Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

« Σαν τα γίδια στο μαντρί»

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Την ώρα που όλος ο πλα­νή­της αγω­νιά για την εξά­πλω­ση του φονι­κού κορω­νοϊ­ού και οι πολί­τες έχουν κλει­στεί στα σπί­τια τους, υπάρ­χουν κάποιοι σε μια γωνιά της Γης που αγνο­ούν τις εκκλή­σεις. “Είναι ο… μάγκας ο Έλλη­νας, ο… ανυ­πό­τα­κτος, ο δήθεν επα­να­στά­της, αυτός που δεν συμ­μορ­φώ­νε­ται ακό­μα και όταν απει­λεί­ται η ζωή του ίδιου και των συμπο­λι­τών του”. Ουρές στα διό­δια. Να πάνε πού; Δεν υπάρ­χει σωτη­ρία σε αυτό τον τόπο. Άπει­ρη ηλι­θιό­τη­τα. Ας μην κλαί­γο­νται μετά… Ανεύ­θυ­νοι και ασυ­νεί­δη­τοι που δεν τους πρέ­πει ο τιμη­τι­κός τίτλος του πολί­τη». «Σαν τα γίδια στο μαντρί».

Αυτά έγρα­ψε αγα­να­κτι­σμέ­νος αρθρο­γρά­φος και βέβαια πρέ­πει η όλη υπό­θε­ση να εξε­τα­στεί από λαο­γρα­φι­κής πλευ­ράς για να δια­πι­στω­θεί, αν o χαρα­κτη­ρι­σμός «γίδια» αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Επί τού­τοις γνω­μά­τευ­σε ο μπάρ­μπα Βασί­λης, άξε­στος Τζου­μερ­κιώ­της, οιω­νο­σκό­πος και μέγας λαο­γρά­φος. Η γνω­μά­τευ­ση έχει ως εξής:

«Η φρά­ση “μπή­καν τα γίδια στο μαντρί” κοι­νό­τυ­πη για τους βοσκούς, με την πάρο­δο του χρό­νου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε πολ­λά­κις μετα­φο­ρι­κά και εσχά­τως-μπο­ρώ να πω- ότι παρα­χρη­σι­μο­ποιεί­ται συνυ­πο­δη­λω­τι­κά είτε υπο­νο­ώ­ντας τους ψηφο­φό­ρους (κομ­μα­τι­κά μαντρω­μέ­νους) είτε παραλ­λάσ­σο­ντας την έννοια του Κοι­νο­βου­λί­ου με το μαντρί. Πολ­λές φορές, όμως, τα γίδια τα χρη­σι­μο­ποιού­με και για να βρί­σου­με κάποιον. “Άντε μωρέ γίδι, γιδε­ρό, γιδο­βο­σκέ, γιδο­ξούρ’ κλπ.”.

Επί του θέμα­τος που εσχά­τως ανέ­κυ­ψε τι σημαί­νουν οι ύβρεις “γίδα” και “γίδια”, που πολ­λές φορές εκστο­μού­με και από λαο­γρα­φι­κής από­ψε­ως εξε­τα­ζό­με­νο το θέμα, μπο­ρού­με να πού­με τα εξής: Η γίδα, ως γνω­στόν, είναι το ευκί­νη­το μηρυ­κα­στι­κό ζώο με χοντρά κέρα­τα, συγ­γε­νές με το πρό­βα­το, που ζει σε ορει­νές περιο­χές και εμφα­νί­ζε­ται εξη­με­ρω­μέ­νο σε πολ­λές κατοι­κί­διες ποι­κι­λί­ες ως το θηλυ­κό του τρά­γου. Ως εκ τού­του απαι­τού­νται να ανα­λυ­θούν λαο­γρα­φι­κώς οι ακό­λου­θες λέξεις- όροι.

Κέρα­το: Είναι ο παλιάν­θρω­πος, το καθί­κι κλπ. “Κέρα­το βερ­νι­κω­μέ­νο”. Επί­σης, κερα­τάς είναι ο σύζυ­γος που τον απα­τά η γυναί­κα του. Ανά­λο­γα με την απά­τη γίνε­ται κερα­τού­κλης ή τάραν­δος. Βαρύ­τα­το είναι και το κέρα­το το τρά­γιο. Ο θυμό­σο­φος λαός το είπε: “Να λυπά­σαι τον καβα­λάρ’ που τ’ κρέ­μου­νται τα ποδάρια/και τον κερα­τά που του ‘μ’ναν τα παπάρια».

Ορει­νές περιο­χές: Το γεγο­νός ότι η γίδα ζει σε ορει­νές περιο­χές ουδό­λως ταυ­τί­ζε­ται με το χώρο της Βου­λής. Οι Ορει­νοί ήταν κόμ­μα στη Γαλ­λία που δημιουρ­γή­θη­κε κατά τη διάρ­κεια της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης το 1793 με επα­να­στα­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες. Πέρα από αυτά στη Βου­λή “βου­λεύ­ο­νται”, κατ’ άλλους “βολεύ­ο­νται” και δεν μηρυ­κά­ζουν. Να πού­με ότι μηρυ­κα­σμός είναι η στε­ρε­ό­τυ­πη και ανια­ρή επα­νά­λη­ψη των ίδιων λόγων, σκέ­ψε­ων και από­ψε­ων. Συνε­πώς δεν μπο­ρού­με να ταυ­τί­σου­με τη Βου­λή με τις ορει­νές περιο­χές για όλα αυτά και για έναν ακό­μα λόγο. Στη Βου­λή δεν υπάρ­χουν πουρ­νά­ρια για να πού­με ότι μπο­ρεί να ισχύ­ει το αξί­ω­μα: “Ό,τι έκα­μι η γίδα στου πουρ­νάρ’ , κάν’ του πουρ­νάρ’ στ’ γίδα”, δηλα­δή πλη­ρω­μή “με το ίδιο το νόμι­σμα”: η γίδα τρώ­ει το πουρ­νά­ρι, αλλά αυτό με τη σει­ρά του την εκδι­κεί­ται, αφού το πουρ­νά­ρι δίνει στη βυρ­σο­δε­ψία τα σχε­τι­κά υλι­κά της κατερ­γα­σί­ας του δέρ­μα­τός της. Εκεί παίρ­νουν μέτρα προ­φύ­λα­ξής τους. Ισχύ­ει η ασυλία.

Τρά­γος: Η αρσε­νι­κή γίδα με χαρα­κτη­ρι­στι­κό γένι. Τρά­γος λέγε­ται και υβρι­στι­κώς ο παπάς, για­τί έχει γένι και θυμί­ζει τρά­γο. “Λαθεύ­ουν και οι παπα­διές και τρο­γκιού­νται με τα τρα­γιά στο τρα­γό­τσια­λο”. Να πού­με ακό­μα πως γίδι είναι το νεο­γνό της γίδας, το κατσι­κά­κι, ενώ ως ΓΙΔΙΑ ορί­ζο­νται το κοπά­δι απο­τε­λού­με­νο από γίδες και τρά­γους, ανε­ξαρ­τή­τως ηλι­κί­ας. “Μπή­καν, μωρέ, μπήκαν/τα γίδια στο μαντρί,/τα πρό­βα­τα στη στρούγκα”.

Πρέ­πει, για να έχου­με πλή­ρη και επι­στη­μο­νι­κή ανά­λυ­ση του θέμα­τος, να προ­σθέ­σου­με και την πλη­ρο­φο­ρία του ζευ­γα­ρώ­μα­τος και της ανα­πα­ρα­γω­γής των γιδιών. Οι κάτο­χοι της γίδας απευ­θύ­νο­νται στους κατό­χους των αρσε­νι­κών ζώων, των τρα­γιών, για το βάτε­μα. Ο τρα­γο­κά­το­χος παίρ­νει τα «βατευ­τι­κά» ή τα “μαρ­κα­λί­κια”. Έτσι λένε το αντί­τι­μο για το ζευ­γά­ρω­μα των ζώων, και αν δεν «στή­σει» δηλα­δή δεν γκα­στρω­θεί το θηλυ­κό, το επα­να­ζευ­γα­ρώ­νουν χωρίς πλη­ρω­μή. Αν πάλι δεν γκα­στρω­θεί ο κάτο­χος του αρσε­νι­κού επι­στρέ­φει τα βατευ­τι­κά ή μαρ­κα­λί­κια. Όσες ημέ­ρες τα θηλυ­κά ζώα, είναι στο αρσε­νι­κό, ο ιδιο­κτή­της του αρσε­νι­κού, είναι υπεύ­θυ­νος για την συντή­ρη­ση, αλλά και την ασφά­λεια του θηλυ­κού ζώου. Όταν φθά­σει επο­χή του ζευ­γα­ρώ­μα­τος, ο εκά­στο­τε ντε­λά­λης φωνάζει:

“Χωρια­νοί… ακού­σα­τε, ακού­σα­τε. Από μεθαύ­ριο τη Δευ­τέ­ρα αρχί­ζει ο μάρ­κα­λος. Όποιος έχει μαρ­τί­νες να τις πάει στο τραΐ του τάδε… (όνο­μα ιδιο­κτή­τη αρσε­νι­κού), για φέτος, είκο­σι φρά­γκα η ταρί­φα, άμα δεν στή­σει η γίδα δεν πλε­ρώ­νει. Το τάγι­σμα, το πότι­σμα και φύλαγ­μα ανέξοδο…”.

Αν οι γίδες μαρ­κα­λί­ζο­νται με ντα­μά­ρια άσο­γα — όχι καλή ράτσα — και πρό­κει­ται να γεν­νή­σουν ζαρι­κά­τσι­κα, λισβά, τα στρί­βουν. Το στρί­ψι­μο γίνε­ται με τ’ αλά­τι. Τα ταΐ­ζουν δηλα­δή αλά­τι και παρα­δέ­χο­νται πως ο σπό­ρος που πήραν πάει στα πουφ. Για να ξανα­γκα­στρω­θούν, πρέ­πει να μαρ­κα­λη­θού­νε και πάλι. Διώ­χνουν λοι­πόν τα ζαρό­τρα­γα απ’ το κοπά­δι κι’ αφή­νουν τα σοϊ­λί­τι­κα ντα­μά­ρια μ’ αυτά να μαρ­κα­λί­ζο­νται. Παρα­δέ­χο­νται επί­σης πως άμα φάνε τα γκα­στρω­μέ­να χλω­ρόν καπνό, γυρί­ζουν, αν έχουν αρσε­νι­κό, αλλά­ζει και γίνε­ται θηλυκό .

Ως γίδι εννο­ού­με και το πρό­σω­πο που δεν έχει τρό­πους, που είναι άξε­στος και αγροί­κος. Εξ’ ου το γιδε­ρό, το γιδό­πια­σμα, το γιδο­πέ­ταγ­μα, γιδο­ξούρ’, γιδο­ξε­πε­ταγ­μέ­νο… γιδο­κό­πα­δο, γιδο­μά­ντρι. Ιδιαί­τε­ρα τη λέξη γίδι τη χρη­σι­μο­ποιού­με για να βρί­σου­με μια γυναί­κα αναί­σχυ­ντη αναι­δή, ανά­γω­γη, ελευ­θε­ριά­ζου­σα. “Μωρή μουρ­λή, μωρή τρε­λή, μωρέ γίδι και βατεμένη/Που σε κάθε πλαϊά και ρεμα­τιά μόνι­μα είσαι πλαγιασμένη”.

Συμπέ­ρα­σμα: Κατό­πιν όλων αυτών πρέ­πει να απα­γο­ρευ­θεί η ύβρις “γίδα, γίδι”. Πρέ­πει να κατα­φύ­γου­με στο φυτι­κό και όχι στο ζωι­κό βασί­λειο. Θα πρό­τει­να τη λέξη βούρ­λα. Τα γίδια μας δίνουν το γαλα­τά­κι και ανα­πα­ρά­γο­νται. Τα βούρ­λα μόνο για καλά­θια κάνουν. Ερώ­τη­μα: Μήπως η βλα­κεία μπαί­νει σε καλάθι;»

Λεξι­λό­γιο: 

Τρο­γκιού­νται: συνουσιάζονται
Βάτε­μα: η πρά­ξη συνου­σί­ας ζώων, η οχεία, το «πήδη­μα»
Μαρ­κα­λί­κια: Η χρη­μα­τι­κή αμοι­βή για το μαρ­κά­λι­σμα. Το ρήμα είναι μαρ­κα­λάω που σημαί­νει βατεύω, (κυριο­λε­κτεί στα κριά­ρια), ενώ στους τρά­γους αντι­στοι­χεί το «πρι­τσια­λάω».
Τρα­γό­τσια­λο: το τσό­λι, το χοντρό υφα­σμέ­νο στον αργα­λειό στρω­σί­δι ή σκέ­πα­σμα με νήμα από μαλ­λί γιδιών, «σάζ­μα».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο