Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τάσος Λειβαδίτης: Ο αξέχαστος ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς που κρατούσε ανοιχτή την πόρτα της αδικαίωτης ελπίδας, μέχρι “ν’ ανθίσει μες στην καρβουνόσκονη, σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο”

Οι λαο­γέν­νη­τοι δε φεύ­γουν. Αγκα­λιά­ζουν με τα πελώ­ρια απλω­μέ­να χέρια των στί­χων τους τα σκιρ­τή­μα­τα της ψυχής και των ονεί­ρων μας, στη­ρί­ζο­ντας τα βήμα­τά μας στα δυσκο­λο­διά­βα­τα μονο­πά­τια των σύγ­χρο­νων καιρών.

Γρά­φω για εκεί­νους που δεν ξέρουν να δια­βά­σουν \ για τους εργά­τες που γυρί­ζου­νε το βρά­δυ με τα μάτια κόκ­κι­να από τον άμμο.\ __
Γρά­φω να δια­βά­ζουν αυτοί που μαζεύ­ου­νε τα χαρ­τιά απ’ τους δρό­μους” __
“Ζήσα­με πάντο­τε αλλού και μόνο όταν κάποιος μας αγα­πά­ει ερχό­μα­στε για λίγο”
, έγρα­φε ο Τάσος Λει­βα­δί­της.

Νύχτα. Περ­πα­τάς κάτω από τα κίτρι­να φώτα της πόλης. Ελα­φρύς θόρυ­βος, σαν κάποιος να περ­πα­τά­ει πίσω σου. Γυρ­νάς. Κανείς. Και όμως. Ήταν ένας ποι­η­τής, εκεί­νος που στέ­κε­ται εμπρός σου τώρα, στη γωνιά και ανά­βει το τσι­γά­ρο του και που, πριν προ­λά­βεις να πλη­σιά­σεις, θα χαθεί πάλι μέσα στη νύχτα. Ένας ποι­η­τής. Ο Τάσος Λειβαδίτης.

Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1922. Μεγά­λω­σε στην καρ­διά της πολι­τεί­ας, στο Μετα­ξουρ­γείο. Από πολύ νεα­ρή ηλι­κία, από το Γυμνά­σιο της οδού Αγη­σι­λά­ου κιό­λας, είναι και δηλώ­νει ποι­η­τής. Η νύχτα της Κατο­χής τον βρί­σκει στο Πανε­πι­στή­μιο Αθήνας.
Στη Νομι­κή Σχο­λή, που δεν την τέλειω­σε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφή­σει τα πρώ­τα του γρα­πτά ίχνη, πάνω στους τοί­χους της αδού­λω­της πολι­τεί­ας, γρά­φο­ντας συν­θή­μα­τα, παλεύ­ο­ντας μέσα από τις γραμ­μές της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης.
Ένας περή­φα­νος λαός, πει­να­σμέ­νος, ξυπό­λυ­τος, ρακέν­δυ­τος, αλλά πάντα όρθιος, προ­σπα­θεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθη­με­ρι­νή του πάλη, με τη δημιουρ­γία του, να ορί­ζει αυτός τα πεπρω­μέ­να του. Κάποιοι δεν το ήθε­λαν αυτό. Μα, ο ποι­η­τής επι­μέ­νει να τραγουδά:

«Τρα­γου­δάω εσάς, αδέρ­φια μου \
εσάς που χτί­ζε­τε τις μεγαλουπόλεις \
τρα­γου­δάω εσάς, μικρά μου αγόρια \
που ξεπα­γιά­ζε­τε που­λώ­ντας σπίρ­τα στους δρό­μους του χειμώνα\
εσάς που φορά­τε εφη­με­ρί­δες κάτω απ’ τα τριμ­μέ­να σας σακάκια\
τρα­γου­δάω εσάς που ξεκι­νά­τε κάθε αυγή\
κου­βα­λώ­ντας κάτω απ’ το τρύ­πιο που­κά­μι­σό σας ένα κομ­μά­τι ψωμί\
κι ολά­κε­ρη την ισό­τη­τα του κόσμου».

                    Ο πηγεμός στην “κόλαση”

1947 “Όποιος δια­βαί­νει τού­τη την πύλη ας αφή­σει απ’ έξω κάθε ελπί­δα” (Δάντε Αλλι­γκιέ­ρι: “Κόλα­ση”)
ΣΤΓ 902. Αυτά τα αρχι­κά και αυτός ο αριθ­μός ήταν ο επί­ση­μος κωδι­κός της «κόλα­σης», που τη λέγα­νε Μακρό­νη­σο. Ο Τάσος Λει­βα­δί­της εξο­ρί­στη­κε εκεί το 1947. Ακο­λού­θη­σαν η Λήμνος και ο Αϊ — Στρά­της, μέχρι το 1952. Στην ποί­η­σή του απο­τυ­πώ­νε­ται καθα­ρά, γυμνή, η Υβρις προς τον Ανθρωπο.

«Πέντε δίκο­χα γύρω\
Ο λοχα­γός δίχως όνομα\
ένα παι­δί γυμνό\
κρε­μα­σμέ­νο από τα χέρια\
αυλα­κω­μέ­νο το σώμα του\
κου­ρε­λια­σμέ­νο απ’ τις βουρδουλιές\
μόλις πατάν’ τα νύχια του στο πάτωμα\
όπως σηκώ­νε­ται κανείς να δει\
ένα κορί­τσι που γελά­ει πίσ’ απ’ το φράχτη.\

Ο λοχα­γός τον ρωτάει.\
Ο βούρ­δου­λας καί­ει το πετσί\
ο πόνος γίνε­ται ένα με το σώμα\
ο πόνος γίνε­ται ο ίδιος σώμα\
ύστε­ρα θυμάται\
ένα μισο­χτι­σμέ­νο σπί­τι στη γωνιά\
το παι­δί στη σκα­λω­σιά ανε­βά­ζει πέτρες\
μα για­τί ένα τόσο μικρό παιδί\
για τόσο μεγά­λες πέτρες\
τα ποδα­ρά­κια του λυγί­σαν ξαφνικά\
δεν πρό­φτα­σε να πιαστεί\
το παι­δι­κό κρα­νίο κάτω στις πλάκες\
άνοιξε\
μια γυναί­κα αλαλιασμένη\
φώνα­ζε μονά­χα: μη\

Τώρα πρέ­πει να μιλήσει\
για να σωθεί\
πρέ­πει να πάψει να θυμάται\
και να ζήσει.\
Θέλει να ζήσει\
όπως θέλε­τε κι εσείς.\
Τώρα πρέ­πει να μιλήσει\
για να σωθεί\
πρέ­πει να πάψει ν’ αγαπάει\
και να ζήσει.\

Ο λοχα­γός λέει: μίλησε\
Ο βούρ­δου­λας λέει: μίλησε\
η νύχτα του λέει: μίλησε\
μα η νύχτα είναι λίγη\
οι συντρό­φοι πολλοί\
κι έκο­ψε με τα δόντια του τη γλώσσα\
όπως θα κάνα­τε κι εσείς.»
__από το ποί­η­μα “Μάχη στην άκρη της νύχτας”.

Μέσα στη «μεγά­λη νύχτα» της Μακρο­νή­σου, ο ποι­η­τής, ανά­με­σα στα χτυ­πή­μα­τα του βούρ­δου­λα, θα μιλή­σει για τους συντρό­φους του:

«Σφί­ξα­με το χέρι τόσων συντρόφων!
Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε\
νιώ­θου­με σαν ένα μαχαί­ρι να τρυ­πά­ει την παλά­μη μας\
η ανά­μνη­ση του χεριού τους.\

Κι όταν κάνου­με το καθή­κον μας\
νιώ­θου­με κάτω απ’ την παλά­μη μας κάτι σίγου­ρο κι ακέριο\
σα να κρα­τά­με μες στα χέρια μας \
ολά­κε­ρο τον κόσμο».
(«Κάτω απ’ την παλά­μη μας»).

Και καθώς χτυ­πά ο βούρ­δου­λας, ο ποι­η­τής βρί­σκει και τον τρό­πο για να φτιά­ξει ένα κόκ­κι­νο γαρί­φα­λο από στί­χους και να το προ­σφέ­ρει στον βασα­νι­στή του. Ένα γαρί­φα­λο φτιαγ­μέ­νο από περη­φά­νια, από περ­πα­τη­σιά λαϊ­κής γει­το­νιάς, από μόχθο ανθρώπων.

«Γέρα­σε η μάνα σου σφουγ­γα­ρί­ζο­ντας τις σκά­λες των\ υπουργείων\
το βρά­δυ στα­μα­τά­ει στη γωνιά\
κι αγο­ρά­ζει λίγα κάρ­βου­να απ’ το καρό­τσι του πατέ­ρα μου\
κοι­τά­ζο­νται μια στιγ­μή και χαμογελάνε\
την ώρα που εσύ γεμί­ζεις τ’ όπλο σου\
κι’ ετοι­μά­ζε­σαι να με σκοτώσεις.\

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις\
χτύ­πα με αλλού\
μη σημα­δέ­ψεις την καρ­διά μου.\
Κάπου βαθιά της ζει το παι­δι­κό σου πρόσωπο.\
Δε θα ‘θελα να το λαβώσεις.»
___“Μη σημα­δέ­ψεις την καρ­διά μου. Τρία Ποιήματα”.

Ο πόνος και το αίμα των συντρό­φων του γεν­νούν και την “Κρι­τι­κή της ποί­η­σης”:

«Ε! τι κάθε­στε, λοι­πόν, ποιητές\
βγεί­τε στους δρό­μους, καβα­λή­στε στα λεω­φο­ρεία, ανεβείτε\
στις αμαξοστοιχίες
θα δεί­τε καθώς θ’ απαγ­γέλ­λε­τε τα τρα­γού­δια σας\
ν’ ανθί­ζει μες στην καρ­βου­νό­σκο­νη, σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο\
το γέλιο των μηχανοδηγών».
____Η “επι­στρο­φή” στη ζωή.

  1. 1951. Επι­στρο­φή στην πολι­τεία που προ­σπα­θεί να δέσει τις πλη­γές της. Ορθιες οι γει­το­νιές, δένουν κρυ­φά τις πλη­γές τους και σφίγ­γουν τα δόντια για να μην δεί­ξουν ότι πονά­νε, στον δεσμο­φύ­λα­κα, που στη­ριγ­μέ­νος στο ξένο δεκα­νί­κι του… κρακ… κρακ… τρι­ζο­βο­λώ­ντας απαί­σια τις περιδιαβαίνει.

«Ο δεσμο­φύ­λα­κας κοιμήθηκε\
στην πόρτα\
η νύχτα προ­χω­ρά­ει στη νύχτα\
αδέρφια\
βασα­νι­σμέ­να μου αδέρφια\
χαμηλώστε\

Βάλ­τε τ’ αυτί σας στον τοίχο\
σ’ όλους τους τοί­χους του κόσμου\
ν’ ακού­σε­τε αυτά τα χτυπήματα\
ν’ ακού­σε­τε την ίδια σας φωνή.\

Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους\
η μέρα είναι κοντά.\
Θα βαδίσουμε.»
____“Μάχη στην άκρη της νύχτας

Κρακ. κρακ. Το δεκα­νί­κι και το ξυλο­πό­δα­ρο του δεσμο­φύ­λα­κα, της πόλης και της ζωής μας. Η ανά­σα του φόβου. Και όταν φύγει, με το αυτί ακου­μπι­σμέ­νο στο χώμα, προ­σπα­θού­με να ακού­σου­με από πού περ­νά­ει το ρυά­κι της ζωής, πού χτυ­πά­νε οι μυστι­κές φλέ­βες του νερού. Ενα αστέ­ρι από πάνω μας γλυ­καί­νει την αγω­νία της ανα­ζή­τη­σης. Τακ — τακ η φλέ­βα του νερού χτυ­πά­ει ρυθ­μι­κά. Ήχος ευγε­νι­κός, όπως η ελπί­δα, η αξιο­πρέ­πεια και ο έρωτας.

«Ναι, αγα­πη­μέ­νη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω\
εγώ σε περί­με­να. Πάντο­τε σε περίμενα.\

Σαν ήμου­να παι­δί και μ’ έβλε­πε λυπη­μέ­νο η μητέ­ρα μου\
έσκυ­βε και με ρωτού­σε. Τι έχεις αγόρι;\

Δε μίλα­γα. Μονά­χα κοί­τα­ζα πίσω απ’ τον ώμο της\
έναν κόσμο άδειο από σένα.\

Και καθώς πηγαι­νό­φερ­να το παι­δι­κό κοντύλι\
ήτα­νε για να μάθω να σου γρά­φω τραγούδια.»
_____“Αυτό το αστέ­ρι είναι για όλους μας”

Τραγούδια των ονείρων

«Για να μάθω να γρά­φω τρα­γού­δια», λέει στο παρα­πά­νω ποί­η­μα ο Τάσος Λει­βα­δί­της. Κι έγρα­ψε μέγι­στα, αθά­να­τα τρα­γού­δια: «Σαβ­βα­τό­βρα­δο», «Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά», «Δρα­πε­τσώ­να», «Μάνα μου και Πανα­γιά», «Εχω μια αγά­πη», «Λυρι­κά».

Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά, και είναι παγω­μέ­νη τού­τη η βρο­χή. Πάντα παγω­μέ­νη ήταν η βρο­χή στις φτω­χο­γει­το­νιές. Δεν πει­ρά­ζει. Οι άνθρω­ποι ζεσταί­νο­νταν από τα όνειρα.
«Θυμά­μαι το ’36\
κάθε βρά­δυ μόλις κατά­φερ­νε ο πατέ­ρας να φέρ­νει ένα καρβέλι\
ψωμί.\

Αχνί­ζαν στο τρα­πέ­ζι λίγες βρα­στές πατάτες.\
Μα καθώς άρχι­ζε να μας μιλά­ει για την Ισπα­νία που πολεμούσε\
τ’ άδειο τρα­πέ­ζι γέμι­ζε μονο­μιάς σημαί­ες, οδοφράγματα,\
τραγούδια\
νιώ­θα­με να χορταίνουμε.»

___Ο Ανθρω­πος με το Ταμπούρ­λο

Και ξανά «ανοί­ξα­με την πόρ­τα το βρά­δυ, τη λάμπα κρα­τή­σα­με ψηλά», πορευό­με­νοι. Και ύστε­ρα πάλι η νύχτα. Στη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας, ο Τάσος Λει­βα­δί­της, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ψευ­δώ­νυ­μο, δου­λεύ­ει σε λαϊ­κό περιο­δι­κό, μετα­φρά­ζο­ντας σε συνέ­χειες τους «Αδελ­φούς Καρα­μα­ζώφ» του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Κρακ, κρακ, το κου­τσό πόδι του δεσμο­φύ­λα­κα με το δεκα­νί­κι, η ανά­σα του φόβου και πάλι στις γειτονιές.

«Είχαν αλλά­ξει οι και­ροί, τώρα δε σκό­τω­ναν, σ’ έδει­χναν μόνο με το δάχτυ­λο, και αυτό αρκού­σε. Υστε­ρα, κάνο­ντας ένα κύκλο που όλο στέ­νευε, σε πλη­σιά­ζα­νε σιγά σιγά, εσύ υπο­χω­ρού­σες, στρι­μω­χνό­σου­να στον τοί­χο, ώσπου, απελ­πι­σμέ­νος, άνοι­γες μόνος σου μια τρύ­πα να χωθείς.

Κι όταν ο κύκλος δια­λυό­ταν, στη θέση σου στε­κό­ταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξια­γά­πη­τος κύριος».
___Από τον Νυχτε­ρι­νό Επι­σκέ­πτη.

Η πόλη, η φτω­χο­γει­το­νιά, τα ξεκοι­λια­σμέ­να από τις σφαί­ρες κτί­ρια, τα πρη­σμέ­να πόδια αυτών «που τους έλε­γαν αλή­τες», τα κου­ρε­λια­σμέ­να ντρί­λι­να παντε­λό­νια των εργα­τών, η μνή­μη του αίμα­τος, η εξευ­τε­λι­στι­κή για τον Άνθρω­πο μυρω­διά του φόβου, άμμος στα γρα­νά­ζια του «συστή­μα­τος» στα εμφυ­λια­κά και μετεμ­φυ­λια­κά χρόνια.

Μέρες και άλλης “κόλα­σης”

Μια μικρή «ανά­σα» κι ύστε­ρα, πάλι σκο­τά­δι, αίμα, φόβος. Χού­ντα και Πολυ­τε­χνείο. Έτος 1973.

«Στον δρό­μο περ­πα­τού­νε αγκαλιασμένοι\
σιγο­μι­λού­νε σε κάποιο καφενείο\
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι\
σαν γονα­τί­ζουν στο Πολυτεχνείο».

Στην οθό­νη της πόλης, η ται­νία της Ελλά­δας — πάντα ασπρό­μαυ­ρη — εξα­κο­λου­θεί να προ­βάλ­λε­ται. Χωρίς ήχο. «Θα πρέ­πει να συνη­θί­σε­τε να βλέ­πε­τε ξανά εφη­με­ρί­δες με σφυ­ρο­δρέ­πα­να αναρ­τη­μέ­νες στα περί­πτε­ρα», γρά­φει η Ελέ­νη Βλά­χου, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τους ανα­γνώ­στες της «Καθη­με­ρι­νής» για την κυκλο­φο­ρία, προ­σε­χώς, του νόμι­μου, πλέ­ον, «Ριζο­σπά­στη». Σιω­πή, επι­κρα­τεί ακό­μα. Σιω­πή στα σταυ­ρο­δρό­μια, σιω­πή στην πόλη, και το μόνο που ακού­γε­ται είναι η ανε­παί­σθη­τη, σαν θρόι­σμα φύλ­λου, μου­σι­κή, που βγά­ζει ένα χέρι, καθώς χαϊ­δεύ­ει τα σημά­δια που άφη­σαν οι χει­ρο­πέ­δες πάνω στο άλλο και αντίστροφα.

«Αιώ­νια κυνη­γη­μέ­νοι, διωγ­μέ­νοι από παντού, και μόνο το τραγούδι\
μας, καμιά φορά, θλιμμένο\
μαρ­τυ­ρού­σε το δρό­μο, ή άλλο­τε για να ξεφύ­γου­με, σε θρύ­λους, όπως\
σε σιω­πη­λή γυναίκα.\

Γέρ­να­με, ή γινό­μα­στε απλοί, τόσο που μας έχαναν.\
Κι αλή­θεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,\
και μόνος ο καθέ­νας μας θ’ ακού­σει το ράγι­σμα ενός άστρου,\
αργά, τη νύχτα.»
___ “Σκο­τει­νή Πρά­ξη

Αχός μέγας ακού­γε­ται στην πόλη. Έχει φθά­σει ο πολι­τι­κός …«μάγος». Χρό­νια περι­πλα­νιό­ταν ψάχνο­ντας τις μαγι­κές συντα­γές για πάσα νόσο. Και ιδού, λοι­πόν, έρχε­ται φορ­τω­μέ­νος «δώρα». Σαλ­πιγ­κτές πολιορ­κούν τα τρα­γού­δια. Βαρ­βα­ρι­σμοί πολιορ­κούν τη γλώσ­σα. Ημί­γυ­μνες οδα­λί­σκες μοι­ρά­ζουν λωτούς και με λάγνα βλέμ­μα­τα υπό­σχο­νται τη λήθη. Αερό­στα­τα, ουρά­νια υπε­ρω­κε­ά­νια και ολό­φω­τα δια­στη­μό­πλοια κάνουν τη μέρα νύχτα για να διευ­κο­λύ­νε­ται και πάλι το τσά­κι­σμα των «ιστών» της κοινωνίας.

«Όρα­μα μεγά­λο πάνω απ’ τους δρό­μους, σα φύλ­λα του φθινοπώρου\
σκόρ­πι­ζαν οι ζητωκραυγές.\
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαί­ες, τη βουή.\
Γιορ­τά­ζα­με τη νίκη.\

Ομως, την ίδια ώρα, κάποιος σηκώ­νε­ται μες στο σιω­πη­λό σπί­τι, δεν\
ανά­βει φως, ντύ­νε­ται και κάθε­ται στο σκοτάδι.\

Κανείς δεν μπο­ρεί να τον βοηθήσει.»
___“Μικρό Βιβλίο για Μεγά­λα Όνει­ρα

Ο ποι­η­τής δεν μπο­ρεί να μεθύ­σει με ψεύ­τι­κο κρα­σί. Και στρέ­φε­ται να πια­στεί από τον εαυ­τό του, να απο­κα­τα­στή­σει τα νοή­μα­τα εντός του. Θα ψάξει να βρει ένα συνο­μι­λη­τή, ή μάλ­λον κάποιον που να τον εμπι­στεύ­ε­ται για να ανοί­ξει την καρ­διά του. Να κατα­θέ­σει την πίκρα του, να αφή­σει τα δάκρυά του να κυλή­σουν ελεύ­θε­ρα, να λυτρωθεί.

«Κάπο­τε θα πάρου­με ένα γράμ­μα, θα ‘ναι από μια άλλη επο­χή, θα το ακου­μπή­σου­με στο τρα­πέ­ζι αμή­χα­νοι, θα σκε­φτού­με πόσο είμα­στε ακό­μα ξένοι, οι λέξεις θα ‘χουν γίνει φαντά­σμα­τα, στο δρό­μο θα βρί­σκεις καμιά φορά ένα επι­σκε­πτή­ριο, αλλά δε θα ‘χου­με μνή­μη, τα καφε­νεία άδεια σαν τοπία του υπερ­πέ­ραν — και μόνο εγώ, τότε, ο τρε­λός θα σηκω­θώ και θα φωνά­ξω: “σύντρο­φοι” σαν ν’ απα­ντάω στην ατέ­λειω­τη αυτή σιωπή.

Το ημε­ρο­λό­γιο θα δεί­χνει Οκτώ­βριο — με τα μαρα­μέ­να φύλ­λα και τις εξεγέρσεις.»
____Ο τυφλός με το λύχνο

Πίκρα. Ώρες — ώρες αβά­στα­χτη. Δεν μπο­ρείς να μένεις κλει­σμέ­νος μέσα. Πλέ­νεις το πρό­σω­πό σου και βγαί­νεις στον δρόμο.

«Ύστε­ρα έρχο­νται και σου λένε “τα χρό­νια έφυ­γαν”, αλλά εγώ θέλω να μου απα­ριθ­μή­σε­τε κι εκεί­να που έφυ­γαν μαζί με τα χρό­νια — αυτό ποιος θα τ’ αντέ­ξει; Ετσι εκεί­νο το βρά­δυ έστρι­βα σε μια πάρο­δο, όταν είδα έναν άνθρω­πο να τον τρα­βο­λο­γά­νε οι αστυ­φύ­λα­κες, ήταν μεσό­κο­πος, με γενά­κι “πως λέγε­σαι;” τον ρωτού­σαν, τσι­μου­διά αυτός “αφή­στε τον”, είπα, “πλή­ρω­σα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν. Λέγε­ται Λένιν”. (Παλιές ιστο­ρί­ες — για να περά­σει κι αυτό το βράδυ)».

____“Τα Χει­ρό­γρα­φα του Φθι­νο­πώ­ρου.

Ο Τάσος Λει­βα­δί­της έφυ­γε από την πόλη φθι­νό­πω­ρο, Οκτώ­βρη. Στις 30 του Οκτώ­βρη 1988. «Επι­στρέ­φει», όμως, κάθε βρά­δυ στις λαϊ­κές γει­το­νιές που τρα­γού­δη­σε. Ανά­βει το τσι­γά­ρο του από τα πυρα­κτω­μέ­να όνει­ρά τους. Φτιά­χνει ποι­ή­μα­τα από πεσμέ­να στο δρό­μο όνει­ρα. Όνει­ρα, που τα πατούν ακό­μα και ανύ­πο­πτοι περαστικοί.

«Κάπο­τε, καθώς φεύγεις\
πηγαί­νο­ντας σε μια μεγά­λη μάχη\
θα σου ‘τυχε ν’ ακού­σεις ξαφ­νι­κά από ‘να παράθυρο\
ένα πιά­νο να παίζει.\

Ισως ένα κορί­τσι με άσπρα δάχτυλα\
ή ένας άντρας με δυνα­τά χέρια\
να παί­ζουν αυτόν τον λυπη­μέ­νο σκοπό\
που σου θυμί­ζει τα παι­δι­κά σου χρό­νια, τους χαμέ­νους έρωτες\
όλα όσα ονει­ρεύ­τη­κες χωρίς να τα ζήσεις\
τα για­σε­μιά που σου γυρίσανε\
την καρ­διά σου που την ποδοπατήσαν.\

Εσύ στέ­κε­σαι με το στό­μα ανοιγμένο\
ακού­γο­ντας κάτω απ’ τη βροχή-\
μα πρέ­πει να βια­στείς, προ­χω­ρά­νε οι άλλοι\
χάθη­καν κιό­λας στη στρο­φή του δρόμου.\

Κι όπως ξεκι­νάς με πλα­τύ βήμα\ τα παι­δι­κά σου χρόνια\
οι χαμέ­νοι έρωτες\
όλα όσα ονει­ρεύ­τη­κες χωρίς να τα ζήσεις\
τα για­σε­μιά που σου γυρίσανε\
η καρ­διά σου που την ποδοπατήσαν\
ξεκι­νά­νε κι αυτά πλάι σου -\ να πολεμήσουν\
μαζί σου.»

Βιβλιο­γρα­φία:

  • Τάσος Λει­βα­δί­της: Ποί­η­ση, 1, 2, 3 (εκδό­σεις «Κέδρος»)
  • Σόνια Ιλίν­σκα­για: «Η Μοί­ρα Μιας Γενιάς» (εκδό­σεις «Κέδρος»)
  • «Η Ελλη­νι­κή Ποί­η­ση: Η Πρώ­τη Μετα­πο­λε­μι­κή Γενιά» (εκδό­σεις «Σοκό­λη»).

* Το κεί­με­νο αυτό του Γ. Μηλιώ­νη προ­έρ­χε­ται από ραδιο­φω­νι­κή ποι­η­τι­κή εκπο­μπή του, στο ραδιό­φω­νο του “902 Αρι­στε­ρά στα FM”

Τραγούδησε γι’ αυτούς
που κουβαλούν
“την ισότητα του κόσμου”

«H προ­σφο­ρά κι η ζήτη­ση ρυθ­μί­ζου­νε την κοι­νω­νία έλε­γε ο μεγά­λος αδερ­φός μου Μαρξ», έγρα­φε στον «Αιώ­να εμπο­ρί­ου» ο Τάσος Λει­βα­δί­της. «Ένα μικρό, ανή­θι­κο εμπό­ριο κάθε χει­ρο­νο­μία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυ­φή σου σκέ­ψη ακό­μα, μεγά­λα λόγια στις γωνιές των δρό­μων, οι ρήτο­ρες σαν τους λαχειο­πώ­λες δια­φη­μί­ζο­ντας όνει­ρα για μελ­λο­ντι­κές κλη­ρώ­σεις, τα αισθή­μα­τα στο Χρη­μα­τι­στή­ριο, στα λογι­στι­κά βιβλία δού­ναι και λαβείν, πίστω­ση, χρέ­ω­ση, ισο­λο­γι­σμοί, εκπρό­θε­σμες συναλ­λαγ­μα­τι­κές, μετο­χές, χρε­ό­γρα­φα κι ας κλαί­ει αυτή η γυναί­κα στο δρό­μο, τι σημα­σία έχει; “ζού­με σε μια μεγά­λη επο­χή”, οι παπα­γά­λοι δεν κάνουν ποτέ απερ­γία μικροί, ανά­πη­ροι μισθοί αγο­ρα­σμέ­νοι με νεκρές περη­φά­νιες, γνώ­ση αβέ­βαιη, πλη­ρω­μέ­νη μ’ όλη τη βέβαιη νιό­τη σου, βρέ­χει νομί­σμα­τα, οι άνθρω­ποι τρέ­χουν σαν τρε­λοί να τα μαζέ­ψουν, νομί­σμα­τα όλων των επο­χών, ελλη­νι­κά, ρωμαϊ­κά, της Βαβυ­λώ­νας, δολά­ρια αση­μέ­νια, η βρο­χή είναι πυκνή, ανε­λέ­η­τη, πολ­λοί σκο­τώ­νο­νται, πλα­νό­διοι έμπο­ροι αγο­ρά­ζου­νε τα πτώ­μα­τα — θα χρεια­στούν μεθαύ­ριο σαν ανε­ξό­φλη­τες απο­δεί­ξεις της “μεγά­λης μας επο­χής”, κι αυτούς τους λίγους στί­χους χρειά­στη­κε ένα ολό­κλη­ρο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο πόνου, για να τους απο­σπά­σω απ’ τη φιλάρ­γυ­ρη αιωνιότητα…».

Ο Τάσος Λει­βα­δί­της γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1922. Μεγά­λω­σε στην καρ­διά της πρω­τεύ­ου­σας, στο Μετα­ξουρ­γείο. Από πολύ νεα­ρή ηλι­κία, από το Γυμνά­σιο της οδού Αγη­σι­λά­ου κιό­λας, είναι και δηλώ­νει ποι­η­τής. Η νύχτα της Κατο­χής τον βρί­σκει στο Πανε­πι­στή­μιο Αθή­νας, στη Νομι­κή Σχο­λή, που δεν την τέλειω­σε. Μετά την Κατο­χή εργά­στη­κε ως δημο­σιο­γρά­φος. Το 1940 γνω­ρί­ζει τον Γιάν­νη Ρίτσο και του δίνει να δια­βά­σει ποί­η­σή του. Ο Τάσος Λει­βα­δί­της έγι­νε και παρέ­μει­νε μέχρι το θάνα­τό του ο πιο αγα­πη­μέ­νος, ο αδελ­φι­κός φίλος του Γ. Ρίτσου.

Η πρώ­τη εμφά­νι­ση του  στα Γράμ­μα­τα έγι­νε το 1946, από τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» του Δημή­τρη Φωτιά­δη (τεύ­χος 55, 15\11\1946). Μετα­πο­λε­μι­κά, εκτός από τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», συνερ­γα­ζό­ταν και με τη «Νέα Εστία». Υπήρ­ξε ιδρυ­τι­κό μέλος του περιο­δι­κού «Θεμέ­λιο», το οποίο όμως εξέ­δω­σε μόνο δύο τεύ­χη. Το 1947 συλ­λαμ­βά­νε­ται και εξο­ρί­ζε­ται στο Μού­δρο, στη Μακρό­νη­σο και στον Αϊ-Στρά­τη, όπου, όπως όλοι οι συνε­ξό­ρι­στοι δημιουρ­γοί, μαθη­τεύ­ει στην ποί­η­ση του αγώ­να ενά­ντια στα κολα­στή­ρια. Το 1952 εκδί­δει τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», την πρώ­τη από τις 21 μεγά­λες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές που κατέ­λι­πε, εκτός από διη­γή­μα­τα. Το 1953 του απο­νε­μή­θη­κε το Διε­θνές Βρα­βείο Ποί­η­σης του Παγκό­σμιου Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας στη Βαρ­σο­βία, για τη συλ­λο­γή «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου» — το «λαϊ­κό ανά­γνω­σμα» της Αρι­στε­ράς, το οποίο το 1955 θα απα­γο­ρευ­τεί και ο δημιουρ­γός του θα δικα­στεί αλλά τελι­κά θα αθω­ω­θεί. Το 1954 ήταν μέλος της ιδρυ­τι­κής ομά­δας του περιο­δι­κού «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης». Από το 1954 έως το 1967 έγρα­φε κρι­τι­κή ποί­η­σης στην «Αυγή». Το 1957 του απο­νέ­με­ται το Α΄ Βρα­βείο Ποί­η­σης του Δήμου Αθη­ναί­ων. Το 1977 το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης, για το «Βιο­λί για έναν μονό­χει­ρα». Το 1979 ξανα­κερ­δί­ζει το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης για το «Εγχει­ρί­διο ευθα­να­σί­ας». Εγρα­ψε επί­σης μέγι­στα, αθά­να­τα τρα­γού­δια: «Σαβ­βα­τό­βρα­δο», «Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά», «Δρα­πε­τσώ­να», «Μάνα μου και Πανα­γιά», «Εχω μια αγά­πη», «Λυρι­κά», με προ­ο­ρι­σμό πάντα: «…Τρα­γου­δάω εσάς που ξεκι­νά­τε κάθε αυγή \ κου­βα­λώ­ντας κάτω απ’ το τρύ­πιο που­κά­μι­σό σας ένα κομ­μά­τι ψωμί \ κι ολά­κε­ρη την ισό­τη­τα του κόσμου».

Ανή­κει στη γενιά εκεί­νη που δια­μορ­φώ­νε­ται πνευ­μα­τι­κά στα χρό­νια της κατο­χής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυ­μα­τι­κές εμπει­ρί­ες. Ανή­κει σε εκεί­νους τους ποι­η­τές που στον εμφύ­λιο εξο­ρί­στη­κε, ενώ μετά τον εμφύ­λιο δικά­στη­κε αλλά τελι­κά αθω­ώ­θη­κε για­τί ένα ποι­η­τι­κό του έργο θεω­ρή­θη­κε επι­κίν­δυ­νο. Ανή­κει σε εκεί­νους τους ποι­η­τές που αμφι­σβή­τη­σαν και ενα­ντιώ­θη­καν στην αστι­κή ιδε­ο­λο­γία, εκφρα­ζό­με­νοι σε νεω­τε­ρι­κή γραφή.

Και οι δύο, ο καθέ­νας από το δικό του χωρο­χρό­νο, μας «επι­σκέ­πτο­νται», συνυ­φα­σμέ­νος ο καθέ­νας με τον κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα του έργου του, που βγαί­νει μεν από το βίω­μα και την προ­σω­πι­κή τους τοπο­θέ­τη­ση, αλλά προ­σα­να­το­λί­ζο­νται στο παρόν και το μέλ­λον των ερα­στών της ποί­η­σης, γιατί:

«Κάπο­τε, καθώς φεύγεις\
πηγαί­νο­ντας σε μια μεγά­λη μάχη\
θα σου ‘τυχε ν’ ακού­σεις ξαφ­νι­κά από ‘να παράθυρο\
ένα πιά­νο να παίζει.\
Ισως ένα κορί­τσι με άσπρα δάχτυλα\
ή ένας άντρας με δυνα­τά χέρια\
να παί­ζουν αυτόν τον λυπη­μέ­νο σκοπό\
που σου θυμί­ζει τα παι­δι­κά σου χρό­νια, τους χαμέ­νους έρωτες\
όλα όσα ονει­ρεύ­τη­κες χωρίς να τα ζήσεις\
τα για­σε­μιά που σου γυρίσανε\
την καρ­διά σου που την ποδοπατήσαν.\

Εσύ στέ­κε­σαι με το στό­μα ανοιγμένο\
ακού­γο­ντας κάτω απ’ τη βροχή-\
μα πρέ­πει να βια­στείς, προ­χω­ρά­νε οι άλλοι\
χάθη­καν κιό­λας στη στρο­φή του δρόμου.\

Κι όπως ξεκι­νάς με πλα­τύ βήμα\
τα παι­δι­κά σου χρόνια\
οι χαμέ­νοι έρωτες\
όλα όσα ονει­ρεύ­τη­κες χωρίς να τα ζήσεις\
τα για­σε­μιά που σου γυρίσανε\
η καρ­διά σου που την ποδοπατήσαν\
ξεκι­νά­νε κι αυτά πλάι σου -\
να πολεμήσουν\
μαζί σου.»

Τάσος Λειβαδίτης
“… ούτε βήμα πίσω!”

«Αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρω­πος, δε θα πάψεις ούτε στιγ­μή ν’ αγω­νί­ζε­σαι για την ειρή­νη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρό­μους, θα φωνά­ξεις, τα χεί­λη σου θα ματώ­σουν απ’ τις φωνές. Το πρό­σω­πό σου θα ματώ­σει απ’ τις σφαί­ρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυ­γή σου θα ‘ναι μια πετριά στα τζά­μια των πολε­μο­κά­πη­λων. Κάθε χει­ρο­νο­μία σου θα ‘ναι για να γκρε­μί­ζει την αδι­κία. Δεν πρέ­πει ούτε στιγ­μή να υπο­χω­ρή­σεις, ούτε στιγ­μή να ξεχα­στείς. Είναι σκλη­ρές οι μέρες που ζού­με. Μια στιγ­μή αν ξεχα­στείς, αύριο οι άνθρω­ποι θα χάνο­νται στη δίνη του πολέ­μου, έτσι και στα­μα­τή­σεις για μια στιγ­μή να ονει­ρευ­τείς, εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πι­να όνει­ρα θα γίνουν στά­χτη απ’ τις φωτιές. Δεν έχεις και­ρό, δεν έχεις και­ρό για τον εαυ­τό σου, αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρω­πος. Αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρω­πος, μπο­ρεί να χρεια­στεί και να πεθά­νεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέ­πει να μπο­ρείς να θυσιά­ζε­σαι ένα οποιο­δή­πο­τε πρω­ι­νό. Αν θέλεις να λέγε­σαι άνθρω­πος, θα πρέ­πει να μπο­ρείς να στέ­κε­σαι μπρος στα ντουφέκια»!

Ένας μεγά­λος ποι­η­τής στο­χά­στη­κε πάνω στην ποί­η­ση και δε «χάθη­κε», για­τί, μέσω της ποί­η­σης, συνο­μί­λη­σε με τον κόσμο, βλέ­πο­ντάς τους σαν φίλους και συνα­γω­νι­στές στον ίδιο δρό­μο, για τον ίδιο σκο­πό, για τα ίδια όνει­ρα, σε επο­χές συγκρού­σε­ων και αγώ­νων, διωγ­μών και ελπί­δων, κατα­στρο­φών που σώρευ­σε η κατο­χή, ο εμφύ­λιος, η δικτα­το­ρία και προσ­δο­κιών που δεν επι­τεύ­χθη­καν ακό­μη. Ο Τάσος Λει­βα­δί­της ανή­κει στη γενιά εκεί­νη που δια­μορ­φώ­νε­ται πνευ­μα­τι­κά στα χρό­νια της κατο­χής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυ­μα­τι­κές εμπειρίες.

«Σφί­ξα­με το χέρι τόσων συντρό­φων! Όταν καμιά φορά λιπο­ψυ­χά­με\ νιώ­θου­με σαν ένα μαχαί­ρι να τρυ­πά­ει την παλά­μη μας\ η ανά­μνη­ση του χεριού τους.\ Κι όταν κάνου­με το καθή­κον μας\ νιώ­θου­με κάτω απ’ την παλά­μη μας κάτι σίγου­ρο κι ακέ­ριο\ σα να κρα­τά­με μες στα χέρια μας \ ολά­κε­ρο τον κόσμο» («Κάτω απ’ την παλά­μη μας»).

Ήταν το 1953, που δημο­σιεύ­ει το «Φυσά­ει στα σταυ­ρο­δρό­μια του κόσμου», το «λαϊ­κό ανά­γνω­σμα» της Αρι­στε­ράς, για το οποίο τού απο­νέ­με­ται το πρώ­το βρα­βείο ποί­η­σης στο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας στη Βαρ­σο­βία. Το βιβλίο αργό­τε­ρα κατα­σχέ­θη­κε, με αιτία το φιλει­ρη­νι­κό του περιε­χό­με­νο. Το 1955, ο ποι­η­τής θα δικα­στεί για το συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο και η δίκη θα απο­κτή­σει πανελ­λή­νιο ενδια­φέ­ρον. Στο εδώ­λιο, ο ποι­η­τής δια­τυ­πώ­νει το σκο­πό της τέχνης, συγκι­νεί το ακρο­α­τή­ριο και τους δικα­στές και αθω­ώ­νε­ται. Ανή­κει σε εκεί­νους τους ποι­η­τές, που αμφι­σβή­τη­σαν και ενα­ντιώ­θη­καν στην αστι­κή ιδε­ο­λο­γία, υπε­ρα­σπί­στη­κε το δίκιο της εργα­τι­κής τάξης.

Η φωνή του ποι­η­τή μας «επι­σκέ­πτε­ται», με τον κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα της, που βγαί­νει μεν από το βίω­μα και την προ­σω­πι­κή του τοπο­θέ­τη­ση, αλλά προ­σα­να­το­λί­ζε­ται στο παρόν και το μέλ­λον, ενερ­γο­ποιώ­ντας μυα­λό και ψυχή, ανοί­γο­ντας παρά­θυ­ρα στη ζωή που η καθη­με­ρι­νό­τη­τα φυλακίζει.

Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφη­σε τα πρώ­τα του γρα­πτά ίχνη, πάνω στους τοί­χους της αδού­λω­της πολι­τεί­ας, γρά­φο­ντας συν­θή­μα­τα, παλεύ­ο­ντας μέσα από τις γραμ­μές της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντίστασης.

«Πέντε δίκο­χα γύρω\ Ο λοχα­γός δίχως όνο­μα\ ένα παι­δί γυμνό\ κρε­μα­σμέ­νο από τα χέρια\ αυλα­κω­μέ­νο το σώμα του\ κου­ρε­λια­σμέ­νο απ’ τις βουρ­δου­λιές\ μόλις πατάν’ τα νύχια του στο πάτω­μα\ όπως σηκώ­νε­ται κανείς να δει\ ένα κορί­τσι που γελά­ει πίσ’ απ’ το φρά­χτη.\ Ο λοχα­γός τον ρωτά­ει.\ Ο βούρ­δου­λας καί­ει το πετσί\ ο πόνος γίνε­ται ένα με το σώμα\ ο πόνος γίνε­ται ο ίδιος σώμα\ ύστε­ρα θυμά­ται\ ένα μισο­χτι­σμέ­νο σπί­τι στη γωνιά\ το παι­δί στη σκα­λω­σιά ανε­βά­ζει πέτρες\ μα για­τί ένα τόσο μικρό παι­δί\ για τόσο μεγά­λες πέτρες\ τα ποδα­ρά­κια του λυγί­σαν ξαφ­νι­κά\ δεν πρό­φτα­σε να πια­στεί\ το παι­δι­κό κρα­νίο κάτω στις πλά­κες\ άνοι­ξε\ μια γυναί­κα αλα­λια­σμέ­νη\ φώνα­ζε μονά­χα: μη\ Τώρα πρέ­πει να μιλή­σει\ για να σωθεί\ πρέ­πει να πάψει να θυμά­ται\ και να ζήσει.\ Θέλει να ζήσει\ όπως θέλε­τε κι εσείς.\ Τώρα πρέ­πει να μιλή­σει\ για να σωθεί\ πρέ­πει να πάψει ν’ αγα­πά­ει\ και να ζήσει.\ Ο λοχα­γός λέει: μίλη­σε\ Ο βούρ­δου­λας λέει: μίλη­σε\ η νύχτα του λέει: μίλη­σε\ μα η νύχτα είναι λίγη\ οι συντρό­φοι πολ­λοί\ κι έκο­ψε με τα δόντια του τη γλώσ­σα\ όπως θα κάνα­τε κι εσείς» (από το ποί­η­μα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Το 1946 παντρεύ­τη­κε με την φύλα­κα — άγγε­λο της ζωής του Μαρία Στού­πα, ενώ το 1947 εξο­ρί­στη­κε (Μακρό­νη­σο­_Λή­μνο­_Αϊ-Στρά­τη), μέχρι το 1952, χρο­νιά που εξέ­δω­σε τα πρώ­τα του βιβλία «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέ­ρι είναι για όλους μας».

Το 1961 γρά­φει το σενά­ριο της ται­νί­ας «Συνοι­κία το Όνει­ρο», όπου ακού­γο­νται τα τρα­γού­δια «Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά» και «Σαβ­βα­τό­βρα­δο» όλα σε δικούς του στί­χους, τα οποία μαζί με άλλα του τρα­γού­δια θα συμπε­ρι­λά­βει αργό­τε­ρα ο Θεο­δω­ρά­κης στο δίσκο του «Πολι­τεία».

Το 1965, εκδί­δο­νται σε τόμο με τίτλο «Ποί­η­ση 1952–65» όλες οι μέχρι τότε ποι­η­τι­κές του συλλογές.
Από το 1967 έως το 1972 ο ποι­η­τής βυθί­ζε­ται στη σιω­πή. Μένει άνερ­γος και για λόγους επι­βί­ω­σης δια­σκευά­ζει ή μετα­φρά­ζει, με το ψευ­δώ­νυ­μο Ρόκ­κος, έργα λογο­τε­χνι­κά για περιο­δι­κά ποι­κί­λης ύλης. Το 1972, εκδί­δει το βιβλίο «Νυχτε­ρι­νός επι­σκέ­πτης». Το 1976 και το 1979, του απο­νέ­με­ται το Β’ και Α’ Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης για τα βιβλία του «Βιο­λί για μονό­χει­ρα» και «Εγχει­ρί­διο ευθα­να­σί­ας», αντίστοιχα.
Το 1982 νοση­λεύ­ε­ται με έμφραγ­μα, ενώ το 1987 εκδό­θη­κε ο δεύ­τε­ρος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του με τον τίτλο «Ποί­η­ση Β».
Ο Τάσος Λει­βα­δί­της «έφυ­γε» στις 30 Οκτώ­βρη 1988, το μήνα «με τα μαρα­μέ­να φύλ­λα και τις εξε­γέρ­σεις», όπως έγρα­ψε ο ίδιος. Το 1990 ολο­κλη­ρώ­θη­κε και ο τρί­τος τόμος των Απά­ντων του με τίτλο «Ποί­η­ση Γ».

Δεί­τε και από τον αρχείο της ΕΡΤ
προ­σώ­πων τόποι ο ποι­η­τής Τάσος Λειβαδίτης

Περισσότερα και ανέκδοτα βίντεο εδώ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο