Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του Κλιντ Ίστγουντ στο Χόλιγουντ

Γρά­φει ο \\  Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Ενώ ο γερό­λυ­κος για πολ­λο­στή φορά σχε­διά­ζει την “τελευ­ταία” του ται­νία (Juror #2 _Ένορκος #2)…

Κάποια στιγ­μή πέρα­σε από το μυα­λό _κατά δήλω­ση του ίδιου 92χρονου σήμε­ρα, Ίστ­γουντ να εγκα­τα­λεί­ψει εντε­λώς την κινη­μα­το­γρα­φι­κή καριέ­ρα προς τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’50, αλλά η προ­σγεί­ω­ση του Rowdy Yates στο Rawhide τον έπει­σε να παρα­μεί­νει μάχι­μος. Ήταν τότε που του προ­σφέρ­θη­κε ένα ιτα­λι­κό γου­έ­στερν χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού που τελι­κά κυκλο­φό­ρη­σε ως A Fistful Of Dollars (για μια χού­φτα δολά­ρια). Η ται­νία προ­κά­λε­σε σοκ με απρό­σμε­νη επι­τυ­χία και ανα­ζω­ο­γό­νη­σε ένα πεθα­μέ­νο είδος.

Πριν ο Κλιντ Ίστ­γουντ ανα­λά­βει τον πρώ­το του πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στο Hang ‘Em High \ Κρε­μά­στε τους ψηλά _σε ται­νία του Χόλι­γουντ (βλ και Νο 2), πέρα­σε από μια πολύ μεγα­λύ­τε­ρης κλί­μα­κας φιλμ Western blockbuster.

Η τρι­λο­γία “δολα­ρί­ων” του Sergio Leone (1. Για μια χού­φτα δολά­ρια _1964 ^ 2. Μονο­μα­χία στο Ελ Πάσο _ 1965  ^ 3. Ο καλός, ο κακός και ο άσχη­μος _1966)  έκα­νε τον Eastwood σύμ­βο­λο της μεγά­λης οθό­νης, αλλά έπρε­πε να είναι προ­σε­κτι­κός κάνο­ντας τη μετά­βα­σή του σε πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους αμε­ρι­κά­νι­κων ταινιών.
Συμπρω­τα­γω­νί­στη­σε με τον Ρίτσαρντ Μπάρ­τον στην περι­πέ­τεια του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου Where Eagle’s Dare — Όπου τολ­μούν οι αετοί και συνέ­χι­σε με πολ­λές άλλες ται­νί­ες, σαν “πρώ­το βιο­λί” μέχρι που ήρθε η επι­τυ­χία του ‑1971, Dirty Harry _ο επι­θε­ω­ρη­τής Κάλα­χαν που τον έκα­νε πραγ­μα­τι­κά αστέ­ρα του κινη­μα­το­γρά­φου (ακο­λού­θη­σαν και 2ο _3ο _4ο …)

Σ΄ αυτή λοι­πόν την περί­ο­δο πρω­τα­γω­νί­στη­σε στο Χόλι­γουντ _μεταξύ άλλων στο “Κρε­μά­στε τους (πιο) ψηλά”. Εκεί ο Ίστ­γουντ _επιζών από ένα λιν­τσά­ρι­σμα  γίνε­ται Στρα­τάρ­χης για να κυνη­γή­σει τους επί­δο­ξους δολο­φό­νους του.

Όπως υπο­νο­εί ο τίτλος, αυτό το γου­έ­στερν είναι μια βάναυ­ση, σκο­τει­νή ιστο­ρία που ήταν μια “καλή γέφυ­ρα” μετα­ξύ Αμε­ρι­κα­νών και Ιτα­λών “Oaters”. Το Hang ‘Em High παρή­χθη για λιγό­τε­ρο από 2 εκα­τομ$, αλλά το ανερ­χό­με­νο αστέ­ρι του Eastwood το έκα­νε μια άνε­τη επι­τυ­χία στο box office (1968), απορ­ρί­πτο­ντας το μεγά­λου προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού Western Mackenna’s Gold (το χρυ­σά­φι του Μακέν­να). Αυτή η περι­πέ­τεια με επι­κε­φα­λής τον J. Lee Thompson ακο­λου­θεί έναν στρα­τάρ­χη (Gregory Peck) και διά­φο­ρους κλέ­φτες και ληστές που προ­σπα­θούν να εντο­πί­σουν ένα μυστι­κό από­θε­μα χρυ­σού που βρί­σκε­ται στην επι­κρά­τεια των ιθα­γε­νών της Αμερικής.

Ο απλός λόγος που ο Eastwood αδια­φό­ρη­σε για το Mackenna’s Gold ήταν ότι δεν του άρε­σε το σενά­ριο και ένιω­θε ότι το θέμα του Hang ‘Em High — που “εξε­ρευ­νού­σε” τη θανα­τι­κή ποι­νή — είχε πολ­λά περισ­σό­τε­ρα να πει. Το Mackenna’s Gold είχε μέτριες κρι­τι­κές, αλλά ενώ ήταν μια οικο­νο­μι­κή απο­γο­ή­τευ­ση στη Βόρεια Αμε­ρι­κή, έκα­νε καλή δου­λειά στο εξω­τε­ρι­κό. Τού­του λεχθέ­ντος, ο Γκρέ­γκο­ρι Πεκ μισού­σε το Mackenna’s Gold και το χαρα­κτή­ρι­σε “άθλιο”.

Από οικο­νο­μι­κή άπο­ψη και μόνο, το Mackenna’s Gold ήταν η προ­φα­νής, ασφα­λής επι­λο­γή του Eastwood σε ένα αμε­ρι­κα­νι­κό γου­έ­στερν. Ωστό­σο, το υλι­κό δεν του μιλού­σε, ενώ το Hang ‘Em High τον άφη­σε να εξε­ρευ­νή­σει έναν άλλο ρόλο αντι-ήρωα. Ο χαρα­κτή­ρας του Marshal Cooper μπο­ρεί να διορ­θώ­νει μια αδι­κία, αλλά η ηθι­κή της ται­νί­ας είναι πολύ πιο σκο­τει­νή. Ο Κλιντ Ίστ­γουντ θα δοκί­μα­ζε αργό­τε­ρα τη δική του caper ται­νία με μια ομά­δα χαρα­κτή­ρων που κυνη­γούν τον χρυ­σό κατά τον 2ο  Παγκό­σμιο, Kelly’s Heroes — στην οποία συμπρω­τα­γω­νι­στού­σε ο Τέλι Σαβά­λας του Mackenna’s Gold — αλλά κι αυτό από μόνο του απέ­δει­ξε ότι δου­λεύ­ει καλύ­τε­ρα χωρίς σύνολο.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από: Slate

(σσ.)
Caper ται­νία είναι ένα υπο­εί­δος αστυ­νο­μι­κής μυθο­πλα­σί­ας, που περι­λαμ­βά­νει ένα ή περισ­σό­τε­ρα εγκλή­μα­τα (ειδι­κά κλο­πές, απά­τες ή περι­στα­σια­κά απα­γω­γές) που δια­πράτ­το­νται από τους κύριους χαρα­κτή­ρες με ενέρ­γειες της αστυ­νο­μί­ας ή των ντε­τέ­κτιβ που προ­σπα­θούν να απο­τρέ­ψουν ή να εξι­χνιά­σουν τα εγκλή­μα­τα να μπο­ρεί επί­σης να εξι­στο­ρη­θούν, αλλά δεν απο­τε­λούν το κύριο επί­κε­ντρο της ιστορίας.
Δια­κρί­νε­ται από την απλή αστυ­νο­μι­κή ιστο­ρία από στοι­χεία χιού­μορ, περι­πέ­τειας ή ασυ­νή­θι­στης εξυ­πνά­δας ή θράσους.

Οι κύριοι χαρα­κτή­ρες έχουν συχνά κωμι­κές ιδιο­συ­γκρα­σί­ες και τα άτο­μα επι­βο­λής του νόμου χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από ανι­κα­νό­τη­τα ή ανε­πάρ­κεια. Οι εγκλη­μα­τί­ες σχε­διά­ζουν κωμι­κά ένα έγκλη­μα με λεπτο­μέ­ρειες περιτ­τές για τη φύση του εγκλή­μα­τος και το χιού­μορ δημιουρ­γεί­ται όταν οι προ­σω­πι­κό­τη­τες τους συγκρού­ο­νται και οι ιδιορ­ρυθ­μί­ες τους αποκαλύπτονται

 

Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ: Γρα­πτά πάνω στο μυθι­στό­ρη­μα – Οι καλλιτέχνες

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο