Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Κ. Ευαγγελάτος για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης — Εαρινή Συγκυρία

Μέσα στο τρα­γι­κό σκη­νι­κό της παν­δη­μί­ας η Ποί­η­ση ανα­μο­χλεύ­ει σκέ­ψεις, συναι­σθή­μα­τα και συνειδήσεις.
Με αφορ­μή την Ημέ­ρα Ποί­η­σης και την πρώ­τη μέρα της Άνοι­ξης, δύο ποι­ή­μα­τα. Η “Απο­γεί­ω­ση” 2016, λίαν προ­φη­τι­κή… και το “Ενύ­πνιο”, ένα επι­γραμ­μα­τι­κό όνει­ρο του παρόντος.

Είθε η παν­δη­μία να υπο­χω­ρή­σει σύντο­μα και όλα αυτά που ζού­με να περά­σουν ανεπιστρεπτί…

Φιλι­κά και Εγκάρδια
Κώστας Ευαγγελάτος

***

ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ

Υγρός ο άνεμος.

Οι μέρες κάτα­σπρες σαν χιόνι…

Λυγί­ζει ο θάνα­τος ελπί­δες και χαρές.

Στο σκη­νι­κό των σκέ­ψε­ων αμφι­βο­λί­ες και τύψεις.

Στων πόθων την οθό­νη ψυχές φιλούν λεκέδες

σε αχνι­σμέ­να πέπλα ανέλ­πι­δων γονέων.

Στου σύμπα­ντος το διά­σε­λο ικέ­τι­δες θρηνούν

τις ανα­πά­ντη­τες κραυ­γές του φόνου των αθώων.

Σώμα­τα αρδεύ­ουν πίκρα με στύ­σεις εκκωφαντικές.

Γλώσ­σες συλ­λέ­γουν λάδι στις στή­λες των πεσόντων.

Αγέ­λη φθο­νε­ρών θηλα­στι­κών σε γεύ­μα ναρ­κο­πέ­διου φρίκης.

Η πόλη παγωμένη…

Ο σκύ­λος χωμέ­νος στο κλουβί.

Το σπι­τι­κό υφά­δι μούχλας.

Το φίδι — ξωτι­κό σε νάρκη.

Η γει­το­νιά μνη­μό­συ­νο χαράς.

Αρώ­μα­τα και πρό­σω­πα σιω­πής σμι­λεύ­ουν απου­σί­ες στο κρεβάτι.

Κι αυτός ο κύκλος κλείνει…

Θύτες και θύμα­τα μαζί

oδεύ­ουν προς το χάσμα..

Η πόλη άνυδρη…

βλα­σταί­νει φόβους ανυ­πό­στα­του φωτός.

Γρά­φει ανεκ­πλή­ρω­τα συμ­βό­λαια σε εικο­νι­κές περγαμηνές.

Φυτεύ­ει άλγος βλά­στη­σης σε δάση, ορο­πέ­δια και κήπους.

Ατσά­λι κβα­ντι­κής δια­φυ­γής καλύ­πτει τα κουφάρια.

Με σάλ­πι­σμα των στε­ναγ­μών η νύχτα προελαύνει.

(Κ. Ευαγ­γε­λά­του, Α΄ τμή­μα, “Απο­γεί­ω­ση” 2016, συλ­λο­γή “Ερμη­τι­κές Λαμπίδες”,εκ. Άπαρσις)

euaggelatos1

ΕΝΥΠΝΙΟ

Είδα στον ύπνο μου τις λέξεις.

Τις σκέ­ψεις έθα­ψα στο φως.

Όμως ο πόνος με ωθεί

στο δίκτυο της τύχης.

Σει­σμός στο κρά­σπε­δο της γης.

Εικό­νες πάν­δη­μης πληγής

με σώμα­τα φθαρ­τής σπονδής

που προσ­δο­κούν της Άνοιξης

τα μυρω­μέ­να άνθη.

(Ανέκ­δο­το, 2020)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο