Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο  (1950–1974) — Α’ Μέρος

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης* //

[Μια πρώ­τη προσέγγιση] 

Εισα­γω­γι­κά:

 Η Φθιώ­τι­δα έχει να παρου­σιά­σει τρεις ιστο­ρι­κούς τόπους, όπου συντε­λέ­στη­καν σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρι­κές περιό­δους, αντι­στα­σια­κές ηρω­ι­κές πρά­ξεις και κατορ­θώ­μα­τα. Και μάλι­στα, σε μικρή από­στα­ση μετα­ξύ τους: η μάχη των Θερ­μο­πυ­λών (480 π.Χ.), η μάχη της Αλα­μά­νας (και ο ηρω­ι­κός μέχρι αυτο­θυ­σί­ας θάνα­τος του Θανά­ση Διά­κου) (22–24 Απρι­λί­ου 1821) και η ανα­τί­να­ξη της γέφυ­ρας του Γορ­γο­πο­τά­μου (25 Νοεμ­βρί­ου 1942).

Για τη μάχη της Αλα­μά­νας και την ηρω­ι­κή θυσία του Διά­κου ασχο­λή­θη­καν αρκε­τοί από τους ιστο­ρι­κούς  μας, ορι­σμέ­νοι έλλη­νες και ξένοι εικα­στι­κοί και γλύ­πτες καλ­λι­τέ­χνες (P. Von Hess, J. Skene κ.ά.), λογο­τέ­χνες και θεα­τρι­κοί συγ­γρα­φείς, αλλά και ποι­η­τές που έγρα­ψαν ένα πλή­θος από ποι­ή­μα­τα (λυρι­κά, επι­κά, ρεα­λι­στι­κά, διθύ­ραμ­βους και επι­γράμ­μα­τα).[1]

Τους δρα­μα­τουρ­γούς ιδιαί­τε­ρα ενέ­πνευ­σε η θυσία του Θανά­ση Διά­κου, με απο­τέ­λε­σμα να γρα­φτούν και να παι­χτούν θεα­τρι­κά έργα για ενή­λι­κες, αλλά και για παι­διά, στα πλαί­σια του Σχο­λι­κού Θεάτρου.

Η ιστο­ρι­κή θεα­τρο­λο­γι­κή έρευ­να και μελέ­τη για τη δρα­μα­τουρ­γία και το θέα­τρο για παι­διά υπο­λεί­πε­ται δοκι­μί­ων και μελε­τών για τη μάχη της Αλα­μά­νας και τη θυσία του Θανά­ση Διάκου.

Η προ­σω­πι­κή θεα­τρο­λο­γι­κή έρευ­να, για το θέμα αυτό, έφε­ρε στο φως «ψήγ­μα­τα χρυ­σού», τα οποία σπεύ­δου­με να παρου­σιά­σου­με, στο παρόν κεί­με­νο.[2]

Θ’ ανα­φερ­θού­με ιδιαί­τε­ρα στα θεα­τρι­κά κεί­με­να του Σχο­λι­κού μας Θεά­τρου, της περιό­δου 1950–1974, τα οποία σχε­τί­ζο­νται με τη μάχη της Αλα­μά­νας, αλλά και τη ζωή, τη δρά­ση και το μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το του Θανά­ση Διάκου.

Αρχι­κά, σκε­φτή­κα­με να γρά­ψου­με δυο λόγια για το ιστο­ρι­κό της «Μάχης της Αλα­μά­νας και για το θάνα­το του ήρωα», αλλά στη συνέ­χεια απο­φα­σί­σα­με να μην ανα­φερ­θού­με στο παρόν κεί­με­νό μας, σχε­τι­κά, αφού άλλοι συνά­δελ­φοι θα γρά­ψουν ούτως ή άλλως στον παρό­ντα τόμο για τη μάχη της Αλα­μά­νας (αφού το κατε­ξο­χήν θέμα του παρό­ντος αφιε­ρώ­μα­τος είναι η Αλαμάνα).

Επί­σης, απο­φα­σί­σα­με να μην επε­κτα­θού­με σε θέμα­τα που αφο­ρούν τη συμ­με­το­χή του Θανά­ση Διά­κου στη μάχη της Αλα­μά­νας, τη σύλ­λη­ψή του, το μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­τό του, που αγγί­ζει τα όρια του θρύ­λου, καθώς η λαϊ­κή και η έντε­χνη τέχνη έδω­σαν λυρι­κές και ενί­ο­τε υπερ­ρε­α­λι­στι­κές δια­στά­σεις στη θυσία του. Άλλω­στε υπάρ­χει, κυρί­ως, σε δημό­σιες βιβλιο­θή­κες και σε αρχεία μια σημα­ντι­κή βιβλιο­γρα­φία, αλλά και αξιό­λο­γη αρθρο­γρα­φία στον περιο­δι­κό τύπο του 19ου και 20ού αι., σχε­τι­κά με τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, που έφε­ρε στο φως η έρευ­να, περ­νώ­ντας και στη διά­στα­ση του θρύ­λου,[3] όπως τ’ ανέ­δει­ξε η φαντα­σία και η ψυχή του λαού μας, μέσα από το λαϊ­κό και έντε­χνο λόγο και την εικα­στι­κή δημιουρ­γία λαϊ­κών και έντε­χνων δημιουρ­γών. Δε θ’ ανα­φερ­θού­με ιδιαί­τε­ρα ούτε στην ταφή του ήρωα ούτε σε άλλα σχε­τι­κά θέμα­τα που ακο­λου­θούν το θάνα­τό του, καθό­τι αυτά δεν αφο­ρούν την παρού­σα εργασία.

Δε δια­θέ­του­με ολό­κλη­ρο το σώμα της δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά, ανα­φο­ρι­κά με το θέμα μας. Άρα, όλες οι ανα­φο­ρές και προ­σεγ­γί­σεις μας, οι παρα­τη­ρή­σεις και τα σχό­λιά μας θα εστιά­ζο­νται μόνο στο παρα­κά­τω δρα­μα­τουρ­γι­κό υλι­κό, το οποίο έχου­με συγκε­ντρώ­σει μετά από σχε­τι­κή έρευ­να και το οποίο προ­σεγ­γί­ζε­ται εδώ  –έστω συνο­πτι­κά– για πρώ­τη φορά.

 Σύντο­μο βιο­γρα­φι­κό του Θανά­ση Διάκου:

 Επι­θυ­μού­με εξαρ­χής να δηλώ­σου­με ότι οι περισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη ζωή του Διά­κου είναι αντι­φα­τι­κές και αλλη­λο­συ­γκρουό­με­νες και απαι­τεί­ται ξεχω­ρι­στή έρευ­να και μελέ­τη για τη σύντα­ξη μιας αντι­κει­με­νι­κής, όσο το δυνα­τό, βιο­γρα­φί­ας. Υπάρ­χουν κάποια αντι­κει­με­νι­κά ιστο­ρι­κά στοι­χεία, που στη­ρί­ζο­νται σε σωζό­με­να έγγρα­φα, αλλά και πλή­θος από μαρ­τυ­ρί­ες συγ­γε­νών οι οποί­ες ως μαρ­τυ­ρί­ες παίρ­νο­νται, φυσι­κά, υπό­ψη από τον βιο­γρά­φο και ιστο­ρι­κό μελε­τη­τή, αλλά δεν απο­τε­λούν θέσφα­το και άκρως αξιό­πι­στο ιστο­ρι­κό τεκ­μή­ριο. Ένα άλλο σημα­ντι­κό πρό­βλη­μα για τη σύντα­ξη μιας αντι­κει­με­νι­κής βιο­γρα­φί­ας του Διά­κου είναι το γεγο­νός, ότι πολ­λοί βιο­γρά­φοι και ιστο­ρι­κοί δεν παρα­πέ­μπουν σε γρα­πτά ιστο­ρι­κά τεκ­μή­ρια, δεν παρα­θέ­τουν υπο­ση­μειώ­σεις, που να μας υπο­δει­κνύ­ουν τις ακρι­βείς πηγές τους, από τις οποί­ες άντλη­σαν τα στοι­χεία τους, με απο­τέ­λε­σμα να αιω­ρού­νται και να κυκλο­φο­ρούν σκόρ­πιες, αντι­κρουό­με­νες και ατεκ­μη­ρί­ω­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες, τις οποί­ες αβα­σά­νως αντι­γρά­φουν οι επό­με­νοι μελετητές.

Με κάθε επιφύλαξη:

Γεν­νή­θη­κε, μάλ­λον, στην Αρτο­τί­να (ν. Φωκί­δας)[4] και κατ’ άλλους στη Μου­σου­νί­τσα Παρ­νασ­σί­δας[5] το 1788.[6] Πατέ­ρας του ήταν ο Γεώρ­γιος Γραμ­μα­τι­κός[7]  από τη Μου­σου­νί­τσα. Μητέ­ρα του ήταν η Χρυ­σού­λα Καφού­ρου (ή Μπου­κου­βά­λα),[8] η οποία κατα­γό­ταν από το γένος των Κωστα­ντέλ­λων, από την Αρτο­τί­να Παρ­νασ­σί­δας. Μετά το γάμο τους το ζευ­γά­ρι κατοί­κη­σε στην Αρτο­τί­να και απέ­κτη­σαν πέντε παι­διά (τη Σοφία, την Καλο­μοί­ρα, τον Απο­στό­λη, τον Κώστα και τον Θανά­ση). Ο Διά­κος ήταν το τέταρ­το παι­δί τους. Μέχρι να ιερω­θεί δια­τη­ρού­σε το όνο­μα Θανά­σης Γραμ­μα­τι­κός ή κατ’ άλλους –λαν­θα­σμέ­να– το «Αθα­νά­σιος Μασ­σα­βέ­τας».[9] Από την οικο­γέ­νειά του διδά­χτη­κε την ορθο­δο­ξία και την αγά­πη του στον αγώ­να για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας. Και είχε ως πρό­τυ­πα, ανθρώ­πους του κοντι­νού οικο­γε­νεια­κού περι­βάλ­λο­ντός του, τον ίδιο τον πατέ­ρα του, ο οποί­ος πέθα­νε στη σκο­τει­νή φυλα­κή της Υπά­της φυλα­κι­σμέ­νος με την κατη­γο­ρία ότι «τρο­φο­δο­τού­σε τους Κλέ­φτες.»,[10] αλλά και τ’ άλλα δύο αδέρ­φια του πατέ­ρα του, τον Κωστού­λα, ο οποί­ος σκο­τώ­θη­κε ως κλέ­φτης στο Μωριά και τον Μήτρο, ο οποί­ος κι αυτός σκο­τώ­θη­κε πολε­μώ­ντας ως κλέ­φτης κοντά στη Ναύ­πα­κτο.[11] Λέγε­ται ότι οι γονείς του τον είχαν τάξει από μωρό στο μονα­στή­ρι του αγί­ου Ιωάν­νη του Προ­δρό­μου, που βρι­σκό­ταν κοντά στην Αρτο­τί­να, ενώ ο Ανδρ. Καρ­κα­βί­τσας έχει δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη.[12] Μάλι­στα, λέγε­ται ότι τον έστει­λαν στα 1800, σε ηλι­κία 12 χρό­νων,[13] όπου έκα­με για δύο χρό­νια δόκι­μος μονα­χός και στη συνέ­χεια χει­ρο­το­νή­θη­κε διά­κο­νος (διά­κος). Ο πρό­στυ­χος, όμως, Φερ­χάτ πασάς, τον ορέ­χτη­κε για την ομορ­φά­δα του και τον ζήτη­σε από τον ηγού­με­νο του μονα­στη­ριού, δήθεν να τον κάνει ψυχο­γιό, αν και ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας έχει δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη.[14] Ο ηγού­με­νος, που κατά­λα­βε τις προ­θέ­σεις του πασά, αρνή­θη­κε και βοή­θη­σε το νεα­ρό διά­κο, να δια­φύ­γει κρυ­φά από το μονα­στή­ρι. Ο διά­κος κατέ­φυ­γε στο λημέ­ρι του ξακου­στού κλέ­φτη Δήμου Σκαλ­τσά (Σκαλ­τσο­δή­μου), αφού ξύρι­σε τη γενειά­δα του, την οποία έστει­λε πεσκέ­σι στον πασά, δια­μη­νύ­ο­ντάς του πως «όσο ζει, θα σκο­τώ­νει Τούρ­κους». Άλλοι ισχυ­ρί­ζο­νται ότι ο Διά­κος σκό­τω­σε τον Φερ­χάτ πασά (Περ­ραι­βός) και άλλοι πώς ποτέ δεν πήγε ο Φερ­χάτ πασάς στο μονα­στή­ρι αυτό, αλλά ο Δερ­βέν αγάς με τη συνο­δεία του, ο οποί­ος εθώ­πευ­σε τον Διά­κο δύο φορές και τη δεύ­τε­ρη ο Διά­κος τον σκό­τω­σε και έφυ­γε κρυ­φά από το μονα­στή­ρι (μαρ­τυ­ρία Β. Μπού­σγου ή «Βού­σγου», την οποία ανα­φέ­ρει ο βιο­γρά­φος του Διά­κου, Σπ. Φόρ­της.[15]) Άλλοι, ανα­φέ­ρο­νται σ’ ένα γάμο, όπου συμ­με­τεί­χε και ο Διά­κος «και συνευ­θυ­μών μετά των οικεί­ων και φίλων, ως είδεν αυτούς δια­του­φε­κί­ζο­ντας κατά τινα συνή­θειαν επι­χώ­ριον, διε­γερ­θείς υπό της αστρα­πής και του βρό­ντου, απέ­δει­ξε τας φυσι­κάς ορμάς, ισχυ­ρω­τέ­ρας του καθή­κο­ντος της ιερω­σύ­νης. Εν ω δε διε­του­φέ­κι­ζε, τεθαμ­βω­μέ­νος, ως φαί­νε­ται, τους οφθαλ­μούς υπό των σφο­δρών παλ­μών της καρ­δί­ας ηγω­νι­σμέ­νης μετα­ξύ παθών και καθή­κο­ντος, φονεύ­ει λαθών τινά των παρε­στώ­των· θορύ­βου δε κατά το δυστύ­χη­μα τού­το, και συστρο­φής εναυ­τώ γενο­μέ­νης υπό των προ­σκε­κλη­μέ­νων, υπα­να­χώ­ρη­σε μικρόν· φοβη­θείς δε μετά ταύ­τα μη τι και πάθη συλ­λη­φθείς υπό της εξου­σί­ας, έφευ­γεν, ως είχε, και εις μεν το μονα­στή­ριον δεν επι­στρέ­φει, αλλά τα όρη ως ασφα­λέ­στε­ρα κατα­λαμ­βά­νει, και συντάτ­τε­ται μετά του Καλο­γέ­ρου Τζά­μη.»[16]

Εκεί ο «Θανά­σης Διά­κος» (έτσι τον ονο­μά­τι­ζαν όλοι από τότε, αλλά και ο ίδιος έτσι υπο­γρά­φει ιδιό­χει­ρα γρα­πτά του κεί­με­να) ανδρώ­θη­κε με σπου­δή στο τρέ­ξι­μο, στο λιθά­ρι, στη σκο­πο­βο­λή και στη ξιφο­μα­χία, εξε­λισ­σό­με­νος σ’ ένα γεν­ναίο πολε­μι­στή. Ο Σκαλ­τσο­δή­μος, λοι­πόν, τον έκα­νε υπαρ­χη­γό του και από το 1812 πρω­το­πα­λί­κα­ρό του. Για ένα διά­στη­μα, με αφορ­μή τον έρω­τά του με την Κρυ­στάλ­λω Μπα­μπα­λή,[17] την οποία λαχτα­ρού­σε και ο Καλ­τσο­δή­μος, μα εκεί­νη δεν τον ήθε­λε και μάτια είχε μόνο για τον Διά­κο, έφυ­γε από τον Σκαλ­τσο­δή­μο, σεβό­με­νος τον γερο-κλέ­φτη, αλλά επα­νήλ­θε αργό­τε­ρα και πάλι κοντά του.

Η φήμη που από­κτη­σε, οδή­γη­σε τον Αλή-πασά να τον καλέ­σει στα Γιάν­νε­να, στη σωμα­το­φυ­λα­κή του (στους Τσο­χα­τζα­ραί­ους = χωρο­φύ­λα­κες, σωμα­το­φύ­λα­κες), όπου λέγε­ται ότι παρέ­μει­νε για δύο χρό­νια.[18] Εκεί γνω­ρί­στη­κε με σπου­δαί­ους κλέ­φτες και αρμα­το­λούς, όπως γ.π. με τον Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο. Ο Αλή-πασάς διό­ρι­σε τον Ανδρού­τσο ως αρχη­γό στο Αρμα­το­λί­κι της Λιβα­δειάς, στα 1816. Ο Ανδρού­τσος καλο­δέ­χτη­κε τον Διά­κο ως μπου­λούκ­μπα­ση (αξιω­μα­τι­κό), πρω­το­πα­λί­κα­ρο και υπαρ­χη­γό του στα 1816. Επει­δή, όμως, επήλ­θε η σύγκρου­ση του Αλή-πασά με τον σουλ­τά­νο, ο Ανδρού­τσος φοβή­θη­κε ότι θα τον κτυ­πού­σαν στη Λιβα­δειά τα σουλ­τα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα και έτσι ανα­γκά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει το Αρμα­το­λί­κι της. Λέγε­ται, όμως, ότι εκεί­νη την επο­χή δια­τα­ρά­χτη­καν οι σχέ­σεις του με τον Θανά­ση Διά­κο και αυτό απο­τέ­λε­σε άλλη μία αιτία για την ανα­χώ­ρη­σή του. Από τα 1818 είχαν και οι δυο τους ήδη μυη­θεί από τον Φιλι­κό Κων­στα­ντί­νο Σακελ­λί­ω­νος Κοκο­σιώ­τη και είχαν γίνει μέλη της Φιλι­κής Εταιρείας.

Ο Διά­κος εκλέ­χτη­κε από τους άλλους οπλαρ­χη­γούς ως αρχη­γός στο Αρμα­το­λί­κι της Λιβα­δειάς (26 Οκτ. 1820) και έτσι ανέ­λα­βε πρω­το­βου­λί­ες για δρά­ση. Μ’ ένα διπλω­μα­τι­κό σχέ­διο απέ­να­ντι στους ντό­πιους Τούρ­κους και με μια ευφυή στρα­τη­γι­κή κίνη­ση κατόρ­θω­σε –μαζί φυσι­κά με άλλους οπλαρ­χη­γούς και στρα­τιώ­τες– να ελευ­θε­ρώ­σει την πόλη της Λιβα­δειάς, όπου στις 4 Απρι­λί­ου σηκώ­θη­κε η σημαία της επα­νά­στα­σης στο κάστρο της και στην Ώρα.[19] Είχε, βέβαια, προη­γη­θεί σύσκε­ψη στη Μονή του Οσί­ου Λου­κά (12 Μαρτ. 1821), στην οποία συμ­με­τεί­χαν «ο Θανά­σης Διά­κος, ο απε­σταλ­μέ­νος της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας Λ. Ζαρί­φης και οι προ­ε­στώ­τες και οι πρε­σβύ­τε­ροι των μονα­χών.»[20] Αφού, ξεκα­θά­ρι­σε όλη την περιο­χή της νότιας Φθιώ­τι­δας από την τούρ­κι­κη κυριαρ­χία, στη συνέ­χεια προ­σπά­θη­σε ανε­πι­τυ­χώς, μαζί με τους οπλαρ­χη­γούς Δυο­βου­νιώ­τη, Πανουρ­γιά και Κοντο­γιάν­νη, να κατα­λά­βουν το Πατρα­τζί­κι («Νέας Πάτρας») (την Υπά­τη).[21]

Ακο­λού­θως,  ασχο­λή­θη­κε με την εκπό­νη­ση του στρα­τη­γι­κού του σχε­δί­ου της μη διέ­λευ­σης των Τουρ­καλ­βα­νών από τη Λαμία προς τη Φωκί­δα (από Χαλ­κο­μά­τα και Γορ­γο­πό­τα­μο) και την Αλα­μά­να (από Μονα­στή­ρι της Δαμά­στας-Ποριά και Γέφυ­ρα-Χάνι της Αλα­μά­νας[22]), αλλά και προς την Αττι­κή, με τελι­κή κατεύ­θυν­ση των Τούρ­κων στην Πελο­πόν­νη­σο για να κατα­πνί­ξουν την εκεί Επα­νά­στα­ση. Είχε προη­γη­θεί η σύσκε­ψη των οπλαρ­χη­γών Θανά­ση Διά­κου, Δημη­τρί­ου Δυο­βου­νιώ­τη και Πανουρ­γιά Πανουρ­γιά στις Κομπο­τά­δες, όπου πάρ­θη­καν οι απο­φά­σεις για την περί­φη­μη αυτή μάχη της Αλα­μά­νας ή «Μάχη των Θερ­μο­πυ­λών», όπως την ονο­μά­ζει ο Χριστ. Περ­ραι­βός[23]. Ένα στρα­τη­γι­κό σχέ­διο που απ’ ότι απο­δεί­χτη­κε δεν ήταν και το πιο ενδε­δειγ­μέ­νο, αν και οι Έλλη­νες δεν είχαν εναλ­λα­κτι­κές επι­λο­γές, του­λά­χι­στο γι’ αυτή τη χρο­νι­κή στιγ­μή και στη συγκε­κρι­μέ­νη περιο­χή. Στην ίδια λογι­κή κινή­θη­κε αμέ­σως μετά ο Οδυσ­σέ­ας Ανδρού­τσος (μάχη στο Χάνι της Γρα­βιάς, 8 Μαΐ­ου 1821).

Με τη μάχη της Αλα­μά­νας[24] και για το μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το του Θανά­ση Διά­κου[25] δε θ’ ανα­φερ­θού­με εδώ ιδιαί­τε­ρα, παρά μόνο συνο­πτι­κά στο τέλος του κει­μέ­νου («Ιστο­ρι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά ζητή­μα­τα»), αφού οι ανα­φο­ρές σ’ αυτή τη μάχη και στα γεγο­νό­τα μετά τη μάχη, που αφο­ρούν το μαρ­τύ­ριο και τον ανα­σκο­λο­πι­σμό του Θανά­ση Διά­κου, μέσα στα εξε­τα­ζό­με­να εδώ έργα του σχο­λι­κού μας θεά­τρου είναι αρκετές.

________________________________________________________________ 

Το εικα­στι­κό στην κεντρι­κή φωτο­γρα­φία είναι του Λαϊ­κού Καρα­γκιο­ζο­παί­χτη, μπαρ­μπα-Σπύ­ρου Λου­κά, από τους Αγί­ους Θεο­δώ­ρους, ο οποί­ος έχει κατα­σκευά­σει πολ­λά κέρι­να ομοιώματα

[1]. Κοί­τα: Ευθυ­μί­ας Παπα­σπύ­ρου-Καρα­δη­μη­τρί­ου, Ο Θανά­σης Διά­κος στην Τέχνη, Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία της Ελλά­δος, Αθή­να 1986, σ. 140, Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος στην ποί­η­ση», εφ. «Καθη­με­ρι­νή Φθιώ­τι­δα», 20.3.1997 κ.ά.

[2]. Αξιο­ποιώ­ντας τα ερευ­νη­τι­κά στοι­χεία, τα οποία προ­έ­κυ­ψαν για την περί­ο­δο 1879–1949, εκδό­θη­κε το βιβλίο του Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Ιστο­ρία της Δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά στην Ελλά­δα (1879–1949) και την Κύπρο (1932–1949). Με στοι­χεία θεα­τρι­κής αγω­γής και παρα­στα­σιο­γρα­φί­ας του σχο­λι­κού θεά­τρου. Θεμα­το­λο­γία – Ιδε­ο­λο­γία – Παι­δα­γω­γία, Εκδο­τι­κός Οίκος ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2012, σσ. 551.

[3].  Γρά­φει ο Τάκης Λάπ­πας: «Κεί­νος που θα θελή­σει να κατα­πια­στεί με το Θανά­ση Διά­κο και να τον βιο­γρα­φή­σει, αδιά­κο­πα έχει να παλέ­ψει με την παρά­δο­ση και το θρύ­λο που κάθε τόσο μπαί­νει στη μέση της ζωής του», κοί­τα: Τάκη Λάπ­πα, Θανά­σης Διά­κος, Εκδό­σεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθή­ναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, 1946), σ. 17.

[4]. Αυτό ανα­φέ­ρει ο συνταγ­μα­τάρ­χης Π. Ρόδιος, σε δημο­σί­ευ­μά του, μόλις 14 χρό­νια μετά το θάνα­το το Διά­κου («Βίοι. Διά­κος» (δίγλωσ­σο), περ. «Έφο­ρος Στρα­τιω­τι­κός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, σ. 165).

[5]. Ο Τάκης Λάπ­πας υπο­στη­ρί­ζει ότι η γενέ­τει­ρα του ήρωα είναι η Αρτο­τί­να, παρέ­χο­ντας σχε­τι­κές ιστο­ρι­κές απο­δεί­ξεις, στο βιβλίο του: Θανά­σης Διά­κος, Εκδό­σεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθή­ναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, 1946), σ. 19. Περισ­σό­τε­ρα απο­δει­κτι­κά ιστο­ρι­κά στοι­χεία δημο­σιεύ­ει ο Δημή­τριος Μπό­πης στο άρθρο του «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο πρώ­τος μάρ­τυ­ρας του Αγώ­να», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», τεύ­χος 128, Απρ. 2007, σ. 11.

[6]. Ο Βασί­λης Σφυ­ρό­ε­ρας ανα­φέ­ρει ως χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σής του το 1786, Παγκό­σμιο Βιο­γρα­φι­κό Λεξι­κό, τόμ. 3, Εκδο­τι­κή Αθη­νών, Αθή­να  1990, σ. 278, ο Κ. Σάθας το 1792, ο Ιωάν. Φιλή­μο­νας το 1786 κ.ο.κ. Ο Τάκης Λάπ­πας, αξιό­πι­στος ενπολ­λοίς μελε­τη­τής και βιο­γρά­φος του Διά­κου (αν και παρέ­χει ορι­σμέ­νες λαν­θα­σμέ­νες ιστο­ρι­κά πλη­ρο­φο­ρί­ες), μας πλη­ρο­φο­ρεί με στοι­χεία για τις δια­φω­νί­ες που υπάρ­χουν σχε­τι­κά με τη χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σής του, κοί­τα: Θανά­σης Διά­κος, Εκδό­σεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθή­ναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, 1946), σ. 20. Ο ίδιος πιστεύ­ει, βασι­ζό­με­νος στις μαρ­τυ­ρί­ες του Μπού­σγου, συντρό­φου του Διά­κου για χρό­νια στο Αρμα­το­λί­κι της Λει­βα­διάς και του Π. Ρόδιου, ότι η σωστή χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης είναι το 1788, κοί­τα: Τάκη Λάπ­πα, ό.π., σ. 20–21.

[7]. Και όχι όπως λαν­θα­σμέ­να ανα­φέ­ρουν ως πατέ­ρα του Διά­κου τον Νικό­λαο Γραμ­μα­τι­κό οι Αρ. Βαλα­ω­ρί­της,  Κ. Παπα­χρή­στου,  Τάκης Λάπ­πας κ.ά.

[8]. Πέθα­νε το 1875, πάμ­φτω­χη και ζητιά­να (με μόνο 12 δραχ­μές μηνιαία σύντα­ξη), όπως ανα­φέ­ρει σε μια δημο­σιευ­μέ­νη επι­στο­λή του ο αρχαιο­λό­γος Φλικ, «Η μητέ­ρα του Διά­κου», εφ. «ΕΣΤΙΑ», 18 Σεπτ. 1914.

[9]. Κοί­τα: Βασί­λη Σφυ­ρό­ε­ρα, «Διά­κος Αθα­νά­σιος», Εκπαι­δευ­τι­κή Ελλη­νι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια. Παγκό­σμιο Βιο­γρα­φι­κό Λεξι­κό, Εκδο­τι­κή Αθη­νών, τόμ. 3, Αθή­να 1990, σ. 278. Λαν­θα­σμέ­νη η πλη­ρο­φο­ρία αυτή για την αλλα­γή του επω­νύ­μου του σε «Μασ­σα­βέ­τας» και από τον Τάκη Λάπ­πα, Θανά­σης Διά­κος, Εκδό­σεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθή­ναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, 1946), σ. 21–22. Η σύγ­χυ­ση επήλ­θε διό­τι ο αδερ­φός του Κων/νος, άλλα­ξε το επώ­νυ­μό του σε «Μασ­σα­βέ­τας», μια και υιο­θε­τή­θη­κε από την άκλη­ρη θεία του (αδερ­φή του πατέ­ρα του) Στά­μω Γραμ­μα­τι­κού, η οποία είχε παντρευ­τεί με τον Ιωάν­νη Μασσαβέτα.

[10]. Κοί­τα: Θεο­δό­ση Σπε­ράν­τσα, Από το συνα­ξά­ρι του 1821. Ο Θανά­σης Διά­κος, Εν Αθή­ναις 1964, σ. 9. Τον πατέ­ρα του τον έχα­σε ενώ ήταν μικρός και γι’ αυτό τον απο­κα­λού­σαν στη δημο­τι­κή παρά­δο­ση και ως «γιο της χήρας», όπως ανα­φέ­ρει ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης σε μία επι­φυλ­λί­δα του στην εφ. «ΠΡΩΙΑ», 17 Ιαν. 1932. Ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης μάς πλη­ρο­φο­ρεί, επί­σης, στην ίδια επι­φυλ­λί­δα ότι ο πατέ­ρας του Διά­κου «ανα­παύ­τη­κε κατά το 1809», δηλα­δή όταν ο Διά­κος ήταν 21 χρόνων.

Ο δε Ανδρέ­ας Καρα­κα­βί­τσας μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι «[…] συλ­λα­βό­ντες τον γέρο­ντα και τον Απο­στό­λην έφε­ραν αυτούς δεσμί­ους εις Πατρα­τζί­κι. Ο Δήμος έτυ­χε ν’ απου­σιά­ζη τότε και ούτως εσώ­θη. Οι δύο όμως ούτοι την ιδί­αν νύκτα απέ­θα­νον εν τη φυλα­κή είτε δια φυσι­κού θανά­του είτε φονευ­θέ­ντες παρά των Τούρ­κων […]» Βέβαια, εδώ ο Καρ­κα­βί­τσας σφάλ­λει ονο­μά­ζο­ντας τον ένα από τους δύο αδερ­φούς του Διά­κου, «Δήμο», ενώ το αλη­θι­νό όνο­μα του άλλου αδερ­φού του ήταν «Κώστας» («Κώστας Μασ­σα­βέ­τας»). Κοί­τα: Καρ­κα­βί­τσας Ανδρέ­ας, «Ιστο­ρι­καί σημειώ­σεις. Περί Αθα­να­σί­ου Διά­κου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 285.

[11].  Ό.π., σ. 9.

[12]. Ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας υπο­στη­ρί­ζει ότι τον πήγαν σ’ αυτό το μονα­στή­ρι για να διδα­χθεί γράμ­μα­τα και ευκαι­ρια­κά μάλι­στα έψελ­νε και διά­βα­ζε τον «Από­στο­λο». Ο Δεσπό­της Λιδω­ρι­κί­ου, όμως, που τον γνώ­ρι­σε, εκτι­μώ­ντας το ήθος και τη φωνή του, του πρό­τει­νε να τον χει­ρο­το­νή­σει διά­κο­νο και ο Θανά­σης δέχτη­κε. Κοί­τα: Καρ­κα­βί­τσας Ανδρέ­ας, «Ιστο­ρι­καί σημειώ­σεις. Περί Αθα­να­σί­ου Διά­κου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 284.

[13]. Ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης γρά­φει ότι «η φτω­χή χήρα μάν­να του τον έτα­ξε για αρρώ­στεια και τον πήγε στο μονα­στή­ρι του Άη-Γιάν­νη του Πρό­δρο­μου, κοντά στην Αρτο­τί­να, παι­δί ως δώδε­κα χρό­νων.[…] Μπο­ρεί όμως, […] άλλες αφορ­μές να κάμα­νε τη μάν­να του ν’ απο­φα­σί­ση να καλο­γε­ρέ­ψη το παι­δί. Είναι όμως κάποια μαρ­τυ­ρία πως στην αρχή δεν τόστει­λε για καλο­γε­ρο­παί­δι, παρά μονά­χα να μάθη γράμ­μα­τα σ’ έναν καλό­γε­ρο, […] Από το σύχνα­σμα στην εκκλη­σιά ένα άγου­ρο γνω­στι­κό παι­δί μαθαί­νει από­ξω τα τρο­πά­ρια, κ’ έτσι γεν­νιέ­ται η αγά­πη προς τα γράμ­μα­τα. Και θάμει­νε ως 3–4 χρό­νια στο μονα­στή­ρι ο μικρός Θανά­σης, και σιγά σιγά φόρε­σε  το σκού­φο τον καλο­γε­ρι­κό, ώσπου που έφτα­σε και διά­κος να χει­ρο­το­νη­θή […]» Κοί­τα: Βλα­χο­γιάν­νης Γιάν­νης, «Μικροί ιστο­ρι­κοί έρα­νοι. Θανά­σης Διά­κος ως Αρμα­τω­λός», εφ. «Η ΠΡΩΙΑ», Εν Αθή­ναις 17 Ιαν. 1932, σ. 1. Η «κάποια μαρ­τυ­ρία» και οι εικα­σί­ες του Βλα­χο­γιάν­νη, δεν απο­τε­λούν, φυσι­κά, αδιά­σει­στα και απο­δει­κτι­κά ιστο­ρι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Διάκου…

[14]. Η πλη­ρο­φο­ρία αυτή ανα­φέ­ρε­ται στο δημο­σί­ευ­μα του Π. Ρόδιου, στα 1935. Αυτό αμφι­σβη­τεί­ται από τον Καρα­κα­βί­τσα. Κοί­τα: Καρ­κα­βί­τσας Ανδρέ­ας, «Ιστο­ρι­καί σημειώ­σεις. Περί Αθα­να­σί­ου Διά­κου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 284.

[15]. Κοί­τα: Σπ. Φόρ­τη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος», Αθή­ναι 1874, β΄ έκδο­ση: 1892, τώρα: Άπα­ντα για τον Αθ. Διά­κο, Εκδό­σεις Μέρ­μη­γκας, Αθή­να χ.χ., σ. 34–35.

[16]. Κοί­τα:  Ρόδιος Π., «Βίοι. Διά­κος» (δίγλωσ­σο), περ. «Έφο­ρος Στρα­τιω­τι­κός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, Εκ της Τυπο­γρα­φί­ας Κων­στα­ντί­νου Ράλ­λη, Ναυ­πλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 166–167.

[17]. Για τους έρω­τες και τ’ αρρα­βω­νιά­σμα­τα του Διά­κου, κοί­τα:  Λάπ­πας Τάκης, «Η αρρα­βω­νια­στι­κιά του Θανά­ση Διά­κου», περ. «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΑΣ», Γεν. 1948, φύλ. 11. Πολύ ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει και η εκτε­νής μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή εκδο­χή της υπό­θε­σης του Κίμω­νος Αττι­κού, Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος και η λεβέ­ντισ­σα Κρυ­στάλ­λω. Πρω­τό­τυ­πον, ειδυλ­λια­κόν, ιστο­ρι­κόν μυθι­στό­ρη­μα που εξι­στο­ρεί τον υπέ­ρο­χον έρω­τα και τας συγκι­νη­τι­κάς λεπτο­με­ρεί­ας της ζωής του ωραιο­τέ­ρου αγω­νι­στού, ο οποί­ος εσου­βλί­σθη διό­τι δεν ήθε­λε ν’ αλλα­ξο­πι­στή­ση, Εκδο­τι­κός Οίκος «ΚΕΡΑΥΝΟΣ», Εν Αθή­ναις χ.χ.

[18]. Ο Βλα­χο­γιάν­νης προ­βαί­νει σε κάποιες εκτι­μή­σεις, αυθαί­ρε­τα και πάλι, γρά­φο­ντας τα εξής:  «Κάποια μαρ­τυ­ρία λέει πως έμει­νε στα Γιάν­νι­να ως δύο χρό­νια, πρά­μα αδύ­να­το για την καρ­διά του Διά­κου την αγνή, την τόσο φιλο­δί­καιη και χρι­στια­νι­κή.». Κοί­τα: Βλα­χο­γιάν­νης Γιάν­νης, «Μικροί ιστο­ρι­κοί έρα­νοι. Θανά­σης Διά­κος ως Αρμα­τω­λός», εφ. «Η ΠΡΩΙΑ», Εν Αθή­ναις 17 Ιαν. 1932, σ. 2.

[19]. Κοί­τα: Δημη­τρί­ου Μπό­πη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο πρώ­τος μάρ­τυ­ρας του Αγώ­να», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύχ. 128, Απρ. 2007, σ. 16.

[20]. Κοί­τα: Νικ. Σ. Γκι­νό­που­λου, «Εθνι­κά κει­μή­λια. Μια αυτό­γρα­φος επι­στο­λή του Διά­κου. Άγνω­στες σελί­δες από την νέαν ιστο­ρί­αν μας», περ. «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τόμ. Ε΄, τεύχ. 55, 1 Απρ. 1929, σ. 251.

[21]. Κοί­τα: Δημη­τρί­ου Αθ. Παπα­δάμ, Το Κάστρο της Υπά­της. Δρά­μα ιστο­ρι­κής – εθνι­κής πλο­κής, Αθή­ναι 1961, σσ. 36 και Ανά­λε­κτα εκδι­δό­με­να επι­στα­σία του επί των βιβλί­ων τμή­μα­τος της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής υπέρ του τω ηρώι Αθα­να­σίω Διά­κω κενο­τα­φί­ου, τεύ­χος πρώ­τον, Εκ του Τυπο­γρα­φεί­ου της Φιλο­κα­λί­ας, Αθή­νη­σι 1876, σ. 58.

[22]. Κοί­τα: Ιωάν­νη Ευάγ. Μακρή, «Το χάνι (στη γέφυ­ρα) της Αλα­μά­νας στα μέσα του 19ου αι.», Φθιω­τι­κά Χρο­νι­κά. Ετή­σια Φιλο­λο­γι­κή Έκδο­ση, Λαμία 1999, σ. 103–107.

[23]. Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα Πολε­μι­κά, […] Συγ­γρα­φέ­ντα παρά του Συνταγ­μα­τάρ­χου Χρι­στό­φο­ρου Περ­ραι­βού του εξ Ολύ­μπου της Θετ­τα­λί­ας […], Τόμος πρώ­τος, Εν Αθή­ναις. Εκ της Τυπο­γρα­φί­ας Ανδρέ­ου Κορο­μη­λά, 1836, σ. 53.

Για περισ­σό­τε­ρα ιστο­ρι­κά και βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία που αφο­ρούν τη ζωή, τη δρά­ση του Διά­κου και τη Μάχη της Αλα­μά­νας διά­βα­σε το τεκ­μη­ριω­μέ­νο και ενδια­φέ­ρον κεί­με­νο του Δημη­τρί­ου Μπό­πη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο πρώ­τος μάρ­τυ­ρας του Αγώ­να», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύχ. 128, Απρ. 20017, σ. 8–19.

[24]. Θα κατα­γρά­ψου­με μόνο μια μαρ­τυ­ρία της για­γιάς του Ευαγ­γέ­λου Αθ. Σκλά­βου (1898–1987), από τη Νέα Άμπλια­νη, την οποία του την έδω­σε η για­γιά του (γεν. το 1804) στα 1905, όταν ο ίδιος ήταν 7 χρό­νων και οι για­γιά του 101 χρόνων:

Τον ρώτη­σε «Τι δια­βά­ζεις, Βαγ­γέ­λη;» «Ιστο­ρία». «Τι μάθη­μα;» «Για τον Αθα­νά­σιο Διά­κο». Και τότε άρχι­σε να του διη­γεί­ται την προ­σω­πι­κή εμπει­ρία της: «Βαγ­γέ­λη μου, όταν πολέ­μη­σε ο Αθα­νά­σιος Διά­κος ήμουν 17 ετών κορί­τσι. Όταν μάθα­με ότι έρχο­νται οι Τούρ­κοι στην πόλη μας, όλοι οι κάτοι­κοι εγκα­τέ­λει­ψαν τα σπί­τια τους, φόρ­τω­σαν τα πράγ­μα­τά τους στα ζώα τους και άλλοι φεύ­γα­νε προς το βου­νό Οίτη και άλλοι προς το Μονα­στή­ρι της Δαμά­στας, στον Καλ­λί­δρο­μο και στον Παρ­νασ­σό. Εμείς πήγα­με προς το μέρος της Δαμά­στας. Στο γεφύ­ρι, στο ποτά­μι Σπερ­χειός (Αλα­μά­να) συνα­ντή­σα­με τον Αθα­νά­σιο Διά­κο με τα παλ­λη­κά­ρια του που φτιά­χνα­νε ανα­χώ­μα­τα. Είδα, Βαγ­γέ­λη μου, τον Θανά­ση Διά­κο, ένα γεν­ναίο παλ­λη­κά­ρι, έναν όμορ­φο άνδρα. Σαν κορί­τσι που ήμου­να έμει­νε στη μνή­μη μου η παλ­λη­κα­ριά και η ομορ­φιά του. Τους χαι­ρε­τή­σα­με και πήγα­με προς το Μονα­στή­ρι. Από το Μονα­στή­ρι βλέ­πα­με τον κάμπο ότι μαύ­ρι­σε από Τούρ­κους. Βλέ­πα­με με τα μάτια μας και ακού­γα­με τη μάχη της Αλα­μά­νας.»

Την παρα­πά­νω μαρ­τυ­ρία είχε την καλο­σύ­νη να μου τη μετα­φέ­ρει ο φίλος και συμ­μα­θη­τής μου κ. Γαβρι­ήλ Ευαγγ. Σκλά­βος και, όπως μου είπε, του τη θύμι­σε ο μεγα­λύ­τε­ρος αδερ­φός του, Γρη­γό­ρης Σκλά­βος. Αν και δευ­τε­ρο­γε­νής μαρ­τυ­ρία, που δόθη­κε πριν από 112 χρό­νια, είναι ευτύ­χη­μα που δια­σώ­ζε­ται και έχει τη σχε­τι­κή αξία της.

[25]. Πριν από τον ανα­σκο­λο­πι­σμό του Διά­κου, μαθαί­νου­με από μία «έρευ­να-ρεπορ­τάζ» του μακα­ρί­τη δάσκα­λου-λογο­τέ­χνη, Ευθύ­μιου Χρι­στό­που­λου, ο οποί­ος συγκέ­ντρω­σε μαρ­τυ­ρί­ες από γέρο­ντες Λαμιώ­τες, τις οποί­ες εκεί­νοι μετέ­φε­ραν από τους γονείς τους, ότι αρχι­κά ο Διά­κος βασα­νί­στη­κε από τον Χαλήλ Μπέη με τρύ­πη­μα καρ­φιών στις πατού­σες του, με καυ­τό λάδι, που του έρι­ξαν στις πλη­γές του, στα πόδια, στα χέρια, στο στή­θος και στην πλά­τη. Κοί­τα, σχε­τι­κά, στο κεί­με­νο που επι­με­λή­θη­κε και ανάρ­τη­σε ο δάσκα­λος κ. Τάκης Ευθυ­μί­ου στο δια­δί­κτυο, χωρίς να είναι σε εισα­γω­γι­κά. Μας ενη­με­ρώ­νει: «Πηγή: “Λαμια­κή Φωνή”» και μας δίνει ημε­ρο­μη­νία ανάρ­τη­σης: «25.2.2013». Στην αρχή του κει­μέ­νου ανα­γρά­φε­ται ότι την «έρευ­να-ρεπορ­τάζ» ο Ευθ. Χρι­στό­που­λος την έκα­νε ως μαθη­τής το 1947, χρο­νιά που εκδι­δό­ταν η «παρά­νο­μη» –κατά Δ.Θ. Νάτσιο– εφημερίδα.

Αμφι­βάλ­λω για τη γνη­σιό­τη­τα του ρεπορ­τάζ, μια και ανα­φέ­ρε­ται: «[…] να συγκε­ντρώ­σω πλη­ρο­φο­ρί­ες από γέρους Λαμιώ­τες […]», «[…] από γερό­ντια που ζού­σαν σε δια­φο­ρε­τι­κά σημεία της Λαμί­ας […] και μάλι­στα ένας παπ­πούς απ’ τη Ροδί­τσα […]» Για να είναι αξιό­πι­στο ένα ρεπορ­τάζ πρέ­πει, δεο­ντο­λο­γι­κά,  οι μαρ­τυ­ρί­ες που περιέ­χο­νται σ’ αυτό να προ­έρ­χο­νται από επώ­νυ­μους μάρτυρες.

  • Ένα τμή­μα του παρό­ντος κει­μέ­νου έχει δημο­σιευ­θεί στον αφιε­ρω­μα­τι­κό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλα­μά­να και Αθα­νά­σιος Διά­κος», του περ. «Φθιω­τι­κός Λόγος», τον οποίο εξέ­δω­σε στη Λαμία ο Όμι­λος Φθιω­τών Λογο­τε­χνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο