κά ρωτή­μα­τά μου τους νευριάζουν.
Δε σπού­δα­σαν σε ανώ­τα­τες σχο­λές, δεν είχαν και­ρό, πολε­μού­σαν. Η περίσ­σια μάθη­ση για τη σημε­ρι­νή απο­στο­λή τους δεν τους χρειά­ζε­ται, ίσως να ‘ναι κι επι­κί­ντυ­νη πολυ­τέ­λεια. Ο,τι τους χρειά­ζε­ται είναι ο ενθου­σια­σμός, η ιερή φλό­γα, να ζουν άμε­σα την ιστο­ρι­κή στιγ­μή που περ­νού­με και να εχτε­λούν το άμε­σο χρέος.

Ενας δάσκα­λος, βαριε­στη­μέ­νος από τα ρωτή­μα­τά μου, μου ‘λεγε:

- Εμείς δε θέμε να βγά­λου­με σοφούς, θέμε να βγά­λου­με πολε­μι­στές. Τού­τη η γενιά που βλέ­πε­τε να κάθε­ται στα θρα­νία και να φωνά­ζει στην αυλή, έχει ορι­σμέ­νη άμε­ση απο­στο­λή: να πολε­μή­σει. Την εξο­πλί­ζου­με λοι­πόν. Της χρειά­ζου­νται, για να εχτε­λέ­σει τον προ­ο­ρι­σμό της, να ‘ναι σωμα­τι­κά γερή, να ξέρει να χρη­σι­μο­ποιεί τις φονι­κές δυνά­μες, να κυβερ­νά­ει μηχα­νές, να προ­χω­ρά­ει χωρίς λοξο­δρο­μί­ες ή δισταγ­μούς στο σκο­πό της. Υπερ­βο­λι­κές νοη­τι­κές ανά­λυ­σες και ψιλο­κο­σκι­νί­σμα­τα, δια­νοη­τι­κά μπι­χλι­μπί­δια, γνώ­σες που δεν μπο­ρούν αμέ­σως να μετα­σχη­μα­τι­στούν σε όπλα αμυ­ντι­κά ή επι­θε­τι­κά, δε μας χρειά­ζου­νται — και μη με ρωτάτε.

🔻 Σε όλα τα σκολειά που πήγα, ανάσανα τον αγέρα αυτόν της πολεμικής ετοιμασίας.
Η νέα γενεά που αναθρέφεται σήμερα στα σοβιετικά σκολειά θα παίξει, είμαι βέβαιος, φοβερό, πολεμικότατο ρόλο στο άμεσο μέλλον.

Ο Λένιν άνοι­γε και στον τομέα τού­τον το δρό­μο που ακο­λου­θά­ει με φανα­τι­σμό και πίστη η ρού­σι­κη παι­δεία: «Κι η παρα­μι­κρό­τε­ρη ενέρ­γεια του σκο­λειού και το παρα­μι­κρό­τε­ρο βήμα στην ανα­τρο­φή και στη μόρ­φω­ση πρέ­πει αδια­χώ­ρι­στα να ‘ναι ενω­μέ­να με την πάλη των τάξε­ων».
Κι ένας άλλος αρχη­γός, ο Κεμέ­νεφ, κηρύ­χνει: «Ο ερυ­θρός στρα­τός των δασκά­λων πρέ­πει ένα και μόνο σκο­πό να ‘χει: Να μετα­τρέ­ψει το σκο­λειό σε όπλο του Προ­λε­τα­ριά­του».Καζαντζάκης Τόντα Ράμπα

Τόντα — Ράμπα

Στο έργο συμπυ­κνώ­νο­νται οι εντυ­πώ­σεις και οι εμπει­ρί­ες του Καζαν­τζά­κη από τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Κεντρι­κό πρό­σω­πο είναι ένας νέγρος, ο Τόντα-Ράμπα· το όνο­μά του στα εβραϊ­κά σημαί­νει «ευχα­ρι­στώ».
Τον πλαι­σιώ­νουν επτά ακό­μη χαρα­κτή­ρες, με δια­φο­ρε­τι­κή κατα­γω­γή και πολι­τι­σμι­κό υπό­βα­θρο: ο Σου­κι, ένας Κινέ­ζος γερο-δάσκα­λος· ο Αμί­τα, ένας Για­πω­νέ­ζος γέρος ποι­η­τής· η Πολω­νο­ε­βραία Ραχήλ (λογο­τε­χνι­κή persona της Ραχήλ Λιπ­στάιν, φίλης του Καζαν­τζά­κη από τα χρό­νια του Βερο­λί­νου)· ο Κρη­τι­κός Γερα­νός («Γερα­νός» είναι ένα από τα ψευ­δώ­νυ­μα του Καζαν­τζά­κη)· ο Αζάντ, ένας Αρμέ­νης γέρος εργά­της· και ο Άνθρω­πος με τις μεγά­λες μασέλες.
Όλα αυτά τα πρό­σω­πα έρχο­νται στην ΕΣΣΔ από διά­φο­ρους τόπους, πηγαί­νουν πρώ­τα στο Αστρα­χάν για να παρα­κο­λου­θή­σουν ένα Ανα­το­λι­κό Συνέ­δριο και κατό­πιν στη Μόσχα, όπου γιορ­τά­ζε­ται η επέ­τειος της Επα­νά­στα­σης με λαμπρές παρελάσεις.
Στο τέλος, ο Τόντα-Ράμπα, που έχει πάει να προ­σκυ­νή­σει στο Μαυ­σω­λείο του Λένιν, έχει ένα όρα­μα πύρι­νης κατα­στρο­φής: μετά την κάθαρ­ση του παλαιού κόσμου, βλέ­πει τους σπό­ρους κάτω από τη γη να ζωντα­νεύ­ουν από τη βρο­χή και να σχη­μα­τί­ζουν τη μορ­φή του Λένιν.
Γρά­φε­ται στα γαλ­λι­κά το 1929 στο Γκότ­τε­σγκαμπ, και δημο­σιεύ­ε­ται σε περιο­δι­κά με τον αρχι­κό τίτλο Moscou a crié [=Η κραυ­γή της Μόσχας].Καζαντζάκης δεν ελπίζω τίποτα δε φοβάμαι τίποτα είμαι λεύτερος

Αντί επι­λό­γου:
Ο κάθε Γιάν­νης Σμα­ρα­γδής –ανά­λο­γα που φτά­νει το μπόι του, μπο­ρεί να κάνει μια κακή ται­νία για τον Καζαν­τζά­κη, αλλά δεν δικαιού­ται τον τρα­γέ­λα­φο, αυτού που δεν είναι ο «Καζαν­τζά­κης».Καζαντζάκης

📽️  Ο κινηματογράφος ‑ο ελληνικός κινηματογράφος, γιατί ο ξένος μάλλον δεν θα τα καταφέρει, χρωστάει μια σωστή ταινία στον μεγάλο στοχαστή

Δεί­τε επίσης
✔️  Οκτω­βρια­νή επα­νά­στα­ση & παιδεία -
Μέσα από τη ματιά του Νίκου Καζαν­τζά­κη… <|1|> & <|2|>
✔️  Το Φως — να το σπα­θί μας!
✔️  Ιστό­το­πος Εκδό­σε­ων Καζαντζάκη
✔️  Μου­σείο Νίκου Καζαντζάκη
✔️  Αρχείο Γιώρ­γου Ανεμογιάννη
✔️  Ατέ­χνως

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο