Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δ. Κουτσούμπας για τον Μάνο Κατράκη

«Νιώ­θω ιδιαί­τε­ρη χαρά και εξαι­ρε­τι­κή τιμή, να βρί­σκο­μαι σήμε­ρα εδώ, σε αυτήν την όμορ­φη εκδή­λω­ση για τον μεγά­λο μας Μάνο Κατρά­κη, στην πατρί­δα του την Κρήτη.

Τα προ­τε­ρή­μα­τα του σπου­δαί­ου αυτού ανθρώ­που και καλ­λι­τέ­χνη δεν συγκα­τα­λέ­γο­νται μόνο τα δώρα που του χάρι­σε, έτσι κι αλλιώς, απλό­χε­ρα η φύση: Την ολύ­μπια φωνή, το αρχο­ντι­κό παρά­στη­μα, το καλ­λι­τε­χνι­κό ένστι­κτο και ταμπεραμέντο.

Κυρί­ως, τον Μάνο Κατρά­κη, τον ξεχω­ρί­ζουν οι ψυχι­κές αρε­τές, που σμι­λεύ­τη­καν και ωρί­μα­σαν κοπια­στι­κά, με πολ­λές θυσί­ες, από τα νεα­νι­κά του ακό­μα χρό­νια, στο καμί­νι της ταξι­κής πάλης και μιας έντο­νης ζωής.

Τον ξεχω­ρί­ζουν το πάθος για το δίκιο και τη ζωή, η αντρειο­σύ­νη, μαζί με τα πλού­σια συναι­σθή­μα­τα, την τρυ­φε­ρό­τη­τα, αλλά και την ατσά­λι­νη θέλη­ση κι εργα­τι­κό­τη­τα, τη γεν­ναιο­φρο­σύ­νη και την ανθρωπιά.

Όπως έγρα­φε ο Γιάν­νης Ρίτσος, συνο­μή­λι­κος και καρ­δια­κός του φίλος, στο ποί­η­μά του, αφιε­ρω­μέ­νο στα 50 χρό­νια του Κατρά­κη στο θέα­τρο: “Μες στη φωνή σου πέντε αηδό­νια, τρεις αητοί κι ένα λιο­ντά­ρι, δένουν τη φιλία του κόσμου”…

Από τη δεκα­ε­τία του ΄30 ήταν ολο­φά­νε­ρο από τη θερ­μή υπο­δο­χή κάθε νέας του εμφά­νι­σης πως μια λαμπρή καριέ­ρα ξανοι­γό­ταν μπρο­στά του.

Είχε όλες τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις να ζήσει μια άνε­τη ζωή, απο­λαμ­βά­νο­ντας τις τιμές και τις δόξες των εκλε­κτών της εξουσίας.

Όμως, ο Μάνος Κατρά­κης προ­τί­μη­σε να μεί­νει άνθρωπος.

Διά­λε­ξε το δρό­μο του συνει­δη­τά, με επί­γνω­ση των συνε­πειών, τρά­βη­ξε στα­θε­ρά ως το τέλος τον δύσκο­λο, δύσβα­το δρό­μο, τον μόνο όμως δρό­μο που δίνει τελι­κά νόη­μα στην ίδια τη ζωή και μεγα­λείο στην Τέχνη.

Το δρό­μο της στρά­τευ­σης στο πιο υψη­λό ιδα­νι­κό της ανθρω­πό­τη­τα, το ιδα­νι­κό και το χρέ­ος της κοι­νω­νι­κής απελευθέρωσης.

Στη γερ­μα­νι­κή κατο­χή πήρε, από τους πρώ­τους, μέρος στον αγώ­να, μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ αρχι­κά και του ΚΚΕ από το 1943 και μετά.

Για την αλύ­γι­στη ψυχή του, το αστι­κό κρά­τος τον απέ­λυ­σε από το Εθνι­κό Θέα­τρο το 1947, τον κρά­τη­σε και τον βασά­νι­σε στα μπου­ντρού­μια της Ασφά­λειας και τον έστει­λε εξο­ρία από το 1948 έως το 1952, στην Ικα­ρία, στη Μακρό­νη­σο και τον Αϊ — Στράτη.

Η εξο­ρία και οι βασα­νι­σμοί όμως είχαν το αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα από αυτό που επε­δί­ω­καν οι διώ­κτες του. Ισχυ­ρο­ποί­η­σαν την πολι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συγκρό­τη­ση του Μάνου, που ρού­φη­ξε όλη τη γνώ­ση και την πεί­ρα από τον συγκε­ντρω­μέ­νο, σε εκεί­νους τους άγριους τόπους, ανθό του αγω­νι­ζό­με­νου ελλη­νι­κού λαού.

Πλάι στον Ρίτσο, τον Ιμβριώ­τη, τον Σαρά­φη, και άλλους επώ­νυ­μους και ανώ­νυ­μους συντρό­φους, ένιω­σε πόσο μεγά­λος είναι ο άνθρω­πος κι έδω­σε τον καλύ­τε­ρο εαυ­τό του για να κρα­τη­θεί ψηλά το αγω­νι­στι­κό φρό­νη­μα των εξο­ρί­στων και να λάμ­ψει το μεγα­λείο της ανθρω­πιάς τους.

Σαν αλη­θι­νός καλ­λι­τέ­χνης της ζωής είχε γίνει ένας από τους φάρους του τιτά­νιου αγώ­να των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων για να νική­σουν τον πόνο, την ταπεί­νω­ση, το θάνατο.

Σε αυτήν την υπό­θε­ση έτα­ξε και την υπο­κρι­τι­κή τέχνη του, ειδι­κά στον Αϊ — Στρά­τη, όπου τα λιγο­στά ψήγ­μα­τα ελευ­θε­ρί­ας επέ­τρε­ψαν στην κοι­νό­τη­τα των εξο­ρί­στων να ανε­βά­σουν υψη­λού επι­πέ­δου θεα­τρι­κές παραστάσεις.

Μετά την επι­στρο­φή του από την εξο­ρία, ούτε το στίγ­μα του “αντε­θνι­κού μιά­σμα­τος”, ούτε οι κάθε είδους απο­κλει­σμοί και η εχθρό­τη­τα του αστι­κού κρά­τους τον εμπό­δι­σαν να επι­βλη­θεί και πάλι στη θεα­τρι­κή σκη­νή. Το αντί­θε­το, μάλιστα.

Η περί­ο­δος αυτή, από το 1952 έως το 1967, είναι από τις πιο δημιουρ­γι­κές της στα­διο­δρο­μί­ας του, καθώς στην τέχνη του βρή­κε έκφρα­ση το κατα­στά­λαγ­μα των γνώ­σε­ων που απο­κτή­θη­καν και των διερ­γα­σιών που συντε­λέ­στη­καν στη συνεί­δη­σή του, στα χρό­νια της εξορίας.

Κατα­ξιώ­νε­ται σαν ένας από τους κορυ­φαί­ους και πιο λαο­φι­λείς πρω­τα­γω­νι­στές και πραγ­μα­το­ποιεί το όνει­ρό του να ιδρύ­σει θέα­τρο σύμ­φω­να με τις ιδε­ο­λο­γι­κές και αισθη­τι­κές του πεποι­θή­σεις, το Ελλη­νι­κό Λαϊ­κό Θέατρο.

Μαζί με το θέα­τρο και τον κινη­μα­το­γρά­φο την ίδια περί­ο­δο και ενώ το ΚΚΕ ήταν παρά­νο­μο, δρα­στη­ριο­ποιεί­ται, μέσα από την ΕΔΑ και το ελλη­νι­κό κίνη­μα για την ειρή­νη και τον αφοπλισμό.

Με την επι­βο­λή της δικτα­το­ρί­ας το 1967, ο Μάνος Κατρά­κης πλή­ρω­σε για μια ακό­μα φορά το τίμη­μα της κομ­μου­νι­στι­κής του στράτευσης.

Δέχτη­κε το δυνα­τό­τε­ρο πλήγ­μα που ήταν η έξω­ση του Θεά­τρου του από το θέα­τρο του Άλσους, στο Πεδί­ον του Άρε­ως. Οι κλή­σεις στα αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα και την Ασφά­λεια έγι­ναν καθη­με­ρι­νό­τη­τα, η υγεία του κλο­νί­στη­κε σοβα­ρά, και η συνή­θως δύσκο­λη οικο­νο­μι­κή του κατά­στα­ση επι­δει­νώ­θη­κε δραματικά.

Όμως δεν τα βάζει κάτω. Παρά τη φτώ­χεια και την κλο­νι­σμέ­νη του υγεία, σαν “πλη­γω­μέ­νο λιο­ντά­ρι, κυνη­γη­μέ­νο από τα κακά σκυ­λιά, με πάντα ολόρ­θο κι άτρω­το το χαι­το­φό­ρο του κεφά­λι”, όπως τον περι­γρά­φει ο Γιάν­νης Ρίτσος, προ­βάλ­λει ακό­μα πιο αστρα­φτε­ρός στη μεγά­λη σκη­νή της ταξι­κής πάλης, τόσο με την τέχνη, όσο και με την δρά­ση του, μέσα από το νόμι­μο πια ΚΚΕ, από το 1974, έως ότου να τον νική­σει ο θάνατος.

Η μεγά­λη μορ­φή του Μάνου Κατρά­κη έχει περά­σει πλέ­ον και στην Ιστο­ρία της Τέχνης, ως το σύμ­βο­λο του ανυ­πό­τα­κτου κοι­νω­νι­κού αγω­νι­στή που υψώ­νε­ται χορεύ­ο­ντας πάνω από το θάνατο.

Οι τιμη­τι­κές δια­κρί­σεις στο σπου­δαίο δημιουρ­γό από διά­φο­ρους φορείς ήταν πολ­λές τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης, όπως αυτές που έγι­ναν για τα 50χρονά του στο θέα­τρο το 1981. Ξεχω­ρι­στή αυτή στο Παρί­σι, όπου παρευ­ρέ­θη­κε η αφρό­κρε­μα της γαλ­λι­κής δια­νό­η­σης και τέχνης.

Όμως, για τον Κατρά­κη η μεγα­λύ­τε­ρη τιμή ήταν η συμ­με­το­χή του στη δρα­στη­ριό­τη­τα του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος.

Συνή­θι­ζε να λέει: “Η ζωή μου άρχι­σε από τότε που μπή­κα στο κόμ­μα μου”.

Στη μεγά­λη εκδή­λω­ση που οργά­νω­σε η ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισ­σό, για να τον τιμή­σει, μετά την προ­σφώ­νη­ση του Κόμ­μα­τος που τον απο­κά­λε­σε στρα­τευ­μέ­νο “καλ­λι­τέ­χνη του λαού”, απά­ντη­σε συγκι­νη­μέ­νος: “Δεν είμαι απλά στρα­τευ­μέ­νος. Είμαι έτοι­μος για όλα”!

Ο Μάνος Κατρά­κης σημά­δε­ψε όλες τις πολι­τι­κές μάχες του ΚΚΕ. Με τις ανε­πα­νά­λη­πτες απαγ­γε­λί­ες του, με τις παρα­στά­σεις του στα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, με τη συμ­με­το­χή του στα ψηφο­δέλ­τια του Κόμ­μα­τος, σημα­το­δο­τού­σε τον ατα­λά­ντευ­το αγώ­να του ΚΚΕ για το φωτει­νό μέλ­λον της ανθρωπότητας.

Ο Κατρά­κης είχε ένα τερά­στιο από­θε­μα εμπει­ριών από την πλού­σια και γεμά­τη ζωή του για να τα δώσει ως δώρα στους ανθρώπους.

“Μιση­μέ­νος”, καθώς ο Προ­μη­θέ­ας, “από όλους τους θεούς, για­τί τους ανθρώ­πους αγά­πη­σε τόσο”, κέρ­δι­σε μια θέση παντο­τι­νή ανά­με­σά τους, ανά­με­σά μας.

Σας ευχα­ρι­στώ».

(Χαι­ρε­τι­σμός στην εκδή­λω­ση του «Καφέ Κήπος», στα Χανιά, προς τιμήν του κομ­μου­νι­στή ηθο­ποιού Μάνου Κατράκη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο