Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δεκέμβρης του 44 μέσα από τα μάτια των λογοτεχνών

Εβδο­μή­ντα πέντε χρό­νια συμπλη­ρώ­νο­νται αυτές τις μέρες από την ηρω­ι­κή ταξι­κή μάχη που έδω­σε ο λαός της Αθή­νας, με μπρο­στά­ρη το ΚΚΕ, τον ηρω­ι­κό Δεκέμ­βρη του 1944.

Η μάχη του Δεκέμ­βρη ήρθε ως απο­τέ­λε­σμα του γεγο­νό­τος ότι, σε αντί­θε­ση με τις υπο­χω­ρή­σεις και τους συμ­βι­βα­σμούς που είχε κάνει το ένο­πλο ΕΑΜι­κό κίνη­μα με την καθο­δή­γη­ση του ΚΚΕ, τις αυτα­πά­τες για «εθνι­κή ενό­τη­τα» — απο­τέ­λε­σμα και των στρα­τη­γι­κών θέσε­ων του Κόμ­μα­τος που δεν προ­σα­να­τό­λι­ζαν στον αγώ­να για την εξου­σία — η αστι­κή τάξη και ο βρε­τα­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός δεν εγκα­τέ­λει­ψαν ποτέ το στό­χο να τσα­κί­σουν το εργα­τι­κό — λαϊ­κό κίνη­μα, να το αφο­πλί­σουν, να απο­κα­τα­στή­σουν πλή­ρως την εξου­σία τους στη χώρα. Παρ’ όλες τις ταλα­ντεύ­σεις και τα λάθη από πλευ­ράς του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η ένο­πλη αντι­πα­ρά­θε­ση, ως δήλω­ση ότι «ο λαός δεν δια­λέ­γει τις αλυ­σί­δες αλλά τα όπλα», άφη­σε σημα­ντι­κή παρα­κα­τα­θή­κη. Η κατά­λη­ξη του Δεκέμ­βρη ήταν η Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας, μια συμ­φω­νία παρά­δο­σης των όπλων που δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν στο συσχε­τι­σμό δυνά­με­ων, παρά τη στρα­τιω­τι­κή ήττα του Δεκέμ­βρη. Η μετα­δε­κεμ­βρια­νή περί­ο­δος, η λευ­κή τρο­μο­κρα­τία επι­βε­βαί­ω­σαν ότι η αστι­κή τάξη δεν είχε ενδοια­σμούς πως οι ίδιες οι εξε­λί­ξεις της ταξι­κής πάλης έφερ­ναν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη το ζήτη­μα «ποιος ποιον». Πάλι παρ’ όλες τις ταλα­ντεύ­σεις και τις στρα­τη­γι­κές αδυ­να­μί­ες που συνέ­χι­ζαν να υπάρ­χουν, το ΚΚΕ, το εργα­τι­κό — λαϊ­κό κίνη­μα απά­ντη­σαν με τον ηρω­ι­κό 3χρονο αγώ­να του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλάδας.

🚩 Για 33 μέρες, λοι­πόν, η μάχη που έδω­σε ο λαός με το όπλο στο χέρι, την προ­κή­ρυ­ξη, το χωνί, τα οδο­φράγ­μα­τα, ενά­ντια στην αστι­κή τάξη και τους Άγγλους ιμπε­ρια­λι­στές απο­τέ­λε­σε πηγή έμπνευσης.

Κορυ­φαί­οι λογο­τέ­χνες και ποι­η­τές κατέ­γρα­ψαν τις συγκλο­νι­στι­κές αυτές στιγ­μές και κάποια τέτοια απο­σπά­σμα­τα παρου­σιά­ζει ο «Ριζο­σπά­στης του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου».

«Οι ελευ­θε­ρω­τές γυρί­σαν απ’ τη μάχη
Και βρή­κα­νε και­νού­ρια αφεντικά
Να κυβερ­νάν τις πολι­τεί­ες τους.
Κι απ’ τα κανό­νια ανά­με­σα, προ­βά­λα­νε οι έμπο­ροι».

(Μπ. Μπρεχτ — «Μαθαί­νο­ντας τα νέα για το λου­τρό αίμα­τος των Τόρυ­δων στην Ελλάδα»)

Δείγματα ελάχιστα σας αντιγράφουμε

Θα ανα­ρω­τιό­σα­στε πώς μπό­ρε­σε ν’ αντέ­ξει ένας ξαρ­μά­τω­τος λαός ενά­ντια στα σιδε­ρι­κά «ξηράς, θαλάσ­σης και αέρος», και στην «αγγλι­κή λίρα» που μέχρι σήμε­ρα αγό­ρα­ζε σώμα­τα και ψυχές. Πώς μπό­ρε­σε ν’ αντέ­ξει όταν οι Αγγλοι του ‘κοψαν κάθε δια­νο­μή τρο­φί­μων, κάθε στα­γό­να φάρ­μα­κο, όταν τ’ αερο­πλά­να τους ανα­τί­να­ξαν τους σωλή­νες και κόπη­κε και το νερό.

Κρί­μας που δεν μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε όλο το έντυ­πο υλι­κό που τυπω­νό­τα­νε σ’ εκεί­νες τις 33 μέρες. Ν’ ακού­σε­τε τις ανα­φο­ρές των υπευ­θύ­νων. Τα λόγια των μανά­δων. Να βλέ­πα­τε πώς βγά­ζαν όλοι την μπου­κιά απ’ το στό­μα τους να τη δώσουν στον άλλον. Θ’ ανα­τρι­χιά­ζα­τε όταν ξεψυ­χού­σα­νε οι αμού­στα­κοι ΕΛΑ­Σί­τες μας μ’ εκεί­νο το τρα­γού­δι της Λαο­κρα­τί­ας. Οταν νεκρο­φι­λού­σε ο γέρος το τελευ­ταίο του παι­δί κι έπια­νε αυτός το πολυ­βό­λο. Μόνο τότε θα νιώ­θα­τε. Δείγ­μα­τα ελά­χι­στα σας αντιγράφομε…

(Μ. Αξιώ­τη — «Αθή­να 1941 — 1945»)

Οι τελευταίες διαταγές, τα τελευταία τραγούδια

Στις 29 Δεκέμ­βρη, οι Αγγλοι αρχί­ζουν τη μεγά­λη επί­θε­ση, με 24 τανκς ενά­ντια στις Ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες. Ο ΕΛΑΣ υπο­χώ­ρη­σε, αλλά με τέτοιο τρό­πο που δεν είχε ούτε έναν αιχ­μά­λω­το… Παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς 3 ομά­δες μας ξανα­μπαί­νουν μέσα στην Αθή­να. Δεν το βαστά η καρ­διά μας να τους αφή­σου­με ήσυ­χους. Ξανα­γυ­ρί­σα­με και τους χτυ­πή­σα­με και τους αλλά­ξα­με την πίστη.

Στις 5 Γενά­ρη συντάσ­σε­ται ο ΕΛΑΣ. Η Αθή­να αφου­γκρά­ζε­ται ένα βαθύ βου­η­τό που γιο­μί­ζει τη νύχτα. Χιλιά­δες πόδια περ­πα­τούν. Οι τελευ­ταί­ες δια­τα­γές. Τα τελευ­ταία τρα­γού­δια. Οταν ξημέ­ρω­σε η αυγή, τα παι­δά­κια που ξύπνη­σαν από τα κρε­βα­τά­κια τους και τρέ­ξα­νε στο δρό­μο να βρού­νε τους πολε­μι­στές, όπως τους βρί­σκαν κάθε μέρα, δεν τους βρή­καν στις θέσεις τους. Ο ΕΛΑΣ βγή­κε από την πρωτεύουσα…

(Μ. Αξιώ­τη, «Αθή­να 1941 — 1945»)

Σίμωνε ο Δεκέμβρης…

Σίμω­νε ο Δεκέμβρης.
Τα βρά­δια που κατε­βαί­νουν τα ρου­λά πάνου από τις βιτρί­νες με τα κου­ρα­σμέ­να φώτα
Ετσι που κατε­βαί­νουν σιδε­ρέ­νια δίχτυα σ’ ένα μυθι­κό βυθό — τα βράδια
Παρα­τη­ρεί­ται πολ­λή κίνη­ση από εγγλέ­ζι­κα τζιπ
Πολ­λή κίνη­ση από κάτι μεγά­λα, κλει­στά βου­βά αυτοκίνητα.
Κάτι μας παρα­μό­νευε ξανά πίσω από τους τοίχους
Κάτι μουγ­γό και σκο­τει­νό έξω απ’ την καρ­διά μας.
Εκεί που άλλο­τες κρυ­φο­κου­βέ­ντια­ζαν πολ­λές καρ­διές στα σκοτεινά
Τώρα ξεφύ­τρω­σαν πολ­λοί ρήτο­ρες στο φως.
Ηταν να φοβά­σαι τα λόγια τους. Δεν ήταν δικά μας.
Και στους τοί­χους ξεφύ­τρω­σαν κάτι παρά­ξε­να σημάδια.
Σ’ όλη την κατο­χή δεν τάι­δα­με γραμ­μέ­να σε κανέ­ναν τοίχο.
Μα τώρα δα τι θέλου­νε στους αθη­ναϊ­κούς δρόμους;
Κι η εγγλέ­ζι­κη φρου­ρά ποιους κρύ­βει με τις πλά­τες της;

(Γ. Ρίτσος — «Οι γει­το­νιές του κόσμου»)

Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη

Και ξημέ­ρω­σε η 3 του Δεκέμ­βρη. 3 του Δεκέμβρη…!
Οποιος έζη­σε τις 3 του Δεκέμ­βρη, στις 4 μπο­ρού­σε να πεθάνει.
Ο προ­ο­ρι­σμός του ανθρώ­που που είναι: να κάνει κάτι μεγά­λο, εκπλη­ρώ­νε­ται. Για­τί ο λαός, ο Αθη­ναϊ­κός λαός, εκεί­νη τη μέρα απο­κα­λύ­φθη­κε μπρο­στά στο ίδιο του το μεγαλείο.

(Μ. Λου­ντέ­μης — «Ο μεγά­λος Δεκέμβρης»)

Στην πλα­τεία Συντάγ­μα­τος, 3 του Δεκέμ­βρη σήμε­ρα, χιλιά­δες λαός δια­δη­λώ­νει σε από­λυ­τη τάξη. Για να εξα­σφα­λί­σει την κερ­δι­σμέ­νη ελευ­θε­ρία του. Μήπως και του ‘ρθει κανε­νούς η όρε­ξη, και μας ξανα­που­λή­σει στο παζά­ρι σκλάβους!

Μες στην ανθρω­πο­θά­λασ­σα συνα­ντιό­μα­στε με το Γιώρ­γη, τον δικη­γό­ρο, 3 χρό­νια τον ήξε­ρα, έτσι λέγε­ται. Τρε­λός από χαρά με αγκα­λιά­ζει: «Τώρα μπο­ρώ να το φωνά­ζω! δε φοβά­μαι πια! είμα­στε ελεύ­θε­ροι! δε με λεν Γιώρ­γη, λέγο­μαι…». Δίπλα από τ’ ανά­χτο­ρα αστυ­νο­μι­κοί και φασί­στες εκεί­νη τη στιγ­μή μας πυρο­βο­λούν στο ψαχνό… Του Γιώρ­γη τ’ όνο­μα ακό­μα δεν το ‘μαθα! Οι νεκροί πέφτουν τώρα τρι­γύ­ρω μας ένας — ένας χάμω…

Οι Αγγλοι γύρω — γύρω, πάνω στα τανκς, στη «Μεγά­λη Βρε­τα­νία» στα πεζο­δρό­μια, ανά­με­σα στο πλή­θος, φλεγ­μα­τι­κοί παντού κι αξιο­πρε­πείς στέ­κουν και βλέ­πουν τη δολο­φο­νία μας, πως θα ‘στε­καν να βλέ­πουν ται­νία κινη­μα­το­γρά­φου. Στο τέλος — τέλος παίρ­νου­νε μέρος. Μαζεύ­ου­νε με φορ­τη­γά τους, τραυ­μα­τι­σμέ­νους και γερούς. Ηταν αυτοί οι πρώ­τοι όμη­ροι. Σε λίγες μέρες γίνη­καν χιλιάδες.

Την άλλη μέρα, 4 Δεκέμ­βρη, θάψα­με τους νεκρούς μας.

(Μ. Αξιώ­τη, «Απά­ντη­ση σε 5 ερωτήματα»)

Η μάνα Αθή­να έσφι­ξε τα δόντια της, έδε­σε σφι­χτά τα μπό­λια της και κατέ­βη­κε να θάψει τα παι­διά της. Μια ολό­κλη­ρη μέρα παρή­λαυ­νε η Αθή­να απ’ τους δρό­μους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγά­λη! Ηταν ωχρή, αδέ­κα­στη, αποφασισμένη.
Στις τρεις η ώρα ολό­κλη­ρη η Αθή­να γονά­τι­σε. Ενα φαρ­δύ ματω­μέ­νο πανί συγκέ­ντρω­σε σε δυο γραμ­μές όλο το νόη­μα του όρκου και της απόφασης:
ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ ‘Η ΤΑ ΟΠΛΑ”».

(Μ. Λου­ντέ­μης — «Ο μεγά­λος Δεκέμβρης»)

Οι 33 μέρες

Τότε από μυριά­δες στό­μα­τα ακού­στη­καν τού­τα τα λόγια και ταυ­τό­χρο­να γίνη­καν τού­τες οι πρά­ξεις, που συνε­χί­στη­καν 33 μέρες στην Αθήνα…

Ο πόλε­μος! Ο πόλε­μος! Ηρθε πάλι ο πόλε­μος! Μας σκό­τω­σαν τον άοπλο λαό μας! Στο αίμα του μου­λιά­σα­με τα λάβα­ρά μας! Στο αίμα του βου­τή­ξα­με τα δάχτυ­λά μας και γρά­ψα­με εκδί­κη­ση! Η αντί­στα­ση συνε­χί­ζε­ται! Τα όπλα μας! Τα όπλα μας! Χτυ­πή­στε τις καμπά­νες! Βαρέ­στε τις σάλ­πιγ­γες! Να φωνά­ξου­νε τα χου­νιά! Να βγουν τα συνερ­γεία! Για το λαό μας! Το δίκιο και τη λευτεριά!

Ο Σκό­μπι εξέ­δω­κε την περιώ­νυ­μη στρα­τιω­τι­κή δια­τα­γή του! «Αν δεν καθί­σε­τε φρό­νι­μα, δεν θα υπάρ­ξουν τρό­φι­μα για τον ελλη­νι­κό λαό».

Δε θέλο­με κον­σέρ­βα!… Εδώ είναι η φωνή του ΕΛΑΣ! Οποιος μπο­ρεί να βρει ένα όπλο να το πιά­σει! Ο κόσμος τρέ­χει να βρει ένα ντου­φε­κά­κι. Εδώ είναι η φωνή του ΕΑΜ συνερ­γείο για τρό­φι­μα: όποιος μπο­ρεί να δώσει για το λαό μας, να δώσει! Ο κόσμος βγά­ζει την ψυχή του και τη δίνει. Εδώ η ΕΠΟΝ συνερ­γείο του Τύπου: όποιος μπο­ρεί να γρά­φει, να μοι­ρά­ζει, να ‘ρθει! Ο κόσμος τρέ­χει από παντού να βοηθήσει…

(Μ. Αξιώ­τη — «Απά­ντη­ση σε 5 ερωτήματα»)

Ετσι πολέμησε ο λαός της Αθήνας

– Πρώ­τη προ­σπά­θειά μας στην Εθνι­κή Αλλη­λεγ­γύη ήταν να συγκρο­τή­σου­με σταθ­μούς επι­δέ­σε­ως τραυ­μά­των. Κάθε 300 μέτρα φτιά­ξα­με από ένα. Κορί­τσια έτρε­χαν με ένα σεντό­νι, με μια γάζα. Μια γριού­λα φτω­χή και κου­ρε­λια­σμέ­νη παρου­σιά­στη­κε στα γρα­φεία μας και πρό­σφε­ρε 25 γραμ­μά­ρια ιώδιο. Δυο κορί­τσια το μπα­μπά­κι απ’ το στρώ­μα της προί­κας τους. Μέσα στις πρώ­τες 10 μέρες μπή­καν σε λει­τουρ­γία 29 νοσο­κο­μεία σε σύνο­λο 2.494 σπί­τια. Δίπλα σ’ αυτά, ειδι­κά «συνερ­γεία χαράς» δίνουν ψυχα­γω­γία στους τραυ­μα­τί­ες. Αρχι­σαν να λει­τουρ­γούν σε πολ­λά νοσο­κο­μεία βιβλιοθήκες…

– Ωρες κοι­τού­σε τους μεγά­λους που ‘παιρ­ναν οπλι­σμό. Στο τέλος κοκ­κι­νί­ζο­ντας, τόλ­μη­σε και είπε το αετό­που­λο: «Δώστε κι εμέ­να συνα­γω­νι­στές, ένα όπλο. Πριν έρθω πήρα την ευχή της μάνας μου».

– Σήμε­ρα ένας τραυ­μα­τί­ας μας πήδη­σε από το παρά­θυ­ρο, επει­δή του απα­γο­ρεύ­α­με να μετα­κι­νη­θεί. Το ‘σκα­σε για να συνε­χί­σει τον αγώ­να. Το κρε­βά­τι του το πήρε ο Θόδω­ρος από το Ν. Κόσμο 14 χρο­νών. Χτυ­πή­θη­κε στην επί­θε­ση στο τάγ­μα Μακρυ­γιάν­νη. Ηταν γεμι­στής οπλο­πο­λυ­βό­λου κι έρι­χνε τέλεια τη χειροβομβίδα.

– Η 2η ταξιαρ­χία του ΕΛΑΣ ανα­λαμ­βά­νει την επί­θε­ση ενά­ντια στο τάγ­μα χωρο­φυ­λα­κής Μακρυ­γιάν­νη. Αρχι­σε με 60 άντρες. Σε 3 μέρες ανέ­βη­κε στους 1.000 πολε­μι­στές. Με αυτό τον τρό­πο σχη­μα­τί­στη­καν όλες οι ταξιαρ­χί­ες μας. Από 50 άρχι­ζαν και ξεπερ­νού­σαν τους 2.000, δεν είχα­με όπλα. Το πολύ — πολύ ένα ντου­φέ­κι κάθε 2 άντρες. Οι μαχη­τές πολε­μού­σαν με βάρδιες…

(Μ. Αξιώ­τη — «Αθή­να 1941 — 1945»)

Οι τελευταίες διαταγές, τα τελευταία τραγούδια

Στις 29 Δεκέμ­βρη, οι Αγγλοι αρχί­ζουν τη μεγά­λη επί­θε­ση, με 24 τανκς ενά­ντια στις Ανα­το­λι­κές συνοι­κί­ες. Ο ΕΛΑΣ υπο­χώ­ρη­σε, αλλά με τέτοιο τρό­πο που δεν είχε ούτε έναν αιχ­μά­λω­το… Παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς 3 ομά­δες μας ξανα­μπαί­νουν μέσα στην Αθή­να. Δεν το βαστά η καρ­διά μας να τους αφή­σου­με ήσυ­χους. Ξανα­γυ­ρί­σα­με και τους χτυ­πή­σα­με και τους αλλά­ξα­με την πίστη.

Στις 5 Γενά­ρη συντάσ­σε­ται ο ΕΛΑΣ. Η Αθή­να αφου­γκρά­ζε­ται ένα βαθύ βου­η­τό που γιο­μί­ζει τη νύχτα. Χιλιά­δες πόδια περ­πα­τούν. Οι τελευ­ταί­ες δια­τα­γές. Τα τελευ­ταία τρα­γού­δια. Οταν ξημέ­ρω­σε η αυγή, τα παι­δά­κια που ξύπνη­σαν από τα κρε­βα­τά­κια τους και τρέ­ξα­νε στο δρό­μο να βρού­νε τους πολε­μι­στές, όπως τους βρί­σκαν κάθε μέρα, δεν τους βρή­καν στις θέσεις τους. Ο ΕΛΑΣ βγή­κε από την πρωτεύουσα…

(Μ. Αξιώ­τη, «Αθή­να 1941 — 1945»)

Ετσι τελείωσε ο Δεκέμβρης…

Οι γει­το­νιές είναι έρημες…
Τον ξύλι­νο σταυρό
με τα πολ­λά ονό­μα­τα των λαϊ­κών ηρώων
τον κάψαν στην πλα­τεία. Μονά­χα το κρά­νος το ΕΛΑΣίτικο
δεν έλιω­σε στη φλό­γα — απόμεινε
πετα­μέ­νο στο δρό­μο της έρη­μης γειτονιάς.
Μα εμείς τα θυμό­μα­στε τα ονόματα
και τ’ άλλα ονό­μα­τα που δεν είχα­με ακό­μα προφτάσει
να τα γρά­ψου­με στους ξύλι­νους σταυ­ρούς — τα θυμόμαστε…
Κάτου από τους ίσκιους των αεροπλάνων
κάτου από τους πυρο­βο­λι­σμούς. Η Αθή­να που μακραίνει
σβή­νει στο βάθος η Αθή­να. Ρίχνου­με μια ματιά από την Πάρνηθα.
Η Αθή­να. Η Αθή­να. Οι καπνοί απ’ τις πυρκαϊές,
κι οι σκιές των αεροπλάνων…
σβή­νο­ντας με τα μαύ­ρα χέρια τους το χαμόγελο
απ’ τις φτω­χές συνοι­κί­ες, τις φτω­χές, τις δοξα­σμέ­νες συνοικίες…
Ετσι τελεί­ω­σε ο Δεκέμβρης.
Ερι­ξε ο Λαός τον μπό­γο του στον ώμο του
Κι έφυ­γε ο Λαός. Δεν τον σηκώ­νει ο τόπος.
Οπου δεν είναι λευ­τε­ριά δεν τον σηκώ­νει ο τόπος.
Τρα­βά­ει πιο πάνου να μασή­σει τον καη­μό του,
Τρα­βά­ει πιο πάνου να στή­σει το ταμπού­ρι του.

(Γ. Ρίτσος - «Οι γει­το­νιές του κόσμου»)

🚩  Την Κυρια­κή 3 του Δεκέμ­βρη 1944, ένα παλ­λαϊ­κό συλ­λα­λη­τή­ριο του λαού της Αθή­νας και του Πει­ραιά στην πλα­τεία Συντάγ­μα­τος χτυ­πή­θη­κε με τα όπλα από τον τότε αστι­κό πολι­τι­κό κόσμο και τους Άγγλους ιμπε­ρια­λι­στές συμ­μά­χους του.

🚩  Την ίδια μέρα, ο «Ριζο­σπά­στης» στην πρώ­τη σελί­δα του είχε το σύν­θη­μα: «Όλοι σήμε­ρα στις 11 στο συλ­λα­λη­τή­ριο του ΕΑΜ στο Σύνταγ­μα — Κάτω η κυβέρ­νη­ση του εμφυ­λί­ου πολέμου».

🚩  Έτσι, λοι­πόν, στις 3 του Δεκέμ­βρη του 1944, οι αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τον ίδιο ένο­πλο μηχα­νι­σμό (Αστυ­νο­μία, Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας κ.λπ.), που στή­ρι­ξε τη γερ­μα­νι­κή κατο­χή, άλλα δικά της ένο­πλα τμή­μα­τα, όπως η Ορει­νή Ταξιαρ­χία και ο Ιερός Λόχος, αλλά και ένο­πλα τμή­μα­τα των Άγγλων, τους οποί­ους είχαν καλέ­σει ακρι­βώς για­τί χωρίς αυτούς δεν μπο­ρού­σαν να επι­βά­λουν την κυριαρ­χία τους στο λαό, επι­δί­ω­ξαν να τσα­κί­σουν το οργα­νω­μέ­νο λαϊ­κό κίνη­μα και την εμπρο­σθο­φυ­λα­κή του, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, αλλά και τον ΕΛΑΣ. Το απο­τέ­λε­σμα: 30 νεκροί, δεκά­δες τραυ­μα­τί­ες. Την επο­μέ­νη, 4 Δεκέμ­βρη, η λαο­σύ­να­ξη που συνο­δεύ­ει τους νεκρούς στην τελευ­ταία τους κατοι­κία, χτυ­πιέ­ται ξανά. Έτσι ξεκι­νά­ει η «μάχη της Αθήνας».

🚩  Ο ηρω­ι­κός Δεκέμ­βρης του λαού γίνε­ται αντι­κεί­με­νο αντι­κομ­μου­νι­στι­κής προ­πα­γάν­δας, δια­στρέ­βλω­σης και αμαύ­ρω­σης της Ιστο­ρί­ας του λαού μας από όψι­μους δημο­σιο­λό­γους, καθη­γη­τές δήθεν ιστο­ρι­κούς, που την επι­στή­μη τους την ατι­μά­ζουν, ερμη­νεύ­ο­ντας τα γεγο­νό­τα από τη σκο­πιά του κεφα­λαί­ου και του αστι­κού πολι­τι­κού κόσμου. Τα αστι­κά επι­τε­λεία νομί­ζουν πως έτσι θα ξεκά­νουν από τη λαϊ­κή μνή­μη μια λαμπρή στιγ­μή ανυ­πό­τα­χτης από­φα­σης του λαού. Είναι γελα­σμέ­νοι. Είναι οι λαοί που από την Ιστο­ρία τους διδά­σκο­νται ότι μονό­δρο­μος είναι η πάλη με όλα τα μέσα ενά­ντια στους κυρί­αρ­χους. Ο Δεκέμ­βρης του ’44 απο­τε­λεί μια από τις μεγά­λες ηρω­ι­κές στιγ­μές του λαϊ­κού κινή­μα­τος και καμία ιστο­ρι­κή δια­στρέ­βλω­ση δεν μπο­ρεί να το κρύψει.

Η μνή­μη, η πεί­ρα που απο­κτά­με είναι μια υπό­σχε­ση για τη νίκη και σήμε­ρα. Το έγρα­ψε και ο κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής Γιάν­νης Ρίτσος σε ένα ποί­η­μά του:

«Θα την φτιά­ξου­με πάλι την Αθή­να μας, έλα λοι­πόν μην κάνεις έτσι.
Θα την πάρου­με. Θα χτί­σου­με τη σοσια­λι­στι­κή Αθήνα.
Σκού­πι­σε τα μάτια σου και κεί­να τα γράμ­μα­τα θα τα γράψουμε.
Ναι τ’ ορκι­ζό­μα­στε, μπαρ­μπα — Στάθη
Κόκ­κι­να, κατα­κόκ­κι­να, ναι, στη βρυ­σού­λα σου και σ’ όλες τις μάντρες,
σ’ όλους
τους τοί­χους, σ’ όλο τον ουρα­νό ΚΚΕ, ΚΚΕ.
Σκού­πι­σε τα μάτια σου.
ΚΚΕ. Τ’ ορκιζόμαστε».

🚩  Ο λαός της Αθή­νας πολέ­μη­σε τετρά­γω­νο το τετρά­γω­νο, σπί­τι το σπί­τι. Δεν έγι­νε όμως δυνα­τόν να συγκε­ντρω­θούν δυνά­μεις του ΕΛΑΣ στο βασι­κό μέτω­πο ενά­ντια στην κυβέρ­νη­ση, στα ένο­πλα τμή­μα­τά της και τους Άγγλους στην Αθή­να και σε άλλες μεγά­λες πόλεις σε όλη την Ελλά­δα. Δεν υπήρ­χε τέτοιο σχέ­διο και προ­ε­τοι­μα­σία με πανστρατιά.

🚩  Στην ένο­πλη πάλη είναι ανα­γκαία η μεγά­λη υπε­ρο­χή με συγκέ­ντρω­ση δυνά­με­ων στο απο­φα­σι­στι­κό σημείο, π.χ. Αθή­να, και σε μεγά­λες πόλεις, και την κατάλ­λη­λη στιγ­μή και με παν­στρα­τιά. Όμως, το Δεκέμ­βρη βασι­κές δυνά­μεις του ΕΛΑΣ βρέ­θη­καν μακριά από την Αθήνα.

🚩  Η ένο­πλη πάλη από τη στιγ­μή που αρχί­ζει πρέ­πει να τρα­βή­ξει απο­φα­σι­στι­κά έως το τέλος. Να εξα­σφα­λί­ζε­ται αιφ­νι­δια­σμός του εχθρού τη στιγ­μή που τα στρα­τεύ­μα­τά του είναι σκόρ­πια, να δια­τη­ρεί­ται η ηθι­κή υπε­ρο­χή και με συνε­χείς μικρές νίκες. Χρειά­ζε­ται απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, πέρα­σμα στην επί­θε­ση και όχι μόνο άμυνα.

🚩  Το Δεκέμ­βρη το ΚΚΕ και το λαϊ­κό κίνη­μα δεν εξα­σφά­λι­σαν τέτοιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις και σχέ­διο. Η ένο­πλη σύγκρου­ση δεν πήρε δηλα­δή χαρα­κτη­ρι­στι­κά πάλης για την εξου­σία. Ακό­μα και στη διάρ­κειά της παρέ­με­νε η θέση για κυβέρ­νη­ση εθνι­κής ενό­τη­τας και ομα­λή δημο­κρα­τι­κή εξέ­λι­ξη.

Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα

🚩  Παρ’ όλα αυτά το Δεκέμ­βρη του ’44, ο λαός της Αθή­νας αντι­με­τώ­πι­σε σε άνι­σο αγώ­να την ενω­μέ­νη δύνα­μη των εγγλέ­ζι­κων στρα­τευ­μά­των και των ντό­πιων στρα­τιω­τι­κών και ένο­πλων αστι­κών δυνά­με­ων, Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας, Ορει­νή ταξιαρ­χία, Χίτες, Αστυ­νο­μία και άλλες ομά­δες συνερ­γα­τών των Γερ­μα­νών που εξό­πλι­σαν οι αστι­κές δυνά­μεις και οι Εγγλέ­ζοι. Ο λαός διά­λε­ξε το δρό­μο της σύγκρου­σης. Γι’ αυτό, όσα και αν γρα­φτούν ενα­ντί­ον του Δεκέμ­βρη, θα μεί­νει ζωντα­νό το πύρι­νο σύν­θη­μα του πανό που κρα­τούν οι μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νες κοπέ­λες της ιστο­ρι­κής φωτο­γρα­φί­ας: «Όταν ο λαός βρί­σκε­ται μπρο­στά στον κίν­δυ­νο της τυραν­νί­ας, δια­λέ­γει ή τις αλυ­σί­δες ή τα όπλα».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο