Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο Γιάννης Μαρκόπουλος

Ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος, ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Έλλη­νες συν­θέ­τες, που με τις πρω­το­πο­ρια­κές συν­θέ­σεις του άνοι­ξε μου­σι­κούς δρό­μους σε προη­γού­με­νες δεκα­ε­τί­ες πέθα­νε σε ηλι­κία 82 ετών.

Ο σπου­δαί­ος συν­θέ­της, που τον τελευ­ταίο χρό­νο έπα­σχε από καρ­κί­νο, είχε εισα­χθεί την Παρα­σκευή 5/5 στη Μονά­δα Εντα­τι­κής Θερα­πεί­ας του Γενι­κού Νοσο­κο­μεί­ου Αθη­νών «Αλε­ξάν­δρα» μετά από επιπλοκές.

Ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος γεν­νή­θη­κε το 1939 στην Κρή­τη, όπου πήρε τα πρώ­τα μου­σι­κά μαθή­μα­τα στη θεω­ρία και στο βιο­λί, καθώς και τις πρώ­τες επιρ­ρο­ές από τους τοπι­κούς ρυθ­μούς με τους γρή­γο­ρους χορούς και τα επα­να­λαμ­βα­νό­με­να μικρά μοτί­βα, την κλα­σι­κή μου­σι­κή, αλλά και τη μου­σι­κή της ευρύ­τε­ρης ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου, ιδιαί­τε­ρα της Αιγύ­πτου. Το 1956 συνέ­χι­σε τις σπου­δές του στο Ωδείο Αθη­νών, με τον συν­θέ­τη Γεώρ­γιο Σκλά­βο και τον καθη­γη­τή βιο­λιού Ιωσήφ Μπου­στί­ντουϊ (Joseph Bustidui). Την ίδια επο­χή εισά­γε­ται στο Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο για κοι­νω­νι­κές και φιλο­σο­φι­κές σπου­δές, που όμως δεν ολο­κλη­ρώ­νει, ενώ παράλ­λη­λα συν­θέ­τει για το θέα­τρο, τον κινη­μα­το­γρά­φο και τον χορό.

Το 1963 βρα­βεύ­ε­ται στο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης για τη μου­σι­κή του στην ται­νία «Μικρές Αφρο­δί­τες» του Νίκου Κούν­δου­ρου και τον ίδιο χρό­νο ανε­βαί­νουν από νέα χορευ­τι­κά σύνο­λα τα έργα του «Θησέ­ας» (χορό­δρα­μα), «Χιρο­σί­μα» (σουί­τα μπα­λέ­του) και τα «Τρία σκί­τσα για χορό». Το 1967, με την επι­βο­λή της δικτα­το­ρί­ας, ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος μετα­βαί­νει στο Λον­δί­νο, όπου εμπλου­τί­ζει τις μου­σι­κές του γνώ­σεις κοντά στην Αγγλί­δα συν­θέ­τρια Ελί­ζα­μπεθ Λάτιενς (Elisabeth Lutyens). Επί­σης συν­θέ­τει την κοσμι­κή καντά­τα «Ήλιος ο πρώ­τος» σε ποί­η­ση Οδυσ­σέα Ελύ­τη και τη μου­σι­κή για τη «Λυσι­στρά­τη» του Αρι­στο­φά­νη για το θέα­τρο Τέχνης, σε σκη­νο­θε­σία Καρό­λου Κουν. Παράλ­λη­λα ολο­κλη­ρώ­νει τη μου­σι­κή τελε­τή «Ιδού ο Νυμ­φί­ος», έργο που κρά­τη­σε ανέκ­δο­το, εκτός του περί­φη­μου «Ζαβα­ρα­κα­τρα­νέ­μια», ένα τα πιο διά­ση­μα κομ­μά­τια του. Την ίδια περί­ο­δο γνω­ρί­ζε­ται με τους συν­θέ­τες Ιάν­νη Ξενά­κη και Γιάν­νη Χρή­στου και έρχε­ται σε επα­φή με τα πλέ­ον πρω­το­πο­ρια­κά μου­σι­κά έργα. Στο Λον­δί­νο συν­θέ­τει επί­σης τους «Χρη­σμούς» για συμ­φω­νι­κή ορχή­στρα και τους πρώ­τους «Πυρ­ρί­χιους χορούς Α’, Β’, Γ’» (από τους 24 που ολο­κλή­ρω­σε το 2001), οι οποί­οι παί­ζο­νται, το 1968, από την ορχή­στρα Concertante του Λον­δί­νου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γρά­φει και τη μου­σι­κή για την «Τρι­κυ­μία» του Σαίξ­πηρ που ανε­βαί­νει από το Εθνι­κό Θέα­τρο της Αγγλί­ας σε σκη­νο­θε­σία David Jones. Στην Αθή­να επι­στρέ­φει το 1969, με σκο­πό να συμ­βά­λει με τα έργα του στην πορεία για την απο­κα­τά­στα­ση της δημοκρατίας.

Με την είσο­δο της δεκα­ε­τί­ας του 1970, ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος πραγ­μα­το­ποιεί καθο­ρι­στι­κή στρο­φή στην πορεία του. Υλο­ποιεί το μου­σι­κό του όρα­μα, κατα­θέ­το­ντας έργα που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται στο σύνο­λό τους ως νέα πρό­τα­ση και τομή για τη μέχρι τότε ελλη­νι­κή μου­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πρό­κει­ται για έργα που ως ενό­τη­τα έχουν επη­ρε­α­στεί, στις θεμε­λια­κές αρχές τους, από τις αισθη­τι­κές και φιλο­σο­φι­κές από­ψεις του συν­θέ­τη, με το καθέ­να όμως από αυτά να είναι δια­φο­ρε­τι­κό. Με τις συν­θέ­σεις του καθιε­ρώ­νει την ουσία της μου­σι­κής συμ­βί­ω­σης και τους συσχε­τι­σμούς έκφρα­σης μετα­ξύ συμ­φω­νι­κών και τοπι­κών οργά­νων, μέσω του μελω­δι­κού και ρυθ­μι­κού του ορί­ζο­ντα, των αρμο­νι­κών του δομών και των ηχο­χρω­μά­των της διά­φα­νης ενορ­χή­στρω­σής του.

Παράλ­λη­λα προ­τεί­νει εμφα­τι­κά την «Επι­στρο­φή στις Ρίζες», εννο­ώ­ντας τον «σχε­δια­σμό του μέλ­λο­ντος, με ενδο­σκό­πη­ση, μελέ­τη και πλη­σί­α­σμα των άφθαρ­των πηγών της ζωντα­νής τέχνης του κόσμου και επι­λεγ­μέ­νες σύγ­χρο­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες τέχνης». Η πρό­τα­σή του αυτή παίρ­νει τις δια­στά­σεις ενός κινή­μα­τος τέχνης. Την ίδια περί­ο­δο, τρα­γού­δια του, όπως οι «Οχτροί», τα «Λόγια και τα χρό­νια», τα «Χίλια μύρια κύμα­τα», η «Λέν­γκω» (Ελλά­δα), ο «Γίγα­ντας», το «Κάτω στης μαρ­γα­ρί­τας το αλω­νά­κι», το «Καφε­νεί­ον η Ελλάς», τα «Παρα­πο­νε­μέ­να λόγια», το «Μιλώ για τα παι­διά μου» και πολ­λά άλλα γίνο­νται σύμ­βο­λα και μύθοι. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τα μου­σι­κά του έργα «Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι», «Ο Στρά­της ο Θαλασ­σι­νός ανά­με­σα στους Αγά­παν­θους», «Ήλιος ο Πρώ­τος», «Χρο­νι­κό», «Ιθα­γέ­νεια», «Ορο­πέ­διο», «Θητεία και Μετα­νά­στες» — σε ποί­η­ση και στί­χους Σολω­μού, Σεφέ­ρη, Ελύ­τη, Κ.Χ. Μύρη, Μιχ. Κατσα­ρού, Ελευ­θε­ρί­ου, Σκούρ­τη, Θεο­δω­ρί­δη και δικούς του.

Το 1976 συν­θέ­τει τη μου­σι­κή για την τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά του ΒΒC «Who pays the Ferryman?» και η επι­τυ­χία του μου­σι­κού θέμα­τος παρα­μέ­νει στην κορυ­φή του βρε­τα­νι­κού Hit-Parade για μήνες, ενώ κάνει τον συν­θέ­τη διε­θνώς γνω­στό. Στα επό­με­να χρό­νια η δημο­φι­λία αυτή εκφρά­ζε­ται με πολ­λές μετα­κλή­σεις για συναυ­λί­ες και ο Μαρ­κό­που­λος πραγ­μα­το­ποιεί αλλε­πάλ­λη­λα ταξί­δια ανά τον κόσμο, όπως στη Νέα Υόρ­κη, τη Φιλα­δέλ­φεια, το Σικά­γο, το Σαν Φραν­σί­σκο, το Τορό­ντο, το Μόντρε­αλ, τη Στοκ­χόλ­μη, το Άμστερ­νταμ, τη Νάπο­λη, το Παρί­σι, το Βερο­λί­νο, το Μόνα­χο, τη Φραν­κφούρ­τη, τις Βρυ­ξέλ­λες, το Λον­δί­νο, καθώς και σε διά­φο­ρες πόλεις της Ρωσί­ας και της Αυστραλίας.

Το 1980 ενώ­νε­ται και στη ζωή με την τρα­γου­δί­στρια και συνερ­γά­τι­δά του Βασι­λι­κή Λαβί­να. Γεν­νιέ­ται η κόρη τους Ελέ­νη. Για μια περί­ο­δο ο συν­θέ­της απο­ζη­τά μια πιο ιδιω­τι­κή ζωή με την οικο­γέ­νειά του, ενώ ξεκι­νά η προ­ε­τοι­μα­σία του για το άνοιγ­μα ενός νέου κεφα­λαί­ου στη μου­σι­κή του: Στον κορ­μό των νέων συν­θέ­σε­ών του εμφα­νί­ζο­νται μελω­δι­κά ξεσπά­σμα­τα στη­ριγ­μέ­να στην εκτε­τα­μέ­νη πολυ­το­νι­κό­τη­τα της αρμο­νι­κής του δομής ‑καρ­ποί της φαντα­σί­ας του- που ενι­σχύ­ο­νται από το πάθος μιας ανε­ξά­ντλη­της ζωτι­κό­τη­τας. Το 1994 συν­θέ­τει ένα από τα πιο σημα­ντι­κά του έργα, τη «Λει­τουρ­γία του Ορφέα» ‑για φωνή, χορω­δία και ορχή­στρα- που απευ­θύ­νε­ται φιλο­σο­φι­κά στον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της σχέ­σης του ανθρώ­που με τη φύση. Ακο­λου­θούν η «Ανα-γέν­νη­ση Κρή­τη ανά­με­σα σε Βενε­τιά και Πόλη», μου­σι­κό ταξί­δι σε 4 ενό­τη­τες, η όπε­ρα «Ερω­τό­κρι­τος και Αρε­τή», τα «Σχή­μα­τα σε κίνη­ση», κον­σέρ­το για πιά­νο εμπνευ­σμέ­νο από τον Πυθα­γό­ρα, τα «Ευή­λια τοπία, φαντα­σία για σόλο φλά­ου­το», ο «Νόμος της Θαλ­πω­ρής», ορα­τό­ριο-μου­σι­κό θέα­μα για φωνές, χορω­δία, ορχή­στρα πνευ­στών, μπα­λέ­το και εικό­νες, «16 Πυρ­ρί­χιοι χοροί 1980–2001», «Τρί­πτυ­χο για φλά­ου­το έγχορ­δα και άρπα» (2007).

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο