Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Σολωμός ήξερε ελληνικά; (Κώστα Βάρναλη)

Απο­ρεί κανείς πώς μπο­ρού­σε να υπάρ­χει τέτοιο ζήτη­μα. Θα ήτα­νε δικαιο­λο­γη­μέ­νο να υπάρ­χει αν ο Σολω­μός δεν είχε αφή­σει κανέ­να γρα­πτό κεί­με­νο. Αφού όμως μας άφη­σε αρκε­τό έργο, και ποι­η­τι­κό και πεζο­γρα­φι­κό, την απά­ντη­ση την έχου­με έτοι­μη και αυθε­ντι­κό­τε­ρη από κάθε «υπό­θε­ση». Το έργο του Σολω­μού δεί­χνει πως κανέ­νας Έλλη­νας Λογο­τέ­χνης έως τότε — και μπο­ρεί να πει κανείς αδί­στα­χτα κ’ έως σήμε­ρα — δεν έδω­σε στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα τόσην πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, τόσην ευγέ­νεια, τόσην αιθέ­ριαν αϋλό­τη­τα και τόσο βάθος όσα της έδω­σε ο Σολω­μός, «που δεν ήξε­ρε ελληνικά»!

Είδα­με σ’ ένα παλαιό­τε­ρο σημεί­ω­μά μας  πως ο Χατζι­δά­κης θεω­ρεί το Σολω­μό «άπει­ρον τελέ­ως της ελ­ληνικής γλώσ­σης». Αλλά και ο Βαλα­ω­ρί­της δεν είχε διαφορετι­κότερη γνώ­μη. Σ’ ένα γράμ­μα του προς το Θωμα­ζέο, λίγους μήνες μετά το θάνα­το του ποι­η­τή, έγρα­φε: «Ο κόμης Σολω­μός, μεγά­λος ποι­η­τής, δυστυ­χώς δεν εγνώ­ρι­ζε καλά τη δημο­τι­κή μας γλώσ­σα. Κατά δεύ­τε­ρον λόγον η ποί­η­σίς του δεν έχει τον καθα­ρόν χα­ρακτήρα της ελλη­νι­κής ποι­ή­σε­ως. Οι στί­χοι του δεν είναι ελλη­νι­κοί και οι εμπνεύ­σεις του ανή­κουν στη Δύση…». Το κακό όμως είναι πως κι ο ίδιος ο Σολω­μός ομο­λό­γη­σε στον Τρι­κού­πη (τέλη του 1822): «Δεν ηξεύ­ρω ελλη­νι­κά. Πώς μπο­ρώ να γρά­ψω καλά;».

Αλλ’ ας ιδού­με όμως με ποιο νόη­μα έκα­νε αυτήν την ομολο­γία ο νεα­ρός ποι­η­τής των 24 χρο­νών. Να πώς διη­γιέται ο ίδιος ο Τρι­κού­πης αυτήν την ιστο­ρία: «Μου απήγ­γει­λεν (ο Σολω­μός) ιτα­λι­στί μίαν “Ωδήν διά πρώ­την λει­τουρ­γί­αν”… Ο Σολω­μός, ο οποί­ος είχε παρα­τη­ρή­σει, ότι μετά την απαγ­γε­λί­αν είχα μεί­νει σκε­πτι­κός και σιω­πη­λός, με ηρώ­τη­σε την γνώ­μην μου. “’Το ποι­η­τι­κόν σας τάλα­ντον’’, του είπα ‘’σας επι­φυ­λάσ­σει ωραί­αν θέσιν εις τον ιτα­λι­κόν Παρ­νασ­σόν. Αλλ’ αι πρώ­ται θέσεις εν αύτω έχουν ήδη κατα­λη­φθεί. Ο ελλη­νι­κός Παρ­νασ­σός δεν έχει ακό­μη τον Δάντην του… Τη αιτή­σει του τότε του εξέ­θε­σα τα της γλώσ­σης μας και της φιλο­λο­γί­ας μας. “Δεν ηξεύ­ρω ελλη­νι­κά”, μου λέγει. “Πώς μπο­ρώ να γρά­ψω καλά;”. Πράγ­μα­τι, εγνώ­ρι­ζε πολύ ατε­λώς την κοι­νήν. “Η γλώσ­σα, του απή­ντη­σα, την οποί­αν εμά­θα­τε μαζί με το μητρι­κόν γάλα είναι η ελλη­νι­κή. Είναι λοι­πόν εύκο­λον να την επα­να­φέ­ρε­τε εις την μνή­μην σας και, αν συγκα­τα­τί­θε­σθε, θα σας βοη­θή­σω… Δεν πρό­κει­ται ούτε περί της τόσον κου­ρα­στι­κής φιλο­λο­γι­κής γλώσ­σης, ούτε περί της τόσον γελοί­ας μακα­ρο­νι­στι­κής, αλλά της μητρι­κής, της ζωντα­νής” Μία μόλις εβδο­μάς είχε παρέλ­θει από την πρώ­την συνο­μι­λί­αν μας και εξε­πλά­γην αίφ­νης ακού­ων τον Σολω­μόν απαγ­γέλ­λο­ντα ποί­η­μά του, γραμ­μέ­νον εις την ελληνικήν:

Την είδα την ξανθούλα,
την είδα, όταν αργά
εκί­νη­σε η βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.

Ήτο η πρώ­τη του ελλη­νι­κή σύν­θε­σις. Μόλις το ποί­η­μα αυτό έγι­νε γνω­στόν, όλη η Ζάκυν­θος το ετρα­γου­δού­σε και ένα βρά­δυ οι συμπα­τριώ­ται του μετέ­βη­σαν και το έψα­λαν κάτω από τα παρά­θυ­ρά του. Αυτό τον συνε­κί­νη­σε πολύ. Μετ’ ολί­γας ημέ­ρας άρχι­σε τον “Ύμνον εις την ελευ­θε­ρί­αν”, τον όποιον ετε­λεί­ω­σεν εντός βρα­χέ­ος χρο­νι­κού δια­στή­μα­τος. Δεν ήτο από τους ανθρώ­πους, οι οποί­οι κατέ­φευ­γον εις την γραμ­μα­τι­κήν και το λεξι­κόν. Δεν ανε­ζή­τει τας λέξεις, αλλά με τας ολί­γας που εγνώ­ρι­ζεν απέ­δι­δεν ελλη­νι­στί σκέ­ψεις, τας οποί­ας είχε συλ­λά­βει ιταλιστί».

Από την αφή­γη­ση του Τρι­κού­πη βγαί­νει η εξή­γη­ση πως ο Σολω­μός δεν ήξε­ρε τα περί δια­γραμ­μά­του ελλη­νι­κά, την «φιλο­λο­γι­κήν», την «μακα­ρο­νι­στι­κήν γλώσ­σαν». Εγνώ­ρι­ζε όμως την «μητρι­κήν γλώσ­σαν». Κι ο Τρι­κού­πης εξη­γεί: «Η γλώσ­σα την οποί­αν εμά­θα­τε μαζί με το μητρι­κόν γάλα, είναι η ελλη­νι­κή. Είναι λοι­πόν εύκο­λον να την επα­να­φέ­ρε­τε εις την μνή­μην σας». Όλο δηλα­δή το πρό­βλη­μα για το Σολω­μό δεν ήτα­νε να μάθει ελλη­νι­κά, παρά να τα επα­να­φέ­ρει εις την μνή­μην του. Και κυρί­ως να τα γράψει.

Τη γλώσ­σα τη μητρι­κή την ήξε­ρε και γι’ αυτό την έγρα­φε «χωρίς να κατα­φεύ­γει εις την γραμ­μα­τι­κήν και το λεξι­κόν». Και την ήξε­ρε τόσο καλά, ώστε μέσα σε μια βδο­μά­δα μαθη­μά­των της ελλη­νι­κής εσύν­θε­σε το ποί­η­μα της «Ξαν­θού­λας» και μέσα σ’ ένα μήνα τον «Ύμνο εις την Ελευ­θε­ρί­αν». Αν δεν την ήξε­ρε, δεν θα μπο­ρού­σε να την έγρα­φε τόσο ωραία και τόσο ζωντα­νά, αλλά και τόσο πλού­σια χρω­μα­τι­σμέ­νη, «χωρίς ν’ ανα­ζη­τεί τας λέξεις»! Και το σπου­δαιό­τε­ρο είναι πως οι στί­χοι του έχου­νε τόση ποι­η­τι­κήν υφή, τόση αρμο­νία και μου­σι­κό­τη­τα, που δε θα μπο­ρού­σα­νε να τα έχουν, αν ο ποι­η­τής έγρα­φε σε ξένη γλώσ­σα, που δεν ήταν μέσα στο αίμα του. Για­τί η «αρμο­νία του στί­χου», όπως λέγει ο ίδιος στα σημειώ­μα­τα του «Ύμνου», «δεν είναι πράγ­μα όλο μηχα­νι­κό, αλλά ξεχεί­λι­σμα της ψυχής». Και λίγο παρα­πά­νω, στην ίδια σημεί­ω­ση λέγει: «Τού­τοι oι κανό­νες (οι στι­χουρ­γι­κοί κανό­νες) έχουν κάποιες εξαί­ρε­σες, τες οποί­ες όποιος έχει καλά θρεμ­μέ­νη με τους κλα­σι­κούς την ψυχήν του βάνει εις έργον χωρίς τόσο να συλ­λο­γί­ζε­ται εις την ίδια στιγ­μή, που μορ­φώ­νει την ύλη».

Ολ’ αυτά απο­δεί­χνουν πως ο Σολω­μός ήξε­ρε ελλη­νι­κά, όπως κάθε άλλος Έλλη­νας. Δεν ήξε­ρε όμως και δεν μπο­ρού­σε να γρά­ψει, αλλά και τη σιχαι­νό­τα­νε, τη γλώσ­σα των λογί­ων. Πρέ­πει λοι­πόν να τελειώ­σει αυτός ο «μύθος» πως δεν ήξε­ρε ελλη­νι­κά, μύθος που τον εκμε­ταλ­λευ­τή­κα­νε όσοι δεν κατα­λα­βαί­να­νε την ανώ­τε­ρη ποί­η­ση του Σολω­μού ή ζηλεύ­α­νε τον ποι­η­τή (Βαλα­ω­ρί­της) κι όσοι (γλωσ­σα­μύ­ντο­ρες αυτοί) θέ­λανε να μειώ­σου­νε το μεγά­λο πνευ­μα­τι­κό κύρος του ποι­η­τή, λέγο­ντας πως έγρα­ψε στη δημο­τι­κή, στη μητρι­κή, στη ζωντα­νή γλώσ­σα του λαού, επει­δή δεν ήξε­ρε… ελλη­νι­κά, «ήτο άπει­ρος τελέ­ως της ελλη­νι­κής γλώσ­σης». Ενώ, αν «ήτο εγκρα­τής της ελλη­νι­κής γλώσ­σης», θα έγρα­φε στην καθα­ρεύ­ου­σα. Ήτα­νε δηλα­δή ένας απο­τυ­χη­μέ­νος… σοφο­λο­γιό­τα­τος, επο­μέ­νως τίποτα!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο