Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαρίδης Άριξ: Γυνή

Εικο­σι­τέσ­σε­ρις ώρες κλεί­νει μέσα της η μέρα.
Τις δέκα τις ξεπου­λάς στην ανάγκη,
άλλες τόσες στην εστία σου εθε­λού­σια αγγαρεία.
Και το μέσα σου που βρά­ζει, την ίδια ερώ­τη­ση ξεβράζει.

Για­τί;
Πρέπει!

Στις μέρες του «Πρέ­πει»,
άλλο­τε στην αφά­νεια και άλλο­τε στην επιφάνεια,
ανά­με­σα σε αγγα­ρεία και ανάγκη,
το σπί­τι στο πόδι και για φίλη­μα χείλη,
σκό­νη, φαί, παι­δί δική σου ευθύνη.

Στο τρα­πέ­ζι που στρώ­νεις, συζή­τη­ση ανοίγεις,
μόνο για λεπτό με τον έσω κόσμο μόνοι,
μα με τον έσω Νόμο χρό­νιο δεσμό,
ίδια μόνι­μη κατά­λη­ξη έχει.

Για­τί;
Πρέπει!
Για­τί Πρέπει;
Για­τί είσαι γυνή!

Το συμπό­σιο κάπου στη μέση,
με τη στρώ­ση επι­βε­βαί­ω­σες τη θέση.
Η σύγ­χυ­ση, στον ήχο καθάρισε,
μαχαι­ρο­πί­ρου­να, σερ­βί­τσια, φαγιά σε μια τάξη.
Η σύγ­χυ­ση, στο χτύ­πο ξεθύμανε,
λόγια, πρό­σω­πα, εκφρά­σεις έχουν πια ροή.

Κάπου εκεί βαθιά κάποια αναγνωρίζεις,
σου αρέ­σει, παίρ­νει πια μορφή.
–Άπλω­σε το χέρι, μπο­ρείς να την ψηλαφίσεις!
Η ψυχή σου ξανά τιτι­βί­ζει, ξέρει πως ζει,
θέλει να επι­στρέ­ψει στην ανε­κτί­μη­τη στιγμή.

Γλι­στράς
στραβοπατάς
χάνεις ψυχή
στιγμή
άδειο ανα­κα­τω­μέ­νο τραπέζι
μια ύπαρ­ξη κελε­πού­ρι στη λαϊκή
καθώς…

οι αδη­φά­γοι ξεγλι­στρά­νε χαρω­ποί, για κου­βέ­ντες νέες.
Κάνεις να ακο­λου­θή­σεις, μα κάτι γερά σε κρατεί ˙
στο άλλο μισό σου έρχε­ται η ερώ­τη­ση στο νου,
ευχα­ρι­στείς το σύγ­χρο­νο ανήρ, τοπο­θε­τεί το πιά­το του στο νεροχύτη.

Ξανά μανά στην έσω συζήτηση,
ανο­μο­λό­γη­τα ξέρεις τι είναι και αυτή,
μαξι­λα­ρά­κι στον ποπό του έσω-έξω Νόμου.

Για­τί;
Πρέπει!
Για­τί Πρέπει;
Για­τί είσαι Γυνή!
Τι είναι Γυνή;

Μην προ­σμέ­νεις για απάντηση.
Στην καλύ­τε­ρη απλά θα σωπάσει.

Γυνή…
είναι η Λυδία λίθος
του πολι­τι­σμού της εκμετάλλευσης.
Η μεγα­λύ­τε­ρή του εφεύρεση,
πριν ακό­μα το χαράξει
η υψη­λή τεχνολογία.
Γυνή είναι
μια εξη­με­ρω­μέ­νη μηχανή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο