Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Ελής, ο αλύγιστος μάρτυρας της Μακρονήσου που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τη χούντα

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

elhs

Πανα­γιώ­της Ελής (1922–1967)

Στις 25 Απρί­λη του 1967 δολο­φο­νεί­ται εν ψυχρώ από τη χού­ντα στον Ιππό­δρο­μο, στο Δέλ­τα του Φαλή­ρου, ο αγω­νι­στής της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μάρ­τυ­ρας της Μακρο­νή­σου Πανα­γιώ­της Ελής. Είχε συλ­λη­φθεί και οδη­γη­θεί εκεί μαζί με άλλους αγω­νι­στές, από τις πρώ­τες κιό­λας ώρες του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος της 21ης Απρίλη.

«Φονιάς, ένας νεα­ρός ανθυ­πο­λο­χα­γός ή υπο­λο­χα­γός, ο οποί­ος μετά το 1974 κατα­δι­κά­στη­κε και έμει­νε αρκε­τά χρό­νια στη φυλα­κή. Ο χρό­νος του φόνου: Προ­χω­ρη­μέ­νο απρι­λιά­τι­κο και βρο­χε­ρό από­γευ­μα, δεν είχε ακό­μη σου­ρου­πώ­σει. Ακρι­βής τόπος: Ο Ελής, μαζί με άλλους κρα­του­μέ­νους, ερχό­ταν βια­στι­κά, αν όχι τρέ­χο­ντας, από την αλά­να του Ιππο­δρό­μου, όπου μια μικρή ομά­δα στρα­τιω­τών, με προ­τε­τα­μέ­νες λόγ­χες και αυτό­μα­τα, τους συνό­δευε για τις σωμα­τι­κές τους ανά­γκες. Επι­κε­φα­λής ο θερ­μο­κέ­φα­λος ανθυ­πο­λο­χα­γός, ο οποί­ος κρα­δαί­νο­ντας περί­στρο­φο εκραύ­γα­ζε τα γνω­στά συν­θή­μα­τα, «κομ­μού­νια θα πεθά­νε­τε» κ.λπ.

(…) Έτσι, μόλις ο άτυ­χος Ελής πέρα­σε τη μεγά­λη πόρ­τα του θαλά­μου και δεν υπήρ­χε η παρα­μι­κρή πιθα­νό­τη­τα να… δρα­πε­τεύ­σει ή κατά άλλο τρό­πο να απει­θαρ­χή­σει… το περί­στρο­φο του ανθυ­πο­λο­χα­γού εκπυρ­σο­κρό­τη­σε από μόνο του, μισό μέτρο πίσω από το κεφά­λι του θύματος!

Καθό­μα­σταν σε μια κου­βέρ­τα στο δάπε­δο του θαλά­μου μαζί με τον μακα­ρί­τη για­τρό Μανώ­λη Σιγα­νό και τον επί­σης μακα­ρί­τη Κυριά­κο Τσα­κί­ρη. Ακού­σα­με τον πυρο­βο­λι­σμό και είδα­με τον Ελή να πέφτει. Δίπλα από μας καθό­ταν ο Γιάν­νης Ρίτσος, άκου­σε και αυτός και είδε και αμέ­σως, με από­γνω­ση και απο­τρο­πια­σμό, έκρυ­ψε το πρό­σω­πό του στα χέρια του.»1

xoynta

«Με το θάνα­το του ηγέ­τη της αγρο­τιάς Κώστα Γαβρι­η­λί­δη είχε φου­ντώ­σει η αντι­πα­ρά­θε­ση με όσους οπα­δούς του Αγρο­τι­κού Κόμ­μα­τος ήθε­λαν να δια­τη­ρή­σουν την κομ­μα­τι­κή τους αυτο­τέ­λεια. Ένας απ’ αυτούς και ο Πανα­γιώ­της Ελής. Και βέβαια δεν θα έλε­γα ότι ο Πανα­γιώ­της δια­τη­ρώ­ντας τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τά του, σε σχέ­ση με την τότε πλειο­ψη­φία, ένιω­θε ευχά­ρι­στα. Όσο για μένα είμαι περή­φα­νος που μπο­ρώ να το πω, ότι παρά τις όποιες δια­φο­ρές αντι­λή­ψε­ων, με τον Πανα­γιώ­τη ποτέ δεν είχα­με πάψει να είμα­στε φίλοι. Με το Χου­ντι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα στον Ιππό­δρο­μο της Αθή­γνας, ξανα­ζή­σα­με το μακρο­νη­σιώ­τι­κο εφιάλ­τη. Εκεί­νο το από­γευ­μα που μας έβγα­λαν έξω, επι­στρέ­φα­με με τον Πανα­γιώ­τη από τους τελευ­ταί­ους. «Προ­χώ­ρα», μου λέει, «θα πάω για κατού­ρη­μα». Η παρέα μου στον Ιππό­δρο­μο και τη Γυά­ρο ήτα­νε με το για­τρό μας τον Άρη Γιαν­νου­λό­που­λο και το Στέ­λιο Κορέ, φίλους απ’ το μακρο­νη­σιώ­τι­κο Σύρ­μα. Δεν πέρα­σαν δυο λεπτά που είχα καθί­σει κοντά τους κι ακού­στη­κε η πιστο­λιά και η φωνή «Ένα για­τρό, χτύ­πη­σαν τον Ελή, τρέ­ξε για­τρέ». Σε ένα πεντά­λε­πτο επέ­στρε­ψε κατσού­φης ο Άρης. «Τέλειω­σε», το μόνο που είπε.» 

[Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, Σε άνι­ση μάχη…, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2012, σελ. 115]
Παναγιώτης Ελής, Aη Στράτης 1956. Έργο του Χρίστου Δαγκλή (μονοτυπία)

Πανα­γιώ­της Ελής, Aη Στρά­της 1956. Έργο του Χρί­στου Δαγκλή (μονο­τυ­πία)

«Γεν­νή­θη­κε το Μάη του 1922 στην Κομο­τη­νή. Με την κάθο­δο των Βουλ­γά­ρων, οργα­νώ­νε­ται στην Αντί­στα­ση. Συλ­λαμ­βά­νε­ται το 1942 και στέλ­νε­ται όμη­ρος στη Βουλ­γα­ρία. Στις αρχές του 1943, μετα­φέ­ρε­ται μ’ άλλους ομή­ρους στο Κου­μά­νο­βο της Σερ­βί­ας σε κατα­να­γκα­στι­κά έργα. Λευ­τε­ρώ­νε­ται με τη λήξη του πολέ­μου. Στο τέλος του 1946, σαν στρα­τιώ­της, μετα­τί­θε­ται στο Μεσο­λόγ­γι και από κει με άλλους συνα­δέλ­φους του, λόγω πολι­τι­κών φρο­νη­μά­των, στο Μακρο­νή­σι το καλο­καί­ρι του 1947.

Εκεί, στη Μακρό­νη­σο, στο κάτερ­γο της φρί­κης και της οδύ­νης, θα υπο­στεί τα πάν­δει­να, ανά­με­σα σε μυριά­δες άλλους αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, που, με τη στο­λή του στρα­τιώ­τη, βασα­νί­στη­καν απο­τρό­παια από τους δήμιους των ξένων αφε­ντι­κών. Σ’ αυτό το νησί, που έπρε­πε να απο­τε­λεί για όλους τους Ελλη­νες, εκτός των δοσι­λό­γων, εθνι­κό μνη­μείο και ιερό τόπο λαϊ­κού προσκυνήματος.

Ο Ελής οδη­γή­θη­κε στο ΒΕΤΟ (Δεύ­τε­ρο Ειδι­κό Τάγ­μα Οπλι­τών), τάγ­μα με 38.000 περί­που έγκλει­στους στρα­τιώ­τες, που ως χτες πολε­μού­σαν τους ξένους εισβο­λείς στο βου­νό και στην πόλη και αντι­με­τώ­πι­σε πλάι τους με καρ­τε­ρία, τους βασα­νι­στές που φορού­σαν τη στο­λή του Ελλη­να στρα­τιώ­τη. Αυτοί οι “Ελλη­νες” συνα­γω­νί­στη­καν σε θηριω­δία τα γερ­μα­νι­κά SS, μόλις δυο χρό­νια μετά τη φυγή των μεραρ­χιών τους, από το ελλη­νι­κό έδαφος.

“Υπό­γρα­ψε Βούλ­γα­ρε!”, ωρύ­ο­νταν οι ροπα­λο­φό­ροι πάνω στα αιμό­φυρ­τα, ποδο­πα­τη­μέ­να και ετοι­μο­θά­να­τα κορ­μιά, τα κορ­μιά αυτά, που αντι­στά­θη­καν στους Γερ­μα­νούς και Ιταλούς.

xoynta1Και ύστε­ρα στο περι­βό­η­το “Σύρ­μα”, στην “Απο­μό­νω­ση”, πλάι στη χαρά­δρα, πίσω από τον πανύ­ψη­λο τοί­χο, στο κάτερ­γο των κατέρ­γων, στην κόλα­ση της κολά­σε­ως, στο μαρ­τύ­ριο των μαρ­τυ­ρί­ων, όπου μετα­φέ­ρο­νταν όσοι δεν υπέ­κυ­πταν στον ανή­κου­στο παι­δε­μό και δεν υπέ­γρα­φαν “Δήλω­ση μετα­νοί­ας”. Εκεί βασα­νί­ζε­ται ο Πανα­γιώ­της Ελής, μαζί με τους λίγους συνα­γω­νι­στές του, νύχτα — μέρα, από πολυά­ριθ­μους απο­κτη­νω­μέ­νους αλφα­μί­τες υπό την επι­στα­σία ανά­ξιων και εγκλη­μα­τι­κών αξιω­μα­τι­κών — μερι­κοί απ’ αυτούς θα πρω­το­στα­τή­σουν στο πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης Απριλίου.

Ο Ελής θα επι­βιώ­σει από το νέο κύκλο βασα­νι­στη­ρί­ων, σε 24ωρη βάση μήνες και χρό­νια, χάρη στο ψυχι­κό σθέ­νος του και τη σωμα­τι­κή του αντο­χή. Μερι­κοί από τους συνα­γω­νι­στές του στο “Σύρ­μα”, θα επι­βιώ­σουν, με το μέτω­πο ψηλά κι αυτοί, αλλά σακα­τε­μέ­νοι διά βίου.

(…) Έπε­σε μαχό­με­νος ο αλύ­γι­στος χιλιο­βα­σα­νι­σμέ­νος αγω­νι­στής της ελευ­θε­ρί­ας. Ποιος, όμως, τίμη­σε τη θυσία του, καθώς και των άλλων Ελλή­νων συνα­γω­νι­στών του; Χαρά­χτη­κε τ’ όνο­μά του σε καμιά μαρ­μά­ρι­νη στή­λη, μαζί με τα ονό­μα­τα των αγω­νι­στών που δολο­φό­νη­σε η χού­ντα; Σκέ­φτη­κε κανείς να στη­θεί προ­το­μή του Ελη στη γενέ­τει­ρά του, το Κόσμιο Κομο­τη­νής; Αφε­λέ­στα­τες ερω­τή­σεις και απο­ρί­ες. Η νεο­ελ­λη­νι­κή πολι­τεία τιμά συχνά με οδούς, πλα­τεί­ες και ανδριά­ντες, αχρεί­ους πολι­τι­κούς και δοσί­λο­γους για εθνι­κές συμ­φο­ρές και ξένους μισέλ­λη­νες. Δεκά­δες βου­λευ­τές αξί­ω­σαν την απο­φυ­λά­κι­ση των πρα­ξι­κο­πη­μα­τιών, που αιμα­το­κύ­λη­σαν και εξευ­τέ­λι­σαν τον τόπο, και την επι­στρο­φή του Γλύξ­μπουργκ στο θρό­νο (!), για τον Πανα­γιώ­τη Ελη και τους άλλους νεκρούς αγω­νι­στές θα μιλά­με τώρα;»2

 
1) Μαρ­τυ­ρία του δημο­σιο­γρά­φου Αντώ­νη Καρ­κα­γιάν­νη, συγκρα­τού­με­νου του Π. Ελή και αυτό­πτη μάρ­τυ­ρα της δολο­φο­νί­ας του, στην εφη­με­ρί­δα «Καθη­με­ρι­νή», 16/12/2009

2) Επι­στο­λή με υπο­γρα­φή «Οι παλιοί συνά­δελ­φοί του στο “Σύρ­μα”», στην εφη­με­ρί­δα «Ριζο­σπά­στης», 23/4/1997

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο