Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Παγοπώλες του θανάτου» — «Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι, χιόνι αλύπητο»

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Θ’ αφήσω/ τη λευ­κή χιο­νι­σμέ­νη κορυφή/ που ζέσται­νε μ’ ένα χαμόγελο/ την απέ­ρα­ντη μόνω­σή μου. – Θα τινά­ξω απ’ τους ώμους μου/ τη χρυ­σή τέφρα των άστρων/ καθώς τα σπουργίτια/ τινά­ζουν το χιόνι/ απ’ τα φτε­ρά τους.» Γ. Ρίτσος

Χιό­νια, χιό­νια, χιό­νια!  Φοβή­θη­κα το χιο­νιά, μάς μπουρ­μπού­λια­σε το κεφά­λι και η τηλε­ό­ρα­ση. Θα πέσει χιό­νι και θα έρθει «λιμός, σει­σμός και κατα­πο­ντι­σμός». Υπό κατά­ψυ­ξη η Αθή­να, ενδέ­χε­ται να το παγώ­σει, άνοι­ξαν οι κλι­μα­τι­ζό­με­νες αίθου­σες για τους άστε­γους ‑τις άλλες μέρες «ας παν’ να κόψουν το κεφά­λι τους». Η κρα­τι­κή μηχα­νή προ­ε­τοι­μά­στη­κε καταλ­λή­λως αλλά και «καλού κακού» έκλει­σαν τα πάντα. Ηλε­κτρι­κός, Εθνι­κή οδός κι άλλα, κι άλλα. Το πώς και το για­τί «τα ευκό­λως εννο­ού­με­να παραλείπονται».

Υπό αυτές τις συν­θή­κες έπα­θα χιο­νί­α­ση! Προ­σέ­φυ­γα σε ερμη­νευ­τές, ανα­λυ­τές, ακό­μη και σε χαρ­το­ρί­χτρες. Το χιό­νι όμως χιό­νι! Η Μήδεια έδρα­σε για τα καλά. Ούτε στα επα­να­στα­τι­κά όνει­ρά μας. Και πήρα την απά­ντη­ση: «Το όνει­ρο με χιό­νι μην το φοβά­σαι, για­τί το χιό­νι το λευ­κό δηλώ­νει την αγνό­τη­τα, τον ανε­πι­τή­δευ­το έρω­τα και τη χαρά του παι­χνι­διού. Αντί­θε­τα να φοβά­σαι τη χιο­νο­θύ­ελ­λα ή το βρώ­μι­κο χιό­νι». Το φοβή­θη­κα και πήγα και γρού­δια­σα. Το διά­βα­σα στον ονει­ρο­κρί­τη. Μετά κατά­λα­βα πως μιλά­ει γι όνει­ρο και όχι για πραγ­μα­τι­κό­τη­τα!  Άκου­σα ακό­μη ‑στην τηλε­ό­ρα­ση βεβαί­ως, βεβαί­ως- ότι «η ανθρώ­πι­νη ψυχή γνω­ρί­ζει από την εμπει­ρία αιώ­νων ότι το χιό­νι σημαί­νει κρύο, μονα­ξιά και θάνα­το, εκτός από όταν εμφα­νί­ζε­ται στην ωραιό­τε­ρη μορ­φή του, την κανο­νι­κή, σε μικρές νιφά­δες και να πέφτει όπως πρέ­πει να πέφτει, σε αυτή την περί­πτω­ση συμ­βο­λί­ζει αφθο­νία αγα­θών» και επο­μέ­νως με κατά­πια­σε  μεγά­λη αγω­νία. Ρίχνει μικρές νιφά­δες ή καλα­πό­δια;  Τι μπο­ρεί να πάθει ο άνθρωπος!

Κι ήρθαν ανά­κα­τα οι σκέ­ψεις και κατα­βυ­θί­στη­κε η μνή­μη κι έφτα­σε στην Ανά­βα­ση του Κύρου (επι­θε­τι­κός ή μη πόλε­μος ήταν αυτός κανέ­νας δεν μού το εξή­γη­σε) «νυκτε­ρευό­ντων δ᾽ αὐτῶν ἐντα­ῦθα ἐπι­πί­πτει χιὼν ἄπλε­τος, ὥστε ἀπέ­κρυ­ψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώ­πους κατα­κει­μέ­νους.» (Ξενο­φώ­ντος Κύρου Ανά­βα­ση 4.4.1). Και έχει πλά­κα τι έγι­νε. Εκεί στην ύπαι­θρο που ήταν μαζε­μέ­νο το στρά­τευ­μα το χιό­νι κάλυ­ψε τους στρα­τιώ­τες και τα ζώα, ώστε κανέ­νας δεν ήθε­λε να σηκω­θεί για­τί το χιό­νι έμοια­ζε σαν μια μαλα­κή ζεστή κου­βέρ­τα. Πολε­μι­κή αντα­πό­κρι­ση του Ξενο­φώ­ντα. Κάπως έτσι, ποι­η­τι­κά, παρου­σί­α­σε την πορεία προς το μέτω­πο («Άξιον εστί») ο Οδυσ­σέ­ας Ελύτης.

«Όμως εμείς δεν είχα­με, ότι κομ­μέ­να τα γιο­φύ­ρια πίσω μας, και τα λίγα μου­λά­ρια μας, κι εκεί­να ανή­μπο­ρα μέσα στο χιό­νι και στη γλι­στρά­δα της λασπου­ριάς».  

Κι όλα αυτά τα σκε­φτό­μουν. Ονει­ρο­κρί­τες, πολε­μι­κές αντα­πο­κρί­σεις, απο­κλει­σμοί κεντρι­κών οδών και ακι­νη­το­ποί­η­ση συρ­μών. Θεσμοί και λογι­σμοί, πατριω­τι­λί­κι  και κου­ρα­φέ­ξα­λα, κόφτης και περη­φά­νια, αλή­θεια και συντά­ξεις, υγεία και γηρα­τειά, πρό­σφυ­γες και προ­σφυ­γιά, χιό­νι και κατα­ντιά.  Όλα αυτά αντι­με­τω­πί­ζο­νται. Αλλά άμα «χει­μώ­νας μπαί­νει ως το μυαλό/ κάτι κακό θ’ ανά­ψει», δηλα­δή με την Τζου­μερ­κιώ­τι­κη λαλιά «σιού­ρα τα, βλά­χα,  μ’ σιού­ρα­τα,  πιο πέρα απ’ τα Τζουμέρκα».

Και ο χει­μώ­νας ήρθε και βάρε­σε για τα καλά σκέ­ψεις και συνει­δή­σεις, αξί­ες και θεσμούς…

Πάντα ταύ­τα συμπο­σού­νται σε μία πρά­ξη. Απο­φα­σί­ζο­μεν και δια­κό­πτο­μεν. Την  κυκλο­φο­ρία, την κίνη­ση  στους δρό­μους… Και την κίνη­ση στη σκέψη.

Να μην παρα­λεί­ψου­με να ανά­ψου­με και κανέ­να καντη­λά­κι για το χιό­νι. Πόσο να αντέ­ξει και αυτός ο κορω­νο­ϊ­ός. Τα κλεί­σα­με όλα…

«Παγο­πώ­λες του θανάτου»

ΟΜΩΣ

«Κι αν χιο­νί­ζει στο πνεύμα/ κι αν κρυώ­νουν οι μεγάλες/ ιδέες/ ο κόσμος πρέ­πει να προ­χω­ρή­σει…» Νίκος Καρούζος

Σκλη­ρός Απρί­λης του 2020μ.Χ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο