Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου «Εποχής Αφής»

Παρου­σιά­ζει ο Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης *

We’re just two lost souls swimming in a fish bowl, year after year, 
Running over the same old ground.
What have we found?
The same old fears.
Wish you were here.
(Pink Floyd, από το άλμπουμ τους Wish you were here)

Σε πολ­λούς, ίσως τους περισ­σό­τε­ρους νεώ­τε­ρους ποι­η­τές (κυρί­ως μετα­πο­λε­μι­κούς), δεν είναι σπά­νιο να ανε­βαί­νουν το πρώ­το της ποί­η­σης σκα­λί με το δρα­μα­τι­κό στοι­χείο να υπερ­τε­ρεί ποσο­τι­κά και ποιο­τι­κά ένα­ντι του λυρι­κού· τάση που με την πάρο­δο του χρό­νου αντι­στρέ­φε­ται αφή­νο­ντας όλο και περισ­σό­τε­ρο χώρο σε έναν συνή­θως χαμη­λό­φω­νο λυρι­σμό. Το φαι­νό­με­νο έχει το ενδια­φέ­ρον του καθώς δεν πρό­κει­ται πάντα για τη διά­ψευ­ση ορα­μά­των μιας κοι­νω­νι­κής ποί­η­σης ή την ανα­πό­φευ­κτη μελαγ­χο­λία που φέρ­νει η εκ των προ­τέ­ρων χαμέ­νη μάχη με το χρό­νο. Ίσως σε κάποιες περι­πτώ­σεις να είναι το παρα­γκω­νι­σμέ­νο λυρι­κό εγώ που, όταν τα διο­νυ­σια­κά βιώ­μα­τα μετα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε (επώ­δυ­νη κάπο­τε) μνή­μη, παίρ­νει την απολ­λώ­νια εκδί­κη­σή του. Ίσως πάλι για­τί γίνε­ται με τα χρό­νια όλο και πιο επι­τα­κτι­κό το αίτη­μα «…να πού­με τα λιγο­στά μας λόγια για­τί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά». Υπο­θέ­σεις που απαι­τούν βέβαια σοβα­ρό­τε­ρη και συστη­μα­τι­κή εξέ­τα­ση, τόσο για κάθε περί­πτω­ση όσο και συνο­λι­κά· ωστό­σο θα στα­θώ στην περί­πτω­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου που, χωρίς να νοθεύ­ει φανε­ρά τη λυρι­κή ποι­η­τι­κή της ταυ­τό­τη­τα, δοκι­μά­ζει συστη­μα­τι­κά τα τελευ­ταία δεκα­πέ­ντε χρό­νια μια δρα­μα­τι­κό­τε­ρη σκευή.

Η Κού­λα Αδα­λό­γλου (Βέροια, 1953) εκδί­δει την πρώ­τη της συλ­λο­γή με τίτλο Κατα­γρα­φές το 1982 και γραμ­μα­το­λο­γι­κά πιστεύω ότι εντάσ­σε­ται, περισ­σό­τε­ρο στις εκπρό­θε­σμες εγγρα­φές της γενιάς του ’70 παρά στις πρώ­ι­μες της γενιάς του ’80. Μετά τις Κατα­γρα­φές ακο­λου­θούν οι συλ­λο­γές Στο μεταίχ­μιο, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1992,  Δύο ελε­γεί­ες και μία ωδή, εκδ. Τρα­μά­κια, 1996, Μαθη­τεία στην ανα­μο­νή, εκδ. Τρα­μά­κια, 2001, Διπλή Άρθρω­ση, εκδ. Ταξι­δευ­τής, 2009, Οδυσ­σέ­ας, τρό­πον τινά, εκδ. Σαιξ­πη­ρι­κόν, 2013 και Επο­χή Αφής, εκδ. Σαιξ­πη­ρι­κόν, 2016. Επτά ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές καθώς και μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των Βγή­κε ένας ήλιος χλω­μός, εκδ. Ταξι­δευ­τής, 2012 και τριά­ντα πέντε χρό­νια λογο­τε­χνι­κής παρου­σί­ας. Κρα­τώ ωστό­σο προς αξιο­ποί­η­ση παρα­κά­τω μια παλιό­τε­ρη[1], αρκε­τά σχη­μα­τι­κή αλλά χρή­σι­μη, παρα­τή­ρη­σή μου ότι από τη Μαθη­τεία στην ανα­μο­νή και μετά, η ποι­ή­τρια μετα­βαί­νει στα­δια­κά «από έναν αυστη­ρά λυρι­κό χώρο σε έναν ρεα­λι­στι­κό­τε­ρο, από τον πιο κλει­στό σε πιο ανοιχτό».
Πιο συγκε­κρι­μέ­να, ενώ στις τρεις πρώ­τες συλ­λο­γές τα ποι­ή­μα­τα ελέγ­χο­νται ξεκά­θα­ρα από ένα ποι­η­τι­κό εγώ που λίγο-πολύ μπο­ρεί να ταυ­τι­στεί με τη φωνή της ποι­ή­τριας (με όλες πάντως τις θεω­ρη­τι­κές επι­φυ­λά­ξεις για ανά­λο­γες ταυ­τί­σεις), από την τέταρ­τη φαί­νο­νται σημεία αλλα­γής. Η Μαθη­τεία στην ανα­μο­νή περι­λαμ­βά­νει, όπως δηλώ­νει στον υπό­τι­τλο, «δυο ποι­η­τι­κές αφη­γή­σεις ενδο­σκό­πη­σης». Και ναι μεν η μεί­ζων φωνή που ακού­γε­ται ανή­κει ακό­μα στην ποι­ή­τρια, όμως εδώ ήδη είναι εμφα­νής μια διά­θε­ση εξω­στρέ­φειας: αφή­γη­ση έστω και ποι­η­τι­κή, κάποιος μύθος, μια έξο­δος από τον περί­κλει­στο λυρι­κό χώρο του Δύο ελε­γεί­ες και μία ωδή.[2] Πέρα από αυτά, ακού­γο­νται και άλλες φωνές στις αφη­γή­σεις (Πχ «Τρα­γού­δι του Γιάν­νη» , «Τρα­γού­δι της Αννέ­ζας» αλλά και ανα­δύ­ο­νται δυνα­μι­κά τα θέμα­τα της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης και της προ­σφυ­γιάς. Ειδι­κά το τελευ­ταίο έχει μόνι­μη πλέ­ον παρου­σία σε όλες τις επό­με­νες συλλογές.

Οχτώ χρό­νια αργό­τε­ρα με τη συλ­λο­γή Διπλή Άρθρω­ση τα δρα­μα­τι­κά στοι­χεία ισχυ­ρο­ποιούν διπλά τη θέση τους: στο θεμα­τι­κό πεδίο αλλά και στους αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους. Για πρώ­τη φορά εμφα­νί­ζο­νται στο πρώ­το μέρος της συλ­λο­γής τέσ­σε­ρις γυναι­κεί­ες φωνές, τέσ­σε­ρις βίοι σε ισά­ριθ­μους μονο­λό­γους μέσα στο πλαί­σιο μιας αυτο­σχέ­διας θεα­τρι­κής παρά­στα­σης. Βέβαια, το βήμα παρα­μέ­νει διστα­κτι­κό καθώς και οι τέσ­σε­ρις φωνές είναι ρόλοι της μιας και μονα­δι­κής πρω­τα­γω­νί­στριας αλλά και μόνη η εισα­γω­γή της σκη­νής, των ρόλων και των ποι­κί­λων βιω­μά­των που εξι­στο­ρού­νται κατα­δει­κνύ­ει τις απο­στά­σεις που προ­σπα­θεί να πάρει το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο από το περιο­ρι­σμέ­νο ατο­μι­κό βίω­μα· πάντως το σαφώς πιο δύσκο­λο εγχεί­ρη­μα να εγχυ­θεί ποι­η­τι­κά το χωνε­μέ­νο βιω­μα­τι­κό υλι­κό μέσα από άλλη φωνή ή και προ­σω­πείο θα τεθεί ως στό­χος σε επό­με­νες συλ­λο­γές. Στην ίδια ακρι­βώς κατεύ­θυν­ση κινεί­ται και η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των Βγή­κε ένας ήλιος χλω­μός με ποι­κι­λία προ­σώ­πων και φωνών.

Η επό­με­νη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή (Οδυσ­σέ­ας τρό­πον τινά ) δεί­χνει να εγκα­τα­λεί­πει τις  πολ­λα­πλές φωνές αλλά κρα­τά μία, τη φωνή μιας σύγ­χρο­νης Πηνε­λό­πης. Όπως είχα σχε­τι­κά σημειώ­σει : Μια σύγ­χρο­νη Πηνε­λό­πη ανα­λαμ­βά­νει να γρά­ψει μια αντί-Οδύσ­σεια όπου κυριαρ­χεί η απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα, όπου ο ήρω­ας δεν πολυ­νοιά­ζε­ται να μεί­νει στην Ιθά­κη αλλά ξεπορ­τί­ζει συνε­χώς με διά­φο­ρες επαγ­γελ­μα­τι­κές ή άλλες αφορ­μές, αφή­νο­ντας την Πηνε­λό­πη μόνη και έρη­μη (αισθη­μα­τι­κά και ερω­τι­κά) να του στέλ­νει μηνύ­μα­τα – άλλα στέλ­νει και άλλα δια­γρά­φει. Μέσα από τα μηνύ­μα­τα αυτά περ­νούν και άλλα σχε­τι­κά με τον μύθο του Οδυσ­σέα πρό­σω­πα όπως ο Μενέ­λα­ος, η Ελέ­νη, ο Εύμαιος, ο Τηλέ­γο­νος τα οποία όμως έχουν επί­σης προ­σαρ­μο­στεί στη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με σημα­ντι­κές απώ­λειες στη μυθι­κή τους ταυ­τό­τη­τα[3] Αξί­ζει να προ­σε­χθεί η χρή­ση ενός προ­σω­πεί­ου που λει­τουρ­γεί με βάση τη μυθι­κή μέθο­δο και ειδι­κό­τε­ρα με μια χαλα­ρή αντι­κει­με­νι­κή συστοι­χία που επι­τρέ­πει την ηρω­ί­δα να κρα­τά το βάρος και την ιστο­ρία του προ­σω­πεί­ου μετα­φέ­ρο­ντας στοι­χεία του τη σύγ­χρο­νή της  πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Φιλό­δο­ξο πεί­ρα­μα με θετι­κή κατά την κρί­ση μου έκβα­ση, που αξιο­ποιεί ανά­με­σα στα άλλα ένα μεί­ζον θέμα στην ποί­η­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου: της από­στα­σης (σε χώρο, σε αισθή­μα­τα ή και στα δυο) ανά­με­σα σε έναν άντρα και μια γυναί­κα, ενός έρω­τα που μένει διαρ­κώς στα όρια της εκπλή­ρω­σής του χωρίς να τα ξεπερ­νά παρά ελά­χι­στες φορές.

Στην Επο­χή Αφής τα επί ποι­η­τι­κής σκη­νής πρό­σω­πα έχουν εν τέλει απεκ­δυ­θεί κάθε ειδι­κό βάρος και κάθε παρελ­θόν, μυθι­κό ή ιστο­ρι­κό, ως και το όνο­μά τους ακό­μη. Απο­μέ­νουν μόνο τα φύλα τους: άντρας και γυναί­κα οι πρω­τα­γω­νι­στές, γυναί­κα ο αφηγητής/παρατηρητής.  Η δρα­μα­τι­κό­τη­τα εδώ χρη­σι­μο­ποιεί ως απο­κλει­στι­κό εκφρα­στι­κό όχη­μα τους τρι­πλούς παράλ­λη­λους μονο­λό­γους, είτε σε μεμο­νω­μέ­να ποι­ή­μα­τα είτε σε μικρές ομά­δες ποι­η­μά­των. Το στοι­χείο της θεα­τρι­κό­τη­τας βέβαια υπάρ­χει αλλά πιο αφη­ρη­μέ­νο, πιο αόρι­στο σε σχέ­ση με τις τέσ­σε­ρις γυναί­κες στη Διπλή Άρθρω­ση και τους μονο­λό­γους της Πηνε­λό­πης στο Οδυσ­σέ­ας τρό­πον τινά. Είναι σαφώς πιο δύσκο­λο εγχεί­ρη­μα να λάβουν σάρ­κα και οστά τρεις φωνές χωρίς κάποιον κορ­μό πίσω τους παρά μόνο λίγες σπα­σμέ­νες και απο­σπα­σμα­τι­κές μνή­μες και ένα θολό παρόν. Κρί­νω πάντως πως επι­δί­ω­ξη της ποι­ή­τριας δεν είναι τόσο (ή μόνο) να δου­λέ­ψει πάνω στην ερω­τι­κή σχέ­ση ενός άντρα και μιας γυναί­κας στο αιώ­νιο, συμ­βο­λι­κό επί­πε­δο των δύο φύλων· ο στό­χος μοιά­ζει να είναι και πάλι — στο επί­κε­ντρο αυτή τη φορά όμως — ο αγώ­νας του έρω­τα να υπερ­βεί το χάσμα που δημιουρ­γούν οι συν­θή­κες ζωής, οι «μικρο­πρέ­πειες και αδια­φο­ρί­ες» της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, οι συναι­σθη­μα­τι­κές μετα­πτώ­σεις των ερα­στών και κάπο­τε η φυσι­κή από­στα­ση. Ειδι­κά το τελευ­ταίο χαρα­κτη­ρι­στι­κό, η απο­δη­μία του ήρωα ή αγα­πη­τού προ­σώ­που, καθώς είναι το μακρο­βιό­τε­ρο μοτί­βο στην ποί­η­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου, αξί­ζει ένα εκτε­νέ­στε­ρο σημείωμα.

Η Επο­χή Αφής πρέ­πει να είναι η πρώ­τη συλ­λο­γή της Κού­λας Αδα­λό­γλου που δεν έχει κάποια εμφα­νή διαί­ρε­ση σε επι­μέ­ρους ενό­τη­τες. Από την αρχή έως το τέλος τη συν­θέ­τουν οι μονό­λο­γοι των τριών φωνών που άλλο­τε ολο­κλη­ρώ­νο­νται σε ένα ποί­η­μα και άλλο­τε συγκε­ντρώ­νο­νται, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, σε συστά­δες ποι­η­μά­των. Ούτε και η είναι εύκο­λη η διά­κρι­ση των ανώ­νυ­μων φωνών· χωρίς τους δεί­κτες (Α΄, Β΄, Γ΄ φωνή που αντι­στοι­χούν στη γυναί­κα, τον άντρα και την αφη­γή­τρια) είναι εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη η ταύ­τι­σή τους. Ο ανα­γνώ­στης επι­κε­ντρώ­νει πλέ­ον το ενδια­φέ­ρον του απο­κλει­στι­κά στη φωνή των προ­σώ­πων· φωνή όμως που η τρι­με­ρής διαί­ρε­σή της δε μπο­ρεί να κρύ­ψει τον ενιαίο της  χαρα­κτή­ρα καθώς η ποι­ή­τρια επι­μέ­νει να μη δια­φο­ρο­ποιεί το λόγο των προσωπείων/προσώπων/φωνών ανά­λο­γα με την όποια ταυ­τό­τη­τά τους και κάπο­τε, όπως σε αυτή τη συλ­λο­γή, ούτε καν την έσχα­τη εκεί­νη του φύλου. Το φαι­νό­με­νο αυτό με είχε προ­βλη­μα­τί­σει ιδιαί­τε­ρα στη Διπλή Άρθρω­ση με τους τέσ­σε­ρις γυναί­κειους ρόλους και είχα κατα­λή­ξει ότι πρό­κει­ται για συνει­δη­τή επι­λο­γή και όχι τεχνι­κή αδυ­να­μία. Είναι στα­θε­ρή, πιστεύω, η πρό­θε­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου να χρη­σι­μο­ποιεί τον αδια­φο­ρο­ποί­η­το σε ύφος και λεξιλόγιο/ιδιόλεκτο λόγο ως κεντρο­μό­λο δύνα­μη που επι­τρέ­πει από τη μια το ποι­η­τι­κό εγώ να δια­τη­ρεί στε­νή επα­φή με το ατο­μι­κό βίω­μα (που απο­τε­λεί το υπό­στρω­μά του και την καύ­σι­μη ύλη του) και από την άλλη να υπο­νο­μεύ­ει, με έναν μπρε­χτι­κό σχε­δόν τρό­πο, την όποια θεα­τρι­κή ψευ­δαί­σθη­ση, μικρή ή μεγά­λη. Ας μην ξεχνά­με εδώ ότι η ποι­ή­τρια χρη­σι­μο­ποιεί πάντα με περί­σκε­ψη και συνε­χή, όπως είδα­με, προ­βλη­μα­τι­σμό τους μηχα­νι­σμούς δρα­μα­το­ποί­η­σης, καθώς ο λυρι­σμός είναι πάντο­τε το κομ­βι­κό σημείο ανα­φο­ράς στην ποι­η­τι­κή της ταυ­τό­τη­τα. Τέλος, έχω παρα­τη­ρή­σει ότι σχε­δόν μόνι­μα γοη­τεύ­ουν την ποι­ή­τρια τα επι­μέ­ρους που συν­θέ­τουν το ένα και ταυ­τό­χρο­να το ένα που επι­με­ρί­ζε­ται σε περισ­σό­τε­ρα· και πάλι η Διπλή Άρθρω­ση είναι ο πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κός δεί­κτης αυτής της ποι­η­τι­κής αριθμητικής.

Αν υπάρ­χει ένα θέμα που επι­μέ­νει, σχε­δόν σε βαθ­μό εμμο­νής, στην ποί­η­ση των τελευ­ταί­ων τριών συλ­λο­γών της Κού­λας Αδα­λό­γλου, είναι αυτό που ανα­φέρ­θη­κε ήδη από την αρχή: του ματαιω­μέ­νου έρω­τα. Από την πλευ­ρά αυτή η Επο­χή Αφής μπο­ρεί να ιδω­θεί ως συνέ­χεια της προη­γού­με­νης συλ­λο­γής, Οδυσ­σέ­ας τρό­πον τινά. Βέβαια εκεί η από­στα­ση ανά­με­σα στους δυο ερα­στές ήταν, φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον, στον χώρο κυρί­ως ενώ εδώ είναι ξεκά­θα­ρα και στο χώρο αλλά και στα συναι­σθή­μα­τα. Ακό­μα και όταν ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο έρω­τας, τα αγκά­θια μένουν: Της διευκόλυνσης/ της ευκαιρίας;/ Όχι της ανάγκης/ της επιθυμίας;/ Κόβουν πολύ τα γυαλιά/ της θρυμ­μα­τι­σμέ­νης ψευ­δαί­σθη­σης λέει η γυναι­κεία φωνή για να ακου­στεί παρα­κά­τω από μακριά και η αντρι­κή Μεγέ­θυ­νες τις αποστάσεις/ διύ­λι­σες το χρόνο// Ανα­σαί­νω στρέμ­μα­τα αρω­μα­τι­κά φυτά/ στο εργα­στή­ριο τα πρώ­τα αιθέ­ρια έλαια/ μα δε σκιρ­τά η παγω­μέ­νη αγά­πη. Και μιας και ανα­φέρ­θη­κε ο χώρος, έχει ενδια­φέ­ρον η διτ­τή χωρο­θέ­τη­ση της συλ­λο­γής: από τη μια οι οικεί­ες εικό­νες της ελλη­νι­κής υπαί­θρου, των νησιών αλλά και των αστι­κών χώρων και από την άλλη οι μακρι­νές πόλεις του Βορ­ρά, κυρί­ως στην Αγγλία.

Η παγω­μέ­νη αγά­πη λοι­πόν κυριαρ­χεί και ορί­ζει το θεμα­τι­κό κέντρο της συλ­λο­γής στην περι­φέ­ρεια της οποί­ας όμως κινού­νται και άλλα ενδια­φέ­ρο­ντα θέμα­τα, γνώ­ρι­μα στον εξοι­κειω­μέ­νο με την ποί­η­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου ανα­γνώ­στη, όπως το θέμα της αδυ­να­μί­ας των παντο­δύ­να­μων ηλε­κτρο­νι­κών μέσων επι­κοι­νω­νί­ας να γεφυ­ρώ­σουν την από­στα­ση των ψυχών και να εγκα­τα­στή­σουν μια στα­θε­ρή γραμ­μή επι­κοι­νω­νί­ας. Πολύ πιο έντο­να εμφα­νί­ζο­νται το θέμα του πρό­σφυ­γα, του μετα­νά­στη, του διωγ­μέ­νου από τη χώρα του που είτε παλεύ­ει να ριζώ­σει στη νέα χώρα είτε πνί­γε­ται στα νερά της Μεσο­γεί­ου. Η έντο­να βιω­μα­τι­κή κατα­γω­γή του θέμα­τος αυτού δημιούρ­γη­σε μια ενδια­φέ­ρου­σα γενε­α­λο­γία που άρχε­ται από την πρώ­τη συλ­λο­γή και δια­τρέ­χει όλες τις επό­με­νες, ιδί­ως τις τέσ­σε­ρις τελευ­ταί­ες. Ένα δείγ­μα από την ανά χεί­ρας συλ­λο­γή: Γέμι­σαν τα νερά θάνατο/ Θέλω πίσω τα νησιά μου/ Αυτές οι θάλασ­σες θα κου­βα­λούν για πάντα το βαρύ φορ­τίο τους/ Ψάρια γκα­στρω­μέ­να κακό/ γυά­λι­να μάτια θα κοι­τά­ζουν την αντα­νά­κλα­ση των νεκρών ονείρων.

Στην ίδια κατεύ­θυν­ση εμφα­νί­ζε­ται και  το θέμα των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων, με εξί­σου μακρά γενε­α­λο­γία (αξιο­πρό­σε­κτη η σύζευ­ξή του ατο­μι­κού με το συλ­λο­γι­κό εδώ): Συλ­λα­λη­τή­ριο για τους απολυμένους/ εκα­το­ντά­δες μηνύ­μα­τά μου φέιγ βολάν πετα­μέ­να στους δρόμους/ ζητούν τον λόγο από εκεί­νον που παρί­στα­νε τον παρα­λή­πτη. Επι­πλέ­ον, ακό­μα και μέσα στο κατε­ξο­χήν ατο­μι­κό βίω­μα του έρω­τα, η κοι­νω­νι­κή όρα­ση της ποι­ή­τριας δεν καταρ­γεί­ται: Κρα­τώ στο βάθος του ματιού μου/ την εικό­να του άστεγου/ που κοι­μά­ται στο μαρ­μά­ρι­νο πεζούλι/ τη γυναί­κα που καπνί­ζει την κατά­θλι­ψή της/ μπρο­στά στο κατά­στη­μα εσώ­ρου­χα πολυ­τε­λεί­ας πλέ­ον κλειστό/ τον άντρα με το κομ­μέ­νο χέρι/ που στε­ρε­ώ­νει το χαρ­τό­νι ΠΕΙΝΑΩ και παρα­κά­τω: Καθά­ρι­σε τη μνή­μη του τηλεφώνου./ Τόσο κόκ­κι­νο, την πνίγει./ Εικό­νες από μακριά και πιο κοντά/ δια­με­λι­σμέ­να ερείπια/ πρό­σω­πα θρήνος/ οροί τραύ­μα­τα αίμα/ ρου­κέ­τες παράκρουσης/ ανα­τι­ναγ­μέ­νη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/ λάμες απόγνωσης/ σημα­δε­μέ­να φρού­τα θεο­μη­νί­ας.  Ας σημειω­θεί ακό­μη η απου­σία του μεγα­θέ­μα­τος (για την ποί­η­ση της Κού­λας Αδα­λό­γλου) του νόστου που είχε μια στα­θε­ρή εκπρο­σώ­πη­ση σε όλες σχε­δόν τις συλ­λο­γές της. Υπάρ­χει ο ξενι­τε­μός (άλλο ένα μακρό­βιο θέμα) αλλά όχι η προ­ο­πτι­κή του νόστου. Ίσως για­τί εδώ ο έρω­τας δεί­χνει τελε­σί­δι­κα θρυμ­μα­τι­σμέ­νος, εκτο­πι­σμέ­νος στο χώρο της μνήμης/ανάμνησης κάτι που ματαιώ­νει την όποια επι­στρο­φή πραγ­μα­τι­κή ή συμ­βο­λι­κή. Μόνο στο τελευ­ταίο ποί­η­μα η γυναί­κα ξεκι­νά να συνα­ντή­σει τον πιθα­νόν νεκρό άντρα, το αντί­στρο­φο όμως ενός ακυ­ρω­μέ­νου νόστου: Του­λά­χι­στον ξέρω πού θα σε ψάξω. Ξεκί­νη­σα κιό­λας. Ξεχαρ­βα­λω­μέ­νες ανή­λε­ες δημο­κρα­τί­ες. Κρα­τώ τις απο­φα­σι­σμέ­νες λέξεις μου. Αξιο­πρό­σε­κτος και το θέμα του πνιγ­μού: το νερό ως  πλημ­μύ­ρα, ως ποτά­μι που παρα­σέρ­νει πρό­σω­πα και σκη­νι­κά στο διά­βα του, ως θάνα­τος από πνιγ­μό είναι πολύ συχνά ένα δυσοί­ω­νο, σκο­τει­νό στοι­χείο στο σύνο­λο του έργου της ποιήτριας.

Το ποι­η­τι­κό σύμπαν της Κού­λας Αδα­λό­γλου συντί­θε­ται από ένα πλέγ­μα θεμά­των, ανθε­κτι­κών στον χρό­νο, που έχουν παγιω­θεί πλέ­ον σε μια μαγι­κή τρά­που­λα, σαν την τρά­που­λα λει­τουρ­γιών του παρα­μυ­θιού από τον Vladimir Propp. Ο ανα­γνώ­στης περι­μέ­νει σε κάθε νέα συλ­λο­γή το ανα­κά­τε­μα της τρά­που­λας για να ξεκι­νή­σει ο μύθος (ή η παρά­στα­ση), το πανάρ­χαιο δρά­μα, με νέους πρω­τα­γω­νι­στές και πλο­κή αλλά με τους ίδιους κανό­νες και περιο­ρι­σμούς, τους ίδιους φόβους των ηρώ­ων και τις ίδιες προσ­δο­κί­ες. Η αξία του ποι­η­τι­κού λόγου εδρά­ζε­ται κάθε φορά πάνω σε ένα τρί­γω­νο: στο πόσο περί­τε­χνα θα συν­δυα­στούν τα φύλ­λα της τρά­που­λας, πόσο στα­θε­ρός και πει­στι­κός θα είναι ο νέος μύθος και αν θα απο­φευ­χθεί ο κίν­δυ­νος της επα­νά­λη­ψης που κατα­ντά μανιέ­ρα. Νομί­ζω ότι και σε αυτή τη συλ­λο­γή η ποι­ή­τρια έχει κατα­φέ­ρει να καλύ­ψει χωρίς απώ­λειες και τις τρεις κορυ­φές του παρα­πά­νω τριγώνου.

 

[1] Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης, «Βγή­κε ένας ήλιος χλω­μός», Περιο­δι­κό Εμβό­λι­μον, τχ. 69, Φθι­νό­πω­ρο 2013-Χει­μώ­νας 2014.

[2] Σκέ­φτο­μαι ότι τελι­κά ο υπερ­βο­λι­κός (έστω και κατά την κρί­ση μου) λυρι­σμός στο Δύο ελε­γεί­ες και μία ωδή ίσως να λει­τούρ­γη­σε  πιε­στι­κά για την ποι­ή­τρια στην εκκί­νη­ση μια δια­δρο­μής εκφρα­στι­κών πειραματισμών.

[3] Περιο­δι­κό Ο Φιλό­λο­γος

* Ο Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης είναι φιλό­λο­γος και κρι­τι­κός λογοτεχνίας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο