Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σφάλισαν τα μεγάλα μάτια της Ντιριντάουα, του αγώνα και του θεάτρου, της κομμουνίστριας

💥 1996 σαν σήμε­ρα 🎌 Πέθα­νε η Ντι­ρι­ντά­ουα (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα: Αικα­τε­ρί­νη Οικο­νό­μου)
ℹ️ Γεν­νή­θη­κε το 1921 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Έκα­νε σπου­δές χορού στις σχο­λές Μοριά­νωφ και Ζου­ρού­δη. Εργά­στη­κε, αρχι­κά, στην περί­φη­μη “Μάντρα” του Αττίκ και στη συνέ­χεια στο Θία­σο του Μακέ­δου, έως τα πρώ­τα χρό­νια της Κατο­χής. Το Ντι­ρι­ντά­ουα ήταν καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο που θυμί­ζει την ομώ­νυ­μη πόλη της Αιθιοπίας.

Μέχρι, να εγκα­τα­λεί­ψει ό,τι πολύ αγά­πη­σε, όχι όμως περισ­σό­τε­ρο από τον αγώ­να — “αγά­πη­σα τον αγώ­να περισ­σό­τε­ρο απ’ το θέα­τρο”, έλε­γε — είχε γίνει μύθος της σκη­νής. Σε παι­δι­κή ηλι­κία έχα­σε τον πατέ­ρα της και ανα­γκά­στη­κε να κατη­φο­ρί­σει στην Αθή­να. Ξεκί­νη­σε πολύ μικρή τη βιο­πά­λη, στο “Μικρό Ζάπ­πειο”, χωρίς μερο­κά­μα­το. Αργό­τε­ρα δού­λε­ψε σε βαριε­τέ και σε “μπου­λού­κια”, μέχρι που ο Αττίκ την προ­σέ­λα­βε στην περί­φη­μη “Μάντρα” του. Ήταν το 1937. Όσο για το όνο­μά της… ο Λάσκος και ο Αττίκ έμελ­λε να γίνουν “νονοί” της.

“Είμαι ευχα­ρι­στη­μέ­νη που μπό­ρε­σα να βάλω ένα μικρό λιθα­ρά­κι στον αγώ­να του λαού μας για τη δημο­κρα­τία. Τη δημο­κρα­τία που πιστεύ­ου­με εμείς, την πραγ­μα­τι­κή. Είμαι περή­φα­νη που κάτι πρό­σφε­ρα σ’ αυτό τον αγώ­να”, έλε­γε η Καί­τη Οικο­νό­μου, η “θρυ­λι­κή” στον κόσμο του θεά­τρου, των θεα­τρό­φι­λων και της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Ντι­ρι­ντά­ουα, όπως ήταν γνω­στή, στην πρώ­τη, μετά τη μακρό­χρο­νη απου­σία της από τη σκη­νή, συνέ­ντευ­ξή της στο “Ρίζο”, τον Απρί­λη του 1988. Σήμε­ρα, η “γυναί­κα — λάστι­χο”, η ηθο­ποιός, η χορεύ­τρια, εκεί­νη με τα μεγά­λα τσα­κί­ρι­κα μάτια, η αγω­νί­στρια, δεν υπάρ­χει πια. Το πρωί της Παρα­σκευ­ής 9 Φεβρουα­ρί­ου 1996 άφη­σε την τελευ­ταία της πνοή, από ανα­κο­πή καρ­διάς, σε ηλι­κία περί­που 75 ετών. Το 1966 η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα εγκα­τέ­λει­ψε το θέα­τρο. “Είναι η μοί­ρα του ηθο­ποιού”, έλε­γε στο “Ρίζο”, “να τον λησμο­νούν όταν απο­σύ­ρε­ται. Βγή­κα στη σκη­νή 6 — 7 χρο­νών παι­δί και πέρα­σα τόσα και τόσα… Άλλοι θορύ­βη­σαν πολύ γύρω από το πρό­σω­πό μου… Οι αντί­πα­λοι του αγώ­να του λαού μας”.
“Είχα­με πάει περιο­δεία στην Αίγυ­πτο”, διη­γεί­ται στο “Ρ”. Και συνε­χί­ζει: “Είχε τελειώ­σει ο πόλε­μος των Ιτα­λών στην Αβησ­συ­νία και οι μάχες στην πόλη Ντι­ρι­ντά­ουα . Ημου­να μικρή, ακό­μα, ευλύ­γι­στη και μαυ­ρο­τσού­κα­λο και μ’ έβγα­λαν Ντι­ρι­ντά­ουα”.

Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Από αρι­στε­ρά, η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα, η Άννα Λώρη και ο Σπύ­ρος Πατρί­κιος στο “μπλοκ” του Σωμα­τεί­ου Ελλή­νων Ηθοποιών.

Μετά την επι­στρο­φή της, με το νέο όνο­μα πια, συνε­χί­ζει τη συνερ­γα­σία της με τον Αττίκ αλλά σύντο­μα γίνε­ται πρω­τα­γω­νί­στρια στο θία­σο του θεα­τρι­κού επι­χει­ρη­μα­τία της επο­χής Ανδρέα Μακέ­δου. Εκεί δού­λε­ψε μέχρι το 1942. Παρα­στά­σεις με την Αλκη Ζέη και την Ντι­ρι­ντά­ουα παρα­κο­λού­θη­σε ο Αρης Βελουχιώτης
Νωρί­τε­ρα γνώ­ρι­σε τον Κώστα Πετρου­τσό­που­λο, ο οποί­ος όπως απο­δεί­χθη­κε είχε μια περί­ερ­γη δεύ­τε­ρη σκο­τει­νή ζωή. Κατά τον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο, ο Πετρου­τσό­που­λος υπη­ρέ­τη­σε στο Β’ Γρα­φείο του Α’ Σώμα­τος Στρα­τού λίγο έξω από το Αργυ­ρό­κα­στρο. Φεύ­γο­ντας οι Άγγλοι τον Απρί­λιο του 1941, άφη­σαν πίσω τους ορι­σμέ­νους πυρή­νες για να κάνουν σαμπο­τάζ και κατα­σκο­πεία ενα­ντί­ον των Ιτα­λών και των Γερ­μα­νών. Μετα­ξύ αυτών, ήταν ο υπο­λο­χα­γός Πρέ­στον που τον σκό­τω­σαν Ιτα­λοί καρα­μπι­νιέ­ροι στη συμπλο­κή που έγι­νε στην οδό Ακο­μι­νά­του, απέ­να­ντι από το Εθνι­κό Θέα­τρο, όταν πήγαν να τον συλ­λά­βουν. Μαζί με τον Πρέ­στον ήταν οι αξιω­μα­τι­κοί Μακ Ναμπ και Ρίκετ, που είχε φιλο­ξε­νή­σει στο σπί­τι του ο Πετρου­τσό­που­λος. Με τους δύο αξιω­μα­τι­κούς συνε­λή­φθη­σαν άλλοι 32 Άγγλοι στρα­τιω­τι­κοί κι αρκε­τοί Έλλη­νες που συνερ­γά­ζο­νταν μαζί τους. Για τις συλ­λή­ψεις αυτές θεω­ρή­θη­κε υπεύ­θυ­νη τότε και η Ντιριντάουα.

Μάλι­στα, Αθη­ναί­οι που γέμι­ζαν κάθε φορά το θέα­τρο «Αλκα­ζάρ» (απέ­να­ντι από τον Σιδη­ρο­δρο­μι­κό Σταθ­μό Λαρί­σης) το καλο­καί­ρι του 1942, δημιουρ­γού­σαν σε βάρος της επει­σό­δια και κάθε εμφά­νι­σή της, τη συνό­δευαν με σφυ­ρίγ­μα­τα απο­δο­κι­μα­σί­ας στέλ­νο­ντας παράλ­λη­λα και υβρι­στι­κές επι­στο­λές. Ένα βρά­δυ, καθώς εκτε­λού­σε κάποιο νού­με­ρο στη σκη­νή, ακού­στη­καν έντο­νες απο­δο­κι­μα­σί­ες και η λέξη «Βουλ­γά­ρα». Η Καί­τη Οικο­νό­μου αμέ­σως διέ­κο­ψε την σκη­νή και φώνα­ξε δυνα­τά: «Είμαι Ελλη­νί­δα. Ζήτω η Αγγλία!» Το ίδιο βρά­δυ συνε­λή­φθη από τους Ιτα­λούς. Δικά­στη­κε σε φυλά­κι­ση ενός χρό­νου και μπή­κε φυλακή.

Στη φυλα­κή έμει­νε τελι­κά για έξι μήνες. Μετά την κατάρ­ρευ­ση των Ιτα­λών η Ντι­ρι­ντά­ουα ξανάρ­χι­σε να παί­ζει, αλλά και να αγω­νί­ζε­ται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεά­τρου. Μετά τα Δεκεμ­βρια­νά βρέ­θη­κε σ’ έναν ΕΑΜί­τι­κο θία­σο με τους: Γιαν­νί­δη, Βεά­κη, Παπα­θα­να­σί­ου, Παϊ­ζη, Μανέ­λη, Ζέη, Οικο­νο­μί­δη, που γύρι­ζε την Ελλά­δα. Με τη «Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας» γύρι­σαν στην Αθή­να και εξα­φα­νί­στη­καν όλοι από προ­σώ­που γης.
Η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα κρυ­βό­ταν επτά μήνες, μέχρι που ο επι­χει­ρη­μα­τί­ας του θεά­τρου “Ερμής” — το σημε­ρι­νό “Βέμπο” — της πρό­τει­νε να δου­λέ­ψει. Από εκεί­νη την περί­ο­δο η ηθο­ποιός, πάντα συγκι­νη­μέ­νη, θυμό­ταν την επί­θε­ση των χιτών μέρα πρεμιέρας.

“Μπαίνοντας στο θέατρο, αντί για καλή επιτυχία,
άκουγα να μου λένε καλή ψυχή”
.

Η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα εκεί­νο το βρά­δυ, από σκη­νής, για δεύ­τε­ρη φορά μετά την Κατο­χή — οπό­τε και συνε­λή­φθη από τους κατα­κτη­τές — είπε το μεγά­λο “Οχι”. Στη στη­μέ­νη από την Ασφά­λεια προ­βο­κά­τσια να τη φωνά­ζουν “θεα­τές”, “Βουλ­γά­ρα, Βουλ­γά­ρα”, απά­ντη­σε “Είμαι Ελλη­νί­δα πολύ περισ­σό­τε­ρο από σας”.

Από αυτή τη στιγ­μή, αν και κατά­φε­ρε να δια­φύ­γει, άρχι­σε η δίω­ξη και βγή­κε στην παρα­νο­μία. Το 1947, Μεγά­λη Εβδο­μά­δα, βρέ­θη­κε στο Μετα­γω­γών. Για τη συμ­με­το­χή της στην Αντί­στα­ση εξο­ρί­στη­κε μαζί με άλλους αντι­στα­σια­κούς, πρώ­τα στο Μακρο­νή­σι, μετά στη Χίο και στο Τρί­κε­ρι. Τα πόδια της σακα­τεύ­τη­καν, οξεία ρευ­μα­τι­κή αρθρί­τι­δα και για αρκε­τά χρό­νια δεν μπο­ρού­σε να παί­ξει παρά τις προ­σπά­θειές της.

Οι ηθο­ποιοί Δήμος Στα­ρέ­νιος και Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα, στη διάρ­κεια των μεγά­λων δια­δη­λώ­σε­ων της 5 Μάρ­τη 1943, κατά της Πολι­τι­κής Επιστράτευσης.

Το 1953 επα­νέρ­χε­ται στο θέα­τρο και συνερ­γά­ζε­ται στον Θία­σο Κού­λη Στο­λί­γκα – Κώστα Χατζη­χρή­στου. Με τον διά­ση­μο «Θύμιο» παντρεύ­τη­κε το 1955 και απέ­κτη­σε μια κόρη, τη Μαρια­λέ­να. Η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα συνέ­χι­σε τις εμφα­νί­σεις και μετά τη γέν­νη­ση της κόρης της, ως συν­θια­σάρ­χης, μέχρι το 1966 οπό­τε απο­σύ­ρε­ται από το σανί­δι. Εχο­ντας προ­βλή­μα­τα υγεί­ας λόγω των κακών συν­θη­κών δια­βί­ω­σης στις εξο­ρί­ες και μην αντέ­χο­ντας πια κι άλλες ταλαι­πω­ρί­ες, βγή­κε στη σύνταξη.

Το τελευ­ταίο θεα­τρι­κό που πρω­τα­γω­νί­στη­σε ήταν η επι­θε­ώ­ρη­ση «Γελά­τε Ανέν­δο­τα», καλο­καί­ρι του 1965, μαζί με τους Κώστα Χατζη­χρή­στο, Βασί­λη Αυλω­νί­τη και Νίκο Σταυ­ρί­δη. Με τον Κώστα Χατζη­χρή­στο χώρι­σε και τυπι­κά το 1975.

Ταλαι­πω­ρού­με­νη από ανα­πνευ­στι­κά προ­βλή­μα­τα, η Καί­τη Ντι­ρι­ντά­ουα έφυ­γε από τη ζωή στα 76 της από ανα­κο­πή της καρ­διάς. Τα μεγά­λα, μαύ­ρα μάτια της σφά­λι­σαν για πάντα και πήραν μαζί τους τη λάμ­ψη της δόξας και το μέγε­θος του αγώνα.

ℹ️  Κεί­με­να πάρ­θη­καν και από τον Ριζοσπάστη.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο