Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δραγάτης

Γυρεύ­εις τον παρά­δει­σο, εκεί­νο το τοπίο που η χαρά σου τρέ­χει με σαντά­λια στα πόδια και λευ­κά φτε­ρά στους ώμους. Δεν είναι χαμέ­νος, όχι, βάλε μια φωνή και θα δεις να γυρί­ζει μαγι­κά πίσω. Τώρα σού μήνυ­σε η αγά­πη. Με καλο­σι­δε­ρω­μέ­νο που­κά­μι­σο σε περι­μέ­νει. Αύριο, μην αργήσεις.

Και, μην ξεχνάς, στο Λασί­θι δεν έχεις ανά­γκη από πυξί­δα, στο Λασί­θι έρχε­σαι για να μην χαθείς.

Στη Γαϊ­τα­νού συνε­χί­ζεις να κατα­σκο­πεύ­εις την πρώ­τη ουσία, αυτή τη φορά στη θέα ενός όμορ­φου κήπου. Δεν είσαι η μόνη. Στη φτε­ρω­τή του μύλου ένας μαυ­ρο­κό­ρα­κας κατα­σκο­πεύ­ει επί­σης, όμως τόσο δια­κρι­τι­κά ώστε δεν τρα­βά­ει αμέ­σως την προ­σο­χή σου.
Στο κρά­ξι­μο και στο φευ­γιό θα τον αντι­λη­φθείς και με αφορ­μή αυτό, θα σκε­φτείς πως ό,τι του λεί­πει σε μελω­δι­κή φωνή και ζωη­ρό­χρω­μο παρου­σια­στι­κό, το ανα­πλη­ρώ­νει και με το παρα­πά­νω με άλλους τρόπους.

Πλη­σιά­ζεις στο περι­βό­λι. Χαι­ρε­τάς το ίδιο εγκάρ­δια όπως σε υπο­δέ­χο­νται. Ο Γιάν­νης ο Ψηλός, και ο Μανώ­λης ο Σπί­θας, θα σε φιλέ­ψουν μια φέτα δρο­σε­ρό καρ­πού­ζι και ένα καλα­θά­κι φρά­ου­λες. Οι βασι­λι­κοί και οι κατι­φέ­δες γύρω από το πηγά­δι τρα­βούν την προ­σο­χή σου.
Η πρώ­τη ουσία παντού, στον ήχο του νερού, στον αέρα, στα χρώ­μα­τα, στις μυρω­διές, σ’ ένα άγγιγ­μα, στη θύμη­ση και σ’ αυτό το κάλε­σμα του θεί­ου του Γιάν­νη του Σιγα­νά­κη, του “Δρα­γά­τη”, όπως τον ξέρουν όλοι. Συγκε­ντρώ­νεις την προ­σο­χή σου όλη και ακούς:

«Είδε­τε τον κόρα­κα τον μαυ­ρό­φτε­ρο, που δε φορεί αμπά σαν τον κου­κλο­πε­τει­νό, απού κάθε­ται στο τέλι του μύλου για­τί ’ναι αμπα­σα­δό­ρος των αλλω­νώ κορά­κω; Σιμώ­σε­τε επα­δέ κοντά στην ασκια­νιά­δα, ξεκα­λι­κω­θεί­τε να μπεί­τε στ’ αυλά­κι να δρο­σε­ρέ­ψου­νε τα πόδια σας να μη βγά­λε­τε αμπα­θού­λες, κι εγώ δα σας (ε) μάθω ένα παι­γνί­δι, απού παί­ζα­με­νε εμείς όντε(ν) ήμα­στα­νε κοπέ­λια,  πρι­χού πολ­λά χρό­νια. Μα γιάε, δα σας το πω μια βολά μόνο, δεν το λέμε κάθα ντις και ντάι. Χουμ μπε­λε­ρέ­μπος σαμπιέ…» , γελά και καλεί τα παι­διά που παί­ζουν ανά­με­σα στις μηλιές και στις κερασιές.Ο Δραγάτης

Θα τρέ­ξουν όλα με χαρά, ξυπό­λη­τα. Θα φορέ­σει το παλιό τριμ­μέ­νο καπέ­λο του αγρο­φύ­λα­κα, το μετά­λιο που έχει από τον πόλε­μο της Κορέ­ας με τη φαρ­διά κορ­δέ­λα, και αφού μοι­ρά­σει πρώ­τα μια χού­φτα καρα­μέ­λες, θα κάμει τα πει­ράγ­μα­τά του σαν παι­δί και αυτός και μετά, θα αναγ­γεί­λει με τη γυρι­στή μου­ζί­κα  του, τα, τατά, τα, τατά­αα, ταα­αα, με ιδιαί­τε­ρη επι­ση­μό­τη­τα την έναρ­ξη του παι­χνι­διού, παρο­τρύ­νο­ντάς να τσι­μπή­σουν ο ένας το χέρι του άλλου στο δέρ­μα και όσο θα λένε το τρα­γού­δι να προ­σπα­θή­σουν να κρα­τούν ίσια την “κρε­μα­ντο­λιά”…

Μετά, όταν θ’ ακού­σουν «κρα, κρα, κρα»  τρεις φορές, θ’ αφή­σουν ελεύ­θε­ρο το χέρι που κρα­τούν και θα επι­τε­θούν όλοι με τσι­μπή­μα­τα σ’ εκεί­νον που θα δεί­ξει με τα μάτια ο αρχηγός.

Αρχί­ζει πρώ­τος και επα­να­λαμ­βά­νουν όλα τα παι­διά μαζί, κάθε πρό­τα­ση τραγουδιστά:

«Τζί­μπι τζί­μπι κόρα­κα, που τα πας τα πρόβατα.
Κάτω στα λακώ­μα­τα, και στα πωκω­λώ­μα­τα­να φάνε ελιές και χώμα­τα, κι ένα καντά­ρι ψώματα,
που ’χει και νερό να π(χ)ιούνε κι ασκια­νιό να κοιμηθούνε.

Πάρε ψωμί κι’ αγγού­ρι και γλά­κα στου Παπούρη
μα δε σε θέλω πού­ρι αν είσαι και καμπούρης.

Τζί­μπρος, τζί­μπρος, τζί­μπρος, κρα,
χαρώ, παι­δό­γκο­να τσ’ αμπλάς
τζί­μπρος, τζί­μπρος, τζί­μπρος, κρα,
χωστεί­τε λημοπρόγονα.

Κρα, κρα, κρα, ο μύλος έχει οκτώ πανιά,
του Σιγα­νού η κρε­μα­ντο­λιά, ήχι μου και χαλά, χαλά!»

Συμ­με­τέ­χεις, όπως τότε που ήσουν και εσύ παι­δί και ο ίδιος θεί­ος ο Σιγα­νά­κης, σου μάθαι­νε το τζί­μπι, τζί­μπι, κόρα­κα. Ζεις εκ νέου τη στιγ­μή χτί­ζο­ντάς την αλλιώς, σα να θέλεις να τα δεις όλα από την αρχή, με την αθω­ό­τη­τα εκεί­νης της εποχής.Ο Δραγάτης-Λασήθι

Στο Λασί­θι, μπρο­στά σου, ξεδι­πλώ­νε­ται ένα απί­θα­νο φόντο ατέρ­μο­νης προ­ο­πτι­κής και ελπί­δας. Οι εικό­νες και οι μνή­μες εδώ, έχουν μια εξαι­ρε­τι­κή ψυχι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή δύνα­μη που σε συναρπάζει.

Θυμά­σαι… Ο θεί­ος σου ο Γιάν­νης ο Δρα­γά­της, ήταν εκεί­νος που στο αλώ­νι του Μπα­ε­ρά­μη, σου είχε πει να αγα­πάς μαζί με όλα τα άλλα και τον κόρα­κα που όταν πετά κάνει κύκλους και δεν είναι ο κατα­φρο­νε­μέ­νος, αλλά ο πανέ­ξυ­πνος, ο ταξι­δευ­τής, εκεί­νος που παρα­τη­ρεί και θυμά­ται τα πάντα και που αλη­θι­νά μοι­ρο­λο­γεί τους νεκρούς του, όπως κάνει και ο άνθρωπος.

Κάπως έτσι, μέσα από τις ανα­μνή­σεις είναι παρή­γο­ρο ότι ένας άνθρω­πος μπο­ρεί να εξα­κο­λου­θή­σει να υπάρ­χει, όχι με την προ­σω­πι­κή του διά­στα­ση, αλλά μέσα από την αξία μιας στιγ­μής που σε άγγιξε.

Μια βόλ­τα στον χρό­νο, μια βόλ­τα εκεί που τα βήμα­τα σε πηγαί­νουν προς τα πίσω. Στο χτες ανή­κεις, στο χτες, και αύριο, εσύ, πάλι στο χτες θα ανή­κεις, εσύ το λες. Έχεις ανά­γκη να στα­μα­τή­σεις λίγο περισ­σό­τε­ρο σ’ εκεί­νη την επο­χή, όχι για να την ξανα­ζή­σεις, μα για να την ερμη­νεύ­σεις και να ερμηνευτείς.

Δεν θα χρεια­στεί να τρα­βή­ξεις το κεντη­μέ­νο  κουρ­τι­νά­κι του χρό­νου, όχι για­τί βλέ­πεις μέσα από την κιτρι­νι­σμέ­νη δαντέ­λα, όπως παλιά, όπως πάντα. Αυτό το κουρ­τι­νά­κι δεν σου κρύ­βει τίπο­τα από τη ζωή, αντι­θέ­τως τα κάνει όλα πιο όμορ­φα, την ανθρω­πιά, το χαμό­γε­λο, το παρά­πο­νο, το δάκρυ.

Στο Ορο­πέ­διο βρί­σκε­σαι, ο μικρός Μέγας Τόπος της καρ­διάς σου!

Όσα δεν μπο­ρείς να φαντα­στείς και να υπο­σχε­θείς αλλού, θα τα πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις εδώ. Μέχρι χτες σκε­φτό­σουν άλλα, μα τώρα ξέρεις καλά πώς να ονει­ρευ­τείς αυτά που θα γίνουν αύριο…

Τι και αν φτε­ρου­γί­ζουν και φεύ­γουν οι ώρες, στο Λασί­θι μετράς αλλιώς, αισθά­νε­σαι, αγγί­ζεις, ονει­ρεύ­ε­σαι, ζεις, μετράς στιγ­μές στην αιωνιότητα…


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Ευχα­ρι­στού­με για την διά­θε­ση των φωτο­γρα­φιών τον Γιάν­νη Σιγα­νό εγγο­νό του Δραγάτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο