Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Κοινωνικές αγωνίες, πληγωμένα παιδιά και… χασογκόληδες

Το κοι­νω­νι­κό ρεα­λι­στι­κό ισπα­νι­κό δρά­μα «Μητέ­ρα, Πατρί­δα», η ανά­λα­φρη δρα­με­ντί από τη Βρε­τα­νία, με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο, «Αλά­νι» και η σπι­ντά­τη δυνα­μι­κή περι­πέ­τεια «Ο Γρή­γο­ρος Τσάρ­λι», με τον Πιρς Μπρόσ­ναν, ξεχω­ρί­ζουν από τις οχτώ νέες ται­νί­ες που κάνουν από­ψε πρε­μιέ­ρα. Για τους θαυ­μα­στές του Άντο­νι Χόπ­κινς υπάρ­χει το βιο­γρα­φι­κό δρά­μα «Μια Ζωή», για τους ποδο­σφαι­ρό­φι­λους η κωμω­δία «Ένα Γκολ για τη Νίκη» και για τους μερα­κλή­δες της λαϊ­κής μου­σι­κής παρά­δο­σης το ελλη­νι­κό ντο­κι­μα­ντέρ «Οι Οργα­νο­ποιοί των Εξαρχείων».

Μητέ­ρα, Πατρί­δα (“Matria”) Κοι­νω­νι­κό δρά­μα, ισπα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Άλβα­ρο Γκά­γκο, με τους Μαρία Βάσκεζ, Σάντι Πρέ­γκο, Σου­ζά­να Σαμπέ­δρο, Σορά­για Λού­τσες κα.

Οξύ ρεα­λι­στι­κό κοι­νω­νι­κό σινε­μά από την Ισπα­νία, για το άγχος και τους αγώ­νες μιας συνη­θι­σμέ­νης εργα­ζό­με­νης γυναί­κας και μάνας που δεν γνω­ρί­ζει τι της ξημε­ρώ­νει. Στο ντε­μπού­το του ο νεα­ρός σκη­νο­θέ­της από τη Γαλι­κία, Άλβα­ρο Γκά­γκο, δεί­χνει σχε­δόν έτοι­μος να πάρει τη σκυ­τά­λη από τον Κεν Λόουτς και να συνε­χί­σει στο δρό­μο της κινη­μα­το­γρα­φι­κής αφύ­πνι­σης, της ανά­δει­ξης των κοι­νω­νι­κών αδι­κιών και της πατριαρ­χι­κής κατα­πί­ε­σης που επι­μέ­νει. Η ται­νία, που θα μπο­ρού­σε, με ένα δια­φο­ρε­τι­κό σάου­ντρακ και ορι­σμέ­νες ελα­φρές μετα­τρο­πές να ιδω­θεί και ως θρί­λερ, έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο πρό­γραμ­μα Panorama του φεστι­βάλ Βερο­λί­νου, ενώ η αξιο­θαύ­μα­στη ερμη­νεία της πρω­τα­γω­νί­στριας Μαρία Βάσκεζ κέρ­δι­σε το βρα­βείο ερμη­νεί­ας στο Φεστι­βάλ της Μάλα­γα και διεκ­δι­κεί το Γκόγια.

Η Ραμό­να, παγι­δευ­μέ­νη σε μία απο­τυ­χη­μέ­νη σχέ­ση και μητέ­ρα μιας δεκα­ε­πτά­χρο­νης, εργά­ζε­ται σε ένα εργο­στά­σιο σε μια παρα­θα­λάσ­σια πόλη της Γαλι­κί­ας και όταν οι αλλα­γές στο εργο­στά­σιο της περι­κό­πτουν το μισθό δρα­μα­τι­κά, την ανα­γκά­ζουν να ανα­ζη­τή­σει νέα δου­λειά και ανα­λαμ­βά­νει τη φρο­ντί­δα ενός ηλι­κιω­μέ­νου που πρό­σφα­τα έχα­σε τη γυναί­κα του. Ο Γκά­γκο, εμπνευ­σμέ­νος από τη γυναί­κα που φρό­ντι­ζε τη για­γιά του, θα γυρί­σει μία συναρ­πα­στι­κή ιστο­ρία, όπου το καθη­με­ρι­νό άγχος μιας εργα­ζό­με­νης μητέ­ρας θα την φτά­σει στα άκρα της. Γυρι­σμέ­νη στη Γαλι­κία και στην τοπι­κή γλώσ­σα, ο Γκά­γκο απο­δί­δει με ρεα­λι­σμό μια γει­το­νιά — οποια­δή­πο­τε γει­το­νιά — της σημε­ρι­νής Ευρώ­πης, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την εκμε­τάλ­λευ­ση των ανθρώ­πων στο βωμό του κέρ­δους και της αδια­φο­ρί­ας των κρα­τού­ντων που ενδια­φέ­ρο­νται μόνο για τους αριθ­μούς και τις στατιστικές.

Θα φτιά­ξει ένα ομο­λο­γου­μέ­νως συντα­ρα­κτι­κό πορ­τρέ­το μίας γυναί­κας που ξεσπα­θώ­νει μπρο­στά στην κατά­φω­ρη αδι­κία, κόντρα στις αντι­ξο­ό­τη­τες της πατριαρ­χι­κής και εργο­δο­τι­κής κατα­πί­ε­σης, προ­σπα­θώ­ντας να επι­βιώ­σει και να δια­τη­ρή­σει ζωντα­νά τα όνει­ρά της. Τις όποιες αδυ­να­μί­ες τής, έτσι κι αλλιώς, ενδια­φέ­ρου­σας ται­νί­ας, που οφεί­λο­νται στην απει­ρία και τον υπέρ­με­τρο συναι­σθη­μα­τι­σμό του Γκά­γκο, έρχε­ται να καλύ­ψει με τη συντα­ρα­κτι­κή ερμη­νεία της η Μαρία Βάσκεζ, καθώς ο ρόλος τής προ­σφέ­ρει τη δυνα­τό­τη­τα να ανα­πτύ­ξει το ταλέ­ντο της και να δώσει σάρ­κα και οστά στις μεγά­λες καθη­με­ρι­νές ηρω­ί­δες που βρί­σκο­νται δίπλα μας.

Με λίγα λόγια… Εγκλω­βι­σμέ­νη σε ένα βρο­χε­ρό παρα­θα­λάσ­σιο χωριό κάπου στην ισπα­νι­κή Γαλι­κία, η Ραμό­να είναι επι­κε­φα­λής συνερ­γεί­ου καθα­ρι­σμού σε εργο­στά­σιο που αλλά­ζει χέρια, με απο­τέ­λε­σμα ο μισθός της να μειω­θεί ξαφ­νι­κά στο μισό. Είναι η μόνη που τολ­μά­ει να ενα­ντιω­θεί στα αφε­ντι­κά και να τα βρο­ντή­ξει, μαρ­κά­ρο­ντας την αφε­τη­ρία ενός αγώ­να δρό­μου που κόβει την ανάσα.

Το Αλά­νι (“Scrapper”) Δρα­μα­τι­κή κομε­ντί, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Σάρ­λοτ Ρέγκαν, με τους Χάρις Ντί­κιν­σον, Λόλα Κάμπελ, Λόρα Άικ­μαν, Κάρι Κράνκ­σον κα. Τρυ­φε­ρή ται­νία για τη σχέ­ση ενός πανέ­ξυ­πνου και θαρ­ρα­λέ­ου αγο­ρο­κό­ρι­τσου με τον ανώ­ρι­μο πατέ­ρα του. Μια ανά­λα­φρη και στι­λά­τη δρα­με­ντί που απέ­σπα­σε το Μέγα Βρα­βείο στο φεστι­βάλ του Sundance, από την πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Βρε­τα­νί­δα νεα­ρή σκη­νο­θέ­τι­δα Σάρ­λοτ Ρέγκαν.

Ανε­ξάρ­τη­τη παρα­γω­γή και κυρί­ως με ανε­ξάρ­τη­το πνεύ­μα, το φιλμ, διάρ­κειας μόλις 80 λεπτών, υιο­θε­τεί μία αισιό­δο­ξη προ­ο­πτι­κή, μετα­δί­δει θετι­κά μηνύ­μα­τα, απο­φεύ­γο­ντας τον διδα­κτι­σμό και την κυριαρ­χία της πολι­τι­κής ορθό­τη­τας, ενώ δια­θέ­τει και ως πρω­τα­γω­νί­στρια την αξια­γά­πη­τη 12χρονη Λόλα Κάμπελ. Μια 12χρονη, που χάνει τη μητέ­ρα της και μένει μόνη της, αφού ο πατέ­ρας είχε εξα­φα­νι­στεί προ και­ρού, θα ανα­γκα­στεί να στή­σει ένα περί­πλο­κο σύστη­μα για να παρα­πλα­νή­σει το σύστη­μα ανα­δο­χής και να ζήσει ανε­ξάρ­τη­τη. Αφε­νός λέγο­ντας στο σχο­λείο της και στις αρχές ότι ζει με τον ανύ­παρ­κτο — δικής της εμπνεύ­σε­ως — θείο της και αφε­τέ­ρου βγά­ζο­ντας τα προς το ζην κλέ­βο­ντας ποδή­λα­τα. Ώσπου μια μέρα, θα εμφα­νι­στεί ένας νεα­ρός αλλό­κο­τος άνδρας, που θα συστη­θεί ως πατέ­ρας της και θα δημιουρ­γή­σει μία νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη ζωή της.

Το παι­χνί­δι συμ­βί­ω­σης ή και εξη­μέ­ρω­σης μετα­ξύ παι­διού και πατέ­ρα, είναι αρκού­ντως απο­λαυ­στι­κό, καθώς η Ρέγκαν προ­σεγ­γί­ζει το θέμα της από την πλευ­ρά του κορι­τσιού, με μία φρέ­σκια ματιά και με μία ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κή διά­θε­ση, με ευχά­ρι­στα και πολύ­χρω­μα καρέ, περι­παι­χτι­κά ευρυ­γώ­νια πλά­να, αλλά και συν­δυά­ζο­ντας τις περισ­σό­τε­ρες φορές πετυ­χη­μέ­να την ανω­ρι­μό­τη­τα και αδε­ξιό­τη­τα του πατέ­ρα, με την από­το­μη ενη­λι­κί­ω­ση της οξυ­δερ­κούς μικρής ηρω­ί­δας. Με ιδιαί­τε­ρη αίσθη­ση της οικο­νο­μί­ας του χρό­νου, η Ρέγκαν, παρό­τι δεί­χνει ακό­μη άπει­ρη, χάνο­ντας ορι­σμέ­νες ευκαι­ρί­ες να ανα­πτύ­ξει καλύ­τε­ρα τους χαρα­κτή­ρες και τις απρό­βλε­πτες κατα­στά­σεις, θα κατα­φέ­ρει να θίξει και μια σει­ρά από κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα και να φτιά­ξει μία ται­νία που θυμί­ζει τις καλύ­τε­ρες στιγ­μές του είδους των δεκα­ε­τιών ’70 και ’80, όπου ανα­κα­λύ­ψα­με τις Τζό­ντι Φόστερ και Τατούμ Ο’Νιλ.
Η Πόλα Κάμπελ, πλέ­ο­ντας μέσα σε μια ποδο­σφαι­ρι­κή φανέ­λα, θα μας γοη­τέ­ψει με την ανε­πι­τή­δευ­τη και πηγαία ερμη­νευ­τι­κή της άνε­ση και το εκφρα­στι­κό της προ­σω­πά­κι, ενώ και ο Χάρις Ντί­κιν­σον είναι συμπα­θής στο ρόλο του ουρα­νο­κα­τέ­βα­του πατέρα.

Με λίγα λόγια… Μια κόρη που ανα­γκά­ζε­ται να ενη­λι­κιω­θεί από­το­μα κι ένας πατέ­ρας που τα βρί­σκει πραγ­μα­τι­κά σκού­ρα προ­σπα­θούν να δυνα­μώ­σουν τη σχέ­ση μετα­ξύ τους.

Ο Γρή­γο­ρος Τσάρ­λι (“Fast Charlie”) Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Φίλιπ Νόις, με τους Πιρς Μπρόσ­ναν, Μορέ­να Μπα­κα­ρίν, Τζέιμς Κάαν, Κρί­στο­φερ Μάθιου Κουκ κα. Θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και ο «John Wick» της τρί­της ηλι­κί­ας, αλλά πιο σκε­πτό­με­νος — καλά ας μην υπερ­βά­λου­με — και λιγό­τε­ρο σκο­τει­νός. Ο πολύ­πει­ρος αλλά και αρκε­τά άνι­σος Φίλιπ Νόις («Ο Ήσυ­χος Αμε­ρι­κά­νος», «Ο Μακρύς Δρό­μος του Γυρι­σμού», «Παι­χνί­δια Ολέ­θρου») έχο­ντας ένα στό­ρι, που το γνω­ρί­ζου­με από το αστυ­νο­μι­κό δελ­τίο ως «ξεκα­θά­ρι­σμα λογα­ρια­σμών», μία συνη­θι­σμέ­νη υπό­θε­ση τιμω­ρί­ας και εκδί­κη­σης αλλά και πίστης στη φιλία, θα απο­φύ­γει τα πολ­λά κλι­σέ του είδους και θα παρα­δώ­σει αν μη τι άλλο μία δια­σκε­δα­στι­κή δυνα­μι­κή περιπέτεια.

Ήρω­ας είναι ένας επαγ­γελ­μα­τί­ας εκτε­λε­στής, που δου­λεύ­ει για έναν υπε­ρή­λι­κα μαφιό­ζο, που όταν μία αντί­πα­λη συμ­μο­ρία απο­πει­ρά­ται να τον δολο­φο­νή­σει, θα λάβει δρά­ση, αφή­νο­ντας πίσω του πολ­λά πτώ­μα­τα. Η ται­νία, που ξεκι­νά λίγο αμή­χα­να, θα απο­κτή­σει σχε­τι­κά σύντο­μα τον καται­γι­στι­κό ρυθ­μό που απαι­τεί το είδος, ενώ ελκυ­στι­κό είναι και το μπλέ­ξι­μο του ήρωα με μία ατρό­μη­τη γυναί­κα. Οι διά­λο­γοι έχουν κάποιο ενδια­φέ­ρον, το χιού­μορ είναι σωστά μοι­ρα­σμέ­νο και απο­τε­λε­σμα­τι­κό, ενώ υπάρ­χουν ορι­σμέ­νες σκη­νές δρά­σης που είναι πραγ­μα­τι­κά δια­σκε­δα­στι­κές. Αν ο Νόις δού­λευε λίγο καλύ­τε­ρα και το βάθος των χαρα­κτή­ρων και απέ­φευ­γε το γλυ­κα­νά­λα­το φινά­λε, ίσως να ξέφευ­γε κατά πολύ από το μέσο όρο των ται­νιών αυτών, που τις περισ­σό­τε­ρες φορές απλώς σπα­τα­λά­νε τον χρό­νο μας. Ωστό­σο, το μεγα­λύ­τε­ρο όπλο του Νόις είναι ο πρω­τα­γω­νι­στής Πιρς Μπρόσ­ναν, που με μία ξεχω­ρι­στή χαλα­ρό­τη­τα, απο­λαμ­βά­νει το ρόλο του και μας φέρ­νει στο νου τους κορυ­φαί­ους πρω­τα­γω­νι­στές των δεκα­ε­τιών ’60 και ’70. Στα αξιο­ση­μεί­ω­τα φυσι­κά και η τελευ­ταία εμφά­νι­ση του γηραιού Τζέιμς Κάαν, λίγο πριν πεθάνει.

Με λίγα λόγια… Όταν το αφε­ντι­κό του, ένας ηλι­κιω­μέ­νος μαφιό­ζος, δολο­φο­νη­θεί, ο Τσάρ­λι Σουίφτ, ως πιστός φίλος και μισθω­μέ­νο όπλο, δεν θα στα­μα­τή­σει που­θε­νά στην προ­σπά­θειά του να καταρ­ρί­ψει τη νέα ομά­δα που έρχε­ται να τον εκτοπίσει.

Μία Ζωή (“One Life”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζέιμς Χόους, με τους Άντο­νι Χόπ­κινς, Έλε­να Μπό­ναμ — Κάρ­τερ, Τζό­νι Φλιν, Λένα Όλιν, Τζό­να­θαν Πράις κα. Η ιστο­ρία του «Βρε­τα­νού Σίντλερ», όπως έγι­νε γνω­στός ο Σερ Νίκο­λας Γουί­ντον, που έσω­σε 669 παι­διά, στην πλειο­νό­τη­τά τους εβραιό­που­λα, από την Τσε­χο­σλο­βα­κία, λίγο πριν εισβά­λει η Γερ­μα­νία και οι ναζι­στές επι­δο­θούν στο απο­τρό­παιο έργο τους, μετα­φέ­ρε­ται στη μεγά­λη οθό­νη από τον Τζέιμς Χόους, έναν τηλε­ο­πτι­κό σκη­νο­θέ­τη με μακρά πορεία, αλλά πρω­τό­βγαλ­το στον κινηματογράφο.

Κάτι, που είναι εμφα­νές, καθώς η ται­νία, που θα μπο­ρού­σε να είναι ένα δυνα­τό αντι­πο­λε­μι­κό δρά­μα, να ανα­δεί­ξει τη φρί­κη του πολέ­μου, τις ναζι­στι­κές θηριω­δί­ες, να ταρα­κου­νή­σει συναι­σθη­μα­τι­κά με τις απο­χρώ­σεις των ανθρώ­πων που νοιά­στη­καν και αυτών που αδια­φό­ρη­σαν και θα περ­νού­σε απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα το επί­και­ρο μήνυ­μα του ασύ­λου για ανθρώ­πους που το έχουν ανά­γκη, τσα­λα­βου­τά σε ρηχά νερά και με το ζόρι επι­πλέ­ει. Ακο­λου­θώ­ντας μια ακα­δη­μαϊ­κή προ­σέγ­γι­ση, ο Χόους στη­ρί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά στην ισχύ της ιστο­ρί­ας και χωρίς να σκά­ψει βαθύ­τε­ρα στο συντα­ρα­κτι­κό θέμα του, συμ­βι­βά­ζε­ται με την παρά­δο­ση ενός τυπι­κού φιλμ για αξιέ­παι­νες ιστο­ρί­ες ηρω­ι­σμού του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Η ιστο­ρία, που βασί­ζε­ται στο βιβλίο της κόρης του Γουί­ντον, Μπάρ­μπα­ρα, «The Life of Sir Nicholas Winton», μας πάει στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’30, λίγο πριν από το ξέσπα­σμα του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, όταν ένας νεα­ρός Βρε­τα­νός χρη­μα­τι­στής, γερ­μα­νο­ε­βραϊ­κής κατα­γω­γής, ο Νίκο­λας Γουί­ντον επι­σκέ­πτε­ται την Τσε­χο­σλο­βα­κία, για να δει με τα μάτια του την ανθρω­πι­στι­κή κρί­ση και τον πανι­κό που αντι­με­τω­πί­ζει η εβραϊ­κή κοι­νό­τη­τα. Σοκα­ρι­σμέ­νος απ’ αυτό που είδε και με τη βοή­θεια της θαρ­ρα­λέ­ας μητέ­ρας του, θα βοη­θή­σει να δια­σω­θούν 669 παι­διά, τα περισ­σό­τε­ρα εβραιό­που­λα. Σχε­δόν μισό αιώ­να μετά, ο Γουί­ντον ζει στοι­χειω­μέ­νος από τα παι­διά που δεν κατά­φε­ρε να σώσει, κατη­γο­ρώ­ντας τον εαυ­τό του που δεν έκα­νε περισσότερα.

Χωρι­σμέ­νη, σε δυο περιό­δους και με αρκε­τά άτσα­λα φλας μπακ, η ται­νία δεν απο­κτά ρυθ­μό, οι χαρα­κτή­ρες μένουν στην επι­φά­νεια, η φρί­κη του ναζι­σμού μας ακου­μπά ξώφαλ­τσα και το μόνο που απο­μέ­νει είναι η επι­τη­δευ­μέ­νη συγκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση του κοι­νού. Στα θετι­κά, η ξεχω­ρι­στή οπτι­κή προ­σέγ­γι­ση για καθε­μιά από τις περιό­δους, καθώς για τη δεκα­ε­τία του ’30 επι­λέ­γε­ται μία νευ­ρι­κή κινη­μα­το­γρά­φη­ση, με την κάμε­ρα στο χέρι και ψυχρούς και δυσοί­ω­νους χρω­μα­τι­σμούς του γκρι, εν αντι­θέ­σει με τη δεκα­ε­τία του ’80, που τα πλά­να είναι στα­θε­ρά και τα χρώ­μα­τα πιο γλυ­κά και ζεστά. Απ’ την άλλη, όμως, η σύν­δε­ση των δυο επο­χών μοιά­ζει ανυ­πέρ­βλη­το εμπό­διο για έναν σκη­νο­θέ­τη τηλε­ο­πτι­κής εμπει­ρί­ας και αισθητικής.

Αν δεν υπήρ­χε ο υπο­βλη­τι­κός Άντο­νι Χόπ­κινς, η ται­νία θα πέρ­να­γε σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­τη, παρό­τι ο διά­ση­μος Βρε­τα­νός ηθο­ποιός μοι­ρά­ζε­ται τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο με τον άχρω­μο Τζό­νι Φλιν (υπο­δύ­ε­ται τον νεα­ρό Σερ Γουί­ντον) που κρα­τά και τον κυριό­τε­ρο ρόλο στην ιστο­ρία — μια εντε­λώς λαθε­μέ­νη επι­λο­γή. Μαζί με τον εξαί­ρε­το και πάλι Άντο­νι Χόπ­κινς, εμφα­νί­ζο­νται οι αξιό­πι­στοι ηθο­ποιοί Έλε­να Μπό­ναμ-Κάρ­τερ, Τζό­να­θαν Πράις και Λένα Όλιν, αλλά ό,τι και να κάνουν δύσκο­λα μπο­ρούν να καλύ­ψουν τις αδυ­να­μί­ες της ταινίας.

Με λίγα λόγια… Η αλη­θι­νή ιστο­ρία του Sir Nicholas ‘Nicky’ Winton, ενός νεα­ρού μεσί­τη από το Λον­δί­νο, ο οποί­ος, λίγους μήνες πριν από τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, έσω­σε 669 παι­διά από τους Ναζί.

Sound of Freedom, Η Μελω­δία της Ελευ­θε­ρί­ας: Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Αλε­χά­ντρο Μοντε­βέρ­δε, Τζιμ Καβί­ζελ, Μάι­ρα Σορ­βί­νο, Μπιλ Καμπ, Εδουάρ­δο Βερα­στά­γκι κα.    Αν και το απε­χθές στό­ρι, που βασί­ζε­ται σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα και αφο­ρούν το εμπό­ριο παι­δι­κής σάρ­κας, είναι ιδιαι­τέ­ρως ενδια­φέ­ρον, στο τέλος μοιά­ζει περισ­σό­τε­ρο με μια δικαιο­λο­γία για να στη­θεί ακό­μη μία δυνα­μι­κή περι­πέ­τεια, με τον καλό και «μονα­χι­κό Αμε­ρι­κά­νο ήρωα» να τα βάζει με θεούς και δαί­μο­νες υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος τις ηθι­κές του αξίες.

Ένας ομο­σπον­δια­κός πρά­κτο­ρας, αφού σώζει ένα παι­δί από αδί­στα­κτους δια­κι­νη­τές, μαθαί­νει ότι η αδελ­φή τού παι­διού είναι ακό­μη σε αιχ­μα­λω­σία και ξεκι­νά­ει μια απο­στο­λή να τη δια­σώ­σει. Θα ανα­γκα­στεί να εγκα­τα­λεί­ψει τη δου­λειά του, αφού η υπη­ρε­σία δεν δικαιο­λο­γεί τα έξο­δα της απο­στο­λής και θα ταξι­δέ­ψει στα βάθη της ζού­γκλας της Κολομ­βί­ας, για να σώσει το παι­δί. Η ται­νία του Αλε­χά­ντρο Μοντε­βέρ­δε, μία ανε­ξάρ­τη­τη παρα­γω­γή που έκα­νε θραύ­ση στο αμε­ρι­κά­νι­κο box office, λόγω της καταγ­γελ­τι­κής της ρητο­ρεί­ας και βάζο­ντας στο στό­χα­στρό της την αμε­ρι­κά­νι­κη ελίτ, που σε συνερ­γα­σία με το λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο οργα­νω­μέ­νο έγκλη­μα, έστη­σε ένα ευρύ κύκλω­μα σεξουα­λι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης παι­διών. Και ναι, παρα­πέ­μπο­ντας σαφώς στο κύκλω­μα Επστάιν και στη μακρά λίστα του που απαρ­τί­ζε­ται από «αξιο­σέ­βα­στους» της αμε­ρι­κά­νι­κης ελίτ, θα ενθου­σιά­σει και ορι­σμέ­νους μεγα­λό­σχη­μους παρά­γο­ντες των ΗΠΑ.

Αυτά, όμως, αφο­ρούν τους Αμε­ρι­κά­νους και όχι τους θεα­τές που θα βρε­θούν απέ­να­ντι σε αυτή την άνι­ση, αν μη τι άλλο, περι­πέ­τεια, που ξεκι­νά ενθαρ­ρυ­ντι­κά, κάνει μία τερά­στια κοι­λιά, συνέρ­χε­ται κάπως στη συνέ­χεια και τελειώ­νει ανα­με­νό­με­να. Πραγ­μα­τι­κά, κάπου στο μισά­ω­ρο, που αρχί­ζεις να χάνεις κάθε ενδια­φέ­ρον για την ται­νία, νιώ­θεις ότι κάποιοι επεμ­βαί­νουν, για να βελ­τιω­θεί η κατά­στα­ση, να ξανα­μπείς στο στό­ρι, αλλά χωρίς να γίνε­ται ποτέ μια καλή ται­νία. Πλητ­τό­με­νη βαριά από αθε­ρά­πευ­τη σοβα­ρο­φά­νεια, αλλο­πρό­σαλ­λη και χωρίς συνο­χή, σκη­νο­θε­σία, με τα γνω­στά κλι­σέ και ένα σενά­ριο που μοιά­ζει με τίτλους από το τουί­τερ, η ται­νία μοιά­ζει με τη χει­ρό­τε­ρη εκδο­χή του Ράμπο. Και μέσα σε όλα αυτά έρχε­ται και η ξύλι­νη ερμη­νεία του Τζιμ Καβί­ζελ και μας αποτελειώνει.

Με λίγα λόγια… Αφού σώζει ένα παι­δί από τα νύχτα αδί­στα­κτων δια­κι­νη­τών, ένας ομο­σπον­δια­κός πρά­κτο­ρας μαθαί­νει ότι η αδελ­φή του παι­διού είναι ακό­μα σε αιχ­μα­λω­σία, και ξεκι­νά­ει μια απο­στο­λή να τη δια­σώ­σει. Ο χρό­νος όμως δεν είναι υπέρ του, και ανα­γκά­ζε­ται να εγκα­τα­λεί­ψει τη δου­λειά του και να ταξι­δέ­ψει στα βάθη της ζού­γκλας της Κολομ­βί­ας, βάζο­ντας σε άμε­σο ρίσκο την ίδια του τη ζωή.

Ένα Γκολ για τη Νίκη (“Next Goal Wins”) Κωμω­δία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τάι­κα Γουαϊ­τί­τι, με τους Μάικλ Φασμπέ­ντερ, Όσκαρ Νάι­τλι, Καϊ­μά­να, Ράκελ Χάουζ κα. Μια ευδιά­θε­τη, καλών συναι­σθη­μά­των αθλη­τι­κή κωμω­δία, που δεν απευ­θύ­νε­ται μόνο στους ποδο­σφαι­ρό­φι­λους, αλλά η αλή­θεια είναι ότι αυτοί θα γελά­σουν περισ­σό­τε­ρο με τους «άμπα­λους» πρωταγωνιστές.

Ωστό­σο, η ται­νία του Γουαϊ­τί­τι, ορι­σμός του εμπο­ρι­κού ανέ­με­λου ψυχα­γω­γι­κού σινε­μά, που μπο­ρεί να είναι ευχά­ρι­στη και ορι­σμέ­νες φορές ξεκαρ­δι­στι­κή, μένει αρκε­τά στην επι­φά­νεια, ενώ το σενά­ριο μοιά­ζει με ξεχει­λω­μέ­νο ανέκ­δο­το, παρό­τι βασί­ζε­ται σε μια αλη­θι­νή ιστο­ρία. Αυτή της ποδο­σφαι­ρι­κής ομά­δας, της αμε­ρι­κά­νι­κης Σαμό­ας, που αφού χάνει με… 31–0 από την Αυστρα­λία, κατα­λαμ­βά­νο­ντας την ταπει­νω­τι­κή τελευ­ταία θέση στην παγκό­σμια κατά­τα­ξη των εθνι­κών ομά­δων της FIFA, θα προ­σλά­βει τον Αμε­ρι­κα­νο-ολλαν­δό προ­πο­νη­τή Τόμας Ρόγκεν, μήπως και γλυ­τώ­σει και άλλα ρεζι­λί­κια. Έναν κατα­θλι­πτι­κό, αλκο­ο­λι­κό, αντι­κοι­νω­νι­κό προ­πο­νη­τή, που θα προ­σπα­θή­σει να βάλει σε τάξη την ομά­δα του μπρο­στά στην πρό­κλη­ση των προ­κρι­μα­τι­κών του Μου­ντιάλ 2014. Ακό­μη μία, δηλα­δή, αθλη­τι­κή ται­νία για αου­τσάι­ντερ, που αγγί­ζει το Slapstick και χρη­σι­μο­ποιεί τα κλι­σέ του είδους, για να βγά­λει γέλιο και να περά­σει τα χιλιοει­πω­μέ­να — του­λά­χι­στον με αυτό τον τρό­πο — μηνύ­μα­τα για την εμψύ­χω­ση, την ομα­δι­κό­τη­τα, τη φιλία, αλλά και ότι το ποδό­σφαι­ρο πάνω απ’ όλα είναι ένα παι­χνί­δι χαράς, μια γιορ­τή που ενώ­νει τους ανθρώ­πους. Και βεβαί­ως για την ελπί­δα, που πεθαί­νει τελευ­ταία τόσο στο γήπε­δο όσο και για τον ψυχο­λο­γι­κά τραυ­μα­τι­σμέ­νο προ­πο­νη­τή (τον συμπα­θή Μάικλ Φασμπέ­τερ), που και αυτός με τη σει­ρά του θα βρει τον εαυ­τό του, μέσα από τις στρα­βο­κλω­τσές των αξια­γά­πη­των, αλλά άσχε­των, ποδο­σφαι­ρι­στών του.

Με λίγα λόγια… Η εθνι­κή ομά­δα ποδο­σφαί­ρου της Αμε­ρι­κα­νι­κής Σαμόα, δια­βό­η­τη για την ταπει­νω­τι­κή της ήττα με σκορ 31–0, στρέ­φε­ται στον κακό­τυ­χο και αντι­συμ­βα­τι­κό προ­πο­νη­τή Τόμας Ρόν­γκεν με την ελπί­δα να μετα­μορ­φω­θεί σε μία αξιο­πρε­πή ομάδα.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

  • Οι Οργα­νο­ποιοί των Εξαρχείων 
    • Ενδια­φέ­ρον ντο­κι­μα­ντέρ του Νίκου Παπα­κώ­στα, για τους ενα­πο­μεί­να­ντες κατα­σκευα­στές παρα­δο­σια­κών οργά­νων στη γει­το­νιά των Εξαρ­χεί­ων. Ένα πολύ­τι­μο φιλμ, καθώς η λαϊ­κή παρά­δο­ση της χώρας εκτι­μά­ται και προ­βάλ­λε­ται περισ­σό­τε­ρο από ειδή­μο­νες του εξω­τε­ρι­κού, παρά στην Ελλά­δα. Και μόνο που ο Νίκος Παπα­κώ­στας μας θυμί­ζει την αξία όλων αυτών των μαστό­ρων έχει τη σημα­σία του. Όλων αυτών των πολύ­τι­μων τεχνη­τών, που έχουν εγκα­τα­στα­θεί εδώ και χρό­νια στην οδό Αλι­πέ­δου και κατα­σκευά­ζουν με μονα­δι­κό μερά­κι μπου­ζού­κια, κιθά­ρες, μπα­γλα­μά­δες, λαού­τα, βιο­λιά και αρχαιο­ελ­λη­νι­κές λύρες και μετα­δί­δουν σε όσους ακό­μη αντι­στέ­κο­νται στις εφή­με­ρες μόδες και στην αντιαι­σθη­τι­κή βιο­μη­χα­νία της δια­σκέ­δα­σης. Μία ευγε­νι­κή, φιλό­τι­μη προ­σπά­θεια, που παρά όποιες αδυ­να­μί­ες της, έχει τη χρη­σι­μό­τη­τά της και θα φανεί σε βάθος χρόνου.
  • Τρεις Κλέ­φτες και Ένα Λιο­ντά­ρι (“Three Robbers and a Lion” _ Folk og røvere i Kardemomme by) Χαρι­τω­μέ­νη έως αδιά­φο­ρη παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, νορ­βη­γι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Ράσμους Σίβερ­τσεν, που απευ­θύ­νε­ται στα νήπια. Τρεις μικροί ταρα­ξί­ες που ζουν μαζί με το πάντα πει­να­σμέ­νο λιο­ντά­ρι τους, σε ένα ειδυλ­λια­κό χωριό, μπαί­νουν σε περι­πέ­τειες όταν σκε­φτούν να απα­γά­γουν την αυστη­ρή θεία που τους προ­σέ­χει. Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελληνικά. 

 

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης \
Λεπτο­μέ­ρειες στη συν­δρο­μη­τι­κή σελί­δα του © ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ

 

 

.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο