Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πρωτομαγιά 1944: «Διακόσοι» της Ρίτας Μπούμη — Παπά

Η πρώ­τη αυγή του φετι­νού Μαγιού

κρέ­μα­σε μεγά­λες νεκρι­κές κουρτίνες

που μαύ­ρι­σαν τον ήλιο

και σώπα­σαν το φλώ­ρι στο ροδιά 

καθώς ήρθαν του χάρου τα καμιόνια

με βου­λιαγ­μέ­νες τις παχιές τους ρόδες

στα­χτι­νο­βό­λα χαμο­μή­λια και τα χόρτα

γεμά­τα αγα­πη­μέ­να κι άγνω­στα παιδιά

που ζητο­κραύ­γα­ζαν ορθά και τραγουδούσαν

 

Ο σημε­ρι­νός ήλιος δε μαλά­κω­σε τη χτε­σι­νή απόφαση

αξί­να η πένα π’ άνοι­ξε στο χαρ­τί δια­κό­σια μνήματα

γι’ αγό­ρια πιο νέα κι απ’ το Χριστό

που δεν τρα­φή­κα­νε με γάλα, μέλι και ψωμί

παρά το Μέγα Όνειρο

θρέ­ψαν με τασή­μι τους το μεδούλι

με μια ερω­μέ­νη στα μάτια του­φτιαγ­μέ­νη από αέρα

αέρα πλα­τύ γαλά­ζιο αέρ

 

Τα σημε­ρι­νά που­λιά δε στό­λι­σαν τα μαλ­λιά σας

απ’ το στερ­νό θυμό σας ηλεχτρισμένα

περά­σα­τε μέσα απ’ τις παπαρούνες

και τα ψηλά στάχια

κι ήταν σαν τότε

που κυνη­γού­σα­τε κοτσύ­φια με το λάστιχο

στα γλυ­κά ξένα χωράφια,

παι­διά που ήρθα­τε και φύγατε

κολυ­μπώ­ντας στο αίμα

όταν εμείς το σφουγ­γα­ρά­κι μιας φωλί­τσας επροσέχαμε

μη και χαλά­σουν τα παι­διά τα’ αυγά της σφήκας

 

Παρα­τα­χτή­κα­τε κάτω απ’ τη δόξα του ήλιου

με της μητέ­ρας σας τα’ ασύ­χα­στο φακιόλι 

χαμέ­νο πίσω απ’ τα δενδροπερίβολα

σα φάκε­λο που τα’ άρπα­ξε ο άνε­μος αφίλητο,

τα δάκρά της γίνα­νε ρυάκι

στων ξένων γυναι­κών τα τσίνορα

τα’ αδέρ­φια σας συνά­χτη­καν στην πρά­σι­νη πλαγιά

να δέσουν το στε­φά­νι της πρω­το­μα­γιά σας

καθώς σα μαθη­τές το Μάιο τραγουδώντας

βγή­κα­τε όλοι μαζί στην εξο­χή σήμε­ρα για να προ­α­πα­ντή­σε­τε το θάνα­τό σας!

 

Το βου­νή­σιο σήμα­ντρο λύθη­κε ξαφνικά

κι απ’ τομο­να­στή­ρι με τους μαύ­ρους τρούλους

χύθη­κε αργά ένα σμά­ρι από παράπονα

να μετρή­σει τις ώρες της μεγά­λης παρα­σκευ­ής σας

κι ήταν σα να σας απο­χαι­ρέ­τα­γε για μας

που δεν μπο­ρού­σα­με να σας φωνά­ξου­με αντίο

όπως τόκα­ναν τα’ αρνά­κια βελάζοντας,

είμα­στε από το πρωί φρου­ρη­μέ­νοι απ’ τις περίπολες

φοβά­ται ο εχτρός τη δόξα του θανά­του σας

δε θέλει ν’ ακού­σο­με την τελευ­ταία σας λέξη

με το σάλιο σας να δού­με πως τον νικάτε

γι’ αυτό μας ζώσα­νε σιδε­ρό­φρα­χτοι στρα­τιώ­τες του

γι’ αυτό μπή­καν στα πρω­ι­νά περ­βό­λια μας

γεμά­τα πετα­λού­δες και κεχρι­μπα­ρέ­νιες μαργαρίτες.

 

Τι κάνα­τε λοι­πόν για να θερι­στεί­τε γυμνοί

πίσω απ’ τον οχυ­ρω­μέ­νο μαντρότοιχο;

η πατρί­δα το ξέρει και κλαίει

κοπή­κα­τε σαν τα υγρά τριαντάφυλλα

που φύλα­γαν τα κορί­τσια προ­τού σας χάσουν

για να δοξά­σουν το μπού­στο που σας περίμενε

 

Σεις γίνα­τε στε­φά­νι από πυρακάνθι

Χαλ­κάς ζεμα­τι­στός στο λαι­μό της ανθρωπότητας

αγα­πη­μέ­να παι­διά του μαρτυρίου

που βάψα­τε μαύ­ρους τους τοί­χους της συνοικίας

και μας φορέ­σα­τε το πέν­θος της μνή­μης σας

σκλη­ρής βαριάς σαν πετροκάρβουνο

 

Οι κρό­τοι που σας στέ­ρη­σαν τη θέα του κόσμου

γαζώ­νουν την καρ­διά μας

κόβουν τα γόνα­τά μας οι ριπές σας

αχ τότε που γατζω­θή­κα­τε με τα μάτια μεγάλα

και σπαρ­τα­ρή­σα­τε στο μετα­ξέ­νιο αιθέρα

κεντη­μέ­νο απ’ τις πρω­τάν­θι­στες ροδακινίτσες

για να γενεί­τε αητοί με βασι­λι­κές φτερούγες

να πιεί­τε όλο τον ήλιο που διψάσατε

κι ας περι­μέ­ναν όξω τα καμιόνια

να πάρουν την κόκ­κι­νη λάσπη σας.

 

 Βάψ­τε τους δρό­μους με τις καρ­διές σας·

ήρθε το περι­στέ­ρι απ’ το χωριό, 

βάφτι­σε τα ξαν­θά του πόδια 

στο χαντά­κι που στράγ­γι­σαν τα νιά­τα σας, 

κόκ­κι­νο θα γυρί­σει πριν απ’ τον ταχυδρόμο 

χάθη­κε κι η γριού­λα που κίνη­σε νύχτα 

να ψηλα­φί­σει τα σύνο­ρα της Αθήνας 

να βρει ένα κομ­μά­τι ρού­χο σας στη λεωφόρο

σκι­σμέ­νο με τα δόντια σας και πετα­μέ­νο για σημάδι

πίσω απ’ τα βου­νά έχα­σε τις παντό­φλες της

την ώρα που τα κάρα κου­βα­λού­σαν τα σφά­για σας

ανά­με­σα σε δυο σει­ρές κεριών

π’ ανά­ψα­με με το νου μας

εκεί στις κόχες του τελευ­ταί­ου σας δρόμου

απ’ όπου της χλό­ης ο θυμός

χίμη­ξε να πνί­ξει τις πέτρες

 

Σεις έχε­τε κιό­λας σμί­ξει με τ’ αδέρ­φια σας

τις ανθι­σμέ­νες ιτιές και τα συντριβάνια

τ’ άλο­γα καβα­λι­κέ­ψα­τε του ρήγα ήλιου

πάνω απ’ τη θάλασ­σα των παραμυθιών

με αση­μέ­νιο αμάξι

κι εμείς ζηλεύ­ου­με τη δόξα σας

παι­διά με τα’ ανοι­χτό­στοι­θα πουκάμισα

αυρια­νά μας αγάλματα

 

Πέτρι­νες εντο­λές τ’ άτρι­χα στή­θια σας

μέσα απ’ το δάσος που περπατήσατε

μ’ όρθια πόδια

καθώς δίχως ελπί­δα μπλε­χτή­κα­τε την πιο ένδο­ξη στιγμη

με τα χελι­δό­νια του στρόβιλου

και τα σγου­ρά θυμάρια.

 

Τι γλυ­κά που ησυ­χά­σα­τε μάρτυρες

μαζί με το χαλά­ζι των πολυβόλων

κάτω απ’ τις κυψέ­λες του Υμηττού…

Βιτσιά στον ύπνο μας το χαρι­στι­κό βόλι σας

βιτσιά στο αίμα μας

βιτσιά στα όνει­ρά μας

πόσα μαρ­μα­ρέ­νια παι­διά θα στή­σο­με αύριο

δω μέσα που πνί­γη­καν στο αίμα τα μερμήγκια!

 

Πόση σιω­πή θέλει το ρόδι για να δέσει

πόση οργή για να σκά­σει και να χυθεί

είσα­στε οι δια­κό­σιοι της Πρωτομαγιάς

εκα­τό λιγό­τε­ροι από τους συντρό­φους του Λεωνίδα

που σας απο­χαι­ρέ­τη­σαν τα τρυ­φε­ρά κλίματα 

κι ο τσο­μπά­νος πού­κλαι­γε δαγκά­νο­ντας το δάχτυλο

κι οι ανθι­σμέ­νες λεμο­νιές των επι­τά­φιων όλων

και τα κορί­τσια που δεν φιλήσατε

καθώς η φοβε­ρή απου­σία της μάνας σας 

άχνι­ζε πελώ­ρια στον αιθέρα 

σαν τα θεσ­σα­λι­κά ποτά­μια το χειμώνα.

 

Ούτε λου­λού­δια να σας φέρου­με δεν μας άφηκαν 

να κοι­νω­νή­σο­με απ’ το γαρού­φα­λο της πλη­γής σας 

να σφουγ­γί­σου­με με τα μαλ­λιά μας 

τον ακρι­βό ιδρώ­τα της αγω­νί­ας σας

ορφα­νές γυναί­κες αφη­μέ­νες πίσω με μαδη­μέ­να μάγουλα

και τη ζου­γρα­φιά σας στα μάτια μας

κάτω απ’ τη μολυ­βέ­νια βρο­χή που σας θέρισε 

πριν από τα στάχυα

για να ζεστά­νε­τε με τ’ άστρα σας 

τη γριά κορώ­να του κόσμου.

 

Αντίο παι­διά

δε θα ξεχά­σου­με το τίμιο μέτω­πό σας 

με τη λάμπα του θα φωτί­σου­με την υπό­λοι­πη ζωή μας

με την πίκρα σας θα γεμί­σου­με τα βιβλία μας 

και με το ρου­μπι­νί αίμα σας 

θα βάψου­με τις σημαί­ες της οικουμένης

 

 Η Ρίτα Μπού­μη Παπά «έζη­σε» η ίδια τη θυσία των 200 κομ­μου­νι­στών από το σπί­τι της που βρι­σκό­ταν λίγα μόλις μέτρα από το Σκοπευτήριο!

Γρά­φει η ίδια:

«Ο χαρα­κτη­ρι­σμός Γολ­γο­θάς δε δίνε­ται ούτε αψή­φι­στα ούτε σαν σχή­μα λόγου. Έχου­με ζυγί­σει το βάρος του, επί μια ολό­κλη­ρη τετρα­ε­τία, όταν στην καται­γί­δα της κατο­χής είχα­με απαγ­γιά­σει σ’ ένα υπό­γειο, εκα­τό μέτρα απ’ το Σκο­πευ­τή­ριο και μας ξυπνού­σαν κάθε αυγή, οι κραυ­γές των μελ­λο­θα­νά­των, που τρα­γου­δού­σαν τον εθνι­κό ύμνο και απο­χαι­ρε­τού­σαν τον κόσμο, οι ριπές των εκτε­λε­στι­κών απο­σπα­σμά­των και οι ξηρές χαρι­στι­κές βολές. Είναι αυτή η σύμ­πτω­ση που μας έκα­νε να ζήσου­με το μαρ­τύ­ριο της σφα­γής των δια­κο­σί­ων, μια γελα­στή και ηλιό­λου­στη  μέρα γεμά­τη λου­λού­δια και που­λιά. Μαζί μας παρα­κο­λού­θη­σαν τη σφα­γή και δυο άλλοι φίλοι δια­νο­ού­με­νοι που κατοι­κού­σαν κι αυτοί στην ίδια τού­τη συνοι­κία. Ο Κωστής Μερα­ναί­ος και ο Γιώρ­γος Βασι­λό­που­λος, διευ­θυ­ντής του θαρ­ρα­λέ­ου περιο­δι­κού «Καλ­λι­τε­χνι­κά Νέα», που τολ­μού­σε να εκδί­δε­ται στα χρό­νια της Κατο­χής.

 

Το ποί­η­μα δημο­σιεύ­ε­ται για πρώ­τη φορά ολό­κλη­ρο στο δια­δί­κτυο από το Ατέχνως

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο