Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο λαϊκός ποιητής, ο προσκυνητής του λαού», ο κομμουνιστής Μιχάλης Σταυρακάκης

Στις 11 Ιου­λί­ου 2000 έφυ­γε από τη ζωή ο λαϊ­κός ποι­η­τής και ποι­η­τής της ειρή­νης  Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης ή «Νιδιώ­της».

Τα ποι­ή­μα­τά του δια­θέ­τουν έντο­να ταξι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, υπε­ρα­σπί­ζο­νται την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, την ειρή­νη, τη διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη και συνά­μα ο λυρι­σμός τους είναι ερω­τι­κός και νοσταλγικός.

Την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή την τύπω­σε το 1978 με τον τίτλο «Ποι­ή­μα­τα». Από την πρώ­τη αυτή συλ­λο­γή το 1983 ο Γ. Μαρ­κό­που­λος μελο­ποί­η­σε πέντε ποι­ή­μα­τα. Ενα απ’ αυτά είναι το γνω­στό «προ­σκυ­νώ τη χάρη σου, λαέ μου». Η μελο­ποί­η­ση αυτή απο­τέ­λε­σε την επι­σφρά­γι­ση της γενι­κό­τε­ρης ανα­γνώ­ρι­σης και κατα­ξί­ω­σης των ποι­η­μά­των του Μ. Σταυρακάκη .

Ποι­ή­μα­τα του Ντα­βέ­λη (όπως αλλιώς λεγό­ταν) έχουν μετα­φρα­στεί στα γερ­μα­νι­κά και στα αγγλι­κά. Η εφη­με­ρί­δα του Λον­δί­νου «Guardian» και το πρα­κτο­ρείο ειδή­σε­ων «Associated Press» εκθεί­α­σαν το έργο του, σχο­λιά­ζο­ντας ένα ποί­η­μά του με τίτλο «Γράμ­μα σε μια Αφρι­κά­να — Χαϊμαλίνα».

Ο Μ. Σταυ­ρα­κά­κης γεν­νή­θη­κε το 1928 στα Ανώ­γεια Μυλο­πο­τά­μου. Το 1943 οργα­νώ­νε­ται στην ΕΠΟΝ Ανω­γεί­ων και ένα χρό­νο μετά συλ­λαμ­βά­νε­ται (30 Απρί­λη, 1944) από τους Γερ­μα­νούς στο Αρκά­δι Μονο­φα­τσί­ου μαζί με άλλους πατριώ­τες και οδη­γή­θη­καν στις φυλα­κές του Χου­δε­τσί­ου, απ’ όπου δρα­πέ­τευ­σαν. Το 1950 εκλέ­γε­ται μέλος του ΔΣ του Κτη­νο­τρο­φι­κού Συλ­λό­γου Ανω­γεί­ων και ένα χρό­νο αργό­τε­ρα συλ­λαμ­βά­νε­ται και πάλι με την κατη­γο­ρία ότι έγρα­φε κομ­μου­νι­στι­κά συν­θή­μα­τα στους τοί­χους του Δημο­τι­κού Σχολείου.

Το 1954 εκτο­πί­ζε­ται για δύο χρό­νια στο Γύθειο Λακω­νί­ας και το 1957 εκλέ­γε­ται στο γρα­φείο της ΕΔΑ Ανω­γεί­ων, ενώ το 1958 εκλέ­γε­ται ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος της ΝΕ Ηρα­κλεί­ου της ΕΔΑ.

Μέλος του ΚΚΕ γίνε­ται το 1973 και το 1974 πρω­το­στα­τεί στη συγκρό­τη­ση της ΚΟΒ Μονο­φα­τσί­ου Ηρα­κλεί­ου, της οποί­ας εκλέ­γε­ται γραμ­μα­τέ­ας. Το 1975 εκλέ­γε­ται μέλος του Γρα­φεί­ου Υπαί­θρου του ΚΚΕ στο Νομό Ηρα­κλεί­ου. Το 1979 εκλέ­γε­ται μέλος του ΔΣ της ΟΑΣΝΗ. Το 1982 εκλέ­γε­ται μέλος της ΝΕ Ηρα­κλεί­ου του ΚΚΕ, ενώ το 1983 με κομ­μα­τι­κή ευθύ­νη πρω­το­στα­τεί στη συγκρό­τη­ση της Επι­τρο­πής Ειρή­νης στην επαρ­χία Μονο­φα­τσί­ου και εκδί­δει την εφη­με­ρί­δα «Ειρή­νη».

Το 1989 η ΟΑΣΝΗ του απο­νέ­μει το βρα­βείο «Κιλε­λέρ», τον ίδιο χρό­νο εκδί­δει τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή με τον τίτλο «Αιχ­μές». Το 1994 θα εκδώ­σει την τρί­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Ντού­κου — ντού­κου το σοφαδάκι»

Για να γνω­ρί­σου­με τον κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη (Νιδιώ­της), ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με το χαι­ρε­τι­σμό του γενι­κού γραμ­μα­τέα Δ. Κου­τσού­μπα στην εκδή­λω­ση προς τιμήν του «προ­σκη­νυ­τή του λαού» στα Ανώ­γεια Ρεθύμνου:

Ποίηση για το μεγαλείο των αληθινών δημιουργών του πλούτου

«Τον κομ­μου­νι­στή λαϊ­κό ποι­η­τή Μιχά­λη Σταυ­ρα­κά­κη ή Νιδιώ­τη πολ­λοί τον τίμη­σαν για το ποι­η­τι­κό έργο του, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό.

Δίκαια τον απο­κά­λε­σαν προ­σκυ­νη­τή του λαού από το πιο γνω­στό ποί­η­μά του, το “Προ­σκυ­νώ τη χάρη σου λαέ μου”.

Ομως ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης δεν ήταν μόνο προ­σκυ­νη­τής του λαού, δεν ήταν μόνο ο ποι­η­τής που έκφρα­σε τους πόθους και τους καη­μούς των ταπει­νών ανθρώ­πων του μερο­κά­μα­του, δεν έμα­θε να λέει μόνο το στι­χά­κι των δυστυ­χι­σμέ­νων: “Αχ θεέ μου”, όπως ο ίδιος με σεμνό­τη­τα γρά­φει σε ένα ποί­η­μά του για τον εαυ­τό του.

Το πιο σημα­ντι­κό στοι­χείο στο έργο του, αυτό που το ανε­βά­ζει από την απλή στι­χουρ­γία των ριμα­δό­ρων της μαντι­νά­δας στο επί­πε­δο της λαϊ­κής λογο­τε­χνί­ας, είναι ότι δεν υπο­τάσ­σε­ται σ’ αυτά που νιώ­θει και κατα­λα­βαί­νει ο καθη­με­ρι­νός άνθρω­πος του μόχθου.

Προ­σπα­θεί να τον ανυ­ψώ­σει, να του δεί­ξει πόσο μεγά­λος είναι ο άνθρω­πος του λαού, όταν συνει­δη­το­ποιεί τη θέση του στην κοι­νω­νία και τη δύνα­μή του να επι­βάλ­λει το δίκιο του και το δικαί­ω­μά του στην ευτυχία.

“Γειά και χαρά σας πεντα­κά­θα­ρα χέρια. Γειά και χαρά σας χέρια του μέλλοντος”.

Μέσα στις δυο μόνο αυτές σει­ρές — που ανα­φέ­ρο­νται στα φαγω­μέ­να αλλά αλέ­κια­στα από την κλο­πή της εκμε­τάλ­λευ­σης εργα­τι­κά χέρια — ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης , με τη λιτό­τη­τα και την αφαί­ρε­ση της πιο εκλε­πτυ­σμέ­νης, λόγιας ποί­η­σης, μπό­ρε­σε να χωρέ­σει το μεγα­λείο των αλη­θι­νών δημιουρ­γών του πλού­του, αλλά και των αλη­θι­νών δημιουρ­γών της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης, της Ιστορίας.

Καθέ­νας που ο σκλη­ρός αγώ­νας της επι­βί­ω­σης του στέ­ρη­σε τη χαρά της μάθη­σης και της τέχνης, ο εργά­της, ο φτω­χός αγρό­της, ο βιο­πα­λαι­στής, μπο­ρεί να μην επι­κοι­νω­νεί εύκο­λα και χωρίς καθο­δή­γη­ση με τη σκο­τει­νή γλώσ­σα της ποί­η­σης, για παρά­δειγ­μα του Σεφέρη.

Ομως αυτό δεν σημαί­νει ότι πρέ­πει να τρώ­ει τα πίτου­ρα του νόθου εμπο­ρι­κού, φολ­κλόρ τρα­γου­διού και των κάθε λογής υπο­προ­ϊ­ό­ντων της μαζι­κής κουλ­τού­ρας, των κακό­γου­στων τηλε­ο­πτι­κών σίριαλ ή των διά­φο­ρων “πρω­ι­νά­δι­κων”, “μεση­με­ρια­νά­δι­κων” και “βρα­δι­νά­δι­κων”, είναι σαν να μας λέει με το έργο του ο Μιχά­λης Σταυρακάκης .

Καλλιέργησε στο λαό την πίστη στα πιο μεγάλα ιδανικά

Με γλώσ­σα γνή­σια, ξεκά­θα­ρη, διαυγή.

Εχο­ντας βιω­μα­τι­κά αφο­μοιω­μέ­νη τη λαϊ­κή σοφία, αλλά και τη μακριά παρά­δο­ση της δημο­τι­κής ποίησης.

Που ξέρει τους τρό­πους να απευ­θύ­νε­ται και να συγκι­νεί τη λαϊ­κή ψυχή.

Ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης κατορ­θώ­νει να καλ­λιερ­γεί σε πλα­τιά λαϊ­κά στρώ­μα­τα την πίστη στα πιο μεγά­λα, τα πιο προ­χω­ρη­μέ­να ανθρώ­πι­να ιδανικά.

Στα ιδα­νι­κά του αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή απελευθέρωση.

Είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό το υπέ­ρο­χο ποί­η­μά του γραμ­μέ­νο το 1997 με τίτλο “Στσ’ αγά­πης τη βαθιά πληγή”.

Αν το δια­βά­σει κανείς επι­φα­νεια­κά, νατου­ρα­λι­στι­κά, θα φαντα­στεί πως είναι ποί­η­μα ερω­τι­κό, όπως και τόσα άλλα λυρι­κά, νοσταλ­γι­κά της νιό­της ποι­ή­μα­τα που έχει γρά­ψει κατά καιρούς.

Ομως εκεί­νος μιλά για μια κατα­κόκ­κι­νη πλη­γή από έναν πιο βαθύ και πιο πλα­τύ έρωτα:

Τον έρω­τα για τον εργα­ζό­με­νο άνθρω­πο και την πάλη του για τη νέα κοι­νω­νία, τη σοσια­λι­στι­κή, που όταν έγρα­φε το ποί­η­μα είχε πρό­σφα­τα ανατραπεί.

Πρό­κει­ται άλλω­στε για μια ιδέα, στην οποία είχε ήδη ανα­φερ­θεί παλιό­τε­ρα, το 1989 στο ποί­η­μά του “Αγά­πη”, από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του “Αιχ­μές”:

“Αγά­πη­σα μια κοπε­λιά και θαρ­ρού­νε πως αυτό είναι αγά­πη. Μια μέρα σε μια δια­δή­λω­ση αγρο­τών — απερ­γών αγά­πη­σα τους απερ­γούς και τότε είδα πως η αγά­πη που γεν­νιέ­ται μέσα από τη μάχη του δίκιου είναι η πιο δυνα­τή αγάπη”.

Η απά­ντη­σή του στα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα της αντε­πα­νά­στα­σης και της παλι­νόρ­θω­σης του καπι­τα­λι­σμού στη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση είναι όπως σε όλη την ποί­η­σή του, αισιό­δο­ξη και καταφατική.

Ακού­στε το συμπέ­ρα­σμα του ποι­ή­μα­τος “Στσ’ αγά­πης τη βαθιά πληγή”:

“Αυτός που ξέρει ν΄ αγαπά

και να ελπί­ζει ξέρει

μέσα στη νύχτα πολεμά

ξημέ­ρω­μα να φέρει”.

Ποίηση που διδάσκει και διαπαιδαγωγεί

Χωρίς αμφι­βο­λία ο Σταυ­ρα­κά­κης κατεί­χε γερά την τέχνη να εκλαϊ­κεύ­ει σύν­θε­τες πολι­τι­κές έννοιες διεισ­δύ­ο­ντας με τον παρο­τρυ­ντι­κό λόγο του σε όλους εκεί­νους που πρώ­τοι απ’ όλους τον έχουν ανάγκη.

Σε εκεί­νους δηλα­δή που υφί­στα­νται την υλι­κή και πνευ­μα­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση και στους οποί­ους ο δικός μας πολι­τι­κός λόγος, ο λόγος των στε­λε­χών και των μελών του ΚΚΕ δύσκο­λα μπο­ρεί να τους φτά­σει και να τους ακουμπήσει.

Η ποί­η­σή του διδά­σκει και δια­παι­δα­γω­γεί, χωρίς να χάνει τον ψυχα­γω­γι­κό της χαρακτήρα.

Είναι ποί­η­ση στρα­τευ­μέ­νη, χωρίς να δια­λα­λεί τη στρά­τευ­σή της, όπως συχνά συμ­βαί­νει σε αυτο­δί­δα­κτους σαν αυτόν λογο­τέ­χνες που θέλουν, αλλά δεν ξέρουν πώς να μετα­δώ­σουν τα μηνύ­μα­τά τους.

Φαντά­ζο­μαι ότι όλοι θα προ­σέ­ξα­τε στην πρό­σκλη­ση της σημε­ρι­νής εκδή­λω­σης το ποί­η­μα “Εργά­της”, για το ταξι­κό, διε­θνι­στι­κό περιε­χό­με­νο που ο δημιουρ­γός του προσ­δί­νει στην έννοια της ελευ­θε­ρί­ας, απα­ντώ­ντας εύστο­χα στην αστι­κή προ­πα­γάν­δα για την “ελευ­θε­ρία” που τάχα παρέ­χει στο άτο­μο η καπι­τα­λι­στι­κή κοινωνία:

“Δεν είναι λευ­τε­ριά εκείνη,

φώνα­ξε εργά­τη δυνατά,

που ξεχω­ρί­ζει τους ανθρώπους

σε δού­λους και αφεντικά.

Δεν είναι λεύ­τε­ρη πατρίδα

που έχει σύνο­ρα στη γη,

ζωή που ζει μέσα στη φτώχεια

δεν είναι λεύ­τε­ρη ζωή”.

Για τη βαθιά του προ­σή­λω­ση στην ιδέα του προ­λε­τα­ρια­κού διε­θνι­σμού είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα παρα­κά­τω λόγια του:

“Ο Καζαν­τζά­κης είπε ότι είναι μεγά­λη ευθύ­νη να είσαι Κρη­τι­κός, ο Ατα­τούρκ είπε ότι είναι μεγά­λη ευθύ­νη να είσαι Τούρ­κος, κι εγώ λέω πως είναι μεγά­λη ευθύ­νη να είσαι Διεθνιστής”.

Πάνω στο θέμα των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων και του διε­θνι­σμού συγκλο­νι­στι­κό μέσα στην απλό­τη­τά του είναι και το ποί­η­μά του, γράμ­μα στην Αφρι­κά­να Χαϊμαλίνα:

“Χαϊ­μα­λί­να, ρωτάω τα πρό­βα­τά μου πώς μοι­ρά­ζου­νε στα ίσια τον ίσκιο ενός ασφέ­ντα­μου κι έχουν λευ­κά και μαύ­ρα τα ίδια δικαιώ­μα­τα ενώ οι άνθρω­ποι σκο­τώ­νο­νται μοι­ρά­ζο­ντας μια πήχη γης; (…)

Αυτοί που κλέ­βου­νε το βιός σου Χαϊ­μα­λί­να, κλέ­βουν και το δικό μου το τυρί. Τώρα που σου γρά­φω Χαϊ­μα­λί­να απ’ το πιο ψηλό βου­νό της Κρή­της προ­βο­δώ τα πρό­βα­τά μου”.

Ασφα­λώς κι εσάς, όπως κι εμέ­να, όπως όλους θα σας έχει απα­σχο­λή­σει το ερώτημα:

Κάτω από ποιες συν­θή­κες ένας βοσκός που δεν μπό­ρε­σε να τελειώ­σει ούτε καν το Δημο­τι­κό, γίνε­ται ποιητής;

Είναι γνω­στό φυσι­κά ότι κάθε άνθρω­πος μπο­ρεί να εκδη­λώ­σει και να ανα­πτύ­ξει δημιουρ­γι­κές ικα­νό­τη­τες αν υπάρ­ξουν οι κατάλ­λη­λες προϋποθέσεις.

Ομως ένας μισο­α­γράμ­μα­τος άνθρω­πος, που κατα­φέρ­νει με την ποί­η­σή του να συγκι­νή­σει μεγά­λους μου­σι­κο­συν­θέ­τες όπως ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος και κορυ­φαί­ους τρα­γου­δι­στές όπως ο αξέ­χα­στος Ξυλού­ρης, ένας βοσκός που κατα­φέρ­νει να δια­κρι­θεί σε έναν από τους πιο εξε­λιγ­μέ­νους τομείς της ανθρώ­πι­νης δημιουρ­γί­ας, όπως είναι η ποί­η­ση, δεν είναι δα και μια συνη­θι­σμέ­νη περίπτωση.

Το υψηλό ηθικό του φρόνιμα συναντήθηκε με την κομμουνιστική ιδεολογία

Ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης έγι­νε ποι­η­τής για­τί σίγου­ρα — όπως δεί­χνει τόσο η στά­ση του, όσο και η ποί­η­σή του — υπήρ­ξε ένας ιδιαί­τε­ρα ευαί­σθη­τος άνθρω­πος, που τον συγκι­νού­σε αφά­ντα­στα η ομορ­φιά της φύσης και που ταυ­τό­χρο­να διέ­θε­τε υψη­λό ηθι­κό φρό­νη­μα και βαθύ το αίσθη­μα του δίκιου.

Γι’ αυτά τα τελευ­ταία, άλλω­στε, πέρα­σε πάμπολ­λες δοκι­μα­σί­ες και διώ­ξεις στη ζωή του.

Το ολο­καύ­τω­μα των Ανω­γεί­ων από τους ναζί κατα­χτη­τές τον οδή­γη­σε από τα 15 του χρό­νια στην οργά­νω­ση της ΕΠΟΝ και ένα χρό­νο μετά στη σύλ­λη­ψη και φυλά­κι­σή του από τους Γερμανούς.

Το κρί­σι­μο σημείο της στρο­φής στην τέχνη του ήταν όμως η συνά­ντη­ση της ευαι­σθη­σί­ας του με τα μεγά­λα, τα φωτει­νά κομ­μου­νι­στι­κά ιδανικά.

Να πώς ο ίδιος περι­γρά­φει στον “Ριζο­σπά­στη” της 30ής Νοέμ­βρη 1983 τη συνά­ντη­σή του με την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία λίγο μετά την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, όταν οι αντάρ­τες κατέ­φευ­γαν κυνη­γη­μέ­νοι στο μιτά­το του, το μαντρί του, στον Ψηλορείτη:

“Τους φύλα­ξα, τους τάϊ­σα. Συνέ­χι­σαν να ‘ρχο­νται… Αλλά όλο και λιγό­τε­ροι. Αυτοί που απου­σί­α­ζαν είχαν δολο­φο­νη­θεί σε ενέ­δρες. Καθώς μπά­λω­ναν στο φως του λίχνου τα ρού­χα τους και γιά­τρευαν ο ένας του άλλου τις πλη­γές σιγο­τρα­γου­δού­σαν ριζί­τι­κα. Παρά­ξε­νοι μου φαί­νο­νταν στην αρχή. Μια ώρα ύπνος… μια μπου­κιά ψωμί… Και νάτοι πάλι να χάνο­νται στις κορ­φές πηδώ­ντας σαν αετοί από χαρά­κι σε χαρά­κι. Ενας τους έβγα­λε κάποιο βιβλίο απ’ το βουρ­γιά­λι του. Πάρ­το μου είπε. Θα σου αρέ­σει. Ηταν η “Μάνα” του Γκόρκι!”.

Από κεί­νες τις στιγ­μές κι ύστε­ρα στα­μά­τη­σαν οι μαντι­νά­δες του να ανα­φέ­ρο­νται σε έρω­τες και πάθη.

Τώρα τα τρα­γού­δια του ήταν αφιε­ρω­μέ­να σ’ αυτούς τους παρά­ξε­να περή­φα­νους ανθρώ­πους, που τους απο­χαι­ρε­τού­σε κάθε φορά με στί­χους σαν αυτόν:

“Εναν ελεύ­θε­ρο αετό,

σκλα­βιά δεν τον κιοτεύει

όπου ταμπού­ρι πολεμά

κι όπου φωτιά χορεύει”.

Φυσι­κά δεν γλί­τω­σε την κατη­γο­ρία του ληστο­τρό­φου, τη σύλ­λη­ψή του το 1951 και τον εκτο­πι­σμό του το 1954 στο Γύθειο.

Εκεί, στο μεγά­λο σχο­λειό της εξο­ρί­ας γνώ­ρι­σε και τη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση, την ποί­η­ση του Βάρ­να­λη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη.

Από κει κι έπει­τα, πέρα­σε στην ενερ­γη­τι­κή δρά­ση, πρώ­τα από τις γραμ­μές της ΕΔΑ, ενώ από το 1973 — μέσα στη δικτα­το­ρία — ως μέλος πια του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δας, πρω­το­στά­τη­σε στην ανα­συ­γκρό­τη­σή του και ανα­δεί­χθη­κε σε στε­λε­χι­κές θέσεις τόσο του Κόμ­μα­τός μας όσο και του αγρο­τι­κού κινήματος.

Αφοσιωμένος μέχρι το τέλος

Τρα­βώ­ντας με αφο­σί­ω­ση έως το τέλος της ζωής του με τις πρά­ξεις αλλά και με την τέχνη του το δύσκο­λο δρό­μο της πάλης, για να υψώ­σει το πολι­τι­κό, ιδε­ο­λο­γι­κό, πολι­τι­στι­κό κρι­τή­ριο του λαού έτσι που να μπο­ρεί να ορί­σει τη ζωή και το μέλ­λον του.

Με λίγα λόγια, ο Μιχά­λης Σταυ­ρα­κά­κης δεν ήταν ένας απλός βοσκός, αλλά ένας μορ­φω­μέ­νος και δια­μορ­φω­μέ­νος στην ανώ­τε­ρη σχο­λή της ταξι­κής πάλης ποιητής.

“Πρέ­πει να πολε­μού­με για να μη χαθεί αυτό που κάνει τον κόσμο μεγά­λο”, δήλω­νε άλλω­στε ο ίδιος, εννο­ώ­ντας ότι δεν πρέ­πει να παραι­τη­θού­με ποτέ, όσες δυσκο­λί­ες κι αν συνα­ντή­σου­με, από τον αγώ­να για να περά­σει η ανθρω­πό­τη­τα από την προϊ­στο­ρία που βρί­σκε­ται σήμε­ρα στην ιστο­ρία, από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της εκμε­τάλ­λευ­σης, του αντα­γω­νι­σμού, των πολέ­μων, των κρί­σε­ων, της φτώ­χειας σε έναν ανώ­τε­ρο πολι­τι­σμό αντά­ξιο του ανθρώ­πι­νου είδους.

“Το αύριο ομορ­φαί­νει με το καθή­κον του σήμε­ρα”, συμπλή­ρω­νε επι­γραμ­μα­τι­κά σε ένα από τα πρώ­τα ποι­ή­μα­τά του, θέλο­ντας να υπο­γραμ­μί­σει ότι το σοσια­λι­στι­κό μέλ­λον δε θα ‘ρθει από μόνο του έτσι νέτο σκέ­το, ούτε θα μας το χαρί­σει κανείς θεός ή πεφω­τι­σμέ­νος ηγέτης.

Με τη συμ­με­το­χή του καθε­νός στους σημε­ρι­νούς ταξι­κούς αγώ­νες, οικο­νο­μι­κούς, πολι­τι­κούς, ιδε­ο­λο­γι­κούς, χρειά­ζε­ται να δημιουρ­γή­σου­με τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την κατάρ­γη­ση του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος και την κατά­κτη­ση μιας ανώ­τε­ρης μορ­φής οργά­νω­σης της κοι­νω­νί­ας, όπου ο άνθρω­πος θα πάψει για τον άνθρω­πο να είναι λύκος.

Κι αυτό είναι η ελά­χι­στη τιμή που μπο­ρού­με να απο­δώ­σου­με σε ένα “βοσκό”, το ελά­χι­στο χρέ­ος που οφεί­λου­με σ’ έναν από τους πιο δεμέ­νους με τα φτω­χά λαϊ­κά στρώ­μα­τα δημιουρ­γούς της νέας συνεί­δη­σής τους, όπως υπήρ­ξε ο ποι­η­τής Μιχά­λης Σταυρακάκης ».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο