Παρουσιάζει ο Παντελής Τσαλουχίδης *
We’re just two lost souls swimming in a fish bowl, year after year,
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here.
(Pink Floyd, από το άλμπουμ τους Wish you were here)
Σε πολλούς, ίσως τους περισσότερους νεώτερους ποιητές (κυρίως μεταπολεμικούς), δεν είναι σπάνιο να ανεβαίνουν το πρώτο της ποίησης σκαλί με το δραματικό στοιχείο να υπερτερεί ποσοτικά και ποιοτικά έναντι του λυρικού· τάση που με την πάροδο του χρόνου αντιστρέφεται αφήνοντας όλο και περισσότερο χώρο σε έναν συνήθως χαμηλόφωνο λυρισμό. Το φαινόμενο έχει το ενδιαφέρον του καθώς δεν πρόκειται πάντα για τη διάψευση οραμάτων μιας κοινωνικής ποίησης ή την αναπόφευκτη μελαγχολία που φέρνει η εκ των προτέρων χαμένη μάχη με το χρόνο. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να είναι το παραγκωνισμένο λυρικό εγώ που, όταν τα διονυσιακά βιώματα μετασχηματίζονται σε (επώδυνη κάποτε) μνήμη, παίρνει την απολλώνια εκδίκησή του. Ίσως πάλι γιατί γίνεται με τα χρόνια όλο και πιο επιτακτικό το αίτημα «…να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά». Υποθέσεις που απαιτούν βέβαια σοβαρότερη και συστηματική εξέταση, τόσο για κάθε περίπτωση όσο και συνολικά· ωστόσο θα σταθώ στην περίπτωση της Κούλας Αδαλόγλου που, χωρίς να νοθεύει φανερά τη λυρική ποιητική της ταυτότητα, δοκιμάζει συστηματικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μια δραματικότερη σκευή.
Η Κούλα Αδαλόγλου (Βέροια, 1953) εκδίδει την πρώτη της συλλογή με τίτλο Καταγραφές το 1982 και γραμματολογικά πιστεύω ότι εντάσσεται, περισσότερο στις εκπρόθεσμες εγγραφές της γενιάς του ’70 παρά στις πρώιμες της γενιάς του ’80. Μετά τις Καταγραφές ακολουθούν οι συλλογές Στο μεταίχμιο, Θεσσαλονίκη 1992, Δύο ελεγείες και μία ωδή, εκδ. Τραμάκια, 1996, Μαθητεία στην αναμονή, εκδ. Τραμάκια, 2001, Διπλή Άρθρωση, εκδ. Ταξιδευτής, 2009, Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013 και Εποχή Αφής, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016. Επτά ποιητικές συλλογές καθώς και μια συλλογή διηγημάτων Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής, 2012 και τριάντα πέντε χρόνια λογοτεχνικής παρουσίας. Κρατώ ωστόσο προς αξιοποίηση παρακάτω μια παλιότερη[1], αρκετά σχηματική αλλά χρήσιμη, παρατήρησή μου ότι από τη Μαθητεία στην αναμονή και μετά, η ποιήτρια μεταβαίνει σταδιακά «από έναν αυστηρά λυρικό χώρο σε έναν ρεαλιστικότερο, από τον πιο κλειστό σε πιο ανοιχτό».
Πιο συγκεκριμένα, ενώ στις τρεις πρώτες συλλογές τα ποιήματα ελέγχονται ξεκάθαρα από ένα ποιητικό εγώ που λίγο-πολύ μπορεί να ταυτιστεί με τη φωνή της ποιήτριας (με όλες πάντως τις θεωρητικές επιφυλάξεις για ανάλογες ταυτίσεις), από την τέταρτη φαίνονται σημεία αλλαγής. Η Μαθητεία στην αναμονή περιλαμβάνει, όπως δηλώνει στον υπότιτλο, «δυο ποιητικές αφηγήσεις ενδοσκόπησης». Και ναι μεν η μείζων φωνή που ακούγεται ανήκει ακόμα στην ποιήτρια, όμως εδώ ήδη είναι εμφανής μια διάθεση εξωστρέφειας: αφήγηση έστω και ποιητική, κάποιος μύθος, μια έξοδος από τον περίκλειστο λυρικό χώρο του Δύο ελεγείες και μία ωδή.[2] Πέρα από αυτά, ακούγονται και άλλες φωνές στις αφηγήσεις (Πχ «Τραγούδι του Γιάννη» , «Τραγούδι της Αννέζας» αλλά και αναδύονται δυναμικά τα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προσφυγιάς. Ειδικά το τελευταίο έχει μόνιμη πλέον παρουσία σε όλες τις επόμενες συλλογές.
Οχτώ χρόνια αργότερα με τη συλλογή Διπλή Άρθρωση τα δραματικά στοιχεία ισχυροποιούν διπλά τη θέση τους: στο θεματικό πεδίο αλλά και στους αφηγηματικούς τρόπους. Για πρώτη φορά εμφανίζονται στο πρώτο μέρος της συλλογής τέσσερις γυναικείες φωνές, τέσσερις βίοι σε ισάριθμους μονολόγους μέσα στο πλαίσιο μιας αυτοσχέδιας θεατρικής παράστασης. Βέβαια, το βήμα παραμένει διστακτικό καθώς και οι τέσσερις φωνές είναι ρόλοι της μιας και μοναδικής πρωταγωνίστριας αλλά και μόνη η εισαγωγή της σκηνής, των ρόλων και των ποικίλων βιωμάτων που εξιστορούνται καταδεικνύει τις αποστάσεις που προσπαθεί να πάρει το ποιητικό υποκείμενο από το περιορισμένο ατομικό βίωμα· πάντως το σαφώς πιο δύσκολο εγχείρημα να εγχυθεί ποιητικά το χωνεμένο βιωματικό υλικό μέσα από άλλη φωνή ή και προσωπείο θα τεθεί ως στόχος σε επόμενες συλλογές. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινείται και η συλλογή διηγημάτων Βγήκε ένας ήλιος χλωμός με ποικιλία προσώπων και φωνών.
Η επόμενη ποιητική συλλογή (Οδυσσέας τρόπον τινά ) δείχνει να εγκαταλείπει τις πολλαπλές φωνές αλλά κρατά μία, τη φωνή μιας σύγχρονης Πηνελόπης. Όπως είχα σχετικά σημειώσει : Μια σύγχρονη Πηνελόπη αναλαμβάνει να γράψει μια αντί-Οδύσσεια όπου κυριαρχεί η αποσπασματικότητα, όπου ο ήρωας δεν πολυνοιάζεται να μείνει στην Ιθάκη αλλά ξεπορτίζει συνεχώς με διάφορες επαγγελματικές ή άλλες αφορμές, αφήνοντας την Πηνελόπη μόνη και έρημη (αισθηματικά και ερωτικά) να του στέλνει μηνύματα – άλλα στέλνει και άλλα διαγράφει. Μέσα από τα μηνύματα αυτά περνούν και άλλα σχετικά με τον μύθο του Οδυσσέα πρόσωπα όπως ο Μενέλαος, η Ελένη, ο Εύμαιος, ο Τηλέγονος τα οποία όμως έχουν επίσης προσαρμοστεί στη σύγχρονη πραγματικότητα με σημαντικές απώλειες στη μυθική τους ταυτότητα[3] Αξίζει να προσεχθεί η χρήση ενός προσωπείου που λειτουργεί με βάση τη μυθική μέθοδο και ειδικότερα με μια χαλαρή αντικειμενική συστοιχία που επιτρέπει την ηρωίδα να κρατά το βάρος και την ιστορία του προσωπείου μεταφέροντας στοιχεία του τη σύγχρονή της πραγματικότητα. Φιλόδοξο πείραμα με θετική κατά την κρίση μου έκβαση, που αξιοποιεί ανάμεσα στα άλλα ένα μείζον θέμα στην ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου: της απόστασης (σε χώρο, σε αισθήματα ή και στα δυο) ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, ενός έρωτα που μένει διαρκώς στα όρια της εκπλήρωσής του χωρίς να τα ξεπερνά παρά ελάχιστες φορές.
Στην Εποχή Αφής τα επί ποιητικής σκηνής πρόσωπα έχουν εν τέλει απεκδυθεί κάθε ειδικό βάρος και κάθε παρελθόν, μυθικό ή ιστορικό, ως και το όνομά τους ακόμη. Απομένουν μόνο τα φύλα τους: άντρας και γυναίκα οι πρωταγωνιστές, γυναίκα ο αφηγητής/παρατηρητής. Η δραματικότητα εδώ χρησιμοποιεί ως αποκλειστικό εκφραστικό όχημα τους τριπλούς παράλληλους μονολόγους, είτε σε μεμονωμένα ποιήματα είτε σε μικρές ομάδες ποιημάτων. Το στοιχείο της θεατρικότητας βέβαια υπάρχει αλλά πιο αφηρημένο, πιο αόριστο σε σχέση με τις τέσσερις γυναίκες στη Διπλή Άρθρωση και τους μονολόγους της Πηνελόπης στο Οδυσσέας τρόπον τινά. Είναι σαφώς πιο δύσκολο εγχείρημα να λάβουν σάρκα και οστά τρεις φωνές χωρίς κάποιον κορμό πίσω τους παρά μόνο λίγες σπασμένες και αποσπασματικές μνήμες και ένα θολό παρόν. Κρίνω πάντως πως επιδίωξη της ποιήτριας δεν είναι τόσο (ή μόνο) να δουλέψει πάνω στην ερωτική σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας στο αιώνιο, συμβολικό επίπεδο των δύο φύλων· ο στόχος μοιάζει να είναι και πάλι — στο επίκεντρο αυτή τη φορά όμως — ο αγώνας του έρωτα να υπερβεί το χάσμα που δημιουργούν οι συνθήκες ζωής, οι «μικροπρέπειες και αδιαφορίες» της καθημερινότητας, οι συναισθηματικές μεταπτώσεις των εραστών και κάποτε η φυσική απόσταση. Ειδικά το τελευταίο χαρακτηριστικό, η αποδημία του ήρωα ή αγαπητού προσώπου, καθώς είναι το μακροβιότερο μοτίβο στην ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου, αξίζει ένα εκτενέστερο σημείωμα.
Η Εποχή Αφής πρέπει να είναι η πρώτη συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου που δεν έχει κάποια εμφανή διαίρεση σε επιμέρους ενότητες. Από την αρχή έως το τέλος τη συνθέτουν οι μονόλογοι των τριών φωνών που άλλοτε ολοκληρώνονται σε ένα ποίημα και άλλοτε συγκεντρώνονται, όπως προαναφέρθηκε, σε συστάδες ποιημάτων. Ούτε και η είναι εύκολη η διάκριση των ανώνυμων φωνών· χωρίς τους δείκτες (Α΄, Β΄, Γ΄ φωνή που αντιστοιχούν στη γυναίκα, τον άντρα και την αφηγήτρια) είναι εξαιρετικά δύσκολη η ταύτισή τους. Ο αναγνώστης επικεντρώνει πλέον το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στη φωνή των προσώπων· φωνή όμως που η τριμερής διαίρεσή της δε μπορεί να κρύψει τον ενιαίο της χαρακτήρα καθώς η ποιήτρια επιμένει να μη διαφοροποιεί το λόγο των προσωπείων/προσώπων/φωνών ανάλογα με την όποια ταυτότητά τους και κάποτε, όπως σε αυτή τη συλλογή, ούτε καν την έσχατη εκείνη του φύλου. Το φαινόμενο αυτό με είχε προβληματίσει ιδιαίτερα στη Διπλή Άρθρωση με τους τέσσερις γυναίκειους ρόλους και είχα καταλήξει ότι πρόκειται για συνειδητή επιλογή και όχι τεχνική αδυναμία. Είναι σταθερή, πιστεύω, η πρόθεση της Κούλας Αδαλόγλου να χρησιμοποιεί τον αδιαφοροποίητο σε ύφος και λεξιλόγιο/ιδιόλεκτο λόγο ως κεντρομόλο δύναμη που επιτρέπει από τη μια το ποιητικό εγώ να διατηρεί στενή επαφή με το ατομικό βίωμα (που αποτελεί το υπόστρωμά του και την καύσιμη ύλη του) και από την άλλη να υπονομεύει, με έναν μπρεχτικό σχεδόν τρόπο, την όποια θεατρική ψευδαίσθηση, μικρή ή μεγάλη. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι η ποιήτρια χρησιμοποιεί πάντα με περίσκεψη και συνεχή, όπως είδαμε, προβληματισμό τους μηχανισμούς δραματοποίησης, καθώς ο λυρισμός είναι πάντοτε το κομβικό σημείο αναφοράς στην ποιητική της ταυτότητα. Τέλος, έχω παρατηρήσει ότι σχεδόν μόνιμα γοητεύουν την ποιήτρια τα επιμέρους που συνθέτουν το ένα και ταυτόχρονα το ένα που επιμερίζεται σε περισσότερα· και πάλι η Διπλή Άρθρωση είναι ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης αυτής της ποιητικής αριθμητικής.
Αν υπάρχει ένα θέμα που επιμένει, σχεδόν σε βαθμό εμμονής, στην ποίηση των τελευταίων τριών συλλογών της Κούλας Αδαλόγλου, είναι αυτό που αναφέρθηκε ήδη από την αρχή: του ματαιωμένου έρωτα. Από την πλευρά αυτή η Εποχή Αφής μπορεί να ιδωθεί ως συνέχεια της προηγούμενης συλλογής, Οδυσσέας τρόπον τινά. Βέβαια εκεί η απόσταση ανάμεσα στους δυο εραστές ήταν, φαινομενικά τουλάχιστον, στον χώρο κυρίως ενώ εδώ είναι ξεκάθαρα και στο χώρο αλλά και στα συναισθήματα. Ακόμα και όταν ολοκληρώνεται ο έρωτας, τα αγκάθια μένουν: Της διευκόλυνσης/ της ευκαιρίας;/ Όχι της ανάγκης/ της επιθυμίας;/ Κόβουν πολύ τα γυαλιά/ της θρυμματισμένης ψευδαίσθησης λέει η γυναικεία φωνή για να ακουστεί παρακάτω από μακριά και η αντρική Μεγέθυνες τις αποστάσεις/ διύλισες το χρόνο// Ανασαίνω στρέμματα αρωματικά φυτά/ στο εργαστήριο τα πρώτα αιθέρια έλαια/ μα δε σκιρτά η παγωμένη αγάπη. Και μιας και αναφέρθηκε ο χώρος, έχει ενδιαφέρον η διττή χωροθέτηση της συλλογής: από τη μια οι οικείες εικόνες της ελληνικής υπαίθρου, των νησιών αλλά και των αστικών χώρων και από την άλλη οι μακρινές πόλεις του Βορρά, κυρίως στην Αγγλία.
Η παγωμένη αγάπη λοιπόν κυριαρχεί και ορίζει το θεματικό κέντρο της συλλογής στην περιφέρεια της οποίας όμως κινούνται και άλλα ενδιαφέροντα θέματα, γνώριμα στον εξοικειωμένο με την ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου αναγνώστη, όπως το θέμα της αδυναμίας των παντοδύναμων ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας να γεφυρώσουν την απόσταση των ψυχών και να εγκαταστήσουν μια σταθερή γραμμή επικοινωνίας. Πολύ πιο έντονα εμφανίζονται το θέμα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του διωγμένου από τη χώρα του που είτε παλεύει να ριζώσει στη νέα χώρα είτε πνίγεται στα νερά της Μεσογείου. Η έντονα βιωματική καταγωγή του θέματος αυτού δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα γενεαλογία που άρχεται από την πρώτη συλλογή και διατρέχει όλες τις επόμενες, ιδίως τις τέσσερις τελευταίες. Ένα δείγμα από την ανά χείρας συλλογή: Γέμισαν τα νερά θάνατο/ Θέλω πίσω τα νησιά μου/ Αυτές οι θάλασσες θα κουβαλούν για πάντα το βαρύ φορτίο τους/ Ψάρια γκαστρωμένα κακό/ γυάλινα μάτια θα κοιτάζουν την αντανάκλαση των νεκρών ονείρων.
Στην ίδια κατεύθυνση εμφανίζεται και το θέμα των κοινωνικών αγώνων, με εξίσου μακρά γενεαλογία (αξιοπρόσεκτη η σύζευξή του ατομικού με το συλλογικό εδώ): Συλλαλητήριο για τους απολυμένους/ εκατοντάδες μηνύματά μου φέιγ βολάν πεταμένα στους δρόμους/ ζητούν τον λόγο από εκείνον που παρίστανε τον παραλήπτη. Επιπλέον, ακόμα και μέσα στο κατεξοχήν ατομικό βίωμα του έρωτα, η κοινωνική όραση της ποιήτριας δεν καταργείται: Κρατώ στο βάθος του ματιού μου/ την εικόνα του άστεγου/ που κοιμάται στο μαρμάρινο πεζούλι/ τη γυναίκα που καπνίζει την κατάθλιψή της/ μπροστά στο κατάστημα εσώρουχα πολυτελείας πλέον κλειστό/ τον άντρα με το κομμένο χέρι/ που στερεώνει το χαρτόνι ΠΕΙΝΑΩ και παρακάτω: Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου./ Τόσο κόκκινο, την πνίγει./ Εικόνες από μακριά και πιο κοντά/ διαμελισμένα ερείπια/ πρόσωπα θρήνος/ οροί τραύματα αίμα/ ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/ λάμες απόγνωσης/ σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας. Ας σημειωθεί ακόμη η απουσία του μεγαθέματος (για την ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου) του νόστου που είχε μια σταθερή εκπροσώπηση σε όλες σχεδόν τις συλλογές της. Υπάρχει ο ξενιτεμός (άλλο ένα μακρόβιο θέμα) αλλά όχι η προοπτική του νόστου. Ίσως γιατί εδώ ο έρωτας δείχνει τελεσίδικα θρυμματισμένος, εκτοπισμένος στο χώρο της μνήμης/ανάμνησης κάτι που ματαιώνει την όποια επιστροφή πραγματική ή συμβολική. Μόνο στο τελευταίο ποίημα η γυναίκα ξεκινά να συναντήσει τον πιθανόν νεκρό άντρα, το αντίστροφο όμως ενός ακυρωμένου νόστου: Τουλάχιστον ξέρω πού θα σε ψάξω. Ξεκίνησα κιόλας. Ξεχαρβαλωμένες ανήλεες δημοκρατίες. Κρατώ τις αποφασισμένες λέξεις μου. Αξιοπρόσεκτος και το θέμα του πνιγμού: το νερό ως πλημμύρα, ως ποτάμι που παρασέρνει πρόσωπα και σκηνικά στο διάβα του, ως θάνατος από πνιγμό είναι πολύ συχνά ένα δυσοίωνο, σκοτεινό στοιχείο στο σύνολο του έργου της ποιήτριας.
Το ποιητικό σύμπαν της Κούλας Αδαλόγλου συντίθεται από ένα πλέγμα θεμάτων, ανθεκτικών στον χρόνο, που έχουν παγιωθεί πλέον σε μια μαγική τράπουλα, σαν την τράπουλα λειτουργιών του παραμυθιού από τον Vladimir Propp. Ο αναγνώστης περιμένει σε κάθε νέα συλλογή το ανακάτεμα της τράπουλας για να ξεκινήσει ο μύθος (ή η παράσταση), το πανάρχαιο δράμα, με νέους πρωταγωνιστές και πλοκή αλλά με τους ίδιους κανόνες και περιορισμούς, τους ίδιους φόβους των ηρώων και τις ίδιες προσδοκίες. Η αξία του ποιητικού λόγου εδράζεται κάθε φορά πάνω σε ένα τρίγωνο: στο πόσο περίτεχνα θα συνδυαστούν τα φύλλα της τράπουλας, πόσο σταθερός και πειστικός θα είναι ο νέος μύθος και αν θα αποφευχθεί ο κίνδυνος της επανάληψης που καταντά μανιέρα. Νομίζω ότι και σε αυτή τη συλλογή η ποιήτρια έχει καταφέρει να καλύψει χωρίς απώλειες και τις τρεις κορυφές του παραπάνω τριγώνου.
[1] Παντελής Τσαλουχίδης, «Βγήκε ένας ήλιος χλωμός», Περιοδικό Εμβόλιμον, τχ. 69, Φθινόπωρο 2013-Χειμώνας 2014.
[2] Σκέφτομαι ότι τελικά ο υπερβολικός (έστω και κατά την κρίση μου) λυρισμός στο Δύο ελεγείες και μία ωδή ίσως να λειτούργησε πιεστικά για την ποιήτρια στην εκκίνηση μια διαδρομής εκφραστικών πειραματισμών.
[3] Περιοδικό Ο Φιλόλογος
* Ο Παντελής Τσαλουχίδης είναι φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας