Στις 13 Νοεμβρίου 2003 έφυγε από τη ζωή ο Σπύρος Μελετζής. Έμεινε στην ιστορία ως ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Σπύρος Μελετζής γεννήθηκε στην Ιμβρο το 1906. Το 1923, φεύγει για την Αλεξανδρούπολη και από εκεί για την Αθήνα, όπου θα μαθητεύσει την τέχνη της φωτογραφίας κοντά σε εξαίρετους καλλιτέχνες. Οι πρώτες του φωτογραφικές δουλειές αναφέρονται στη φύση της Ηπείρου και στην Κεφαλονιά. Ομως, τα έργα που θα τον αναδείξουν και θα τον καθιερώσουν ως έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους μας, είναι οι στιγμές που απαθανατίζει την περίοδο της Κατοχής. Η γερμανική σημαία που κυματίζει στην Ακρόπολη, οι άνθρωποι που πεθαίνουν στους δρόμους της Αθήνας, οι ΕΑΜίτες αντάρτες που αγωνίζονται στα βουνά της Ελλάδας, η Απελευθέρωση, είναι μερικά από τα θέματα των φωτογραφιών του, οι οποίες διακρίνονται όχι μόνο για την ιστορική σημασία τους, αλλά και για την υψηλή αισθητική τους.
Ο «φωτογράφος του Αγώνα» δε σταματούσε πουθενά. Δε σταματούσε να σκαρφαλώνει στις ράχες. Ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο μαθαίνει ότι στο χωριό Ισαρης στην Αρκαδία, οι αντάρτες έχουν ανατινάξει μια γέφυρα. «Ηθελα πολύ» — έλεγε — «να τη φωτογραφίσω, αλλά έμαθα ότι τη φρουρούσαν οι Γερμανοί. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι πώς να πλησιάσω τη γέφυρα. Σπύρο, πρέπει να τους ξεγελάσεις, σκέφτηκα. Γέμισα ένα καλάθι με τρόφιμα και πήγα εκεί, φίλεψα τους Γερμανούς, και μετά τους ζήτησα να τους τραβήξω μια αναμνηστική φωτογραφία, με φόντο τη γέφυρα…». Από αυτήν την αποστολή ο Σπ. Μελετζής τράβηξε 25 φιλμ και χρησιμοποιώντας το «κόλπο» με το καλάθι κατάφερε να τα φέρει στην Αθήνα, αφού πρώτα τα πέρασε από τον Ισθμό που τον φρουρούσαν οι Γερμανοί.
Το Φλεβάρη του 1944, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στέλνει το μήνυμα: «Σπύρο, έλα στο βουνό, εκεί που χτίζεται η “Νέα Ελλάδα”». Ο Μελετζής παίρνει τη μηχανή του, 332 φιλμ που κατόρθωσε να μαζέψει και πολλά φωτογραφικά χαρτιά και ανεβαίνει στη Βίνιανη, όπου και στήνει το εργαστήριό του. «Οταν είδα το λαό να παλεύει για ελευθερία, όταν είδα ξυπόλυτα παιδιά να μάχονται με τόσο πάθος, σκέφτηκα ότι έπρεπε να δώσω μέσα από τη φωτογραφία μου το βαθύτερο νόημα αυτού του αγώνα».
Σε μια συζήτηση ανάμεσα στον Γιάννη Ζεύγο, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, και στον Σπ. Μελετζή , στο βουνό, ο Ζεύγος τόνισε στον φωτογράφο: «Μελετζή , άσε την ποίηση και την πολιτική. Εσύ είσαι καλλιτέχνης φωτογράφος, κοίταξε να αξιοποιήσεις το ταλέντο σου μόνο στην τέχνη σου. Η Αντίσταση έχει ανάγκη από καλλιτέχνες. Αυτοί, με την τέχνη τους αύριο, όχι μόνο θα απαθανατίσουν τον Αγώνα, που κάνει σήμερα ο λαός για το ξεσκλάβωμά του, αλλά θα ενθουσιάσουν και θα συμβάλουν στο καθημερινό ανέβασμα της πάλης. Η τέχνη έχει υψηλή αποστολή. Εσύ, σαν συνειδητός καλλιτέχνης, προσπάθησε να την υπηρετήσεις πιστά. Η Αντίσταση περιμένει πολλά από σένα, προσπάθησε να φανείς αντάξιος».
Ο Δεκέμβρης του ’44 τον βρίσκει αιχμάλωτο στην Ελ — Ντάμπα της Αιγύπτου. Οταν επιστρέφει, αρχίζει πλέον να φωτογραφίζει τη φύση και τα μνημεία της Ελλάδας. Παράλληλα, παρουσιάζει τη δουλειά του σε όλο τον κόσμο και δέχεται πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.
Το 1943 — ’44 ο πρύτανης της φωτογραφίας βρέθηκε στα βουνά μαζί με τους αντάρτες και το 1986, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΚΕ προς τιμήν του, ο Σπύρος Μελετζής είχε πει για εκείνη τη δουλειά του: «Αν μπόρεσα να ανταποκριθώ σ’ αυτό που μου ανέθεσε το Κόμμα, δεν ξέρω. Ισως, ναι. Ισως, όχι. Η εποχή ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Υπήρχε όμως πολύς ενθουσιασμός. Μεγάλη πίστη και αγάπη στα ιδανικά του αγώνα. Κρατώ και σήμερα αυτή την πίστη και αυτή την αγάπη».
Το Γενάρη του 1994, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ενωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων. Το Νοέμβρη του 1994, έγινε στην Αθήνα έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. «Οσοι την είδαν — είπε τότε ο Νίκος Καραντηνός — έτρεφαν τα μάτια τους, γνωρίζοντας μια Ελλάδα της Αντίστασης με το φωτογραφικό μάτι του Σπύρου Μελετζή . Ολο αυτό το υλικό το υπερασπίστηκε, το έκρυψε στα φυλλοκάρδια του και μας το παρέδωσε ως παρακαταθήκη για κληρονομιά».
Τον Ιούλη του 1945, ο Σπύρος Μελετζής έθαψε στον τοίχο της κουζίνας του σπιτιού του και στο ταβάνι 2.200 περίπου φιλμ από την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μεγάλη αγωνία για το τι είχε απομείνει, ξανάβγαλε στο φως όλον αυτόν το θησαυρό ανέπαφο και τον παρέδωσε στη Νεοελληνική Ιστορία.