Εικοσιτέσσερις ώρες κλείνει μέσα της η μέρα.
Τις δέκα τις ξεπουλάς στην ανάγκη,
άλλες τόσες στην εστία σου εθελούσια αγγαρεία.
Και το μέσα σου που βράζει, την ίδια ερώτηση ξεβράζει.
Γιατί;
Πρέπει!
Στις μέρες του «Πρέπει»,
άλλοτε στην αφάνεια και άλλοτε στην επιφάνεια,
ανάμεσα σε αγγαρεία και ανάγκη,
το σπίτι στο πόδι και για φίλημα χείλη,
σκόνη, φαί, παιδί δική σου ευθύνη.
Στο τραπέζι που στρώνεις, συζήτηση ανοίγεις,
μόνο για λεπτό με τον έσω κόσμο μόνοι,
μα με τον έσω Νόμο χρόνιο δεσμό,
ίδια μόνιμη κατάληξη έχει.
Γιατί;
Πρέπει!
Γιατί Πρέπει;
Γιατί είσαι γυνή!
Το συμπόσιο κάπου στη μέση,
με τη στρώση επιβεβαίωσες τη θέση.
Η σύγχυση, στον ήχο καθάρισε,
μαχαιροπίρουνα, σερβίτσια, φαγιά σε μια τάξη.
Η σύγχυση, στο χτύπο ξεθύμανε,
λόγια, πρόσωπα, εκφράσεις έχουν πια ροή.
Κάπου εκεί βαθιά κάποια αναγνωρίζεις,
σου αρέσει, παίρνει πια μορφή.
–Άπλωσε το χέρι, μπορείς να την ψηλαφίσεις!
Η ψυχή σου ξανά τιτιβίζει, ξέρει πως ζει,
θέλει να επιστρέψει στην ανεκτίμητη στιγμή.
Γλιστράς
στραβοπατάς
χάνεις ψυχή
στιγμή
άδειο ανακατωμένο τραπέζι
μια ύπαρξη κελεπούρι στη λαϊκή
καθώς…
οι αδηφάγοι ξεγλιστράνε χαρωποί, για κουβέντες νέες.
Κάνεις να ακολουθήσεις, μα κάτι γερά σε κρατεί ˙
στο άλλο μισό σου έρχεται η ερώτηση στο νου,
ευχαριστείς το σύγχρονο ανήρ, τοποθετεί το πιάτο του στο νεροχύτη.
Ξανά μανά στην έσω συζήτηση,
ανομολόγητα ξέρεις τι είναι και αυτή,
μαξιλαράκι στον ποπό του έσω-έξω Νόμου.
Γιατί;
Πρέπει!
Γιατί Πρέπει;
Γιατί είσαι Γυνή!
Τι είναι Γυνή;
Μην προσμένεις για απάντηση.
Στην καλύτερη απλά θα σωπάσει.
Γυνή…
είναι η Λυδία λίθος
του πολιτισμού της εκμετάλλευσης.
Η μεγαλύτερή του εφεύρεση,
πριν ακόμα το χαράξει
η υψηλή τεχνολογία.
Γυνή είναι
μια εξημερωμένη μηχανή.