Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι Εύκολος Στόχος…

Το γαλ­λι­κό εξαι­ρε­τι­κό δρα­μα­τι­κό θρί­λερ «Εύκο­λος Στό­χος», με την Ιζα­μπέλ Ιπέρ, κάνει πρε­μιέ­ρα από­ψε, κρα­τώ­ντας ψηλά το ενδια­φέ­ρον των σινε­φίλ, μετά την, επί­σης, γαλ­λι­κή «Ανα­το­μία μιας Πτώ­σης» που κατέ­κτη­σε τον φετι­νό Χρυ­σό Φοί­νι­κα στις Κάν­νες και μαζί ένα σοβα­ρό όσο και ενθαρ­ρυ­ντι­κό κομ­μά­τι του κοι­νού στη χώρα μας, την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα. Πρε­μιέ­ρα, από­ψε, κάνουν και δυο ακό­μη ται­νί­ες, το ενδια­φέ­ρον ισπα­νι­κό δρα­μα­τι­κό θρί­λερ «75 Μέρες» και το φραν­τσάιζ τρό­μου «Η Καλό­γρια 2», ενώ σε επα­νέκ­δο­ση βγαί­νουν δυο κλα­σι­κά, πλέ­ον, αρι­στουρ­γή­μα­τα κι ένα φιλμ, της δεκα­ε­τί­ας του ’70 για τη σεξουα­λι­κή απελευθέρωση.

Εύκο­λος Στόχος

(“La Syndicaliste”) Δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, γαλ­λι­κής και γερ­μα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ζαν-Πολ Σαλο­μέ, με τους Ιζα­μπέλ Ιπέρ, Γκρέ­γκο­ρι Καντε­μπουά, Αντρέα Μπε­σκόν, Ιβάν Ατάλ, Μπε­νου­υά Μιζι­μέλ, Μαρί­να Φόις κα.

Σε καλή φάση, ομο­λο­γου­μέ­νως, η γαλ­λι­κή παρα­γω­γή, καθώς μετά το εξαι­ρε­τι­κό δικα­στι­κό θρί­λερ «Ανα­το­μία μιας Πτώ­σης» που κέρ­δι­σε τον Χρυ­σό Φοί­νι­κα στις Κάν­νες και έκα­νε πρε­μιέ­ρα στη χώρα μας την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα, ακο­λου­θεί το έξο­χο δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, «Εύκο­λος Στό­χος» του Ζαν Πολ Σαλο­μέ, με έντο­νες πολι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές ανα­φο­ρές, με την Ιζα­μπέλ Ιπέρ να παρα­δί­δει ακό­μη μία υπέ­ρο­χη ερμηνεία.

Αυτό, όμως, που ξεχω­ρί­ζει είναι το καλο­γραμ­μέ­νο σενά­ριο που συνέ­γρα­ψαν ο Σαλο­μέ, με την Φαντέτ Ντρουάρ και το οποίο βασί­ζε­ται στα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν στη Γαλ­λία το 2012 και μετέ­φε­ρε σε βιβλίο η δημο­σιο­γρά­φος και ερευ­νή­τρια Καρο­λίν Μισέλ Αγκίρε.

Πρό­κει­ται για την συγκλο­νι­στι­κή και αλη­θι­νή ιστο­ρία της Μορίν Κερ­νέ, μιας έντι­μης μαχη­τι­κής συν­δι­κα­λί­στριας που ανα­κά­λυ­ψε τα πολυ­ε­θνι­κά υπό­γεια παι­χνί­δια που παί­ζο­νταν από επι­χει­ρη­μα­τί­ες και τη γαλ­λι­κή κυβέρ­νη­ση, σε έναν πυρη­νι­κό κολοσ­σό, και έθε­ταν σε κίν­δυ­νο 50.000 θέσεις εργα­σί­ας, ενώ ανα­γκά­στη­κε να απο­κα­λύ­ψει και κρα­τι­κά μυστι­κά που θα κάνουν την πυρη­νι­κή δύνα­μη άνω κάτω. Έβα­λε σε κίν­δυ­νο τη ζωή της, πάλε­ψε με επι­χει­ρη­μα­τί­ες και υπουρ­γούς, δέχθη­κε απει­λές και βάναυ­ση επί­θε­ση στο σπί­τι της, ενώ το χει­ρό­τε­ρο, προ­σπά­θη­σαν να τη παρου­σιά­σουν, με τη συν­δρο­μή της αστυ­νο­μί­ας και μεγα­λο­πα­ρα­γό­ντων της Γαλ­λί­ας, ως μυθο­μα­νή, παρα­νοϊ­κή συνδικαλίστρια.

Ο Σαλο­μέ («Η Νονά της Νύχτας») όταν διά­βα­σε την ιστο­ρία αυτής της γεν­ναί­ας γυναί­κας, οργί­στη­κε και από­ρη­σε από τα γεγο­νό­τα και την αντι­με­τώ­πι­ση που είχε η Κερ­νέ από τις κρα­τι­κές αρχές. Και απο­φά­σι­σε να κάνει γνω­στή την ιστο­ρία στο ευρύ­τε­ρο κοι­νό, αλλά όχι για να δώσει ένα θρί­λερ καται­γι­στι­κής δρά­σης, στο οποίο να κυριαρ­χεί το σασπένς, αλλά να κατα­γρά­ψει αφο­πλι­στι­κά τα συναρ­πα­στι­κά γεγο­νό­τα, να ανα­δεί­ξει το κλί­μα της επο­χής, την ατμό­σφαι­ρα του ζόφου, που κυριαρ­χεί σε ανώ­τα­τα επί­πε­δα και φυσι­κά τη γεν­ναιό­τη­τα μιας γυναί­κας που τιμά τον τίτλο της συν­δι­κα­λί­στριας. Ταυ­τό­χρο­να, ο Σαλο­μέ, ανα­δει­κνύ­ει την κυριαρ­χία των ανδρών σε όλα τα επί­πε­δα και την εύκο­λη τακτι­κή της θυμα­το­ποί­η­σης των γυναι­κών. Οι απει­λές που δέχε­ται είναι φανε­ρό ότι ξεκι­νούν και κατα­λή­γουν πάντα στη γυναι­κεία φύση της. Αυτή, όμως, δεν θα δει­λιά­σει ποτέ και θα προ­σπα­θή­σει να κάνει γνω­στά τα επι­χει­ρη­μα­τι­κά παι­χνί­δια, κάτω από τη μύτη του γαλ­λι­κού κρά­τους, του μεγά­λου αφε­ντι­κού του πολυ­ε­θνι­κού γίγα­ντα πυρη­νι­κών με Κινέ­ζους για την κατα­σκευή πυρη­νι­κών σταθ­μών χαμη­λού κόστους, την εμπλο­κή πολι­τι­κών, ενώ η επί­θε­ση και ο βια­σμός που δέχε­ται στο σπί­τι της λίγο πριν συνα­ντή­σει τον τότε Γάλ­λο πρό­ε­δρο Ολάντ, θα σημά­νουν ακό­μη μία χει­ρό­τε­ρη εξέ­λι­ξη, καθώς όλοι οι αρμοί του συστή­μα­τος θα συνερ­γα­στούν για να τη βγά­λουν τρελή.

Το φιλμ, που είναι απο­κα­λυ­πτι­κό για το τι συμ­βαί­νει πίσω από την πλά­τη μας στα κέντρα εξου­σί­ας και πολ­λές φορές όλα μένουν στο σκο­τά­δι ή παρου­σιά­ζο­νται εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, βλέ­πε­ται με τερά­στιο ενδια­φέ­ρον, παρά τα εκτε­τα­μέ­να φλας μπακ και την έλλει­ψη της δρά­σης, που θα προ­σέ­φε­ρε απλό­χε­ρα μία αμε­ρι­κά­νι­κη ται­νία, μετα­το­πί­ζο­ντας το ενδια­φέ­ρον της ιστο­ρί­ας και του πυρή­να των όσων θέλει να προ­βάλ­λει ο σκη­νο­θέ­της, που στο­χεύ­ει στην αφύ­πνι­ση του κοινού.

Μια δυνα­τή στιγ­μή για την καριέ­ρα της Ιζα­μπέλ Ιπέρ, που δεν παρα­σύ­ρε­ται από τη δίνη των γεγο­νό­των και τη γεν­ναιό­τη­τα της ηρω­ί­δας, κρα­τώ­ντας το μέτρο και το δυνα­τό βλέμ­μα της σε όλη την ται­νία, συμ­βάλ­λο­ντας στην επί­τευ­ξη του στό­χου που είχε ο σκη­νο­θέ­της. Στο ίδιο μήκος κύμα­τος και οι υπό­λοι­πες ερμηνείες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Μορίν Κερ­νέ, εκπρό­σω­πος συν­δι­κά­του σε μία πολυ­ε­θνι­κή, απο­κα­λύ­πτει τα υπό­γεια παι­χνί­δια που έθε­ταν σε κίν­δυ­νο πενή­ντα χιλιά­δες θέσεις εργα­σί­ας στην πυρη­νι­κή βιο­μη­χα­νία της Γαλ­λί­ας, τα έβα­λε με βιο­μη­χά­νους και υπουρ­γούς, μέχρι που η επί­θε­ση που δέχτη­κε και θα άλλα­ζε τη ζωή της.

75 Μέρες

(“75 Dias”) Αστυ­νο­μι­κό θρί­λερ, ισπα­νι­κής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Μαρκ Ρομέ­ρο, με τους Πάμπλο Παρέ­δες, Χού­λιαν Σαλ­βα­δό­ρες, Χιμέ­να Βαλέ­ρο, Φραν Βερ­γκά­ρα κα.

Με καθυ­στέ­ρη­ση τριών χρό­νων — όχι ότι έχει κάποια σημα­σία για ένα φιλμ — ήρθε και στη χώρα μας το δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νο θρί­λερ του Μαρκ Ρομέ­ρο, που ακο­λου­θεί πιστά τα γεγο­νό­τα μίας απο­τρό­παιας αλη­θι­νής υπό­θε­σης, η οποία σόκα­ρε την ισπα­νι­κή κοι­νω­νία πριν από 30 χρόνια.

Η αρκού­ντως ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία απο­τε­λεί προ­ϊ­όν δεκα­ε­τούς σχο­λα­στι­κής έρευ­νας και προ­ε­τοι­μα­σί­ας, βασι­ζό­με­νη σε μεγά­λο βαθ­μό στο φάκε­λο με τα στοι­χεία της αστυ­νο­μί­ας, αλλά και σε δημο­σιεύ­μα­τα της επο­χής. Κάτι που είναι εμφα­νές καθώς ο σκη­νο­θέ­της ακο­λου­θεί μία ντο­κι­μα­ντε­ρί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση, χωρίς να χάνει, ωστό­σο, τη φόρ­μα μίας αγω­νιώ­δους ταινίας.

Το 1992, σε μια φιλή­συ­χη κωμό­πο­λη έξω από τη Βαλέν­θια, τρία 15χρονα κορί­τσια εξα­φα­νί­ζο­νται. Την τελευ­ταία φορά που τα είδα ζωντα­νά έκα­ναν ωτο­στόπ για να πάνε σε μία κοντι­νή πόλη. Η αστυ­νο­μία θα αντι­με­τω­πί­σει χαλα­ρά την υπό­θε­ση, πιστεύ­ο­ντας ότι απλώς το είχαν σκά­σει από το σπί­τι και συνέ­χι­σαν τις έρευ­νές τους όταν τα πράγ­μα­τα άρχι­σαν να σοβα­ρεύ­ουν κάνο­ντας το ένα λάθος μετά το άλλο. Δυο μήνες μετά θα βρε­θούν τα πτώ­μα­τά τους, σοκά­ρο­ντας την ολι­γο­με­λή τοπι­κή κοι­νω­νία — όλοι οι κάτοι­κοι γνω­στοί μετα­ξύ τους — αλλά και απα­σχο­λώ­ντας όλη την Ισπανία.

Την επο­χή που η Ισπα­νία περη­φα­νευό­ταν για τη διορ­γά­νω­ση των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων το 1992, η φρί­κη ενός απο­τρό­παιου εγκλή­μα­τος θα φωτί­σει τα σκο­τει­νά σημεία μιας κοι­νω­νί­ας που έχει επα­να­παυ­θεί στο επι­φα­νεια­κό «Success Story» και ο Ρομέ­ρο θα ανα­δεί­ξει την ανε­πάρ­κεια, την επι­πο­λαιό­τη­τα των αστυ­νο­μι­κών αρχών, αλλά και όσων ενε­πλά­κη­σαν στην υπό­θε­ση (δικα­στι­κοί, ιατρο­δι­κα­στές κλπ).

Απο­φεύ­γο­ντας κάθε εντυ­πω­σια­σμό, με εικό­νες φρί­κης και αίμα­τος ή με μελο­δρα­τι­κές σκη­νές που θα εκτρέ­ψουν την προ­σο­χή του κοι­νού από το βασι­κό θέμα της ται­νί­ας, ο Ρομέ­ρο θα επι­κε­ντρώ­σει το ενδια­φέ­ρον του σε στοι­χεία και αρχεία της υπό­θε­σης. Στην ανι­κα­νό­τη­τα των αρχών, αλλά και το βασι­κό­τε­ρο στην έλλει­ψη ενσυ­ναί­σθη­σης που παρα­τη­ρή­θη­κε και γιγα­ντώ­θη­κε από τη νέα μόδα, την κατα­κί­τρι­νη δημο­σιο­γρα­φία, τα τηλε­ο­πτι­κά δίκτυα που έκα­ναν, χωρίς καμία αιδώ, σόου ένα τρα­γι­κό γεγονός.

Ο Ρομέ­ρο περ­νά τα μηνύ­μα­τά του, δίνει την ατμό­σφαι­ρα της επο­χής, χάνει ορι­σμέ­νες φορές τον ρυθ­μό και επα­να­λαμ­βά­νε­ται, με ορι­σμέ­να ελάσ­σο­νος σημα­σί­ας στοι­χεία, αλλά τελι­κά δικαιώ­νε­ται από την προ­σπά­θειά του και την προ­σή­λω­σή του σε ένα θλι­βε­ρό γεγο­νός για το οποίο ακό­μη ανα­ζη­τού­νται πει­στι­κές απαντήσεις.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1992, στο Αλκα­σέρ, μια μικρή πόλη κοντά στη Βαλέν­θια τρία κορί­τσια γύρω στα 15 εξα­φα­νί­ζο­νται από προ­σώ­που γης. Την τελευ­ταία φορά που τις είδαν ζωντα­νές, έκα­ναν ωτο­στόπ για να πάνε σε ένα κλαμπ σε μια κοντι­νή πόλη. Η αστυ­νο­μία, σε ένα από τα πολ­λά λάθη που θα κάνει σε αυτήν την έρευ­να, αρχι­κά υπο­θέ­τει ότι απλώς το έχουν σκά­σει. Tα πτώ­μα­τά τους, όμως, βρί­σκο­νται δύο μήνες αργό­τε­ρα, συντρί­βο­ντας τις οικο­γέ­νειές τους. Ποιος θα μπο­ρού­σε να τολ­μή­σει ένα τέτοιο έγκλη­μα σε μια φιλή­συ­χη περιοχή;

H Καλό­γρια 2

(“The Nun II”) Ται­νία τρό­μου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Τσά­βες, με τους Ταϊ­σα Φαρ­μί­γκα, Kέι­τλιν Ρόουζ Ντά­ου­νι, Μπό­νι Άαρονς κα.

Οι ανα­τρι­χί­λες, η ασυ­ναί­σθη­τη κίνη­ση του κλει­σί­μα­τος των ματιών και οι κραυ­γές επι­στρέ­φουν, έπει­τα από μια μικρή ανά­παυ­λα με το σίκου­ελ της «Καλό­γριας», της τερά­στιας εμπο­ρι­κής επι­τυ­χί­ας του 2018 και που ανή­κει στο γνω­στό φραν­τσάιζ τρό­μου «Το Κάλε­σμα». Ένα παρα­κλά­δι του γνω­στού φραν­τσάιζ, με τη δαι­μο­νι­σμέ­νη καλό­γρια που γνω­ρί­σα­με αρχι­κά στο «Κάλε­σμα 2» του Τζέιμς Γουάν.

Εδώ, η αδελ­φή Αϊρίν επι­στρέ­φει για να αντι­με­τω­πί­σει τη σατα­νι­κή καλό­γρια και τον δαί­μο­να Βάλακ, σε ένα οικο­τρο­φείο στη Γαλ­λία του 1956, όπου ένας ιερέ­ας δολο­φο­νεί­ται κάτω από μυστή­ριες συνθήκες.

Ο σκη­νο­θέ­της Μάικλ Τσά­βες, που έχει γυρί­σει ακό­μη δυο ται­νί­ες του τρο­μα­χτι­κού σύμπα­ντος, «Κατά­ρα της Γιο­ρό­να» και «Το Κάλε­σμα 3: Ο Διά­βο­λος Με Έβα­λε να το Κάνω», έχο­ντας την εμπει­ρία αλλά και περιο­ρι­σμέ­νο ταλέ­ντο, θα στή­σει ορι­σμέ­νες δυνα­τές σκη­νές τρό­μου, ενώ ταυ­τό­χρο­να το σενά­ριο δεν τον βοη­θά για να πάει ένα βήμα παρα­πέ­ρα την ιστο­ρία του, ανα­γκά­ζο­ντάς τον να εμπι­στευ­θεί τη μανιέ­ρα και τα κλι­σέ του είδους, για να φτά­σει αγκο­μα­χώ­ντας στο τέλος.

Η Τάι­σα Φαρ­μί­γκα στέ­κε­ται αξιο­πρε­πώς, ενώ οι Τζό­νας Μπλό­κου­ετ, Μπό­νι Άαρονς και Στορμ Ριντ, περι­φέ­ρουν τον ίσκιο τους στα βαθιά σκοτάδια.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βρι­σκό­μα­στε στο 1956 και η αδερ­φή Αϊρίν έχει εγκα­τα­στα­θεί στη Γαλ­λία. Μετά τον φόνο ενός ιερέα, θα αρχί­σει να πιστεύ­ει ότι ο δαί­μο­νας που αντι­με­τώ­πι­σε χρό­νια πριν έχει επιστρέψει.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Περι­φρό­νη­ση

(“Le Mepris”) Αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή ται­νία του Ζαν Λικ Γκο­ντάρ που δεν χρειά­ζε­ται ιδιαί­τε­ρες συστά­σεις (είχε επα­να­προ­βλη­θεί πριν από λίγα χρό­νια), καθώς απο­τε­λεί, από το 1963, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα, μία από τις πλέ­ον εμβλη­μα­τι­κές στιγ­μές της «νου­βέλ βαγκ», καθι­στώ­ντας την Μπρι­ζίντ Μπαρ­ντό, εκτός από sex symbol και μία σημα­ντι­κό­τα­τη ηθο­ποιό, δίπλα στον ανυ­πέρ­βλη­το Μισέλ Πικο­λί, τον αγέ­ρω­χο όσο και δια­φο­ρε­τι­κό Τζακ Πάλανς και βεβαί­ως, σε έναν μυθι­κό ρόλο, τον Φριτς Λανγκ.

Η «Περι­φρό­νη­ση» δεν είναι μία ακό­μη ευκαι­ρία για τον Γκο­ντάρ να μιλή­σει για το σινε­μά, αλλά το ίδιο το σινε­μά, καθώς στον πυρή­να της ιστο­ρί­ας του βρί­σκε­ται η σύγκρου­ση ενός συγ­γρα­φέα θεα­τρι­κών έργων, που έχει ανα­λά­βει να παρέμ­βει στο αρχι­κό σενά­ριο μίας ται­νί­ας, με τον Αμε­ρι­κά­νο παρα­γω­γό της ται­νί­ας και αυτό επη­ρε­ά­ζει καθο­ρι­στι­κά τη σχέ­ση του με τη σύζυ­γό του, η οποία αρχί­ζει να απο­μα­κρύ­νε­ται απ’ αυτόν και να πλη­σιά­ζει τον πλού­σιο παραγωγό.

Οι ανα­φο­ρές στο σινε­μά αμέ­τρη­τες αλλά και δομι­κής αξί­ας για το φιλμ, δεδο­μέ­νου ότι απο­τε­λούν αφε­νός τρό­πος σχο­λια­σμού του κινη­μα­το­γρα­φι­κού σύμπα­ντος και αφε­τέ­ρου παί­ζουν με τα συναι­σθή­μα­τα του θεα­τή, κεντρί­ζουν το ενδια­φέ­ρον του, προ­χω­ρούν την υπό­θε­ση και το δέσι­μο με την πραγ­μα­τι­κή ζωή και το τέλος των ψευδαισθήσεων.

Υπέ­ρο­χα εσω­τε­ρι­κά και εξω­τε­ρι­κά πλά­να, η κινη­μα­το­γρά­φη­ση της «Μπε Μπε» φτά­νει στα όρια της λατρεί­ας, ενώ το φινά­λε συντα­ράσ­σει. Η έγχρω­μη φωτο­γρα­φία του Ραούλ Κου­τάρ, η εξαί­σια μου­σι­κή του Ζορζ Ντε­λε­ρί και το αψε­γά­δια­στο σενά­ριο, που έγρα­ψε ο ίδιος ο σκη­νο­θέ­της, μαζί με τον Αλμπέρ­το Μορά­βια — βασι­σμέ­νο στην ομώ­νυ­μη νου­βέ­λα του — έρχο­νται και απο­γειώ­νουν μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες του «τρο­με­ρού παιδιού».

Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ

(“Au hasard Balthazar”) Ένα από τα αγα­πη­μέ­να αρι­στουρ­γή­μα­τα όλων των επο­χών, με το οποίο ο σπου­δαί­ος Ρομπέρ Μπρε­σόν το μακρι­νό 1966, μέσα από τις ταλαι­πω­ρί­ες και τα θλιμ­μέ­να μάτια ενός συμπα­θέ­στα­του γαϊ­δά­ρου, του Μπαλ­τα­ζάρ, θα μιλή­σει για τη φύση του ανθρώ­που. Ένα μικρό γαϊ­δου­ρά­κι, γεν­νιέ­ται στην ηλιό­λου­στη γαλ­λι­κή εξο­χή, αλλά θα χάσει τη φρο­ντί­δα δυο παι­διών που τον αγα­πούν, για να βιώ­σει στω­ι­κά, όλο και πιο ταπει­νω­τι­κά, την κακο­ποί­η­ση των επό­με­νων ιδιο­κτη­τών του, την κακία του ανθρώ­που. Απαι­σιό­δο­ξη ται­νία, εμπνευ­σμέ­νη από μία ανα­φο­ρά στο πρώ­το μέρος του «Ηλί­θιου» του Ντο­στο­γιέφ­σκι, μία σκλη­ρή αλλά και αθε­ρά­πευ­τα συγκι­νη­τι­κή ται­νία, που ξεχω­ρί­ζει για την απλό­τη­τά της, αλλά και για το μεγα­λείο των συναι­σθη­μά­των της. Με τους Αν Βια­ζέμ­σκι, Γουόλ­τερ Γκριν, Φραν­σουά Λαφάρζ, Ζαν-Κλοντ Γκιλ­μπέρ, Φιλίπ Ασε­λέν, Νατα­λί Ζουα­γιό κα.

Τα Μυστή­ρια του Οργανισμού

(“W.R.: Mysteries of the Organism”) Ο διά­ση­μος τίτλος της ται­νί­ας του Ντού­σαν Μακα­βέ­γιεφ («Sweet Movie») που έκα­νε πάτα­γο το 1971, την επο­χή της σεξουα­λι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Ο «αναρ­χι­κός του Γιου­γκο­σλά­βι­κου σινε­μά», στο ερώ­τη­μα «τι σχέ­ση μπο­ρεί να έχει η ενέρ­γεια που απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται κατά τον οργα­σμό με την κατά­στα­ση της κομ­μου­νι­στι­κής Γιου­γκο­σλα­βί­ας», απα­ντά με τη σεξουα­λι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση μίας πανέ­μορ­φης Σλά­βας, αλλά κυρί­ως βρί­σκει ευκαι­ρία να σχο­λιά­σει μία επο­χή που θα καθο­ρί­σει το μέλ­λον. Συν­δυά­ζο­ντας ντο­κι­μα­ντέρ και μυθο­πλα­σία, ο Μακα­βέ­γιεφ παρα­δί­δει ένα σου­ρε­α­λι­στι­κό φιλμ, ενώ θα προ­σπα­θή­σει να διε­ρευ­νή­σει τις από­ψεις του αμφι­λε­γό­με­νου στο­χα­στή και ψυχο­λό­γου Βίλ­χεμ Ράιχ με εκεί­νες των Μαρξ και Φρόιντ, φτιά­χνο­ντας ένα καλ­λι­τε­χνι­κό δια­μα­ντά­κι, που μπο­ρεί να δεί­χνει την ηλι­κία του, αλλά παρα­μέ­νει πάντα πολύτιμο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο